Οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου

Κυρ, 20/05/2018 - 18:36

Αξιότιμες πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του τόπου, κυρίες και κύριοι. Έχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια από την 24η Φεβρουαρίου 1994, ημέρα που η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού από τους Τούρκους, ως Ημέρα Μνήμης εκείνων των Ελλήνων που θυσίασαν τη ζωή τους προκειμένου να μην χάσουν την Ορθόδοξη πίστη τους και την εθνική τους ταυτότητα. Επρόκειτο για ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού, το οποίο ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, ήδη από τον 8ο π. Χ. αιώνα. Τόσο η διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453, όσο και η Άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν πέτυχαν να αλλοιώσουν το φρόνημα και την ελληνική συνείδηση των Ποντίων, παρότι μάλιστα ζούσαν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα (το 40% του πληθυσμού του Πόντου), ωστόσο γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα (Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Σινώπη κ. ά).

Ωστόσο, μετά την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1461, εξισλαμίστηκαν σε μεγάλο ποσοστό οι εύφορες παραθαλάσσιες πεδιάδες του Πόντου (Σινώπη, Σαμψούντα, Κοτύωρα, Κερασούντα), το μεγαλύτερο μέρος των Ποντιακών επαρχιών Κολωνίας και Νικόπολης, καθώς και οι Λαζοί. Η προσχώρησή τους στον Ισλαμισμό οφείλονταν είτε στο φόβο, είτε στην βία και στην ανάγκη, είτε στο συμφέρον. Μια σοβαρή συνέπεια των εξισλαμισμών εκείνων ήταν η εμφάνιση του Κρυπτοχριστιανισμού στον Πόντο.

 

Κατ’ αρχάς, Κρυπτοχριστιανοί ήταν εκείνοι από τους Ρωμιούς που, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, αναγκάστηκαν να ασπαστούν επιφανειακά την Ισλαμική θρησκεία, διατηρώντας παράλληλα μέσα στην ψυχή τους την χριστιανική πίστη, και, όπου το επέτρεπαν οι περιστάσεις, την ελληνική γλώσσα. Αποτελούσαν, μάλιστα, μια ιδιαίτερη κοινωνικοθρησκευτική ομάδα, που λίγο-πολύ την ύπαρξή της γνώριζαν οι Μωαμεθανοί, και ανήκαν, μαζί με έναν αριθμό μικρασιατικών φυλών, στην ευρύτερη κατηγορία των Μουσουλμανοφανών (περίπου τα 2/3 των μουσουλμάνων υπηκόων του Σουλτάνου ήταν τέτοιοι). Μετά το πέρασμα δύο ή τριών γενεών στην απόκρυφη ζωή, ορισμένοι από αυτούς αφομοιώνονταν πλήρως από τον μωαμεθανικό περίγυρό τους, εξαιτίας είτε του χαρακτήρα τους, είτε δυσκολιών, είτε ελλιπούς προσπάθειας και επικοινωνίας των εκκλησιαστικών οργάνων, είτε της συνεχούς επαφής με τους Μουσουλμάνους και τη λατρεία τους.

Όσον αφορά τώρα τον τρόπο εμφάνισής των Κρυπτοχριστιανών, αυτός γινόταν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Μετά την κατάληψη μιας περιοχής από τους Τούρκους ξεκινούσε και η διαδικασία του εξισλαμισμού της. Ανάμεσα σε εκείνο το τμήμα των κατοίκων που εκμουσουλμανίζονταν πλήρως και στο άλλο που έμενε για πάντα χριστιανικό, υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που προτιμούσαν την αποκρυφία. Η συμπεριφορά τους αυτή οφειλόταν σε σημαντικούς οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Κυρίως, όμως, εξηγείται η στάση τους αυτή από το γεγονός ότι είχαν αναγκαστεί, χωρίς τη θέλησή τους, να προσχωρήσουν στο Ισλάμ και δεν μπορούσαν πλέον να επανεκχριστιανιστούν, γιατί το Κοράνι τιμωρούσε με θάνατο τους αποστάτες της μωαμεθανικής πίστης.  Μπορούσαν να γλιτώσουν την εσχάτη των ποινών μόνο αν ενώπιον των μουσουλμάνων ιεροδικαστών ομολογούσαν ξανά την πίστη τους στον Αλλάχ.

Υπάρχουν ενδείξεις (όχι όμως γραπτές πηγές), ότι το κρυπτοχριστιανικό φαινόμενο πρωτοπαρουσιάστηκε την περίοδο των διωγμών των Χριστιανών από τις ρωμαϊκές αρχές (Α΄-Δ΄αι.). Αργότερα, το συναντάμε στις Αραβοκρατούμενες βυζαντινές επαρχίες, όπως η Κρήτη, που κυρίευσαν οι διάφορες μουσουλμανικές δυναστείες (Φατίμιδες, Σαρακηνοί κ.ά.). Σύμφωνα δε με το Βυζαντινό ιστοριογράφο Νικηφόρο Γρηγορά, κρυ-πτοχριστιανός ήταν ο Σελτζούκος Σουλτάνος Αζατίνης ή Izzedik Kaikans ο Β΄ (1246-1257).

Πάντως, οι παλαιότερες γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη Κρυπτοχριστιανών είναι τα δύο πιττάκια (= επιστολές), του 1338 και του 1340 αντίστοιχα, που έστειλε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ΙΔ΄ ο Απρηνός ή Καλέκας στους κατοίκους της επαρχίας της Νίκαιας της Βιθυνίας (Μικρά Ασία). Η περιοχή είχε καταληφθεί το 1330 από τον Οθωμανό Σουλτάνο Ορχάν (1326-1362), και στη συνέχεια ένα μεγάλο κομμάτι του χριστιανικού πληθυσμού της αλλαξοπίστησε βίαια. Απαντώντας στο αίτημα, όσων Νικαιωτών είχαν παραμείνει Ορθόδοξοι κι εκείνων που είχαν εξωμόσει, να τους συμβουλέψει και να τους βοηθήσει, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τους παραχώρησε «κατ’ οικονομίαν» το δικαίωμα να ασκούν κρυφά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Μπροστά, λοιπόν, στον κίνδυνο να αφανιστεί η Χριστιανοσύνη η Εκκλησία κράτησε την ανεκτική εκείνη στάση για να διατηρήσει την επαφή με τους Κρυπτοχριστιανούς, να τους τονώσει ηθικά και να συντηρήσει την ελπίδα για την επιστροφή τους. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί από αυτούς εξισλαμίστηκαν πλήρως και γι’ αυτό το λόγο, αργότερα, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως απαγόρευσε, αρχικά, στους Κρητικούς να ακολουθήσουν την απόκρυφη ζωή. Στη συνέχεια, όμως, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος Πελοπίδας τους έδωσε την άδεια για «κατ’ επιφάνειαν μόνον και εν αναποδράστω ανάγκη εξώμοσιν».

Πάντως, κατά κανόνα οι  εκκλησιαστικοί φορείς ενθάρρυναν τους Κρυπτοχριστιανούς να υπομένουν με την ιδιότητά τους αυτή και προ-σπαθούσαν να μετριάσουν τις τύψεις συνειδήσεώς τους.  Μάλιστα, ο δεσμός των κρυφών Χριστιανών με τον εκάστοτε επίσκοπο (χειροτονούσε Κρυπτοχριστιανούς παπάδες κ.ά.) και τα μοναστήρια της περιοχής τους συνέβαλε στο να διατηρήσουν την πίστη τους.

Όταν κάποιος είχε ένα μουσουλμανικό και ένα χριστιανικό όνομα, αυτό σήμαινε ότι ήταν Κρυπτοχριστιανός. Το πρώτο ήταν το επίσημό του όνομα, ενώ το δεύτερο το χρησιμοποιούσε μόνο σε χριστιανικές θρησκευτικές εκδηλώσεις. Συνήθως, και τα δύο έμοιαζαν ηχητικά μεταξύ τους, όπως Ηλίας και Αλής.

Οι κρυφοί Χριστιανοί τηρούσαν πιστά τους τύπους της μουσουλμανικής θρησκείας, ώστε να μην προκαλούν σχόλια και περιέργειες. Την ημέρα συμπροσεύχονταν, ενώ μυστικά έλεγαν χριστιανικές ευχές, με τους Μωαμεθανούς στα τζαμιά. Την νύχτα «μετείχαν» των θείων μυστηρίων (εξομολόγηση, βάπτιση, γάμο, κηδεία, μετάληψη), τα οποία τελούσαν, άλλοτε Κρυπτοχριστιανοί χοτζάδες και άλλοτε ιερομόναχοι μοναστηριών που ντύνονταν δερβίσηδες για να μην τους αντιληφθούν οι Μωαμεθανοί, είτε σε κρυφούς υπόγειους ναούς, είτε σε εκείνους των φανερών Χριστιανών (συνήθως εξωκλήσια), είτε στα μοναστήρια. Για μητρώα βαπτίσεων χρησιμοποιούσαν τους κώδικες των μοναστηριών και πολλών εκκλησιών. Τηρούσαν με ακρίβεια τις χριστιανικές νηστείες. Έκαναν τα μνημόσυνα των νεκρών τα Ψυχοσάββατα και την παραμονή των Θεοφανίων, αφού ετοίμαζαν τα κόλλυβα φυλούσαν σε κρυφά ντουλάπια και αμπάρια τις άγιες εικόνες, τα καντήλια και τα ιερά σκεύη. Πάντρευαν τα κορίτσια τους αποκλειστικά με αγόρια Κρυπτοχριστιανών, για να μην διαρρεύσει ο κρυπτοχριστιανικός τρόπος ζωής τους. Προετοίμαζαν ψυχολογικά τα παιδιά τους, για να μην κοινοποιήσουν τα μυστικά της απόκρυφης ζωής. Οι ίδιοι τα δίδασκαν και τη χριστιανική τους καταγωγή, επειδή έπρεπε να ξεχάσουν τα παιδιά ό,τι μάθαιναν στα τουρκικά σχολεία που φοιτούσαν. Γενικά, τη ζωή τους χαρακτήριζε ο διαρκής φόβος, πρώτον της ανακάλυψής τους από τις αρχές και δεύτερον της θείας τιμωρίας, καθώς και η ελπίδα για το αύριο και για τη λύση του δράματος που βίωναν. Επίσης, ήταν οι καλύτεροι προστάτες των φανερών Χριστιανών, κάθε φορά που οι τελευταίοι πιέζονταν ή αδικούνταν από τους Μωαμεθανούς.

Ο Κρυπτοχριστιανισμός διέσωσε από τον κίνδυνο του εξισλαμισμού μεγάλες ομάδες χριστιανικών πληθυσμών, καθώς στάθηκε μια χρονικά διαρκής άμυνα κι ένα μέσο διαφύλαξης της ορθόδοξης πίστης. Από την άλλη πλευρά, μεγάλα τμήματα των χριστιανικών εθνών της Οσμανικής αυτοκρατορίας χάθηκαν για τις φυλές τους, γιατί δεν παρέμειναν κρυπτοχριστιανικά μέχρι το τέλος της δουλείας και ταυτίστηκαν πλήρως με το μουσουλμανικό περιβάλλον τους.

Πολλοί αμφιβάλλουν πάλι για το αν οι Κρυπτοχριστιανοί ήταν θύματα της εποχής τους ή καιροσκόποι. Πράγματι, μερικοί απ’ αυτούς επέδειξαν καιροσκοπική συμπεριφορά, καθώς με την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα εξασφάλισαν άνεση και προνόμια για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Ωστόσο, για τους περισσότερους η απόκρυφη ζωή υπήρξε η μοναδική διέξοδος, εξαιτίας των δύσκολων για τους Χριστιανούς πολιτικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στο Οθωμανικό κράτος.

 

Ας έρθουμε τώρα στον Πόντο, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος των Κρυπτοχριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σε μικρότερη κλίμακα το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού παρατηρήθηκε και στην Αλβανία, στην Κύπρο, στην Κρήτη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Καππαδοκία, καθώς και στα νησιά του Αιγαίου). Οι Πόντιοι Κρυπτοχριστιανοί αποκαλούνταν Κλώστοι ή Γυριστοί (= επανεκχριστιανισμένοι), Σταυριώτες, Κρωμλήδες, Κρυφοί ή Ντονμέδες, Αρνησίθρησκοι, Κρωμιώτες, Κλωσμένοι, Μέσο-Μέσο (= μισοί χριστιανοί και μισοί μουσουλμάνοι), Διπιστοί (= που πίστευαν και στο Χριστό και στον Αλλάχ) και Τενεσούρηδες.

Βρίσκονταν σε ολόκληρο τον Πόντο, και κυρίως στο Ανατολικό τμήμα του (Κρώμνη, Σάντα, Σταυρί). Διακρίνονταν σε εκείνους των πόλεων (ήταν λίγοι, γιατί οι Τούρκοι, επειδή υπήρχαν οι Μητροπολίτες, βιαιοπραγούσαν σε βάρος των Χριστιανών λιγότερο απ’ ότι στην ύπαιθρο) και σε εκείνους των χωριών. Ήταν περισσότεροι σε σύγκριση με άλλες περιοχές του Οθωμανικού κράτους, εξαιτίας της απουσίας του νόμου από τον απόμερο Πόντο, της αυθαιρεσίας των τοπικών αρχόντων και μπέηδων (ντερέμπεηδων), καθώς και της άγριας και ανελέητης οικονομικής εκμετάλλευσης.

Οι έμποροι της περιοχής Αργυρούπολης και Κρώμνης ήταν οι πρώτοι που έγιναν Κρυπτοχριστιανοί, και μάλιστα πολύ πριν από την τουρκική κατάκτηση του Πόντου (1461). Χρησιμοποιούσαν πλαστά μωαμεθανικά ονόματα για να εμπορεύονται με ασφάλεια ανάμεσα σε μουσουλμανικές φυλές.

Τα προνόμια που εξασφάλισαν οι Πόντιοι από το Σουλτάνο Σελήμ τον Α΄ (1512-1520) και την Πόντια μητέρα του, σε συνδυασμό με τη μη εγκατάσταση Μωαμεθανών στην περιοχή είχαν σαν αποτέλεσμα να μην είναι

σημαντικός ο αριθμός των Κρυπτοχριστιανών μέχρι τα μέσα του ΙΖ΄ αι. Από τότε, όμως, η αύξηση της δύναμης και της εξουσίας των Ντερέμπεηδων, που οφείλονταν στην παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μαζί με τους διωγμούς σε βάρος των Χριστιανών ανάγκασαν τους τελευταίους να φύγουν κατά κύματα στα βουνά. Εκεί πολλοί από αυτούς στράφηκαν στην απόκρυφη ζωή.

Προστατευτική, σωτήρια και ευεργετική για τους Πόντιους Κρυπτο-χριστιανούς ήταν η δράση των Μοναστηριών της περιοχής, όπως της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά κ.ά. Μπόρεσαν να τους προσφέρουν καταφύγιο και πνευματική ενίσχυση,  εξαιτίας της παροχής προνομίων από τους Οθωμανούς και της απονομής της δικαιοδοσίας της εξαρχίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στα τρία πρώτα.

Επιπλέον, βοηθητικός και προστατευτικός ήταν και ο ρόλος των πολλών κρυπτοχριστιανικών οικογενειών Αρχιμεταλλουργών (οκτώ κυρίως), που είχαν μεγάλη οικονομική δύναμη και επιρροή. Αυτή δημιουργήθηκε, γιατί οι Σουλτάνοι Μουράτ ο Γ΄ (1574-1595) και Μεχμέτ Γ΄ (1595-1603) έδωσαν προνόμια στους εργάτες και στις κοινότητες των ορυχείων χρυσού, αργύρου και μολύβδου της Ποντιακής ενδοχώρας.

Η βελτίωση της θέσης των Χριστιανών του Πόντου στη διάρκεια της ρωσικής κατοχής της περιοχής από το 1829 μέχρι το 1831 συντέλεσε στο να φανερώσουν δημόσια την πίστη τους πολλοί Κρυπτοχριστιανοί.

Το 1856, η έκδοση του Σουλτανικού διατάγματος Χάτι Χουμαγιουν και η μετά από αυτό επίσημη αναγνώριση ως Χριστιανού από την Τουρκική πλευρά του Πέτρου ή Πεχλίλ Σάββα Σιδηρόπουλου από την Κρώμνη, ο οποίος αποκάλυψε δημόσια την κρυπτοχριστιανική του ιδιότητα, είχαν σαν αποτέλεσμα την έναρξη των οργανωμένων κινητοποιήσεων των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου για να αναγνωριστεί η πίστη τους στο Χριστό από τους Οθωμανούς. Έτσι, την επόμενη χρονιά φανερώθηκαν οι Κρωμναίοι (Κρυπτοχριστιανοί) της περιοχής Τραπεζούντας – Αργυρούπολης, καθώς και ολόκληρα χωριά των περιοχών Ματσούκας, Σουρμένων, Σάντας και Ιμέρας. Στους τριάντα  χιλιάδες έφτασε ο αριθμός εκείνων των Κρυπτοχριστιανών που καταγράφηκαν ως Χριστιανοί το 1857. Το ίδιο έκαναν και οι Σταυριώτες (Κρυπτοχριστιανοί) του Ακ-Νταγ στην νομαρχία Άγκυρας, μετά το δήθεν προοδευτικό σουλτανικό Σύνταγμα του 1876. Οι ενέργειες και των κρυπτοχριστιανικών αυτών ομάδων για θρησκευτική, κοινωνική, πολιτική, φορολογική και νομική εξίσωση με τους φανερούς Χριστιανούς τελείωσαν το 1910, λίγο μετά την νεοτουρκική επανάσταση του 1908. Τότε, αναγνωρίστηκαν από τους Τούρκους, οι οποίοι μέχρι εκείνο το έτος τους εκβίαζαν και τους βασάνιζαν, και τους υποχρέωναν να υπηρετήσουν στρατιωτική θητεία. Τους αφαιρούσαν, επίσης, τα κτήματα και τις περιουσίες τους, γιατί, σύμφωνα με το μωαμεθανικό νόμο, οι Χριστιανοί δεν δικαιούνταν να κληρονομήσουν την περιουσία των Μωαμεθανών.  Προκειμένου δε να γλιτώσουν τα μαρτύρια αυτά, οι περισσότεροι Κρυπτοχριστιανοί αναγκάστηκαν να διαφύγουν στην ομόθρησκη Ρωσία. Ωστόσο, όσοι έμεναν σε απομονωμένα χωριά και πολλοί άλλοι δεν αποκαλύφθηκαν το 1910, γιατί δεν έδειξαν εμπιστοσύνη στους Νεότουρκους (έλαβαν κι εκείνοι μέτρα εναντίον των πρώην Κρυπτοχριστιανών) και φοβήθηκαν για διωγμούς και καταπιέσεις από εκείνους, σαν συνέπεια των ελληνοτουρκικών εντάσεων αυτής της περιόδου. Σε 43.000 υπολογίζεται το 1914 ο αριθμός των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου σύμφωνα με επίσημες εκθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος. Έτσι, όταν οι Ρώσοι κατείχαν, από τον Απρίλιο του 1916 μέχρι το 1918, μερικές Ποντιακές περιοχές, έκαναν δημόσια ομολογία της πίστης τους πολλοί Κρυπτοχριστιανοί.

 

Υπάρχουν, όμως, Κρυπτοχριστιανοί σήμερα στο τουρκικό κράτος; Ο Ρ. Μ. Ντώκινς υποστηρίζει ότι δεν ζουν σήμερα στην Τουρκία Κρυπτοχριστιανοί, γιατί έχουν εκλείψει οι συνθήκες εκείνες, οι οποίες τους ανάγκαζαν να υπάρχουν. Ωστόσο, εκτός από αξιόπιστες μαρτυρίες και επίσημα ντοκουμέντα, οι παρακάτω λόγοι μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στο σημερινό τουρκικό κράτος κατοικούν άνθρωποι που διατηρούν κρυφά τη χριστιανική τους πίστη και μαζί με τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους αποτελούν τους τελευταίους εκπροσώπους του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία: Πρώτον, ένας δύσκολα να υπολογιστεί με ακρίβεια αριθμός Ποντίων Κρυπτοχριστιανών δεν έδειξε εμπιστοσύνη στους Νεότουρκους, επειδή οι τελευταίοι πραγματοποιούσαν, μετά το 1910, αντίποινα σε βάρος των πρώην Κρυπτοχριστιανών, δεν πρόλαβε να φανερωθεί και παρέμεινε στην Τουρκία, γιατί η Ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 έγινε με βάση το φανερό θρήσκευμα των Ελλήνων και των Τούρκων. Δεύτερον, πολλοί δεν έφυγαν από την Τουρκία και κράτησαν μυστική την πίστη τους στο Χριστό είτε γιατί φοβόταν το αβέβαιο μέλλον, είτε γιατί δεν ήθελαν να χάσουν την πατρίδα τους. Τρίτον, είχαμε καταγγελίες για την ύπαρξη Κρυπτοχριστιανών ανάμεσα στους Χριστιανούς, που εξισλαμίστηκαν βίαια στους διωγμούς της περιόδου 1918-22, καθώς και μεταξύ των αγνοουμένων και των παιδιών που εγκαταλείφθηκαν στην Τουρκία μετά το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας (1922). Τέταρτον, οι Κρυπτοχριστιανοί μερικών Ποντιακών περιοχών δεν έμαθαν λόγω του Μικρασιατικού πολέμου (1919-1922) ότι μπορούσαν να δηλώσουν επίσημα την κρυφή χριστιανική τους ιδιότητα και, έτσι, δεν ανταλλάχθηκαν το 1923. Πέμπτον, πολλές γυναίκες άλλες Χριστιανές και άλλες Κρυπτοχριστιανές, που πριν την ήττα του Ελληνικού στρατού το 1922 είχαν παντρευτεί Τούρκους με τη βία ή χωρίς αυτήν, δεν θεωρήθηκαν ανταλλάξιμες. Επομένως, αυτές δεν ξεριζώθηκαν και συνέχισαν να διατηρούν τον κρυπτοχριστιανικό τρόπο ζωής τους. Ωστόσο, τα παιδιά τους τα ανέθρεψαν μουσουλμανικά ή χριστιανικά; Έκτον, η Ελληνική Βουλή ασχολήθηκε με τους Έλληνες Κρυπτοχριστιανούς του Πόντου τον Απρίλιο του 1992.

Τέλος, στις μέρες μας συναντάμε παρουσία Κρυπτοχριστιανών και στην παράνομα κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα Βόρεια Κύπρο.

             

Bασική βιβλιογραφία

 

  1. Ανδριώτη Νικ. Λ., Κρυπτοχριστιανικά κείμενα (Εθνική βιβλιοθήκη, Δημοσιεύματα της εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών 36), Θεσσαλονίκη 1974.
  2. Φωτιάδη Κώστα, Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, Μετάφραση: Αχιλλέας Καψάλης, Εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988.
  3. Πελαγίδη Στάθη, Το κρυπτοχριστιανικό ζήτημα στον Πόντο, («Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτα». Κέντρο ερευνών και τεκμηρίωσης για τον Ελληνισμό των Βαλκανικών και Παρευξείνιων χωρών), Εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 1996.
  4. Πρίντζιπα Γ. Θ., Οι Κρυπτοχριστιανοί. Οι εξισλαμισμοί και ο Κρυπτοχριστιανισμός: Προσέγγιση στα πάθη του ελληνικού λαού, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.
  5. Φωτιάδη Κωνσταντίνου Ε., Πηγές της ιστορίας του κρυπτοχριστιανικού προβλήματος, Εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη Α. Ε., Θεσσαλονίκη 1997.
  6. Ντώκινς Ρ. Μ., Οι κρυπτοχριστιανοί της Τουρκίας, Απόσπασμα από το βιβλίο ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ VΙΙΙ. Μετάφραση: Γεώργιος Ανδρεάδης, Εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2000.
  7. Φωτιάδη Κωνσταντίνου, Πόντος, Ελλενικός, μεγάλος και ευδαίμων, Θεσσαλονίκη 2010.

 

 

           

            Υ. Γ.: Ευχαριστώ θερμά τον Σύλλογο Ποντίων Χίου για τη συνεργασία.

Ομιλία στην ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου του Κ. Καρατζά Θεολόγου – Καθηγητή του 1 ου ΕΠΑΛ Χίου – Μ.Α. Ιστορικής Θεολογίας

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλλες απόψεις: Του Κωνσταντίνου Καρατζά