
Είναι φανερό πως στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχουν ταυτόσημες εννοιολογικά λέξεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις κάθε λέξη διεκδικεί και μια ιδιαίτερη σημασιολογική απόχρωση. Αυτός είναι και ο λόγος που η γλώσσα μας έχει τόσο μεγάλο λεξιλογικό πλούτο που αρχίζει από το 3000 π.Χ . ενώ το σημερινό αλφάβητο παραμένει αναλλοίωτο εδώ και 2500 χρόνια περίπου (βλ. Αθήν. «Δειπνοσοφιστές»). «ήδη τον 14ο π. Χ αι. έχουμε διαμορφώσει όχι μόνο γραμματική [κλίσεις, γένη, αριθμοί], αλλά και συντακτικό» (Ελλήνων Ιστορία Γραμμικές Γραφές σελ. 62)
Από τον 5ο αι. π.Χ ξεκινά η διαδικασία εξάπλωσης της Ελληνικής η οποία παγκοσμιοποιείται και ολοκληρώνεται με την επικράτηση του ελληνικού αλφαβήτου (Ευβοϊκού)∙ φτάνει δε στην ακμή της με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου και τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ασία (και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ως μέσα την Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς [Κ. Καβάφης]). Ένας τέτοιος γλωσσικός και λεξιλογικός πλούτος είναι λογικό να αρχίζει από πολύ παλιά και να εμπλουτίζεται στην πορεία με λέξεις που χαρακτηρίζουν και την παραμικρή διαφορά ή μεταβολή.
Ο πλούτος αυτός έγινε η αιτία να μεγαλουργήσει το Ελληνικό πνεύμα αφού αφομοίωσε, διαμόρφωσε, εμπλούτισε και έδωσε νέα δικά του δημιουργήματα ως βάση του παγκόσμιου πολιτισμού. Αντίθετα το εξέρασμα ορισμένων κατά της Ελληνικής γλώσσας το λιγότερο ενσπείρει αμφιβολίες που αγγίζουν και αφαιρούν ακόμα και από την ουσία τής γλώσσας μας. Γιατί στην πραγματικότητα την αντιμετωπίζουν ως άχθος αρούρης σε μια κοινωνία ελαφρότητας που θεωρεί πρόοδο το να διασπείρει τουλάχιστον λόγια αμφιβολίας τα οποία δεν βοηθούν την έρευνα και για τον λόγο μήπως κάποιοι χαρακτηριστούν επί του προκειμένου ως γλωσσαμύντορες, αρχαιολάτρες ή προγονόπληκτοι ακόμα και…φασίστες! Αγνοώντας; Ότι η γλώσσα μας είναι θησαυρός ανεκτίμητος όσο και η πατρίδα μας. Παραβλέποντας το «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» του Διον. Σολωμού. Ακόμα και τη θέση του «φιλοβασιλικού» Ψυχάρη …το να πολεμά κανείς για τη γλώσσα είναι σα να πολεμά για την πατρίδα του, ένας είναι ο αγώνας (για να περιοριστούμε σ’ αυτούς). Δυστυχώς όμως, εκτιμώ πως μας κατατρύχει εκτός των άλλων και ένας προοδευτικός νεοσκοταδισμός ο οποίος αντί να καινοποιεί τον λόγο γυμνάζοντας το νου του ανθρώπου, αυτός λες και φοβάται, υποτιμά τη γλώσσα του και «βδελύσσεται ή φοβάται τη γραφή του», γιατί διδάσκεται ή και εκτιμά ότι του έχουν περάσει στενοκέφαλα ή και κομπλεξικά ακόμα, πως ο πλούτος βρίσκεται αλλού και δεν έχει σχέση με τη γλώσσα. «Γιατί δυστυχώς το παρελθόν πρέπει να συμμορφωθεί προς ότι απαιτεί η εξουσία στο παρόν». Και είναι φανερό πως η εξουσία σήμερα εξουσιάζεται από το χρήμα. Αυτό θεωρείται ως «παράγοντας της κανονικότητας» του οποίου την ουσία προσπαθούν να μας περάσουν∙ και γι’ αυτό δεν αντέχουμε τη γλωσσική αλλά και την πνευματική παράμετρο του λόγου, που κάποιοι την τοποθετούν ακόμα και σε μια «παράδοξη σύμπλευση» με την Ψυχανάλυση.
Όμως…ερευνάτε τας γραφάς λέει ένας φωτισμένος και όχι ψυχαναλυτικός λόγος. Και ένας άλλος λόγος με προοπτική ζωής σημειώνει διδακτικά: «ου το εράν κακόν αλλά το μη εράν∙ ή το εράν κακόν τυφλοί οι μη ορώντες». Για να μην μείνει όμως κάνεις τυφλός, πρέπει απαραιτήτως να εξετάσει τη σχέση του με τη γλώσσα. Αυτό θα γίνει και με τις υπό έρευνα λέξεις, μια και πιστεύω πως ο έρωτας ανήκει ή μάλλον είναι στοιχείο τού λόγου. Και επειδή αυτός αποβλέπει στον πλούτο προς χάριν της αθανασίας, όταν αυτός γίνεται καθ’ υπερβολήν, μπορεί να δώσει μόνο γλωσσικό περιεχόμενο, που, όπως φαίνεται, λειτουργεί καταπιεστικά και γι’ αυτό διαφοροποιεί.
Συλλογισμός και θέση που δεν απορρίπτει ούτε περιορίζει όμως αξιολογεί και προβληματίζει
Ας αρχίσουμε λοιπόν από τον… «έμετο» (εμετός) και το «εξέρασμα» (ξέρασμα) δηλ. την μερική ή ολική κένωσι του στομαχιού για ιατρικούς λόγους ή και για λόγους αηδίας. Ουσιαστικά η βασική λέξη που δηλώνει το σύμπτωμα είναι η πρώτη, ενώ η άλλη είναι δευτερογενής.
Έτσι λοιπόν συνεχίζουμε με το ρήμα από το οποίο παράγεται ο «εμετός» και αυτό είναι το εμέω-ω δηλ. ξερνώ. Αυτό αναφέρεται στην (Ιλ.Ο.11), όπου ο θανάσιμα τραυματισμένος Έκτορας ξερνάει αίμα «αίμ’ εμέων». Μερικές φορές όμως προκαλείται εμετός για θεραπευτικούς λόγους όπως κατά τον Ιπποκράτη, «εμέειν από συρμαϊσμού» δηλ. με χρήση εμετικού φαρμάκου. Επί πλέον και ο Ηρόδοτος (2.77) αναφέρει ότι, οι Αιγύπτιοι «εμέτοισι θηρώνται την υγείαν» δηλ. με τους εμετούς ζητούν την υγειά τους*. Την πρόκληση όμως εμετού αναφέρει και ο Αριστοφάνης (Αχαρνής 587) με τη χρησιμοποίηση φτερού «εμείν πτίλω». Επομένως έμεσις και έμετος σημαίνουν κένωση (άδειασμα) του στομαχιού.
Έτσι έχουμε και το σχετικό επίθετο εμετικός, η, ον δηλ. αυτό που προκαλεί τον έμετο (το σύμπτωμα). Ενώ ο εμετός (ο τόνος στη λήγουσα) είναι το προϊόν της κενώσεως του στομάχου (μτφ. το αηδιαστικό) σχετ. και η λαϊκή έκφραση αηδίες και ξεράσματα.
Παράλληλα όμως έχουμε και τα σύνθετα: εξ-εμώ, εξ-έμεσις, εξ-εμετικός (πρβλ. τη φρ. εμετικά λόγια). Παράλληλα βλέπουμε τον Οδυσσέα (Οδυσ. Μ 437) να περιμένει «όφρα εξεμέσειεν οπίσω ιστό και τρόπιν αύτις» δηλ. μέχρι που η Χάρυβδις ξεράσει το κατάρτι και την καρίνα του πλοίου….
Το πρόβλημα όμως υπάρχει από τη στιγμή που οι αρχαίοι Έλληνες ένοιωσαν την ανάγκη να βρουν μια άλλη ταυτόσημη οικογένεια λέξεων, όπως: εξεράω (ξερνώ), εξέρασις, εξέρασμα (ξέρασμα) και εξερασμός.
Όπως έχουμε πει και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, την απάντηση θα τη βρούμε αναζητώντας την ετυμολογία του ρήματος εξεράω (αόρ. εξέρασα).
Έχω τη γνώμη πως το ρήμα ως σύνθετο περιέχει το β΄ συνθετικό και αυτό είναι το εράω-ω (μέσ. έραμαι) το οποίο λέγεται και για πράγματα αλλά και για πρόσωπα.
Προκειμένου για πράγματα, επιθυμώ σφοδρά, «μάχης ερών», αλλά και για πρόσωπα είμαι ερωτευμένος, (βλ. Ξενοφ. Κυρ. Παιδ.5. 1,10) «ουκ ερά αδελφός αδελφής…, ουδέ πατήρ θυγατρός». Οπότε το εξ-εράω σημαίνει αποβάλλω, βγάζω από μέσα μου αυτό που προηγουμένως ήταν το αντικείμενο του πόθου μου. Έτσι, όταν μας λέει ο Αριστοτέλης (Προβλήματα 32.5) «εξερώ τον αέρα», εννοεί∙ βγάζω τον αέρα από τους πνεύμονες δηλ. εκπνέω αφού ικανοποίησα τη μεγάλη επιθυμία της αναπνοής.
Το ίδιο ισχύει και για τον Ιπποκράτη όταν μας λέει: «και την κεφαλήν εξερά» δηλ. σκύβει το κεφάλι και ξερνά∙ δηλ. βγάζει εκείνο που προηγουμένως επιθύμησε και έφαγε**. Λέω λοιπόν, πως το εξεράω μάς έδωσε τον αόριστο εξέρασα, όπως το περάω → επέρασα, πέρασα → περνώ ή τα μαχαιρώνω → εμαχαίρωσα, μαχαίρωσα, μακαρίζω → εμακάρισα, μακάρισα κ.ά.
Πιστεύω ότι τα παραπάνω φανερώνουν πως αν το αρχικό ρήμα ήταν εξερέω (βλ. λξκ. Μπαμπινιώτη) τότε θα είχαμε μέλ. εξερήσω, και αόρ. εξήρησα και παράγ. εξέρηση, εξέρημα κλπ. (πρβλ. ποιέω→ ποιήσω, εποίησα – ποίησις, ποίημα…)
Δεν νομίζω πως είναι «αβεβαίου ετύμου», αν και έχουμε το ουσ. έρα, ίσως το εξ + έρα (γη, έδαφος), όμως τότε θα είχαμε το ρ. εξερώ οπότε θα είχε τη σημασία: εξεμώ το έδαφος!. Αν και το έρα το βρίσκουμε στην Ιλιάδα και στο επίρρ. έραζε, αυτό σημαίνει πάνω στη γη, επί της γης (βλ. Ιλ. Μ. 156) «νιφάδες δ’ ως πίπτον έραζε». Όμως με μπερδεύει και αυτό το έρα που μας δίνει εράω και όχι ερέω!
Τελικά καταλήγει κανείς (και είναι σχεδόν βέβαιος)∙ πως το εμώ σημαίνει την οργανική λειτουργία∙ και το εξ-εράω (ξερνώ) δηλώνει την αποβολή εκείνου που από επιθυμία καταναλώσαμε. Ακόμα μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα, πως η γλώσσα μας δεν καταναλώνεται∙ αλλά ακόμη περισσότερο δεν μπορεί κανείς να χορτάσει από την ασχολία του με αυτήν, έστω και αν κάποιες φορές ο προβληματισμός είναι μεγάλος, όταν κατανοεί πως αγωνίζεται για να βρει χρυσάφι μέσα σε σκουπίδια (διάβαζε θησαυρό) πεταμένα στο όνομα δήθεν μιας ευκολίας χωρίς πνευματική ουσία.
Και να κλείσω με ένα λόγο του Σαράντου Καργάκου που μας λέει: Σε τελευταία ανάλυση, παιδεία είναι αυτό που σε κάνει να νοιώθεις ωραία κι όταν δεν έχεις τίποτα…
και εργασία δεν είναι απλώς προσπορισμός των αναγκαίων προς το ζην. Και όταν επί του προκειμένου περιοριζόμαστε μόνο σ’ αυτήν και λειτουργούμε περιοριστικά προς το πνεύμα, θεωρώ πως δεν απέχουμε από το «εμείν πτίλω» όχι όμως για να βρούμε την υγειά μας δηλ. να θεραπευτούμε, αλλά στο να έχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάζουμε φάρμακα για τον ίδιο σκοπό, (δηλ. να ικανοποιούμε την παθολογική αγάπη μας προς το φαγητό) που όμως εκτός του ότι δεν είναι αναγκαία, είναι αμφιβόλου ποιότητος αλλά και ακατάλληλα∙ γιατί προφανώς δίδονται μετά από λάθος διάγνωση. Είναι δε γνωστό πως για να προλάβουν οι γιατροί την επιδείνωση μιας αρρώστιας, χρησιμοποιούν και την λογική της φαρμακευτικής εφόδου. Ως προς την γλώσσα όμως αυτή η μέθοδος είναι αδύνατο να αποδώσει. Γιατί εδώ αποδίδουν παραδοσιακές κοινότητες αξιών πνευματικότερες, ηπιότερες και διαρκέστερες μορφές αγώνα όπως η υποχρέωση**** το καθήκον, το ήθος και η αρετή∙ τις οποίες η εξουσία δεν τις έχει ανάγκη γιατί τα προτάγματα της κοινωνίας που οικοδομεί αναφέρονται στα δικαιώματα. Ένα δε απ’ αυτά όσον αφορά την περίοδο του εκσυγχρονισμού που διανύουμε, (ως προς τη γλώσσα) ολοκληρώνεται με σλόγκαν που μας δίδει την… πνευματική άδεια και το δικαίωμα να λέμε ότι θέλουμε με την παρότρυνση «εκφράσου ελεύθερα». Καταλήγοντας να πω, ότι είμαι ένας απ’ αυτούς που αγαπούν και αξιολογούν τη γλώσσα χωρίς ναι μεν αλλά∙ και γι’ αυτό συμπορεύομαι με όσους αμύνονται γι’ αυτήν. Εκτιμώντας ότι: εκτός από το δικαίωμα έχει και υποχρέωση να αμύνεται κανείς απέναντι στην απαξία και τον προφανή γλωσσικό διωγμό.
*Το παρόν κείμενο αποτελεί εκπλήρωση υποχρέωσης του γράφοντος από προηγούμενο με τον τίτλο «Η Ευρώπη από διαφορετική οπτική» το οποίο δημοσιεύτηκε στη στήλη «απόψεις» της διαδικτυακής Αλήθειας στις 5/6/2014.
** βλ. και την πρόκληση εμετού σε κάποιον που έχει πιει και είναι μεθυσμένος.
***μην ξεχνάμε και τους παθολογικά φαγάδες, που, αφού φάνε τόσο πολύ, μετά… προκαλούν εμετό δηλ. ξερνούν βάζοντας τα δάχτυλα τους στο στόμα.
****Δεν θεωρώ πλεονασμό ούτε και υπερβολή να αναφέρεται κανείς αλλά ούτε και να επαναλαμβάνει λέξεις που όχι μόνο θεωρούνται φορτισμένες, αλλά και πιθανόν στιγματίζουν όπως: καθήκον υποχρέωση, πνεύμα…Αντίθετα θλίβομαι όταν νοιώθω πως αν και είναι γεμάτες με νοήματα, δυστυχώς θεωρούνται εκτός εποχής άρα απορριπτέες. Γιατί αυτό που σήμερα διαφαίνεται ως ενδεχόμενο, αύριο μπορεί, αν επικρατήσει ολοκληρωτικά∙ η γλωσσική φτώχεια να γίνει καθεστώς, απαξιώνοντας ερμηνείες και αναλύσεις λέξεων που είναι γεμάτες με νοήματα λεξιλογικό πλούτο και βάθος το οποίο όταν προσπαθήσει κανείς να ερευνήσει να ερμηνεύσει, να αναλύσει και να εμβαθύνει σε λέξεις όπως αγάπη και έρωτας, ξεφεύγοντας από την τετριμμένη θεώρηση των πραγμάτων, ανακαλύπτει θησαυρό ανεκτίμητο που μόνο η αγάπη και ο έρως του λόγου μπορεί να του αποδώσει τη σπουδαιότητα που αξίζει.
































