
Ο Κυρός Παντελεήμων Φωστίνης ήταν μια διφορούμενη προσωπικότητα τη δεκαετία του ‘50. Υπήρχαν οι υπερασπιστές του αλλά και οι επικριτές του. Σε εκείνο όμως που δεν μπορούσαν να διαφωνήσουν οι μεν, αλλά και οι δε, υποθέτω, ήταν πως είχε ένα αντικομμουνιστικό μίσος που φρόντιζε να το εκδηλώνει άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα.
Η Μαρία Κιντή - Πετράκη, κόρη του Mικέ Πετράκη, έγραψε («Χιακή», Ιούνιος 1989) για το εκλογικό πνεύμα στη Χίο επί Παντελεήμονος Φωστίνη: «Μια φορά στις εκλογές του 1961, όταν εγώ θα ψήφιζα για πρώτη φορά στα σχολεία του Κλούβα, είχα πάει το πρωί στην εκκλησία, στον Άγιο Ισίδωρο Πετροκοκκίνου, και βγήκε ο παπάς μας στην ωραία πύλη όταν κόντευε να τελειώσει η λειτουργία και μας διάβασε ένα κείμενο του Παντελεήμονα Φωστίνη, του Δεσπότη μας, που άρχιζε έτσι:
Αγαπητοί μου χριστιανοί, σήμερα είναι η μέρα των εκλογών. Επειδή πολλοί με σταμάτησαν και με ρώτησαν τι να ψηφίσουν, προχθές που πήγαινα σε ένα χωριό, σκέφτηκα πως είναι καλά να το συζητήσουμε. Λοιπόν, τους είπα, σκεφτείτε καλοί μου άνθρωποι όταν ο Χριστός κάλεσε τους μαθητές του, και τους είπε ότι ο πατέρας του και Θεός θα καθίσει στα δεξιά του τους καλούς και σωστούς και θα τους στείλει στον παράδεισο. Αριστερά του θα καθίσει όσους θα πάνε στην κόλαση…
Σκεφτείτε ακόμη τι λέει ένας πατέρας στο μονάκριβο παιδί του, όταν το αποχαιρετά για να πάει να δουλέψει στα καράβια ή στην ξενιτιά. Πήγαινε παιδί μου και ο Θεός να σου τα φέρει δεξιά. Δεν του είπε ποτέ αριστερά.
Και σε αυτό το στυλ διάβαζε ο παπα-Λάμπρος ο Πιτσάκης, χλωμός και στεναχωρημένος το κείμενο του Δεσπότη. Εγώ έριχνα πλάγιες ματιές στη μητέρα του Πέτρου Μαρτάκη, που είχε χλομιάσει από την αγωνία, γιατί προφανώς δεν είχε σκοπό να ψηφίσει δεξιά. Όταν βγήκαμε έξω στην αυλή με πλησίασε και με χαιρέτησε. Ίσως θα ήμουν από τους ελάχιστους ενορίτες που μπορούσε να εμπιστευτεί την αγωνία της για όσα είχε ακούσει. «Ωχ, Θεέ μου, μας τρέλανε ο δεσπότης. Τι να κάνω τώρα Παναγία μου; Εγώ γελώντας της λέω δεν μας είπε, αλήθεια, τι θα κάνει ο Θεός με όσους θα ψηφίσουν κέντρο. Πού θα τους στείλει; Αυτό την έκανε να συνέλθει λίγο και να σκεφτεί πιο ψύχραιμα»…
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































