Μύθοι Αισώπου μέρος 2ο

Δευ, 16/10/2023 - 19:34
Λεωνίδας Πυργάρης
  1.  Ὄνος νομιζόμενος λέων εἶναι

 

   Ὄνος δορὰν λέοντος ἐπενδυθεὶς λέων ἐνομίζετο πᾶσιν, καὶ φυγὴ μὲν ἦν ἀνθρώπων, φυγὴ δὲ ποιμνίων. Ὡς δὲ ἀνέμου πνεύσαντος ἡ δορὰ περιῃρέθη καὶ γυμνὸς ὁ ὄνος ἦν, τότε δὴ πάντες ἐπιδραμόντες ξύλοις καὶ ῥοπάλοις αὐτὸν ἔπαιον.

   Ὅτι πένης καὶ ἰδιώτης ὢν μὴ μιμοῦ τὰ τῶν πλουσίων, μή ποτε κατεγελασθῇς καὶ κινδυνεύσῃς· τὸ γὰρ ξένον ἀνοίκειον.

   [Ένας γάιδαρος φόρεσε μια λεοντή, δηλαδή την προβιά ενός λιονταριού. Κι όλοι θεωρούσαν τον γάιδαρο λέοντα. Όλοι όσοι τον έβλεπαν, έπαιρναν δρόμο απ’ το φόβο τους, άνθρωποι και ζώα. Όμως κάποτε φύσηξε άνεμος, η προβιά έπεσε από πάνω του και ο γάιδαρος έμεινε εντελώς γυμνός. Τότε όλοι τού επιτέθηκαν με ξύλα και ρόπαλα, και τον σακάτεψαν στο ξύλο.

   Δίδαγμα: αν είσαι ένας απλός άνθρωπος, φτωχός και χωρίς δύναμη, μην παριστάνεις τον πλούσιο και δυνατό! Γιατί καί ρεζίλι γίνεσαι καί σε μεγάλο κίνδυνο θα βρεθείς. Μην καμώνεσαι κάτι που δεν είσαι!].

 

  1. Ἵππος καὶ στρατιώτης

   Ἵππον τὸν ἑαυτοῦ στρατιώτης, ἕως μὲν καιρὸς τοῦ πολέμου ἦν, ἐκρίθιζεν, ἔχων συνεργὸν ἐν ταῖς ἀνάγκαις. Ὅτε δὲ ὁ πόλεμος κατέπαυσεν, εἰς δουλείας τινὰς καὶ φόρτους βαρεῖς ὁ ἵππος ὑπούργει, ἀχύρῳ μόνῳ τρεφόμενος. Ὡς δὲ πάλιν πόλεμος ἠκούσθη καὶ ἡ σάλπιγξ ἐφώνει, τὸν ἵππον χαλινώσας ὁ δεσπότης καὶ αὐτὸς καθοπλισθεὶς ἐπέβη. Ὁ δὲ συνεχῶς κατέπιπτε μηδὲν ἰσχύων· ἔφη δὲ τῷ δεσπότῃ· «Ἄπελθε μετὰ τῶν πεζῶν [τῶν] ὁπλιτῶν ἄρτι· σὺ γὰρ ἀφ’ ἵππου εἰς ὄνον με μετεποίησας, καὶ πῶς πάλιν ἐξ ὄνου ἵππον θέλεις ἔχειν;»

   Ὅτι ἐν καιρῷ ἀδείας καὶ ἀνέσεως τῶν συμφορῶν οὐ δεῖ ἐπιλανθάνεσθαι.

   [Ένας στρατιώτης είχε ένα άλογο. Τον καιρό τού πολέμου, το καλοτάιζε με κριθάρι και καρπούς, ώστε να το έχει πολύτιμο βοηθό και συμπαραστάτη στα πολεμικά έργα. Κάποια στιγμή τελείωσε ο πόλεμος. Τότε το αφεντικό τού αλόγου έζεψε το ζώο σε βαρειές εργασίες, δηλαδή σε οργώματα χωραφιών και σε μεταφορές φορτίων. Και παρά τις σκληρές δουλειές που έκανε το ζώο, ο αφέντης το τάιζε με σκέτο άχυρο. Όταν ξέσπασε ξανά πόλεμος και η πολεμική σάλπιγγα ήχησε πάλι, ο ιδιοκτήτης τού αλόγου φόρεσε χαλινάρι στο άλογο, φόρεσε κι ο ίδιος την πολεμική του πανοπλία, και καβάλλησε το ζώο. Αλλά το άλογο, από τη σωματική εξάντληση και την πείνα, σκουντουφλούσε και συνέχεια έπεφτε κάτω. Και τότε λέει στον αφέντη του: «κατέβα από τη ράχη μου και πήγαινε να πολεμάς με τους πεζούς από δω κι εμπρός! Γιατί εσύ, εδώ και καιρό, από άλογο με κατάντησες γάιδαρο. Τώρα σού ήρθε η όρεξη από γάιδαρο να με ξανακάνεις άλογο;».

   Δίδαγμα: όταν κανείς βρίσκεται σε συνθήκες άνεσης και δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, τότε ακριβώς είναι που πρέπει να μεριμνά για τις δυσκολίες που πιθανόν το μέλλον θα του φέρει. Δηλαδή «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν»].

 

  1. Γεωργοῦ παῖδες στασιάζοντες

   Γεωργοῦ παῖδες ἐστασίαζον. Ὁ δέ, ὡς πολλὰ παραινῶν οὐκ ἠδύνατο πεῖσαι αὐτοὺς λόγοις μεταβάλλεσθαι, ἔγνω δεῖν διὰ πράγματος τοῦτο πρᾶξαι, καὶ παρῄνεσεν αὐτοῖς ῥάβδων δέσμην κομίσαι. Τῶν δὲ τὸ προσταχθὲν ποιησάντων, τὸ μὲν πρῶτον δοὺς αὐτοῖς ἀθρόας τὰς ῥάβδους ἐκέλευσε κατεάσσειν. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ πᾶν βιαζόμενοι οὐκ ἠδύναντο, ἐκ δευτέρου λύσας τὴν δέσμην, ἀνὰ μίαν αὐτοῖς ῥάβδον ἐδίδου. Τῶν δὲ ῥᾳδίως κατακλώντων, ἔφη· «Ἀτὰρ οὖν καὶ ὑμεῖς, ὦ παῖδες, ἐὰν μὲν ὁμοφρονῆτε, ἀχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς ἔσεσθε· ἐὰν δὲ στασιάζητε, εὐάλωτοι».

   Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοσοῦτον ἰσχυροτέρα ἐστὶν ἡ ὁμόνοια ὅσον εὐκαταγώνιστος ἡ στάσις.

   [Τα παιδιά ενός γεωργού μάλωναν μεταξύ τους. Ο πατέρας τους, παρά τις νουθεσίες και τις παραινέσεις του, δεν μπόρεσε να τους αλλάξει τα μυαλά και να τους μονοιάσει. Τότε σκέφτηκε να τους διδάξει την αξία τής ομόνοιας, με κάποιο παράδειγμα. Έδωσε εντολή να του φέρουν μια δεσμίδα από ραβδιά. Τα παιδιά υπάκουσαν στην εντολή τού πατέρα τους. Πράγματι τού πήγανε μια δεσμίδα από ξύλινες βέργες. Τότε ο πατέρας έδεσε όλες μαζί τις βέργες σ’ ένα σώμα, και πρόσταξε τα παιδιά του να προσπαθήσουν να σπάσουν τη δέσμη με τις βέργες. Τα παιδιά έβαλαν όλη τη δύναμή τους αλλά κανείς δε μπόρεσε να λυγίσει τις ενωμένες βέργες και να τις σπάσει. Ύστερα ο πατέρας κάνει κάτι άλλο: λύνει τη δεσμίδα και δίνει από μια βέργα στο κάθε παιδί. Και προστάζει: «σπάστε τώρα την κάθε βέργα!». Όλες οι βέργες έσπασαν πανεύκολα, αφού ήταν τώρα μόνες τους. «Κι εσείς λοιπόν, παιδιά μου, αν έχετε ομόνοια κι αγάπη ανάμεσά σας, κανείς εχθρός δεν θα μπορεί να σας βλάψει. Όμως αν επικρατεί η φαγωμάρα και το μίσος αναμεταξύ σας, τότε θα σας τσακίσουν και θα σας αφανίσουν οι εχθροί».

   Το παραμύθι υπονοεί ότι η ομόνοια και η συνεργασία τών αδερφιών δημιουργεί ισχύ και δύναμη, και καθιστά άτρωτα τα αδέρφια. Ενώ το μεταξύ τους μίσος φέρνει τον αφανισμό τους].

 

  1. Ποιμὴν παίζων

   Ποιμὴν ἐξελαύνων αὐτοῦ τὴν ποίμνην ἀπό τινος κώμης πορρωτέρω, διετέλει τοιαύτῃ παιδιᾷ χρώμενος· ἐπιβοώμενος γὰρ τοὺς κωμήτας ἐπὶ βοήθειαν, ἔλεγεν ὡς λύκοι τοῖς προβάτοις ἐπῆλθον. Δὶς δὲ καὶ τρὶς τῶν ἐκ τῆς κώμης ἐκπλαγέντων καὶ ἐκπηδησάντων, εἶτα μετὰ γέλωτος ἀπαλλαγέντων, συνέβη τὸ τελευταῖον τῇ ἀληθείᾳ λύκους ἐπελθεῖν. Ἀποτεμνομένων δὲ αὐτῶν τὴν ποίμνην καὶ τοῦ ποιμένος ἐπὶ βοηθείᾳ τοὺς κωμήτας ἐπικαλουμένου, ἐκεῖνοι ὑπολαβόντες αὐτὸν παίζειν κατὰ τὸ ἔθος, ἧττον ἐφρόντιζον· καὶ οὕτως αὐτῷ συνέβη τῶν προβάτων στερηθῆναι.

   Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοῦτο κερδαίνουσιν οἱ ψευδολόγοι, τὸ μηδὲ, ὅταν ἀληθεύωσι, πιστεύεσθαι.

   [Ένας βοσκός είχε ένα κοπάδι με πρόβατα. Συνήθιζε να το βόσκει καθημερινά λίγο πιο έξω απ’ το χωριό. Χρησιμοποιούσε τη δουλειά του για να «σπάει πλάκα». Έτσι λοιπόν καλούσε συχνά τούς συχωριανούς του σε βοήθεια, φωνάζοντας ότι τάχα λύκοι είχαν επιτεθεί στο κοπάδι του. Οι συχωριανοί του, πράγματι, δυο τρεις φορές τον πίστεψαν, ανησύχησαν στ’ αλήθεια κι έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Αυτός, κάθε φορά που τους έβλεπε να έρχονται για βοήθειά του, έσκαγε στα γέλια για τη φάρσα που τούς είχε σκαρώσει. Όμως κάποτε συνέβη να επιτεθούν στ’ αλήθεια λύκοι στα πρόβατα. Οι λύκοι κατακρεούργησαν το κοπάδι και το αφάνισαν. Και ο βοσκός, έντρομος, καλούσε σε βοήθεια τούς συχωριανούς του. Αλλά εκείνοι, ξέροντας πως ο βοσκός έπαιζε μαζί τους, όπως άλλωστε το συνήθιζε, δεν έδωσαν σημασία και αψήφισαν το κάλεσμά του. Το αποτέλεσμα ήταν ο βοσκός να χάσει ολόκληρο το κοπάδι του.

   Δίδαγμα: το «κέρδος» τού ψεύτη είναι να μην τον παίρνουν οι άλλοι στα σοβαρά, ακόμα κι αν αυτός λέει την αλήθεια].

 

  1. Πατήρ και θυγατέρες

   Ἔχων τις δύο θυγατέρας, τὴν μὲν κηπουρῷ ἐξέδωκε πρὸς γάμον, τὴν δὲ ἑτέραν κεραμεῖ. Χρόνου δὲ προελθόντος, ἧκεν ὡς τὴν τοῦ κηπουροῦ καὶ ταύτην ἠρώτα πῶς ἔχοι καὶ ἐν τίνι αὐτοῖς εἴη τὰ πράγματα. Τῆς δὲ εἰπούσης πάντα μὲν αὐτοῖς παρεῖναι, ἓν δὲ τοῦτο εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς, ὅπως χειμὼν γένηται καὶ ὄμβρος, ἵνα τὰ λάχανα ἀρδευθῇ, μετ’ οὐ πολὺ παρεγένετο πρὸς τὴν τοῦ κεραμέως καὶ αὐτῆς ἐπυνθάνετο πῶς ἔχοι. Τῆς δὲ τὰ μὲν ἄλλα μὴ ἐνδεῖσθαι εἰπούσης, τοῦτο δὲ μόνον εὔχεσθαι, ὅπως αἰθρία τε λαμπρὰ ἐπιμείνῃ καὶ λαμπρὸς ἥλιος, ἵνα ξηρανθῇ ὁ κέραμος, εἶπε πρὸς αὐτήν· «Ἐὰν σὺ μὲν εὐδίαν ἐπιζητῇς, ἡ δὲ ἀδελφή σου χειμῶνα, ποτέρᾳ ὑμῶν συνεύξομαι;»

   Οὕτως οἱ ἐν ταὐτῷ τοῖς ἀνομοίοις πράγμασιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως περὶ τὰ ἑκάτερα πταίουσιν.

   [Ένας πατέρας είχε δυο κόρες. Πάντρεψε τη μια με κηπουρό και την άλλη με αγγειοπλάστη (κεραμέα). Ύστερα από λίγο καιρό, ο πατέρας έκανε επίσκεψη στην κόρη του την παντρεμένη με τον κηπουρό. Και τη ρώτησε πώς περνά με τον άντρα της και πώς πάει η επαγγελματική τους κατάσταση. Αυτή τού απάντησε: «όλα πάνε μια χαρά αλλά ένα μονάχα παρακαλώ το Θεό, να είναι συνεχώς χειμωνιάτικος ο καιρός και να έχει συνέχεια βροχές, για να ποτίζονται τα λαχανικά μας». Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας επισκέπτεται και τη δεύτερη κόρη του και κάνει και σ’ αυτήν την ίδια ερώτηση. Κι αυτή πάλι τού δίνει ανάλογη απάντηση: «Τίποτα δεν μας λείπει εμένα και του άντρα μου, αλλά ένα μονάχα ζητούμε απ’ το Θεό, να επικρατούν συνεχώς καλοκαιρινές συνθήκες και ηλιοφάνεια, ώστε να στεγνώνουν και να ξεραίνονται τα κεραμικά μας που τ’ απλώνουμε στον ήλιο». Κι ο πατέρας απάντησε: «αν εσύ ζητάς απ’ το Θεό καλοκαίρι και ξηρασία ενώ η αδερφή σου ζητά χειμώνα και βροχές, εγώ με ποιας από εσάς τις δυο το μέρος πρέπει να πάω και ποια προσευχή πρέπει να κάμω στο Θεό;».

   Δίδαγμα πρώτο: όποιος επιχειρεί, την ίδια στιγμή, να φέρει σε πέρας ανόμοια και διαφορετικά πράγματα, είναι αναμενόμενο να αποτυγχάνει σε όλα.

   Δίδαγμα δεύτερο: πρέπει κανείς να έχει εντελώς ξεκάθαρους στόχους στη ζωή του και αυτούς να κυνηγά, κι όχι να βρίσκεται σε έναν μόνιμο εσωτερικό διχασμό. Δηλαδή πρέπει ο καθένας να ξέρει τι γυρεύει απ’ τη ζωή του και να μη φορτώνει στο Θεό τις δικές του αποτυχημένες επιλογές].

 

  1. Ἰατρὸς ἄτεχνος

   Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος. Οὗτος ἀρρώστῳ παρακολουθῶν, πάντων ἰατρῶν λεγόντων αὐτὸν μὴ κινδυνεύειν, ἀλλὰ χρονίσειν ἐν τῇ νόσῳ, οὗτος μόνος ἔφη αὐτῷ πάντα τὰ αὐτοῦ ἑτοιμάσαι· «τὴν αὔριον γὰρ οὐκ ὑπερβήσῃ». Ταῦτα εἰπὼν ὑπεχώρησε. Μετὰ χρόνον δέ τινα ἀναστὰς ὁ νοσῶν προῆλθεν, ὠχρὸς καὶ μόλις βαίνων. Ὁ δὲ ἰατρὸς συναντήσας αὐτῷ· «Χαῖρε, ἔφη· πῶς ἔχουσιν οἱ κάτω;» Κἀκεῖνος εἶπεν· «Ἠρεμοῦσι πιόντες τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ. Πρὸ ὀλίγου δὲ ὁ Θάνατος καὶ ὁ Ἅιδης δεινῶς ἠπείλουν τοὺς ἰατροὺς πάντας, ὅτι τοὺς νοσοῦντας οὐκ ἐῶσιν ἀποθνῄσκειν, καὶ κατεγράφοντο πάντας. Ἔμελλον δὲ καὶ σὲ γράψαι, ἀλλ’ ἐγὼ προσπεσὼν αὐτοῖς καὶ δυσωπήσας, ἐξωμοσάμην αὐτοῖς μὴ ἀληθῆ ἰατρὸν εἶναί σε, ἀλλὰ μάτην διεβλήθης».

   [Ὅτι] τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀμαθεῖς καὶ κομψολόγους ἰατροὺς ὁ παρὼν μῦθος στηλιτεύει.

   [Ένας γιατρός ήταν ατζαμής, δηλαδή δεν κάτεχε την τέχνη του. Αυτός λοιπόν παρακολουθούσε κάποιον ασθενή του, ο οποίος δεν έπασχε από κάτι το σοβαρό. Όλοι οι άλλοι γιατροί αποφάνθηκαν πως εκείνος ο ασθενής δεν έπασχε από σοβαρή ασθένεια αλλά ότι απλούστατα το νόσημά του θα ήταν χρόνιο και καθόλου ανησυχητικό. Μονάχα ο ατζαμής γιατρός είχε κάνει διαφορετική διάγνωση: «σε λίγο πεθαίνεις! Ετοίμασε τη διαθήκη σου! Μέχρι αύριο τη βγάζεις δεν τη  βγάζεις!». Αυτά είπε ο «σπουδαίος» γιατρός κι έφυγε. Λίγες μέρες αργότερα, ο «ετοιμοθάνατος» σηκώθηκε απ’ το κρεββάτι και βγήκε έξω στο δρόμο, χλωμός και περπατώντας με δυσκολία. Τον συναντά ο γιατρός στο δρόμο και του λέει: «Γειά σου! Πώς πάνε τα πράματα εκεί στον Κάτω Κόσμο που μένεις τώρα;». – «Όλα είναι ήρεμα και μια χαρά! Οι πεθαμένοι είναι σε μόνιμη γαλήνη, γιατί έχουν πιεί το Νερό τής Λησμονιάς και ξέχασαν τα βάσανα τού Πάνω Κόσμου. Μάλιστα, πριν από λίγο, ο Θάνατος κι ο Άδης θύμωσαν πολύ με τους γιατρούς και τους απειλούν με τιμωρία, επειδή δεν επιτρέπουν στους αρρώστους να πεθαίνουν. Μάλιστα έφτιαξαν και μια λίστα με τα ονόματα τών γιατρών, για να τους επιβάλουν ποινές. Είχαν στο νου τους να συμπεριλάβουν κι εσένα σ’ εκείνη τη λίστα. Αλλά εγώ έπεσα στα πόδια τους και τους παρακάλεσα να μη σε συμπεριλάβουν στη λίστα. Πήρα όρκο μπροστά τους πως εσύ δεν είσαι γιατρός αλλά πως άδικα συκοφαντήθηκες για γιατρός».

   Ο συγκεκριμένος μύθος στηλιτεύει όχι μόνο τούς ατζαμήδες και άσχετους γιατρούς, αλλά τους αλμπάνηδες και ξυλοσχίστες που υπάρχουν σε όλα τα επαγγέλματα, και οι οποίοι ενδιαφέρονται μονάχα για τη «μάχη τών εντυπώσεων» και την εικόνα τους].

   [Σημερινές παροιμίες: «Αν κρεμάσουν τούς μαστόρους, άδικα θα σε κρεμάσουν», «Πόσα δέντρα από νερό και αθρώποι από γιατρό!», «Άμα δεν ήταν οι γιατροί, θα πέθαιναν οι παπάδες από την πείνα», «Γειά στα χέρια σου, κυρά μαμμή, πού ’βγαλες το μωρό με δίχως μάτια!», «Άμα δεν ήταν οι δασκάλοι, θα ψοφούσαν τής πείνας τα Φροντιστήρια!»]. 

 

 

  1. Γεωργὸς καὶ παῖδες αὐτοῦ

   Γεωργός τις μέλλων καταλύειν τὸν βίον καὶ βουλόμενος τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας πεῖραν λαβεῖν τῆς γεωργίας, προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἔφη· «Παῖδες ἐμοὶ, ἐγὼ μὲν ἤδη τοῦ βίου ὑπέξειμι, ὑμεῖς δ’ ἅπερ ἐν τῇ ἀμπέλῳ μοι κέκρυπται ζητήσαντες, εὑρήσετε πάντα». Οἱ μὲν οὖν οἰηθέντες θησαυρὸν ἐκεῖ που κατορωρύχθαι, πᾶσαν τὴν τῆς ἀμπέλου γῆν μετὰ τὴν ἀποβίωσιν τοῦ πατρὸς κατέσκαψαν. Καὶ θησαυρῷ μὲν οὐ περιέτυχον, ἡ δὲ ἄμπελος καλῶς σκαφεῖσα πολλαπλασίονα τὸν καρπὸν ἀνέδωκεν.

   Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ὁ κάματος θησαυρός ἐστι τοῖς ἀνθρώποις.

   [Ένας γεωργός ήταν στα τελευταία του. Επειδή ήθελε οι γιοι του να μάθουν όλα τα σχετικά με τη γεωργία και την καλλιέργεια τής γης, τους κάλεσε κοντά του, λίγο πριν πεθάνει, και τους λέει: «Παιδιά μου, σε λίγο φεύγω από τούτη τη ζωή. Εσείς, αν ζητήσετε όσα είναι κρυμμένα μέσα στο αμπέλι που σας αφήνω σαν κληρονομιά, θα τα βρείτε όλα». Οι γιοι του νόμισαν πως μέσα στο αμπέλι ήταν καταχωνιασμένος κανένας θησαυρός. Έτσι λοιπόν, ύστερα από το θάνατο τού πατέρα τους, έσκαψαν συστηματικά και σχολαστικά ολόκληρο το αμπέλι. Ωστόσο κανέναν θησαυρό δεν βρήκαν. Όμως το αμπέλι, επειδή σκάφτηκε με σχολαστικότητα και επιμέλεια, είχε τεράστια απόδοση σε σταφύλια.

   Το παραμύθι διδάσκει πως ο μεγαλύτερος θησαυρός για έναν άνθρωπο είναι δική του εργατικότητά του και αξιοσύνη, κι όχι τα έτοιμα πλούτη που κληρονομεί από άλλους].

 

  1. Κύων καὶ ἀλεκτρυὼν καὶ ἀλώπηξ

   Κύων καὶ ἀλεκτρυὼν ἑταιρείαν ποιησάμενοι ὥδευον. Ἑσπέρας δὲ καταλαβούσης, ὁ μὲν ἀλεκτρυὼν ἐπὶ δένδρου ἐκάθευδεν ἀναβάς, ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος. Τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ φωνήσαντος, ἀλώπηξ ἀκούσασα πρὸς αὐτὸν ἔδραμε καὶ στᾶσα κάτωθεν πρὸς ἑαυτὴν κατελθεῖν ἠξίου· ἐπιθυμεῖν γὰρ ἀγαθὴν οὕτω φωνὴν ζῷον ἔχον ἀσπάσασθαι. Τοῦ δὲ εἰπόντος τὸν θυρωρὸν πρότερον διυπνίσαι ὑπὸ τὴν ῥίζαν καθεύδοντα, ὡς, ἐκείνου ἀνοίξαντος, κατελθεῖν, κἀκείνης ζητούσης αὐτὸν φωνῆσαι, ὁ κύων αἴφνης πηδήσας αὐτὴν διεσπάραξεν.

   Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἐχθροὺς ἐπελθόντας πρὸς ἰσχυροτέρους πέμπουσι παραλογιζόμενοι.

   [Ο σκύλος και ο κόκκορας (πετεινός) έφτιαξαν «συνεταιρισμό». Μια μέρα βγήκαν περίπατο στο δάσος. Τους βρήκε η νύχτα. Ο κόκκορας ανέβηκε σ’ ένα δέντρο και κούρνιαξε εκεί. Ο σκύλος πάλι πήγε και κοιμήθηκε στην κουφάλα εκείνου τού ίδιου δέντρου. Ο πετεινός, όπως το συνηθίζει, στην καρδιά τής νύχτας, άρχισε τα κικιρίκου. Μια αλεπού άκουσε τα κακαρίσματα τού πετεινού κι έτρεξε προς εκείνο το μέρος. Στάθηκε κάτω απ’ το δέντρο και παρακαλούσε τον πετεινό να κατεβεί από το δέντρο κάτω στη γη: «έλα κοντά μου! Είσαι ωραίο πουλί και με πολύ όμορφη φωνή. Θέλω να σε γνωρίσω από κοντά και να σε αγκαλιάσω!». – «Εκεί στη ρίζα τού δέντρου, μέσα στην κουφάλα, βρίσκεται ο θυρωρός. Ξύπνησέ τον να σε υποδεχτεί ο ίδιος πρώτα, και μετά εγώ κατεβαίνω απ’ το δέντρο!». – «Όχι, καλύτερα εσύ φώναξέ του!». Εν τω μεταξύ ο σκύλος πήρε είδηση τι γινόταν, ξύπνησε, όρμηξε πάνω στην αλεπού και την κατασπάραξε.

   Ο μύθος διδάσκει πως οι μυαλωμένοι άνθρωποι, όταν βλέπουν πως διατρέχουν κίνδυνο και πως εναντίον τους έρχονται εχθροί, προσπαθούν να παραπλανήσουν τούς εχθρούς και ζητούν βοήθεια απ’ τους πιο δυνατούς].

 

  1. Ξυλευόμενος καὶ Ἑρμῆς

   Ξυλευόμενός τις παρὰ ποταμῷ τὸν οἰκεῖον ἀπέβαλε πέλεκυν. Ἀμηχανῶν τοίνυν παρὰ τὴν ὄχθην καθίσας ὠδύρετο. Ἑρμῆς δὲ μαθὼν τὴν αἰτίαν καὶ οἰκτείρας τὸν ἄνθρωπον, καταδὺς εἰς τὸν ποταμὸν χρυσοῦν ἀνήνεγκε πέλεκυν, καὶ εἰ οὗτός ἐστιν ὃν ἀπώλεσεν ἤρετο. Τοῦ δὲ μὴ τοῦτον εἶναι φαμένου, αὖθις καταβὰς ἀργυροῦν ἀνεκόμισε. Τοῦ δὲ μηδὲ τοῦτον εἶναι τὸν οἰκεῖον εἰπόντος, ἐκ τρίτου καταβὰς ἐκεῖνον τὸν οἰκεῖον ἀνήνεγκε. Τοῦ δὲ τοῦτον ἀληθῶς εἶναι τὸν ἀπολωλότα φαμένου, Ἑρμῆς ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὴν δικαιοσύνην, πάντας αὐτῷ ἐδωρήσατο. Ὁ δὲ παραγενόμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους τὰ συμβάντα αὐτοῖς διεξελήλυθεν· ὧν εἷς τις τὰ ἴσα διαπράξασθαι ἐβουλεύσατο, καὶ παρὰ τὸν ποταμὸν ἐλθὼν καὶ τὴν οἰκείαν ἀξίνην ἐξεπίτηδες ἀφεὶς εἰς τὸ ῥεῦμα κλαίων ἐκάθητο. Ἐπιφανεὶς οὖν ὁ Ἑρμῆς κἀκείνῳ καὶ τὴν αἰτίαν μαθὼν τοῦ θρήνου, καταβὰς ὁμοίως χρυσῆν ἀξίνην ἐξήνεγκε καὶ ἤρετο εἰ ταύτην ἀπέβαλε. Τοῦ δὲ σὺν ἡδονῇ· «Ναὶ ἀληθῶς ἥδ’ ἐστί» φήσαντος, μισήσας ὁ θεὸς τὴν τοσαύτην ἀναίδειαν, οὐ μόνον ἐκείνην κατέσχεν, ἀλλ’ οὐδὲ τὴν οἰκείαν ἀπέδωκεν.

   Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι, ὅσον τοῖς δικαίοις τὸ θεῖον συναίρεται, τοσοῦτον τοῖς ἀδίκοις ἐναντιοῦται.

   [Ένας υλοτόμος (ξυλοκόπος) έκοβε ξύλα στο δάσος. Κάθισε να ξεκουραστεί δίπλα στην όχθη ενός ποταμού. Εκεί, χωρίς να το καταλάβει, του πέφτει το τσεκούρι του μέσα στο ποτάμι. Στενοχωρήθηκε που έχασε το τσεκούρι και δε μπορούσε να το βρει. Έκατσε δίπλα στην όχθη τού ποταμού κι έκλαιγε. Ο θεός Ερμής κατάλαβε το λόγο τής στενοχώριας τού ξυλοκόπου. Λυπήθηκε τον άνθρωπο, κατέβηκε ο ίδιος ο Ερμής στα νερά τού ποταμού, αναδύθηκε από τα νερά και έφερε πάνω ένα χρυσό τσεκούρι. Το δίνει στα χέρια τού ξυλοκόπου και τον ρωτά: «τούτο είναι το τσεκούρι που πριν από λίγο σού έπεσε στο ποτάμι;». – «Όχι, δεν είναι αυτό το δικό μου!». Ξαναβουτά στα νερά τού ποταμού ο Ερμής. Τώρα φέρνει πάνω ένα άλλο τσεκούρι, ασημένιο. Ξαναρωτά ο θεός τον ξυλοκόπο: «μήπως αυτό, το ασημένιο, είναι το τσεκούρι που έχασες;». – «Μήτε αυτό είναι δικό μου!». Για τρίτη φορά κάνει βουτιά στα νερά τού ποταμού ο Ερμής. Τώρα φέρνει στην επιφάνεια το αληθινό τσεκούρι τού ξυλοκόπου, το ξύλινο. «Αυτό είναι το τσεκούρι που έχασα!» φωνάζει ο ξυλοκόπος. Ο Ερμής, που εκτίμησε την τιμιότητα τού ξυλοκόπου, του δωρίζει καί τα τρία τσεκούρια, δηλαδή το χρυσό, το ασημένιο και το ξύλινο.

   Στη συνέχεια ο ξυλοκόπος έκατσε και είπε τα καθέκαστα στους φίλους του, τους άλλους ξυλοκόπους. Ένας άλλος ξυλοκόπος, πονηρός και κατεργάρης, όταν άκουσε τι κέρδισε ο πρώτος ξυλοκόπος, θέλησε κι αυτός να έχει τα ίδια κέρδη. Πηγαίνει λοιπόν κι αυτός κοντά στον ποταμό και σκαρώνει ανάλογο σκηνικό: ρίχνει εξεπίτηδες την ξύλινη αξίνα του μέσα στο ποτάμι – ότι τάχα κατά λάθος τού έπεσε – και κάθεται στις όχθες τού ποταμού και βάζει τα κλάματα για τη ζημιά που δήθεν τού ’λαχε. Εμφανίζεται και πάλι ο Ερμής και τον ρωτά για ποιον λόγο κλαίει. Στη συνέχεια ο θεός βυθίζεται πάλι στα νερά τού ποταμού και ανεβάζει πάνω μια χρυσή αξίνα: «αυτή η αξίνα, η χρυσή, είναι εκείνη που σού έπεσε στον ποταμό;». – «Βέβαια, τούτη είναι!» απαντά γεμάτος ευχαρίστηση ο απατεώνας ξυλοκόπος. Ο θεός τσαντίστηκε πάρα πολύ με την απατεωνιά και ξετσιπωσιά εκείνου τού ανθρώπου, ο οποίος είχε το θράσος να κοροϊδεύει κατάμουτρα ακόμα και το θεό. Κι έτσι όχι μόνο δεν τού έδωσε τη χρυσή αξίνα, αλλά ούτε καν τη δική του, την ξύλινη.

   Ο μύθος διδάσκει ότι όσο ο Θεός βρίσκεται δίπλα μας και μας συμπαραστέκεται όταν βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο και έχομε Ηθική, άλλο τόσο μάς σιχαίνεται και μας εχθρεύεται και μπορεί και να μας εξαφανίσει εάν εμείς είμαστε ανήθικοι και πάμε να τον κοροϊδέψομε. Επομένως η Ηθική και η Αρετή πρέπει να είναι μονόδρομος για τον άνθρωπο].

 

  1. Γεωργός και Τύχη

 

   Γεωργός τις σκάπτων χρυσίῳ περιέτυχε. Καθ’ ἑκάστην οὖν τὴν Γῆν, ὡς ὑπ’ αὐτῆς εὐεργετηθείς, ἔστεφε. Τῷ δὲ ἡ Τύχη ἐπιστᾶσά φησιν· «Ὦ οὗτος, τί τῇ Γῇ τὰ ἐμὰ δῶρα προσανατίθης, ἅπερ ἐγώ σοι δέδωκα, πλουτίσαι σε βουλομένη; Εἰ γὰρ ὁ καιρὸς μεταβάλοι καὶ πρὸς ἑτέρας χεῖρας τοῦτό σοι τὸ χρυσίον ἔλθοι, οἶδ’ ὅτι τηνικαῦτα ἐμέ τὴν Τύχην μέμψῃ».

   Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι χρὴ τὸν εὐεργέτην ἐπιγιγνώσκειν καὶ τούτῳ χάριτας ἀποδιδόναι.

   [Ένας γεωργός έσκαβε το χωράφι του. Εκεί που έσκαβε, βρήκε χρυσάφι. Κάθε μέρα, λοιπόν, έφτιαχνε ένα στεφάνι από λουλούδια και το πρόσφερε στη Γη, την ευεργέτιδά του. Μια μέρα τού εμφανίστηκε η θεά Τύχη και του λέει: «φίλε μου, για ποιο λόγο ευχαριστείς τη Γη για δώρα που εγώ, η Τύχη, σου χάρισα, εγώ που ήθελα να σε κάμω πλούσιο; Άραγε, αν «γυρίσει ο τροχός» και το χρυσάφι, που τώρα εσύ κρατάς στα χέρια σου, πάει σε άλλα χέρια, τότε δεν θα τα βάλεις μαζί μου και δεν θα με βρίζεις οπωσδήποτε;».

   Ο μύθος διδάσκει ότι ο συνετός άνθρωπος έχει υποχρέωση να ξέρει ποιος πραγματικά είναι ο ευεργέτης του και αυτόν οφείλει να τιμά αιώνια και να αναγνωρίζει την ευεργεσία που δέχτηκε].

 

Άλλες απόψεις: Του Λεωνίδα Πυργάρη