301. Σφὴξ καὶ ὄφις
Σφὴξ ἐπὶ κεφαλὴν ὄφεως καθίσας καὶ συνεχῶς τῷ κέντρῳ πλήττων ἐχείμαζε. Ὁ δὲ περιώδυνος γενόμενος καὶ τὸν ἐχθρὸν οὐκ ἔχων ἀμύνασθαι, τὴν κεφαλὴν ἁμάξης τρόχῳ ὑπέθηκε, καὶ οὕτω τῷ σφηκὶ συναπέθανεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τινὲς τοῖς ἐχθροῖς αἱροῦνται συναποθνῄσκειν.
[Μια σφήκα κάθισε πάνω στο κεφάλι ενός φιδιού, και το τσιμπούσε συνέχεια με το κεντρί της, χωρίς να φεύγει. Το φίδι κόντευε να τρελλαθεί απ’ τους πόνους αλλά δεν είχε και τρόπο ν’ αντιμετωπίσει τον εχθρό.
Έτσι, πάνω στην απόγνωση και στην απελπισιά του, πήγε κι έχωσε το κεφάλι του κάτω απ’ τις ρόδες μιας άμαξας. Και φυσικά βρήκε το θάνατο μαζί με τη σφήκα.
Ο μύθος διδάσκει ότι κάποιοι προτιμούν να πεθάνουν, αρκεί να παρασύρουν στο θάνατο και τους μισητούς εχθρούς τους.
Παροιμία: «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά τών αλλοφύλων»: η φράση αυτή χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμα και τη ζωή του προκειμένου να καταστρέψει τους εχθρούς του. «καὶ εἶπε Σαμψών· ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων· καὶ ἐβάσταξεν ἐν ἰσχύϊ, καὶ ἔπεσεν ὁ οἶκος ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῷ· καὶ ἦσαν οἱ τεθνηκότες, οὓς ἐθανάτωσε Σαμψὼν ἐν τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, πλείους ἢ οὓς ἐθανάτωσεν ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ» (Κριταί, ΙΣΤ΄, 30). Τα παραπάνω λόγια αποδίδονται στον Σαμψών ο οποίος τα είπε προτού γκρεμίσει το ναό τών Φιλισταίων. (Βλέπε και το μύθο Θύννος καί δελφίς)].
302. Ταῦρος καὶ αἶγες ἄγριαι
Ταῦρος διωκόμενος ὑπὸ λέοντος κατέφυγεν εἴς τι σπήλαιον, ἐν ᾧ ἦσαν αἶγες ἄγριαι. Τυπτόμενος δὲ ὑπ’ αὐτῶν καὶ κερατιζόμενος ἔφη· «Ἀλλ’ οὐχ ὑμᾶς φοβούμενος ἀνέχομαι, τὸν δὲ πρὸ τοῦ στομίου ἑστῶτα [λέοντα]».
Οὕτω πολλοὶ διὰ φόβον τῶν κρειττόνων καὶ τὰς ἐκ τῶν ἡττόνων ὕβρεις ὑπομένουσιν.
[Ένας ταύρος καταδιωκόταν από ένα λιοντάρι. Για να σωθεί ζήτησε καταφύγιο μέσα σε μια σπηλιά. Όμως μέσα στη σπηλιά βρίσκονταν κάτι άγριες κατσίκες. Άρχισαν λοιπόν οι αίγες όλες μαζί να του επιτίθεται και να τον κουτουλάνε με τα κέρατά τους.
Τότε ο ταύρος γυρίζει και τους λέει: «σας ανέχομαι, παλιοκατσίκες, όχι επειδή σας φοβούμαι! Φοβούμαι αυτόν που στέκεται στο στόμιο τής σπηλιάς, τον λέοντα!».
Το ίδιο συμβαίνει και σ’ εμάς πολλές φορές: όταν βρισκόμαστε σε μια σοβαρή ανάγκη και πιεζόμαστε ασφυκτικά απ’ αυτήν, κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε και ανεχόμαστε τις προσβολές και τις απρέπειες ανθρώπων τιποτένιων. Δυστυχώς, ο άνθρωπος πολλάκις υποτάσσεται στον ανελέητο και αδήριτο νόμο τής Ανάγκης.
Παροιμίες: «Μετατιθεμένης γὰρ τῆς ἱερωσύνης ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται» (Παύλου, Πρός Εβραίους, 7. 12). «Ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται» (Γρηγορίου τού Κυπρίου). «Δεινῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἰσχυρότερον: ἀνάγκη γὰρ καὶ θεοὺς βιάζεται. Καὶ Πλάτων φησίν, Ἀνάγκην δὲ οὐδὲ θεός ἐστι δυνατὸς βιάζεσθαι» (Ζηνοβίου). «Βάλε τ' οκνού φωτίαν, να (δ)ης βεργολυ(γ)ίσματα./Και το ζόρι ο θεός τόκαμεν» (Κάρπαθος). «Κάψι ουκνό, να δης π'δήματα» (Λέσβος). «Ποιος πίνει το θολό νερό; Όγοιος διψά» (Σκύρος). «Θέλει δε θέλει ο 'άδαρος το βάνει το σομάρι./Και το ζόρι ο θεός τόπεψε» (Νάξος). «Ο δρόμος κάνει πόδια κι η πείνα αδόδια (Κρήτη). (Βλέπε και το μύθο Ἔριφος ἐπί τινος δώματος ἑστώς καί λύκος)].
303. Ταὼν καὶ γέρανος
Ταὼν γεράνου κατεγέλα, κωμῳδῶν τὴν χροιὰν αὐτοῦ καὶ λέγων ὡς «ἐγὼ μὲν χρυσὸν καὶ πορφύραν ἐνδέδυμαι, σὺ δὲ οὐδὲν καλὸν φέρεις ἐν πτεροῖς». Ὁ δέ· «Ἀλλ’ ἐγώ, ἔφη, τῶν ἀστέρων ἔγγιστα φωνῶ, καὶ εἰς τὰ οὐράνια ὕψη ἵπταμαι· σὺ δέ, ὡς ἀλέκτωρ, κάτω μετ’ ὀρνίθων βαίνεις».
Ὅτι κρεῖττον περίβλεπτον εἶναί τινα ἐν πενιχρᾷ ἐσθῆτι ἢ ζῆν ἀδόξως πλούτῳ γαυρούμενον.
[Το παγόνι περιγελούσε το γερανό, κοροϊδεύονας κυρίως το χρώμα του. Και του έλεγε: «κοίτα με, εγώ είμαι ντυμένο στο χρυσάφι και στην πορφύρα, ενώ εσύ, κακομοίρη, τίποτα όμορφο δεν έχεις πάνω στα φτερά σου!».
Κι ο γέρανος: «σου διαφεύγει κάτι: εγώ πετώ στα ύψη τ’ ουρανού, κι από κοντά συνομιλώ με τ’ άστρα! Ενώ εσύ είσαι καταδικασμένο, σαν τον κόκκορα, να κάνεις παρέα με κότες!».
Δίδαγμα: χίλιες φορές καλύτερα να ζει κανείς ελεύθερα και φτωχικά, έχοντας όμως το θαυμασμό και την εκτίμηση όλης τής κοινωνίας για τις αρχές και την αρετή του, παρά να περνά τη ζωή του καταπιεσμένος, άδοξος και καυχώμενος για τα πλούτη του, χωρίς παράλληλα να τον λογαριάζει κανείς είτε λόγω τών συνθηκών ζωής του είτε λόγω τού παλιοχαρακτήρα του.
Παροιμία: «Τα ρούχα του έχουν τιμή, μ’ αυτός τιμή δεν έχει» (Χίος). «Άθρωπο δε σε κάμνουν τα ρούχα!». «Τα λεφτά δεν κάμνουν τον άθρωπο» (Χίος). «Ο γάιδαρος είναι γάιδαρος άνε φορεί και σέλα» (Κρήτη). «Καλλιά 'ναι μιάν ευγένεια, μιάν αθρωπιά, μιά τάξη παρά του κόσμου τα καλά άνθρωπος ν' αποτάξει» (Κρήτη). «Χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος». «Δε gάνει το ρούχο τον άθρωπο» (Νάξος). Γερμανική: «Kleider machen Leute» (Τα ρούχα δεν κάνουν τον άνθρωπο)].
Παράλληλο κείμενο Α
Στο Σταυραϊτό (Κώστας Κρυστάλλης)
Από μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου, παίρνεις κορμί με τον καιρό, και δύναμη κι αγέρα, κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια, και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις· φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ' άστρα, με τη βροντή ερωτεύεσαι, κι απιδρομάς και παίζεις με τ γρια τ' αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη, κι απ' άφαντο, κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραϊτέ μου, μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια, και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει· κι έγινε τώρα ο πόθος μου αϊτός, στοιχειό και δράκος, κι εφώλιασε βαθιά βαθιά μες στ' άσαρκο κορμί μου, και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη. Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια. Θέλω ταψήλου ν' ανεβώ· ν' αράξω θέλω, αϊτέ μου, μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου, θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω με σένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι, καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου. Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι νά’ ρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι, να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκές μου αγάπες, να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους, θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ, και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκεπασμά μου το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμό τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω, ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδενδρον, αϊτέ, θέλω να τρώω βελάνια, θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι. Θέλω ν' ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν, θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια, θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβά να βλέπω. Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια, ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω. Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια, και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα μέρα. Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου ολίγο, και δώσ’ μου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!
[Ο τραγουδιστής τού βουνού και της στάνης, 1893]
Παράλληλο κείμενο Β
Τοῦ αἰγάγρου ( Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος - Ὀκτάνα)
Πήδηξε ὁ αἴγαγρος καὶ στάθηκε σὲ μία ψηλὴ κορφή. Στητὸς καὶ ρουθουνίζοντας κοιτάζει τὸν κάμπο καὶ ἀφουγκράζεται πρὶν ἄλλο σκίρτημα σὲ ἄλλη κορφὴ τὸν πάη.
Τὰ μάτια του λάμπουν σὰν κρύσταλλα καὶ μοιάζουν μὲ μάτια ἀετοῦ, ἢ ἀνθρώπου ποὺ μέγας οἶστρος τὸν κατέχει. Τὸ τρίχωμά του εἶναι στιλπνὸ καὶ ἀνάμεσα στὰ πισινά του πόδια, πίσω καὶ κάτω ἀπ’ τὸ κεντρί του, τὸ μέγα σήμαντρον τῆς ἀπολύτου ὀρθοδοξίας ταλαντευόμενον σὲ κάθε σάλεμά του, βαριὰ καὶ μεγαλόπρεπα κουνιέται.
Κάτω ἐκτείνεται ὁ κάμπος μὲ τὰ λερὰ μαγνάδια του καὶ τὶς βαρειὲς καδένες.
Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται. Ἀπὸ τὸν κάμπο ἀνεβαίνει μία μυριόστομη κραυγὴ ἀνθρώπων πνευστιώντων.
«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ χαρῆς καὶ νὰ μᾶς σώσης».
Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται. Ὅμως δὲν νοιάζεται καθόλου γιὰ ὅλου τοῦ κάτω κόσμου τὴν βοὴ καὶ τὴν ἀντάρα. Στέκει στητὸς στὰ πόδια του, καὶ ὅλο μυρίζει τὸν ἀέρα, σηκώνοντας τὰ χείλη του σὰν σὲ στιγμὲς ὀχείας.
«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ εὐφρανθῆς καὶ νὰ μᾶς σώσης. Θὰ σὲ λατρέψουμε ὡς Θεό. Θὰ κτίσουμε ναοὺς γιὰ σένα. Θἄσαι ὁ τράγος ὁ χρυσός! Καὶ ἀκόμη θὰ σοῦ προσφέρουμε πλούσια ταγὴ καὶ ὅλα τὰ πιὸ ἀκριβὰ μανάρια μας… Γιὰ δές!»
Καὶ λέγοντας οἱ ἄνθρωποι τοῦ κάμπου ἔσπρωχναν πρὸς τὸ βουνὸ ἕνα κοπάδι ἀπὸ μικρὲς κατσίκες σπάνιες, ἀπὸ ράτσα.
Ὁ Αἴγαγρος στέκει ἀκίνητος καὶ ὀσμίζεται ἀκόμη τὸν ἀέρα. Ἔπειτα, ξαφνικά, ὑψώνει τὸ κεφάλι του καὶ ἀφήνει μέγα βέλασμα, ποὺ ἀντηχεῖ ἐπάνω καὶ πέρα ἀπ’ τὰ φαράγγια σὰν γέλιο λαγαρό, καὶ μονομιᾶς, μὲ πήδημα γοργό, σὰν βέλος θεόρατο ἢ σὰν διάττων, ἀκόμη πιιο ψηλὰ πετιέται.
Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε! Γιατί νὰ σοῦ φαντάξουν τὰ λόγια τοῦ κάμπου καὶ οἱ φωνές του; Γιατί νὰ προτιμήσης τοῦ κάμπου τὰ κατσίκια; Ἔχεις ὅ,τι χρειάζεσαι ἐδῶ καὶ γιὰ βοσκὴ καὶ γιὰ ὀχεῖες καὶ κάτι παρὰ πάνω, κάτι πού, μὰ τὸν Θεό, δὲν ἤκμασε ποτὲ κάτω στοὺς κάμπους – ἔχεις ἐδῶ τὴν Λευτεριά!
Τὰ κρύσταλλα ποὺ μαζώχθηκαν καὶ φτιάξαν τὸν Κρυστάλλη, ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ὁ Μουσηγέτης, ὁ Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος καὶ πρωτοψάλτης Κάλβος, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ποὺ ἑλληνικὰ τὰ ἤθελε ὅλα κ’ ἔκρυβε μέσα του, βαθιά, μία φλογερὴ ψυχὴ Σαβοναρόλα, ὁ μέγας ταγὸς ὁ Δελφικός, ὁ Ἀρχάγγελος Σικελιανὸς ποὺ ἔπλασε τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀνάστησε (Πάσχα καὶ αὐτὸ) τὸν Πάνα, ὁ ἐκ τοῦ Εὐξείνου ποιητὴς ὁ Βάρναλης ὁ Κώστας , αἱ βάτοι αἱ φλεγόμεναι, ὁ Νῖκος Ἐγγονόπουλος καὶ ὁ Νικήτας Ράντος, ὁ Ὀδυσσεὺς Ἐλύτης, ποὺ τὴν ψυχὴ του βάφτισε στὰ ἰωνικὰ νερὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀρχιπελάγους, ὁ ἐκ Λευκάδος ποιητής, αὐγερινὸς καὶ ἀποσπερίτης, ὁ Νάνος Βαλαωρίτης, αὐτοὶ καὶ λίγοι ἄλλοι, αὐτοὶ ποὺ πῆραν τὰ βουνά, νὰ μὴν τοὺς φάη ὁ κάμπος, δοξολογοῦν τὸν οἶστρο σου καὶ τὸ πυκνό σου σπέρμα, γιὲ τοῦ Πανὸς καὶ μίας ζαρκάδας Ἀφροδίτης.
Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν ἀγαπᾶς τοὺς κάμπους ! Τί νὰ τοὺς κάνης: Ὁ ἥλιος ἐδῶ, κάθε πρωί, σηκώνεται ἀνάμεσα στὰ κέρατά σου! Στὰ μάτια σου λάμπουν οἱ ἀστραπὲς τοῦ Ἰεχωβὰ καὶ ὁ ἵμερος ὁ ἄσβηστος τοῦ Δία, κάθε φορά ποὺ σπέρνεις ἐδῶ, στὰ θηλυκά σου, τὴν ἔνδοξη καὶ ἀπέθαντη γενιά σου!
Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν θὰ πᾶς στοὺς κάμπους! Γειά καὶ χαρά σου, ποὺ πατᾶς τὰ νυχοπόδαρά σου στῶν ἀπορρώγων κορυφῶν τὰ πιὸ ὑψηλὰ Ὡσαννά!
Εἶπα καὶ ἐλάλησα, Αἴγαγρε, καὶ ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω.
[Γλυφάδα 12.7.1960]
Το παραπάνω κείμενο τού Ανδρέα Εμπειρίκου είναι ένας ύμνος στους ανθρώπους εκείνους που επιζητούν την ακέραια ελευθερία, μένοντας μακριά από τις ανέσεις και τα θέλγητρα τού σύγχρονου τρόπου ζωής, όπως αυτός εκδηλώνεται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Αίγαγρος είναι ο ανεξάρτητος άνθρωπος, αυτός που δεν δέχεται τον περιορισμό τής ελευθερίας του, δηλαδή αρνείται να εξαργυρώσει το ανεκτίμητο προνόμιο τής ελεύθερης ύπαρξής του με ένταξη στην κοινωνία και με την ψευδαίσθηση ότι ανήκει κάπου. Ο αίγαγρος προτιμά την ελευθερία τών βουνών και τη δυνατότητα τής ανεπηρέαστης θέασης τών πραγμάτων από την εκχώρηση τού ανεκτίμητου δικαιώματός του για αυτοκαθορισμό και ελεύθερη ύπαρξη. Ο αίγαγρος αρνείται να συμβιβαστεί με την αντίληψη ότι προορισμός τού ανθρώπου είναι ο «φιλήσυχος» και υποταγμένος βίος. Ο αίγαγρος διατηρεί αλώβητη την προσωπικότητά του ανθιστάμενος στις ευδαιμονιστικές προκλήσεις τού σύγχρονου βίου. Ο αίγαγρος παραμένει προκλητικά ανένταχτος και ανεξάρτητος. Είναι ο δεσμώτης τού πλατωνικού σπηλαίου, που, έχοντας διαρρήξει τα δεσμά του κι έχοντας βιώσει την αλήθεια και ουσία τών πραγμάτων, αρνείται να επιστρέψει σ’ έναν κόσμο συμβιβασμού, υποταγής και ψευδεπίγραφης ελευθερίας.
Παράλληλο κείμενο Γ
Στροφές στροφάλων (Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος - Ἐνδοχώρα)
Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων. Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες. Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια. Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες. Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες. Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους. Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους.
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς. Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις. Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω. Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα. Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα. Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε. Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα. Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις. Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν. Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος. Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες. Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα. Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας. Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις. Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης. Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει. Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη. Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα. Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη. Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις. Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων. Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου. Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν. Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια. Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις. Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν. Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις. Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη. Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη. Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις. Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς. Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια. Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια. Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις. Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις. Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές. Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά. Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια. Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας. Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια. Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους. Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν. Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις. Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας. Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα. Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών. Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια. Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω. Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη. Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια. Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων. Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει. Όπως δεν στέκουν τα χαράματα. Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη. Όπως δεν στέκουν και τα κύματα. Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών. Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.
[Ίκαρος 1997]
304. Ταὼς καὶ κολοιός
Τῶν ὀρνέων βουλευομένων περὶ βασιλείας, ταὼς ἠξίου αὐτὸν χειροτονῆσαι βασιλέα διὰ τὸ κάλλος. Ὡρμημένων δὲ ἐπὶ τοῦτο τῶν ὀρνέων, κολοιὸς εἶπεν· «Ἀλλ’ ἐάν, σοῦ βασιλεύοντος, ἀετὸς ἡμᾶς διώκῃ, πῶς ἡμῖν ἐπαρκέσεις;».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οὐ μεμπτοὶ ὅσοι προειδότες τοὺς μέλλοντας κινδύνους, πρὶν παθεῖν, φυλάττονται.
[Κάποτε τα πουλιά έκαμαν σύσκεψη προκειμένου να εκλέξουν βασιλιά. Το παγώνι είχε την αξίωση ν’ αναδείξουν αυτό ως βασιλιά τ’ άλλα πουλιά λόγω τής εξωτερικής του ομορφιάς.
Αν και σχεδόν όλα τα πουλιά ήταν έτοιμα ν’ ανακηρύξουν το παγώνι ως βασιλιά, μονάχα η καλιακούδα πρόβαλε αντίρρηση: «για πες μου παγώνι: αν μας επιτεθεί ένας αετός, εσύ τι θα κάμεις; Πώς θα μας σώσεις;».
Το παραμύθι διδάσκει ότι είναι αξιέπαινοι όσοι προβλέπουν τούς μελλοντικούς κινδύνους και παίρνουν έγκαιρα τα μέτρα τους, προτού πάθουν ζημιές.
Παροιμίες: «Πρόνοιαν τίμα» (Να τιμάς την προνοητικότητα) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Ὅρα τὸ μέλλον» (Να κοιτάζεις το μέλλον) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Ου μετανοείν αλλά προνοείν χρή τον άνδρα τον σοφόν». «Προβούλεσθαι κρείσσον πρό των πράξεων ή μετανοείν». «Λαβέ πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου» (Μερίμνησε από νωρίς για την εξασφάλιση τού βιοπορισμού σου!) (Μένανδρος 331). Ιαπωνέζικη παροιμία: «Όταν διψάσεις, είναι πολύ αργά για να σκάψεις ένα πηγάδι»].
305. Τέττιξ καὶ ἀλώπηξ
Τέττιξ ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου ᾖδεν. Ἀλώπηξ δὲ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν. Ἄντικρυς στᾶσα ἐθαύμαζεν αὐτοῦ τὴν εὐφωνίαν, καὶ παρεκάλει καταβῆναι, λέγουσα ὅτι ἐπιθυμεῖ θεάσασθαι πηλίκον ζῷον τηλικαύτην φωνὴν φθέγγεται. Κἀκεῖνος ὑπονοήσας αὐτῆς τὴν ἐνέδραν, φύλλον ἀποσπάσας καθῆκε. Προσδραμούσης δὲ ὡς ἐπὶ τὸν τέττιγα, ἔφη· «Ἀλλὰ πεπλάνησαι, ὦ αὕτη, εἰ ὑπέλαβές με καταβήσεσθαι· ἐγὼ γὰρ ἀπ’ ἐκείνου ἀλώπεκας φυλάττομαι ἀφ’ οὗ ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην».
Ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πέλας συμφοραὶ σωφρονίζουσι.
[Ένας τζίτζικας τραγουδούσε πάνω σ’ ένα ψηλό δέντρο. Μια αλεπού, που ήθελε να τον φάει, έβαλε στο νου της το εξής: στάθηκε απέναντι απ’ το δέντρο και θαύμαζε τη φωνή τού τζίτζικα. Έπειτα τού είπε: «κατέβα απ’ το δέντρο! Θέλω να σε δω. Είσαι ένα πλάσμα με τόσο ωραία φωνή και να μη μπορώ να σε δω!».
Ο τζίτζικας όμως, που υποψιάστηκε την ενέδρα τής αλεπούς, έκοψε ένα φύλλο απ’ το δέντρο και τό ’ριξε στη γη. Η αλεπού νόμισε πως το φύλλο που έπεσε ήταν ο τζίτζικας, κι έτρεξε να το πιάσει.
Τότε ο τζίτζικας τής είπε: «είσαι γελασμένη, παμπόνηρη, αν νομίζεις πως θα κατέβαινα εγώ ο ίδιος απ’ το δέντρο! Από τότε που είδα μέσα στα σκατά αλεπούδων φτερά τζιτζικιών έμαθα να παίρνω τα μέτρα μου!».
Δίδαγμα: οι συνετοί άνθρωποι παίρνουν το μαθήματά τους απ’ τα παθήματα τών διπλανών.
Παροιμίες: «Τα παθήματα μαθήματα» (Χίος). «Το πρώτο λάθος μάθημα και δάσκαλος για τ' άλλα» (Κρήτη). «Είμι παθός γιατρός» (Σάμος). «ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω» (Ιλιάδα Ρ, στ. 32). «Ο μπροστινός γάδαρος κάνει τόν επίσω φρόνιμο./Τα μπρός καράβια κάνουν τα πίσω φρένιμα» (Αμοργός). «Δυστυχίαν σ’ όποιον πάθει κι’ απ’ το πάθημα δεν μάθει» (Κύπρος). «Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν (Επειδή είσαι θνητός, μάθε να εξετάζεις τα περασμένα και να διδάσκεσαι απ’ αυτά!) (Μένανδρος 249)./Βλέπων πεπαίδευμ᾽ εἰς τὰ τῶν ἄλλων κακά» (Βλέποντας τα παθήματα τών διπλανών παίρνεις το μάθημά σου!) (Μένανδρος, Suplemmentum ex Aldo 14). Λατινική: «Quae nocent, saepe docent» (Ό,τι πονάει, συχνά διδάσκει)].
306. Τέττιξ καὶ μύρμηκες
Χειμῶνος ὥρᾳ τὸν σῖτον βραχέντα οἱ μύρμηκες ἔψυχον. Τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν. Οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ· «Διὰ τί τὸ θέρος οὐ συνῆγες καὶ σὺ τροφήν;». Ὁ δὲ εἶπεν· «Οὐκ ἐσχόλαζον, ἀλλ’ ᾖδον μουσικῶς». Οἱ δὲ γελάσαντες εἶπον· «Ἀλλ’ εἰ θέρους ὥραις ηὔλεις, χειμῶνος ὀρχοῦ».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ τινα ἀμελεῖν ἐν παντὶ πράγματι, ἵνα μὴ λυπηθῇ καὶ κινδυνεύσῃ.
[Μέσα στο καταχείμωνο, απ’ την πολλή βροχή, το σιτάρι μέσα στις αποθήκες τών μερμήγκων είχε μουσκέψει. Έτσι οι μερμήγκοι τό ’βγαλαν απ’ τις αποθήκες για να το στεγνώσουν στον ήλιο.
Ένας τζίτζικας, που κόντευε να πεθάνει απ’ την πείνα, τους παρακάλεσε: «δώστε μου κι εμένα λίγη τροφή!». Του απάντησαν: «εσύ, όλο το καλοκαίρι, γιατί δεν νοιάστηκες να μαζέψεις τροφή;». – «Μη νομίζετε ότι τεμπέλιαζα. Εργαζόμουν: τραγουδούσα για να ψυχαγωγώ τούς περαστικούς». – «Αφού, όλο το καλοκαίρι, τραγουδούσες, τώρα το χειμώνα χόρευε!» τού απάντησαν σαρκαστικά τα μερμήγκια.
Ο μύθος διδάσκει πως ο άνθρωπος οφείλει να μη δείχνει αμέλεια αλλά να προνοεί για τις ανάγκες τού μέλλοντος, ώστε να μη βρίσκεται πιεσμένος απ’ την Ανάγκη.
Παροιμίες: «Η κότα, όταν έρθει το αυγό στον κώλο της, ψάχνει για φωλιά» (Χίος). «Αν δεν έχεις άλλο λάδι, στα σκοτάδια μένεις βράδυ» (Κάρπαθος). «Πριν φας μαγείριβγι» (Λέσβος). «Η καλή νοικοτζυρά, πριμ πεινάσει, μαειρεύκει» (Κύπρος). «Όdες δειπνούν οι γιάρχοdες, οι γύφτοι μαγερέβ'νε» (Σκύρος). (Βλέπε και το μύθο Μύρμηξ καί τέττιξ)].
307. Τοξότης καὶ λέων
Ἀνῆλθέ τις εἰς ὄρος τοξότης ἔμπειρος κυνηγῆσαι. Πάντα δὲ τὰ ζῷα ἔφυγον, λέων δὲ μόνος προεκαλεῖτο αὐτὸν πρὸς μάχην. Ὁ δὲ βέλος πέμψας καὶ τὸν λέοντα βαλὼν εἶπεν· «Ἰδὲ τὸν ἐμὸν ἄγγελον οἷός ἐστιν, καὶ δὴ τότε ἐπέρχομαί σοι κἀγώ». Ὁ δὲ λέων βληθεὶς ὥρμησε φεύγειν. Ἀλώπεκος δὲ τούτῳ θαρρεῖν καὶ μὴ φεύγειν λεγούσης, ἔφη ὁ λέων· «Οὐδαμῶς με πλανήσεις· ὅπου γὰρ τοιοῦτον πικρὸν ἄγγελον ἔχει, ἐὰν αὐτὸς ἐπέλθῃ μοι, τί ποιήσω;».
Ὅτι ἐκ τῆς ἀρχῆς τὰ τέλη δεῖ προσκοπῆσαι καὶ τότε δὴ λοιπὸν ἑαυτοὺς περισῴζειν.
[Ένας έμπειρος τοξότης ανέβηκε στο βουνό για να κυνηγήσει. Όλα τα ζώα, με το που τον είδαν, τράπηκαν σε φυγή. Μονάχα το λιοντάρι στάθηκε και τον προκαλούσε για μονομαχία. Τότε ο άνθρωπος τού έριξε ένα βέλος και το πλήγωσε, λέγοντάς του: «ορίστε! Αυτός είναι ο προπομπός μου! Σου στέλλω τη γνωριμία μου! Σε λίγο σού ’ρχομαι κι εγώ ο ίδιος!».
Το λιοντάρι τα χρειάστηκε και πήρε δρόμο. Τότε εμφανίστηκε η αλεπού, για να το εμψυχώσει και να το σταματήσει από το φευγιό: «στάσου, δείξε θάρρος, μη φεύγεις!». – «Σκάσε, μωρή καταραμένη, δεν πιάνουν σε μένα οι παρηγόριες σου! Είδα τον προπομπό τού κυνηγού πώς είναι! Φαντάσου, αν μου επιτεθεί κι ο ίδιος ο τοξότης, τι θα πάθω!».
Δίδαγμα: πρέπει κανείς εξαρχής να προβλέπει τις δυσάρεστες εξελίξεις και έγκαιρα να προστατεύει τον εαυτό του απ’ αυτές.
Παροιμίες: «Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται», «Που δε γελάει το ταχύ, ουδέ το μεσημέρι» (Γιάννενα)].
308. Τράγος καὶ ἄμπελος
Τράγος ἐν τῇ ἐκβολῇ τῆς ἀμπέλου τὴν βλάστην ἔτρωγε. Τούτῳ δὲ προσεῖπεν ἡ ἄμπελος· «Τί με βλάπτεις; μὴ γὰρ οὐκ ἔστι χλόη; Ὅμως ὅσον σοῦ θυομένου οἶνον χρῄζουσιν, ἐγὼ παρέξω».
Τοὺς ἀχαρίστους καὶ βουλομένους τοὺς φίλους πλεονεκτεῖν ὁ μῦθος ἐλέγχει.
[Ένας τράγος έτρωγε τα τρυφερά βλαστάρια ενός κλήματος αμπελιού, αυτά που προεξέχουν τού κλήματος. Το αμπέλι παραπονέθηκε κι είπε στον τράγο: «γιατί τρως τους βλαστούς μου; Σάμπως δεν υπάρχει παραπέρα βλάστηση για να βοσκήσεις;». – «Μα οι δικοί σου βλαστοί είναι πιο νόστιμοι απ’ τ’ άλλα χορτάρια!». – «Εντάξει! Συνέχισε να με τρως! Όταν λοιπόν θα σε θυσιάζουν, όσο κρασί χρειαστούν, εγώ θα τους το χαρίσω!».
Ο μύθος υπαινίσσεται τούς αχάριστους, οι οποίοι, ενώ δέχονται ευεργεσία, ξεπληρώνουν τούς ευεργέτες τους με αγνωμοσύνη και εχθρότητα.
Παροιμίες: «Όλη μέρα Καλογιάννη και το βράδυ Κακογιάννη» (Γιάννενα). «Ώστε που ηλωνίζαμε, Βασίλη κυρ Βασίλη, κι’ όντας ηπολωνίσαμε όξω παλιοκασίδη» (Θήρα). «Του κακού καιρού το πουλί αλλού τρώει κι αλλού θωρεί» (Κάρπαθος). «Ο αχάριστος εσ σαν τογ γάδαρον, αντάμ πιει νερόν κλωτσά την σίκλαν του» (Κύπρος). «Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ (Όλ’ οι ευεργετημένοι παθαίνουν αμνησία) (Μένανδρος 170)./Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις» (Ύστερα από τη γενναιόδωρη προσφορά σου, πάρα πολύ σύντομα σβήνεται το καλό που έκαμες) (Μένανδρος 347). «Οἱ δ’ εὐεργέται τοὺς εὐεργετηθέντας δοκοῦσι μᾶλλον φιλεῖν ἢ οἱ εὖ παθόντες τοὺς δράσαντας» (Φαίνεται πως οι ευεργέτες αγαπούν εκείνους που ευεργέτησαν περισσότερο από όσο εκείνοι που ευεργετήθηκαν τους ευεργέτες τους) (Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια, 1167b). (Βλέπε και το μύθο Ποιμὴν καὶ πρόβατα)].
309. Ὕαιναι
Τὰς ὑαίνας φασὶ παρ’ ἐνιαυτὸν ἀλλάττειν τὴν φύσιν καὶ ποτὲ μὲν ἄρρενας γίνεσθαι, ποτὲ δὲ θηλείας. Καὶ δή ποτε ὕαινα ἄρσην <πρὸς> ὕαιναν θήλειαν παρὰ φύσιν διετέθη. Ἡ δὲ ὑποτυχοῦσα ἔφη· «Ἀλλ’, ὦ οὗτος, οὕτω ταῦτα πράττε ὡς ἐγγὺς τὰ αὐτὰ πεισόμενος».
Τοῦτο εἰκότως εἴποι ἄν τις πρὸς τὸν ἤδη ἄρχοντα ὁ μετ’ ἐκεῖνον μέλλων, εἰ πλημμελές τι πάσχοι.
[Λένε πως οι ύαινες αλλάζουν το φύλο τους, χρόνο με το χρόνο: πότε γίνονται αρσενικές πότε θηλυκές.
Μια φορά λοιπόν ένας αρσενικός τού είδους «καβάλλησε» μια θηλυκιά και «την πηδούσε» παρά φύσιν.
Το θηλυκό ζώο τού απάντησε: «εντάξει, βρε κάθαρμα! Τώρα κάνε ό,τι σου καπνίσει! Πολύ σύντομα, τα ίδια κι εσύ θα πάθεις!».
Αυτό το μύθο ταιριάζει «γάντι» να τον ακούσει κάποιος που ήδη βρίσκεται στην εξουσία και να του τον πει εκείνος που πρόκειται να τον διαδεχτεί στο μέλλον, εφόσον βέβαια ο πρώτος έχει διαπράξει αδικία σε βάρος τού δεύτερου.
Παροιμίες: «Όλοι οι χοίροι μια γενιά», «Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουνε»].
310.Ὕαινα καὶ ἀλώπηξ
Τὰς ὑαίνας φασί, παρ’ ἐνιαυτὸν ἀλλασσομένης αὐτῶν τῆς φύσεως, ποτὲ μὲν ἄρσενας, ποτὲ δὲ θηλείας γίνεσθαι. Καὶ δὴ ὕαινα θεασαμένη ἀλώπεκα ἐμέμφετο αὐτὴν ὅτι φίλην θέλουσαν αὐτῇ γενέσθαι οὐ προσίεται. Κἀκείνη ὑποτυχοῦσα εἶπεν· «Ἀλλ’ ἐμὲ μὴ μέμφου, τὴν δὲ σὴν φύσιν, δι’ ἣν ἀγνοῶ πότερον ὡς φίλῃ ἢ ὡς φίλῳ σοι χρήσομαι».
Πρὸς ἄνδρα ἀμφίβολον.
[Λένε πως οι ύαινες εναλλάσσουν το φύλο τους και, για ένα διάστημα, γίνονται θηλυκές και, για ένα άλλο διάστημα, αρσενικές.
Λοιπόν μια ύαινα ήθελε να πιάσει φιλίες με μια αλεπού, αλλά η αλεπού δεν δεχόταν. Η ύαινα ενοχλήθηκε: «γιατί δε με κάνεις φίλη σου;». – «Δε φταίω εγώ, η δική σου φύση φταίει! Πώς να σε κάνω φίλη μου, αφού δεν ξέρω αν θα σ’ έχω φίλη ή φίλο».
Ο μύθος απευθύνεται προς άνδρα επαμφοτερίζοντα και «διφορούμενο».
Παροιμίες: «Έτσι το φέραν οι καιροί κ’ οι βουλισμένοι χρόνοι και σώπασαν οι πετεινοί και κράζουν οι καπόνοι» (Κρήτη). Βωμολοχικές παροιμίες: «Πούστευε και μη ερεύνα./Πάρε κώλο, δώσε κώλο, γνώρισες τον κόσμον όλο./Το ντέφι κι η Αποκριά τού πούστη είναι η χαρά»].