
[Από το βιβλίο: Λεωνίδα Ό. Πυργάρη, ΧΙΑΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ (Κείμενα τοπικής λαογραφίας και πατριδιγνωσίας), Εκδόσεις «Ηδυέπεια», Αθήνα 2020]
24. Η ιερά εικών τής μάμμης μου (Βίκτωρος Μ. Κουκουρίδη[1])
Οι Τούρκοι δεν είχον επιδράμει ακόμη τα Μαστιχόχωρα. Ηρκούντο εις την ευχερή λείαν την οποίαν εύρισκον σφάζοντες εις την Πόλιν και τα προάστεια. Η επιδρομή εις τα απώτερα σημεία τής Νήσου θα απήτει πάντως ποιάν τινα οργάνωσιν τής οποίας εστερούντο αι Ασιατικαί ορδαί[2].
Ουδέ ήσαν οι χωρικοί οι ανδρειότεροι τών απολέμων πολιτών, ώστε να εμπνεύσωσι φόβον εις τους επιδρομείς. Ησχολούντο εις την καλλιέργειαν τής μαστίχης των, η οποία προωρίζετο ως φόρος εις την βασιλομήτορα, της οποίας ίσως η υποτιθεμένη προστασία απέτρεπεν εκ της επιθέσεως τους διψώντας Χριστιανικού αίματος και λαφύρων Τούρκους. Η μάμμη[3] μου, η Δέσποινα Φραγκάκη θυγάτηρ ιερέως εν Αγίω Γεωργίω Συκούντι, ήγε το δέκατον έτος τής ηλικίας, και από των ζυγών τών υψηλών βουνών τού χωρίου της ενεθυμείτο μόνον ότι έβλεπεν εσπέραν τινά τας αναδιδομένας φλόγας τής πυρπολουμένης ναυαρχίδος τού Καραλή, τας εκ τούτου αναλαμπάς ουρανού και γης, τας μαρμαρυγάς[4] τού πελάγους, και ηυτύχει μετά των οικείων και συγχωρίων της να ίδη την μεγάλην μυσταγωγίαν ην ετέλει τότε εν τω πορθμώ τής Χίου η Ελληνική φυλή, μνηστευομένη[5] την ελευθερίαν. Αλλ’ η τοιαύτη χαραυγή τών εθνικών πόθων εις την ηλικίαν και την αντίληψιν όχι μόνον εκείνης, αλλά και άλλων κατά πολύ ωριμοτέρων την ηλικίαν και τον νουν, ήτο άχαρις και ασήμαντος, αφού μάλιστα ήτο προμήνυμα τής μελλούσης γενικής σφαγής τής πατρίδος της.
Ολίγαι ημέραι είχον παρέλθει από του εν τω πελάγει πολυσημάντου δράματος, αρχής τών εντυπώσεων τής μάμμης μου, και περί την μεσημβρίαν ωραίας ημέρας, στίφη Τούρκων αγρίων, διψώντα εκδικήσεως εισήρχοντο εις το χωρίον. Μάτην τα θύματα με εσταυρωμένας τας κενάς χείρας ικέτευον τους θηριώδεις ουχί την σωτηρίαν αλλά ταχύν τον θάνατον, σύντομον την απαλλαγήν. Οι Τούρκοι απηνείς[6] ετέρποντο εις τον σφαδασμόν[7] τών σωμάτων, εις τον ρόχθον[8] τού αίματος, εις τας κραυγάς τής οδύνης.
Ολίγιστοι ετράπησαν ανά τα όρη και τας παραλίας εκ των χωρικών. Ο αγαθός προπάππος μου δεόμενος τού υψίστου ν’ απαμύνη τής χώρας τους εχθρούς, και διαφυλάξη ταύτην «από πυρός, μαχαίρας, αιφνιδίου πολέμου, επιδρομής αλλοφύλων», ως ήτο συνηθισμένος να απαγγέλη κατά τας αρτοκλασίας[9], επείδε την σωματοκλασίαν, μη προφθάσας να λάβη πρόνοιαν φυγής.
Αν άλλοτε το θείον εξέφερε επαμφοτερίζοντας[10] δισήμους χρησμούς, ήδη εδέχετο δισήμους ως φαίνεται δεήσεις, διότι τα δεινά απετράπησαν ουχί από των ουτωσί ζητούντων την επικουρίαν τού θείου, αλλά φευ από των εχθρών, οίτινες εν πάση αδεία ανενόχλητοι εξηκολούθουν το απαίσιον έργον των ποτίσαντες τα εδάφη τής Χίου δι’ αίματος, μιάναντες και αυτά τα ιερά. Ο προπάππος μου επίστευεν ακραδάντως ως εν τω βυζαντινισμώ του και εξ ανατροφής και εξ επαγγέλματος, την από του θεού απόνητον αποτροπήν τών κακών. Μετά την σφαγήν τής οικογενείας και τον εμπρησμόν τής οικίας του, απήχθη εις τον νάρθηκα τής εκκλησίας και εκεί εις πληροφορίαν εξομώσεως διετάσσετο να πατήση τον Εσταυρωμένον. Οι Τούρκοι μαινόμενοι δια την άρνησίν του εξεύρον – όντες άφθαστοι κατά τούτο – οδυνηρότατον τον θάνατον ανασκολοπήσαντες[11] τούτον, τον αφανή μάρτυρα τού Χριστιανισμού, ούτινος ουδέ το όνομα διέσωσεν η μνήμη μου[12], ίσως δια να μείνη μόνον μεταξύ τών αγγέλων γνωστός, και μετ’ εκείνων εγκαλωπίζεται[13] δια τον μαρτυρικόν στέφανόν του[14].
Το νεανικόν σφρίγος τής μάμμης μου διέσωσεν ταύτην εκ της σφαγής, κινήσαν την όρεξιν Τούρκου αγά, θέλοντος να εκπληρώση μίαν τών διατάξεων τού Ισλάμ, δια προσλήψεως νέας εξ απίστων λάτριδος τής πίστεώς του, και κατατάξεως νέου ουρί[15] εν τω χαρεμίω[16] του. Οποία ιδεώδης θεραπεία θείου και σαρκικών κτηνωδών ορμών.
Ούτως η μάμμη μου απήγετο δούλη ως άλλη Εκάβη μετ’ άλλων αιχμαλωτίδων μεθ’ ων και εύρισκε μόνην παρηγορίαν συνενούσα τους γόους εις τας αγοράς τής Ανατολής. Κιβωτός αύτη τών δεινοπαθημάτων μετεφέρετο επί καμήλων από πόλεως εις πόλιν τής Ανατολής, ελπίζουσα να συναντήση που τους γονείς της και παρακολουθούσα τους οδηγούς τών συμφορών Τούρκους, αρτιμαθής[17] πλην τελειοδίδακτος τών συμφορών.
Μετά πολλών μηνών περιπλάνησιν ανά την Μ. Ασίαν, κατήντησεν εις Προύσαν, και εκεί ενεκλείσθη εις τον γυναικωνίτην τού Αγά, τεθείσα υπό την επίβλεψιν γηραιάς οθωμανίδος καταγινομένης να διδάξη την νέαν προσήλυτον τα άγρια κάλλη τής βαρβάρου θρησκείας, δια της γοητείας[18], της χλιδής και των καλλιστευμάτων[19], ων έβριθον τότε τα τουρκικά διβάνια[20].
Παρήλθεν έκτοτε έτος αλλ’ η κόρη έμενεν ασαγήνευτος και εκ τούτου αι ημέραι της ανεκυκλούντο μετά νέων συμφορών, υποβληθείσα ήδη τους μόχθους τής οικιακής ταλαιπωρίας.
Ημέραν τινά ο Αγάς έφερεν εις τον οίκον του σκεύη τινά πιθανώς εκ διανομής λαφύρων, μεταξύ τών οποίων και μικράν εικόνα τής Παναγίας εξ ορειχάλκου αρχαίας βυζαντιακής τεχνοτροπίας, ήτις και προσδεθείσα δια νήματος, παρεδόθη εις τα μικρά τέκνα του ως άθυρμα[21] και προς εμπαιγμόν τής θρησκείας τής δούλης Χριστιανής. Η θέα τής ιεράς εικόνος διήγειρεν εις την ψυχήν τής δούλης παρθένου ολόκληρον την ανάμνησιν τών γονέων της και της πατρίδος, ανεπαρέστησεν ζωηρώς τας συμφοράς της και ώμνυεν εκδίκησιν δι’ αυτάς, και εβουλεύετο να διασώση την εικόνα τής θείας Παρθένου και να διασωθή υπ’ αυτής ης το ομοίωμα συνέδεσεν η τύχη δι’ ομοτρόπων περιπετειών.
Αλλ’ η καρδία τής παπαδοπούλας μάμμης μου δεν ήτο δυνατόν να διανοηθή εξόντωσιν κατά του οίκου τού δεσπότου της, όπως η άλλη εξισλαμισθείσα Χία περί ης αναφέρει ο αοίδιμος Κ. Σγουρός, ουδέ να συγκαταλέγεται μεταξύ τών γυναικών εκείνων περί ων λέγει ο Ευριπίδης οὐ γυναῖκες εἷλον Αἰγύπτου τέκνα καὶ Λῆμνον ἄρδην ἀρσένων ἐξῴκισαν;[22].
Πρώτη φροντίς της υπήρξεν ν’ αποκρύψη επιμελώς το σέβασμά[23] της από του οποίου εξεδέχετο την σωτηρίαν της. Δι’ ανεξήγητον αιτίαν εις τους οικοδεσπότας η μικρά δούλη έκτοτε απέβαινε δύστροπος και κακόβουλος, ανοικονόμητος[24], και εδέησε επί τέλους να μεταπωληθή εις έτερον Αγάν. Η μάμμη μου ηκολούθησεν αγογγύστως την νέαν της δουλοσύνην, συναποφέρουσα και την μικράν εικόνα εις την οποίαν θαρρούσα ηδύνατο να παρωδή τους στίχους τού τραγικού ἥδ' ἀντὶ πολλῶν ἐστί μοι παραψυχή, πόλις, τιθήνη, βάκτρον, ἡγεμὼν ὁδοῦ.[25]
Άμα τη εγκαταστάσει της εις τον νέον οίκον, κατ’ ευτυχή σύμπτωσιν απέθανον δύο εκ των τέκνων τού Αγά, όστις αποδίδων την αιτίαν εις απαισιότητα[26] τής νεοκτήτου δούλης επεχείρησε να φονεύση ταύτην, αλλ’ απετράπη διανοηθείς να πωλήση ταύτην ουχί πλέον εις έτερον ομογενή και ομόθρησκον δωροφορών[27] την κύρβιν[28] ταύτην τών κακών, αλλ’ εις Χριστιανόν εις ον εκ του αφανούς πλην ασφαλώς κατά την κρίσιν του, θα μετεβιβάζετο η γρουσουζιά[29] τού σπιτιού του.
Αλλ’ η αγορά παρά Χριστιανού όσον πρωτάκουστος, ήτο και δύσκολος τότε και υπονοίας παρείχεν ως εκ της οπισθοβουλίας τών Τούρκων και τότε και σήμερον τών αυτών όντων. Τέλος χάρις εις τας παρεγγυήσεις τού Μητροπολίτου Προύσσης, ο εκεί εγκατεστημένος Χίος εκ Μεστών ο Χατζαφεντάκης, ηγόρασε την αποδιοπομπαίαν[30] και αποτρόπαιαν[31] Χίαν κόρην, ήτις ούτω ως άλλη Ιφιγένεια εσώζετο εις οίκον συμπολίτου της. Ο Τούρκος Αγάς, καραδοκών αλλά μη ευτυχήσας να ίδη κατά τους πόθους του την πανωλεθρίαν εις τον οίκον τού Χατζαφεντάκη, απεπειράθη να ανακτήση την πωληθείσαν, πράγμα ευχερέστατον εις Τούρκον και δη Αγάν, αλλ’ ο αγαθός Χίος καθ’ υπόδειξιν της Παναγίας εν ονείρω, έβαψε το πρόσωπον και τας χείρας τής προστατευομένης δι’ αφεψήματος[32] αχύρων, ίνα εκληφθή δια την ωχρότητα ως ετοιμοθάνατος, τούθ’ όπερ και επέτυχε, του Τούρκου εικοτολογήσαντος[33], ότι η γρουσουζιά τής κόρης εστράφη επί της ιδίας της κεφαλής.
Ο Χατζαφεντάκης νυμφεύσας την κόρην μετά του ανεψιού του[34] και ικανώς αποκαταστήσας, απέστειλε κατά την παλινόστησιν τών Χίων εις την ποθητήν πατρίδα[35]. Η μάμμη μου διηγουμένη τα παθήματά της, εμάνθανε παρ’ άλλων συγχρόνως τας ομοίας περιπετείας, και απέβαινεν η ζώσα ιστορία τών Χιακών δεινοπαθημάτων.
Ενεθυμείτο τα ονόματα τών γιγάντων τού 1821 και σκιρτώσα εκ χαράς ανέφερε τας κατά τών απαισίων Τούρκων εκδικήσεις και τα μεγαλουργήματα, αποβαίνουσα έμψυχος στήλη αϊδίου ευγνωμοσύνης. Έφερε δια πλείστης τιμής αχώριστον την ιεράν της εικόνα, την θαυματουργόν της προστάτριαν την οποίαν πίστιν τοσούτοι λόγοι εκράτυναν, και θνήσκουσα εκληροδότησεν ταύτην εις τους απογόνους της, ευλαβές σύμβολον της θείας προνοίας και αντιλήψεως, ιερόν και τιμαλφές Παλλάδιον[36], ανεξίτηλον ανάμνησιν τών συμφορών τής πατρίδος και της προγόνου των.[37]
[Εφημ. ΝΕΑ ΧΙΟΣ (1ης Ιανουαρίου 1914). Και «Βίκτωρος Μ. Κουκουρίδη, ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ, Επιμέλεια: Κώστα Β. Κουκουρίδη, Αθήνα, 1986», σελ. 56-59]
24α. Η ιερή εικόνα τής γιαγιάς μου
(Απόδοση στη νεοελληνική: Λεωνίδας Πυργάρης)
Δεν είχαν ακόμα ξεκινήσει τις επιδρομές τους οι Τούρκοι κατά τών Μαστιχοχώρων. Ήταν γι’ αυτούς αρκετή η λεία την οποία άλλωστε πολύ εύκολα εύρισκαν, πραγματοποιώντας σφαγές μέσα στην πόλη και στα περίχωρα. Η επιδρομή τους στα πιο απομακρυσμένα σημεία τού νησιού θα απαιτούσε οπωσδήποτε μεθοδική και συστηματική οργάνωση, κάτι που δεν διέθεταν οι ασιατικές ορδές.
Αλλά και οι κάτοικοι τών χωριών δεν ήταν και οι πιο γενναίοι, μέσα σ’ ένα σύνολο απόλεμου πληθυσμού, ώστε να κάμουν τους Τούρκους επιδρομείς να φοβούνται. Οι Μαστιχοχωρούσοι ήταν απασχολημένοι στην καλλιέργεια τών σχίνων και στην παραγωγή τού μαστιχιού, το οποίο προοριζόταν ως φόρος στη μάννα τού Σουλτάνου. Αμυδρή ελπίδα έτρεφαν οι νοτιοχωρούσοι ότι η μητέρα τού Σουλτάνου, ως προστάτιδα τής μαστιχοκαλλιέργειας, θα έβαζε ίσως φρένο στους διψασμένους για χριστιανικό αίμα και λάφυρα Τούρκους. Η γιαγιά μου, η Δέσποινα Φραγκάκη, κόρη παπά στον Άγιο Γιώργη Συκούση, ήταν τότε δέκα χρονών. Θυμάται μονάχα πως έβλεπε, κάποιο βράδυ, από τα ψηλώματα τών βουνών τού χωριού της τις φλόγες τής καιόμενης ναυαρχίδας τού Καρά Αλή που έφταναν στα μεσουράνια και φώτιζαν ουρανό και γη. Θυμάται το φεγγοβόλημα τής θάλασσας από το κάψιμο τής ναυαρχίδας. Η γιαγιά μου, τέλος, στάθηκε τυχερή που μαζί με τους συγγενείς και συχωριανούς της είδε με τα ίδια της τα μάτια το μεγάλο θαύμα που πραγματοποιούσε τότε στον πορθμό τής Χίου η Ελληνική Φυλή «φλερτάροντας» με την ελευθερία. Ωστόσο αυτό το ξεκίνημα τών εθνικών πόθων – για την ηλικία και την αντίληψη όχι μόνο τής γιαγιάς μου αλλά και πολλών άλλων, πολύ πιο ώριμων στην ηλικία και στο νου, – αποδείχτηκε καταστροφικό, γιατί ήταν ανοργάνωτο. Έτσι εξελίχθηκε σε προμήνυμα τής γενικής σφαγής που επακολούθησε.
Λίγες μέρες είχαν περάσει από την ανατίναξη τής ναυαρχίδας, που έμελλε να επηρεάσει καθοριστικά την τύχη τής Χίου και που ήταν η αρχή μονάχα για τις περιπέτειες τής γιαγιάς μου. Κατά το μεσημέρι μιας ηλιόλουστης μέρας, στίφη άγριων Τούρκων, διψασμένα για εκδίκηση, μπαίνουν στο χωριό. Μάταια τα θύματα, με σταυρωμένα τα άοπλα χέρια τους, ικετεύουν τα αγρίμια, τους Τούρκους, όχι να τους χαρίσουν τη ζωή αλλά να τους καταφέρουν έναν ακαριαίο και ανώδυνο θάνατο. Οι Τούρκοι, σκληροί, βρίσκουν ευχαρίστηση στο σπαρτάρισμα τών σωμάτων, στα βουητά τών αιμάτων, στις κραυγές τής οδύνης.
Ελάχιστοι χωρικοί τράβηξαν προς τα βουνά και τ’ ακροθαλάσσια. Ο προπάππoς μου, ένας αγαθός ιερέας, εκείνη την ώρα έκανε δέηση στον Ύψιστο να προστατέψει τη Χίο απ’ τους εχθρούς και να την προφυλάξει «από πυρός, μαχαίρας, αιφνιδίου πολέμου, επιδρομής αλλοφύλων». Όπως είχε συνηθίσει να ψάλλει κατά τις αρτοκλασίες, έτσι και τώρα: είδε τη «σωματοκλασία» κι άρχισε τις δεήσεις. Όμως δεν πρόφτασε να μεριμνήσει για τη δική του σωτηρία.
Αν, σε περασμένες εποχές, ο Θεός «έπαιζε διπλό παιχνίδι», δίνοντας στους πιστούς χρησμούς αμφιλεγόμενους, ήδη τώρα ο Θεός δεχόταν από τους κατατρεγμένους δεήσεις αμφίσημες, αφού τα δεινοπαθήματα τών Χιωτών σταμάτησαν όχι επειδή αυτοί πάνω στην απελπισιά τους ζητούσαν την άνωθεν βοήθεια αλλά – αλίμονο! – από τους ίδιους τους εχθρούς τους, που, ανενόχλητοι εντελώς και χωρίς τύψεις, συνέχιζαν τις απαίσιες πράξεις τους, ποτίζοντας τα εδάφη τής Χίου με αίμα και μολύνοντας ακόμα και τους ιερούς ναούς. Ο προπάππος μου έτρεφε ακράδαντη την πίστη – και λόγω τού αφελούς και αθώου χαρακτήρα του, και λόγω τής ανατροφής του, και λόγω τού λειτουργήματος που ασκούσε ως ιερέας – ότι στο τέλος ο Θεός πανεύκολα θα απέτρεπε το κακό. Αφού οι Τούρκοι έσφαξαν όλη του την οικογένεια και του έκαψαν και το σπίτι, ύστερα τον έσυραν μέχρι το νάρθηκα τής εκκλησιάς. Εκεί τον πίεζαν να αρνηθεί με όρκο το Χριστό και να αλλαξοπιστήσει. Και, για να βεβαιωθούν, τον διέτασσαν να τσαλαπατήσει τον Εσταυρωμένο. Ο προπάππος μου αρνήθηκε να προδώσει το Χριστό. Τότε οι Τούρκοι, – άφταστοι στην κακουργία! – τρελλαμένοι με το πείσμα του, σκέφτηκαν γι’ αυτόν τον πιο φρικτό θάνατο: τον ανασκολόπησαν. Έτσι ο προπάππος μου έγινε ένας ακόμα αφανής μάρτυρας τού Χριστιανισμού! Παρ’ όλ’ αυτά μήτε τ’ όνομά του δεν κράτησε η μνήμη μου! Ίσως όμως να μείνει μόνο μεταξύ τών αγγέλων γνωστός. Και δίπλα σ’ εκείνους καμαρώνει για τον στέφανο τού μαρτυρίου του.
Τα νιάτα και η ομορφιά τής γιαγιάς μου είναι εκείνα που τότε την έσωσαν από τη σφαγή: ένας Τούρκος αγάς – πιστός στις διατάξεις τού Κορανίου που θέλουν τις αιχμάλωτες νέες γυναίκες, τις προερχόμενες απ’ τους απίστους, ως θεράπαινες τής μουσουλμανικής θρησκείας – την πήρε, ως νέο ουρί, σκλάβα για το χαρέμι του. Πόσο σπουδαία ικανοποίηση ταυτόχρονα τής θείας δύναμης και μαζί των πιο χυδαίων ερωτικών ενστίκτων!!
Έτσι λοιπόν η γιαγιά μου σύρθηκε στην αιχμαλωσία ως άλλη Εκάβη. Μαζί της στη σκλαβιά ήταν κι άλλες πολλές γυναίκες. Δίπλα σ’ εκείνες εύρισκε παρηγοριά, ενώνοντας το θρήνο της με των γυναικών εκείνων το θρήνο, ανά τα σκλαβοπάζαρα τής Ανατολής. Κιβωτός δεινοπαθημάτων η ίδια μεταφερόταν σαν πραμάτεια πάνω σε καμήλες από πόλη σε πόλη ανά την Ανατολή, ελπίζοντας πως κάπου θα συναντούσε τους γονείς της και ακολουθώντας κατά πόδι τούς Τούρκους, τους προξένους τής συμφοράς της. Στο ξεκίνημα μόλις τής ζωής της γνώρισε πολύ καλά τη φρίκη τού πολέμου και ρούφηξε ίσαμε τον πάτο το πικρό ποτήρι τού πόνου!
Περιπλανήθηκε μήνες πολλούς ανά τη Μικρά Ασία. Στο τέλος «άραξε» στην Προύσσα. Εκεί κλείστηκε στο γυναικωνίτη τού Αγά και τέθηκε υπό την επίβλεψη μιας γριάς μουσουλμάνας, που έργο της ήταν να δασκαλέψει την καινούργια προσήλυτη στα άγρια κάλλη τής νέας θρησκείας. Τα «εργαλεία» που είχε στη διάθεσή της γι’ αυτό το σκοπό η γριά μουσουλμάνα ήταν η μαγγανεία και αγυρτεία, η χλιδή, η εξαιρετική γυναικεία ομορφιά. Άλλωστε, την εποχή εκείνη, όλοι οι μηχανισμοί εξουσίας τού τουρκικού κράτους έβριθαν τέτοιων ραδιουργιών.
Ένας χρόνος πέρασε από τότε. Όμως η κόρη παρέμενε πιστή στις αρχές της και ανεπηρέαστη. Αναμενόμενο λοιπόν ήταν οι μέρες της να κυλούν μέσα σε νέες συμφορές. Ήδη ήταν φορτωμένη με τις ευθύνες τού νοικοκυριού και του συγυρίσματος τού σπιτιού.
Κάποια μέρα ο Αγάς κουβάλησε στο σπίτι του μερικά αντικείμενα. Κατά πάσα πιθανότητα αυτά προέρχονταν από μοίρασμα λαφύρων. Ανάμεσα σ’ εκείνα ήταν κι ένα μικρό εικόνισμα τής Παναγίας, ορειχάλκινο, παλαιάς βυζαντινής τεχνοτροπίας. Εκείνο το εικόνισμα ο Αγάς το έδεσε στην άκρη του μ’ ένα σπάγγο και τό ‘δωσε στα μικρά παιδιά του να το έχουν σαν παιχνίδι. Αλλά και για να κοροϊδέψει και εξευτελίσει τη θρησκεία τής μικρής Χριστιανής σκλάβας του το έκαμε αυτό. Μόλις αντίκρυσε την ιερή εικόνα η μικρή σκλάβα, ξύπνησαν στην ψυχή της όλες οι παλιές μνήμες, γονείς και πατρίδα! Της ξαναήρθαν στο νου ολοζώντανες οι παλιές συμφορές της. Ορκίστηκε πως θα πάρει εκδίκηση γι’ αυτές. Της κόλλησε στο μυαλό να σώσει το εικόνισμα τής Παναγίας Παρθένου αλλά και να σωθεί μέσω Αυτής. Στο μυαλό τής μικρής χιώτισσας η εικόνα τής Παναγίας και η προσωπική της περιπέτεια είχαν πολλά κοινά σημεία!
Ωστόσο η αθώα ψυχή τής γιαγιάς μου, που είχε μεγαλώσει άλλωστε σαν παπαδοπαίδι, δεν ήταν σε θέση να διανοηθεί την εξόντωση τής οικογένειας τού δυνάστη της, πράγμα που κάποια άλλη εξισλαμισμένη χιώτισσα κάποτε έπραξε. Σ’ αυτήν αναφέρεται ο αείμνηστος Κ. Σγουρός. Ούτε ήθελε η γιαγιά μου να συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων τών γυναικών για τις οποίες ο Ευριπίδης λέγει
Γυναίκες δεν εσφάξαν τα παιδιά τού Αιγύπτου, κι άλλες αδειάσανε τη Λήμνο από τους άντρες;
Πρώτη φροντίδα της ήταν να προστατέψει επιμελώς την ιερή εικόνα από την οποία ανέμενε τη σωτηρία της. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η μικρή σκλάβα, από εκείνη τη χρονική στιγμή και μετά, απέναντι στους οικοδεσπότες της άρχισε να εκδηλώνει συμπεριφορά επιθετική και δύστροπη. Επίσης στις δουλειές τού σπιτιού επιδείκνυε έλλειψη νοικοκυροσύνης και ήταν ακατάστατη. Έτσι, πολύ σύντομα, το αφεντικό της θέλησε να την ξεφορτωθεί, μεταπουλώντας την σε άλλον Αγά. Η γιαγιά μου συμμορφώθηκε αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα στην καινούργια της σκλαβιά. Και μαζί της κουβάλησε και τη μικρή εικόνα στην οποία είχε τα θάρρη της. Ατενίζοντας την ιερή εικόνα έβρισκε τη δύναμη να παρωδεί τους στίχους τού ποιητή τής τραγωδίας
Μες στα τόσα δεινά μου είναι μια παρηγόρια.
Είναι η πατρίδα, είναι αυτή που με τρέφει, το αποκούμπι μου, αυτή που μου δείχνει τον δρόμο.
Με το που εγκαταστάθηκε στο νέο της σπίτι, κατά ευνοϊκή για λόγου της σύμπτωση, πεθαίνουν δυό από τα παιδιά τού Αγά. Ο Αγάς θεώρησε για το κακό που τον βρήκε υπεύθυνη τη «γρουσουζιά» που έφερε στο σπιτικό του η καινούργια σκλάβα. Έτσι δοκίμασε να τη βγάλει από τη μέση. Ωστόσο, την τελευταία στιγμή, έκανε πίσω. Θεώρησε συμφερότερο να την πουλήσει, όχι πια σε άλλον συμπατριώτη και ομόθρησκό του αλλά σε Χριστιανό. Ήθελε σε κάποιον άλλο, Χριστιανό, να δωρίσει αυτό το «τσουβάλι τής γρουσουζιάς», στον οποίο, κατά την κρίση του, κρυφά αλλά σίγουρα θα «πήγαινε» η γρουσουζιά που είχε χτυπήσει το δικό του σπιτικό.
Όμως η αγορά τής μικρής χιώτισσας από νέο αγοραστή Χριστιανό συναντούσε ορισμένα εμπόδια: εκτός τού ότι ήταν αφύσικο ένας Χριστιανός να αγοράσει άλλον Χριστιανό, μια τέτοια πράξη ήταν τότε εγχείρημα δύσκολο διότι γεννούσε υπόνοιες για την ύπουλη συμπεριφορά τών Τούρκων, που και τότε και τώρα ίδιοι παραμένουν. Τελικά, χάρη στη μεσολάβηση και τις προφορικές εντολές τού Μητροπολίτη Προύσσης, ο εγκατεστημένος στην Προύσσα Χιώτης, με καταγωγή από τα Μεστά, Χατζαφεντάκης, αγόρασε τη νεαρή χιώτισσα, την ανεπιθύμητη και γρουσούζα. Έτσι η μικρή χιώτισσα, ως άλλη Ιφιγένεια, διασωζόταν στους κόλπους οικογένειας συμπατριώτη μας. Ο Τούρκος Αγάς καραδοκούσε, ωστόσο δεν στάθηκε τυχερός να δει, σύμφωνα με τις επιθυμίες του, τον εξολοθρεμμό τού σπιτικού τού Χατζαφεντάκη. Κάποια στιγμή ο Τούρκος Αγάς αποπειράθηκε ν’ αγοράσει ξανά την κοπέλλα που είχε πουλήσει, πράγμα πανεύκολο για Τούρκο και μάλιστα Αγά. Όμως ο καλός Χιώτης – με ορμήνεια τής Παναγιάς στον ύπνο του – έβαψε το πρόσωπο και τα χέρια τής προστατευόμενής του με ζουμί από βρασμένα άχερα. Έτσι η χλωμάδα και κιτρινίλα τής νεαρής θεωρήθηκε προάγγελος θανάτου. Το σχέδιο επομένως είχε πετύχει: ο Τούρκος θεώρησε λογικό πως η γρουσουζιά που κουβαλούσε πάνω της η νεαρή χιώτισσα τελικά στράφηκε κατά πάνω της!
Ο Χατζαφεντάκης πάντρεψε την κοπέλλα με τον ανηψιό του. Την προίκισε γενναία και, όταν οι Χιώτες άρχισαν να ξαναγυρίζουν στην πατρίδα τους, την ξανάστειλε πίσω στο νησί. Η γιαγιά μου, κάθε φορά που ιστορούσε τα παθήματά της, άκουγε και από άλλους ανάλογα περιστατικά και παθήματα. Με δυό λόγια, η ίδια η γιαγιά μου ήταν η ζωντανή ιστορία τών δεινοπαθημάτων τής Χίου.
Έφερνε στη μνήμη της τα ονόματα τών γιγάντων τού 1821. Σκιρτούσε από χαρά και διηγιόταν τις εκδικήσεις και τα ανδραγαθήματα τών Ελλήνων. Γινόταν έτσι το ολοζώντανο μνημείο τής αιώνιας ευγνωμοσύνης. Κουβαλούσε πάνω της πάντοτε και περιέβαλλε με τη μέγιστη τιμή την ιερή εικόνα, τη θαυματουργό της προστάτιδα. Την πίστη της στην ιερή εικόνα πολλοί παράγοντες είχαν χαλυβδώσει. Λίγο πριν πεθάνει, άφησε το εικόνισμα τής Παναγιάς ως κληροδότημα στους απογόνους της, ευλαβικό σύμβολο τής Θείας Προνοίας και Αντιλήψεως, ιερό και τιμαλφές Παλλάδιο, ανεξίτηλη ανάμνηση τών συμφορών τής πατρίδας αλλά και αυτής τής ίδιας, της προγόνου των.
[1] Ο Βίκτωρ Μ. Κουκουρίδης (1867-1947) γεννήθηκε στους Βαβύλους Χίου στις 26 Σεπτεμβρίου 1867. Ο πατέρας τού Βίκτωρα, Μιχαήλ Κουκουρίδης, ήταν γιατρός στα Καμπόχωρα και συγχρόνως Μνήμων (νοτάρος-συμβολαιογράφος) Βαβύλων. Μητέρα τού Βίκτωρα ήταν η Ζηνοβία/Ζενού Καστανού από την Καρδαμάδα Χίου. Η οικογένεια Κουκουρίδη έλκει την καταγωγή από τα Μεστά: από το 1836 0 Χατζή Αντώνης Κουκούρης διαμένει στους Βαβύλους και από το 1839 το όνομα τής οικογένειας μετατρέπεται σε Κουκουρίδης.
Ο Βίκτωρ τελειώνει το Δημοτικό Σχολείο στους Βαβύλους. Τελειώνει το Σχολαρχείο στον Κάμπο Χίου, με δάσκαλο τον Γ. Μικρούδη, έναν δάσκαλο που δίδαξε επί 54 χρόνια! Στα χρόνια τών Γυμνασιακών του σπουδών ευτύχησε να έχει δάσκαλο το σοφό Γυμνασιάρχη Γεώργιο Ζολώτα. Ο Ζολώτας, έχοντας διαγνώσει τη μεγάλη αγάπη και έφεση τού Βίκτωρα προς τη Φιλολογία, τον προέτρεπε προς εκείνην την επιστήμη. Ωστόσο ο Βίκτωρ, ωθούμενος περισσότερο από την οικογενειακή του παράδοση, ακολούθησε τελικά την Ιατρική, έχοντας την πίστη ότι η Ιατρική δεν βρίσκεται μακριά από τη Φιλολογία, εφόσον τότε δέσποζε ο τύπος τού Ιατροφιλοσόφου.
Έλαβε πτυχίο Ιατρικής το 1895. Στη συνέχεια απέκτησε την άδεια ασκήσεως Ιατρικής στην Πόλη. Από το 1896 εγκαταστάθηκε στα Νένητα, διατηρώντας Ιατρείο στα Νένητα και παράλληλα Φαρμακείο στην Καλαμωτή. Το 1904 νυμφεύτηκε τη Σεβαστή Σκλιβάνου από την Καλαμωτή, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα: το Μιχάλη, τον Κώστα, τη Τζένη και την Άρτεμη/Αρτεμώ. Πέθανε στα Νένητα στις 27 Ιανουαρίου 1947.
Στην περίοδο τής τουρκοκρατούμενης Χίου ο Β. Κουκουρίδης υπήρξε τακτικό μέλος τού Μικτού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, επιθεωρεί τα Σχολεία και παρίσταται στις εξετάσεις ως εκπρόσωπος τού Μητροπολίτη, μετέχει στις συνελεύσεις και συσκέψεις ως εκπρόσωπος τών Μαστιχοχώρων. Ύστερα από την απελευθέρωση τής Χίου εντάσσεται στο Κόμμα τών Φιλελευθέρων, του οποίου αρχηγός στη Χίο ήταν ο Χριστόφορος Ροδοκανάκης, και μετέχει σε αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις ως βενιζελικός πολιτευτής.
[2] ορδή η: <ταταρ. (h)orda. Τουρκ. ordu (=στρατός). Γαλλ. horde (=σρατόπεδο). α) ανοργάνωτο πλήθος ανθρώπων που συμπεριφέρεται επιθετικά. β) στρατός που συμπεριφέρεται με βάρβαρο και βίαιο τρόπο.
[3] μάμμη η: <αρχ. μάμμα/μάμμη η<μα μα μα…(άναρθροι νηπιακοί ήχοι). Λατ. mamma. α) μητέρα. β) γιαγιά, κυρούλα.
[4] μαρμαρυγή η: <αρχ. μαρμαρύσσω. Λάμψη, ανταύγεια, ακτινοβολία.
[5] μνηστεύω: ερωτοτροπώ, «κάμνω κόρτε», αρραβωνιάζομαι, νυμφεύομαι.
[6] τραχείς, σκληροί, βάναυσοι, αμείλικτοι. Αντώνυμο προσηνής (=ευπροσήγορος, μαλακός, φιλόφρων).
[7] σφαδασμός ο: <σφαδάζω. Σπασμός, σύσπαση μελών, «σπαρτάρισμα».
[8] ρόχθος ο: πάταγος, βοή (επί των κυμάτων).
[9] αρτοκλασία η (άρτος+κλάω-ώ=τεμαχίζω). Η ιερουργία τής Εκκλησίας κατά την οποία ευλογούνται οι πέντε άρτοι.
[10] επαμφοτερίζω: κλίνω προς αμφότερα τα μέρη, παίζω διπλό παιχνίδι, αμφιρρέπω, αμφιταλαντεύομαι, είμαι ανάμεσα σε δυό γνώμες.
[11] ανασκολοπίζω: <ανά+σκόλοψ-οπος ο (=πάσσαλος, παλούκι). Καρφώνω σε πάσσαλο, παλουκώνω.
[12] Ο Κώστας Κουκουρίδης, γιος τού Βίκτωρα Κουκουρίδη, πληροφορεί πως ο ιερέας εκείνος λεγόταν Αντώνιος.
[13] εγ-καλλωπίζομαι: υπερηφανεύομαι για κάτι, καυχιέμαι, καμαρώνω.
[14] «Στους παλαιούς κατοίκους τού Αγίου Γεωργίου υπήρχε η παράδοση ότι εκεί που πέθανε, το χώμα εμύριζε» (Κώστας Κουκουρίδης).
[15] ουρί το: <αραβ. huri. Γυναίκα τού μωαμεθανικού παραδείσου, προορισμένη για την τέρψη τών καλών Μουσουλμάνων.
[16] χαρέμι το: <τουρκ. harem (=χαρέμι, γυναικωνίτης)+-ι<αραβ. haram (=το απαγορευμένο). α) για τους μουσουλμάνους, το μέρος τής οικίας όπου μένουν οι γυναίκες· ο γυναικωνίτης. β) το σύνολο τών γυναικών πολύγαμου μουσουλμάνου.
[17] ἀρτι-μᾰθής-ής-ές (<μαθεῖν): αυτός που μόλις έχει μάθει κάτι, νεοδίδακτος, ασυνήθιστος.
[18] γοητεία ἡ (<γοητεύω): μαγεία, μαγγανεία, απάτη.
[19] καλλίστευμα το: <αρχ. καλλιστεύω (=είμαι ωραιότατος, εξέχω κατά το κάλλος, έχω τα καλλιστεία)<κάλλιστος. Το υπέροχο κάλλος.
[20] διβάνι το: <τουρκ. divan (=ανώτατο συμβούλιο, δικαστήριο, ντιβάνι). α) ανώτατο συμβούλιο, δικαστήριο. β) αίθουσα τού τουρκικού συμβουλίου τού κράτους, η τουρκική κυβέρνηση.
[ντιβάνι το: <τουρκ. divan+-ι. α) χαμηλό κρεβάτι, χωρίς στηρίγματα στο μέρος τού κεφαλιού και των ποδιών, που το χρησιμοποιούν και σαν καναπέ. β) η κυβέρνηση (από τα περσ.) και ο χώρος συνεδριάσεων με τέτοια έπιπλα].
[21] ἄθυρμα τό (<ἀθύρω): παιχνιδάκι, παιχνίδι· ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρά. [ἀθύρω[ῡ]: μόνο στον ενεστ. και παρατ. Παίζω, διασκεδάζω].
[22] Ευριπίδου Εκάβη, στ. 886-887. (Μετάφραση: Γυναίκες δεν εσφάξαν τα παιδιά τού Αιγύπτου,/κι άλλες αδειάσανε τη Λήμνο από τους άντρες;).
[23] σέβασμα το: <αρχ. σεβάζομαι (=αισθάνομαι σέβας, φοβούμαι). Το αντικείμενο σεβασμού και λατρείας.
[24] ἀν-οικονόμητος-ος-ον: ο μη τακτοποηθείς, ο άτακτος, ο ευρισκόμενος σε αταξία, ανοικοκύρευτος.
[25] Ευριπίδου Εκάβη, στ. 280-281. (Μετάφραση: Μες στα τόσα δεινά μου είναι μια παρηγόρια./Είναι η πατρίδα, είναι αυτή που με τρέφει,/το αποκούμπι μου, αυτή που μου δείχνει τον δρόμο).
[26] απαισιότης-ητος η: <αρχ. ἀπ-αίσιος-ος-ον (=δυσοίωνος, «γρουσούζης», λατ. inauspicatus). Η γρουσουζιά.
[27] δωρο-φορέω: <αρχ. δωροφόρος. Φέρω δώρα, προσφέρω δώρα.
[28] κύρβεις/κύρβιες αι: τριγωνικοί πίνακες που σχημάτιζαν τρίπλευρη πυραμίδα περιστρεφόμενη γύρω από άξονα. Επί των πλευρών τών τέτοιου είδους πυραμίδων ήταν γραμμένοι οι αρχαίοι νόμοι. Η λ. κύρβις-εως στον ενικό σημαίνει μεταφορικά: «λεπτολόγος και με ασήμαντες υποθέσεις ασχολούμενος νομικός-δικηγόρος».
[29] γρουσουζιά η: <γρουσούζης<τουρκ. uğursuz (=γρουσούζικος, δυσοίωνος, κακοσήμαδος)-ης.
[30] ἀποδιοπομπαῖος-α-ον: <ἀπο-διοπομπέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ. (ἀπό, Διός, πομπή): αποτρέπω επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον Δία, εξορκίζω.
[31] ἀποτρόπαιος-ο-ον (<ἀποτρέπω): α) αυτός που αποτρέπει το κακό (επίθετο αποδιδόμενο στον Απόλλωνα)//λατ. averruncus. β) αυτός που όφειλε να αποτραπεί, δυσοίωνος, βδελυρός.
[32] ἀφέψημα τό: <αρχ. ἀφ-έψω, ιων. ἀπ-έψω, μέλ. –εψήσω (=α. καθαρίζω με βράσιμο τα απορρίμματα, βράζω. β. καθαρίζω για να βγάλω από τη βρωμιά και τη σκωρία, διυλίζω).
[33] εικοτολογέω: <εικότως λέγω. Πιθανολογώ, θεωρώ κάτι πιθανό και ενδεχόμενο.
[34] Ο ανηψιός τού Χατζαφεντάκη και σύζυγος τής Δέσποινας Φραγκάκη ήταν από τα Μεστά και ονομαζόταν Κουκούρης. Από το 1839 μετατρέπει το όνομά του σε Κουκουρίδης.
[35] «Στις προφορικές διηγήσεις ο πατέρας μου (Βίκτωρ Κουκουρίδης) μάς έλεγε ότι κατά το ταξείδι από την Ανατολή στη Χίο εκινδύνευσαν να πνιγούν, και μόλις κατέβασαν την εικόνα στη θάλασσα εγαλήνεψε» (Κώστας Κουκουρίδης).
[36] Παλλάδιον το:<Παλλάς η (=η πάλλουσα το δόρυ)<πάλλω (=κραδαίνω, σείω, περιδινώ). α) το άγαλμα-ξόανο τής Παλλάδος Αθηνάς. β) τόπος και δικαστήριο στην αρχαία Αθήνα όπου οι Εφέται δίκαζαν τα ακούσια εγκλήματα και μάλιστα τους ακούσιους φόνους.
[37] «Η εικόνα μένει και σήμερα στην οικογένεια. Είναι τρίπτυχη. Στο κέντρο η Παναγία με το Χριστό, όχι βρέφος, δεξιά κι αριστερά ανά δύο άγιοι, επάνω κεφαλή τού Παντοκράτορα, μικρογραφία Μυστικού Δείπνου και δύο Άγγελοι» (Κώστας Κουκουρίδης).
Ύστερα από επικοινωνία που πραγματοποιήσαμε (2018) με τον κ. Ιωάννη Ψυχιά, γιό τής Αρτεμισίας/Αρτεμώς Κουκουρίδη και ανηψιό τού Κώστα Κουκουρίδη, πληροφορηθήκαμε ότι η συγκεκριμένη εικόνα σήμερα πλέον δεν υπάρχει ως οικογενειακό ιστορικό κειμήλιο. Ο κ. Ψυχιάς μάς πληροφόρησε ότι, ενώ η εικόνα φυλασσόταν μέχρι το έτος 2000 στην οικία τού θείου του Κώστα Κουκουρίδη, όταν ο Κώστας Κουκουρίδης ασθένησε και χρειάστηκε να νοσηλευθεί σε θεραπευτήριο τών Αθηνών, ο ασθενής πήρε μαζί του ως φυλαχτό εκείνη την εικόνα. Ο Κώστας Κουκουρίδης, κατά τη χειρουργική επέμβαση που είχε υποστεί τότε, κατέληξε. Έκτοτε αγνοείται και η τύχη τής εικόνας την οποία ο Κουκουρίδης όχι μόνο τότε είχε πάρει μαζί του αλλά και πάντοτε έφερε πάνω του, όποτε απομακρυνόταν από τη Χίο.