Η Ελληνική Επανάσταση τού 1821, -ένοπλη εξέγερση τών υποδούλων Ελλήνων εναντίον τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σκοπό την αποτίναξη τής τουρκικής κυριαρχίας και τη μελλοντική δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους, με βασικά συστατικά του την αντιπροσώπευση και την ευνομία-, ήταν η τελευταία μιας σειράς ένοπλων εξεγέρσεων που ξεκίνησαν από τον 15ο αιώνα.
Προετοιμάστηκε και κυοφορήθηκε αυτή κυρίως από τη Φιλική Εταιρεία και τα μέλη της. Ωστόσο στην επιτυχία της συνέβαλαν, τα μέγιστα, τόσο οι απόδημοι Έλληνες όσο και και το κίνημα τού Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που αναπτύχθηκε από τον 18ο αιώνα. Παρά τα εμπόδια που συνάντησε από τις οθωμανικές αρχές, η επανάσταση μπόρεσε τελικά να εδραιωθεί και, μέσω μιας σειράς διεθνών συνθηκών μεταξύ τών ετών 1827-1832, οδήγησε στη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Στις επαναστατημένες τότε περιοχές συγκαταλέγονται η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, ορισμένα νησιά τού Αιγαίου, η Κρήτη, περιοχές τής Ηπείρου και Θεσσαλίας, περιοχές τής Μακεδονίας και η Κύπρος.
Η Επανάσταση υπήρξε σοβαρό γεγονός τού 19ου αι.: απασχόλησε με το Ελληνικό Ζήτημα την ευρωπαϊκή διπλωματία επί 12 χρόνια, επηρέασε καταλυτικά τις εξελίξεις τής Δυτικής Ευρώπης προκαλώντας τη διάλυση τής Ιεράς Συμμαχίας, συγκίνησε διανοουμένους και καλλιτέχνες τής Δύσης δημιουργώντας το κίνημα τού Φιλελληνισμού. Προπάντων όμως οδήγησε στην ίδρυση τού Ελληνικού Κράτους και στην επανεμφάνιση τής Ελλάδας ύστερα από απουσία αιώνων στον πολιτικό χάρτη τού Κόσμου. Προσέτι υπήρξε το προοίμιο τής εθνικής αφύπνισης και άλλων λαών τής Βαλκανικής και σηματοδότησε τον θρίαμβο τής αρχής τών εθνοτήτων. Τέλος, υπήρξε πηγή εμπνεύσεως σε επόμενες γενιές Ελλήνων για μελλοντικές απελευθερωτικές εξορμήσεις.
Η Ελληνική Εθνική Παλιγγενεσία συγγενεύει με ανάλογα εθνικά κινήματα εκείνης τής εποχής που εμφανίσθηκαν στις αγγλικές αποικίες τής Βόρειας Αμερικής, στην προεπαναστατική και επαναστατημένη Γαλλία, στις ιταλικές και γερμανικές χώρες, καθώς και στις ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες τής Λατινικής Αμερικής.
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821
Οι λόγοι που ενδυνάμωσαν τη θέληση τών σκλαβωμένων Ελλήνων να πολεμήσουν τον Τούρκο κατακτητή είναι ποικίλοι:
α) Η χρόνια καταπίεση: από τα πρώτα κιόλας χρόνια τής σκλαβιάς οι υπόδουλοι Έλληνες υπέστησαν παντοειδείς αυθαιρεσίες από την άδικη και τυραννική εξουσία τών Οθωμανών (απαγορεύσεις, βαριές φορολογίες, αγγαρείες, κακοποιήσεις, φυλακίσεις, εκτελέσεις, αρπαγές και κλείσιμο τών παιδιών τών ραγιάδων στα χαρέμια, παιδομάζωμα). Οι κάθε είδους ακολασίες και καταπιέσεις τών κατακτητών σε βάρος τών κατακτημένων προσέβαλλαν στον υπέρτατο βαθμό όχι μόνο τα ένστικτα τής αυτοσυντηρησίας και της ελεύθερης έκφρασης αλλά προπάντων το αίσθημα τής τιμής τών υποδούλων. Όλα τα παραπάνω δεινά δημιουργούσαν μια ψυχική δυσφορία στους Έλληνες, η οποία μετουσιωνόταν σε απελπισία, κι αυτή πάλι η τελευταία σε εξέγερση.
Ένας Τούρκος μπέης τής Άρτας, αποτιμώντας την ένοπλη εξέγερση τών Ελλήνων, εσημείωνε τότε: «Αδικήσαμεν τον ραγιά, και από πλούτη και από τιμή, και τον αφανίσαμε, και μαύρισαν τα μάτια του. Και η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθεί το βασίλειόν μας».
Συνεπώς, τα ποικίλα δεινοπαθήματα τών υποδούλων Ελλήνων, επί Τουρκοκρατίας, ήταν το πρωταρχικό αίτιο που εξωθούσε σε εξεγέρσεις. Και ο απελπισμός τών σκλάβων ήταν το ψυχολογικό ελατήριο που τους έσπρωχνε ως τη θυσία.
β) Ο απόδημος Ελληνισμός: μετά την Άλωση κατέφυγαν στη Δύση πολλοί Βυζαντινοί Έλληνες: κάποιοι απ’ αυτούς ήταν στρατιωτικοί και υπηρέτησαν σε ξένους στρατούς ως μισθοφόροι, άλλοι ήταν Βυζαντινοί ευγενείς που βρήκαν καταφύγιο κυρίως στις ενετικές κτήσεις (Κρήτη, Κύπρο και Επτάνησα), και άλλοι ήταν λόγιοι οι οποίοι υπηρέτησαν τη Λατινική Εκκλησία ελπίζοντας σε μια Σταυροφορία τής Δύσης που θα απελευθέρωνε την Ανατολή από τούς Τούρκους. Εκείνοι οι Έλληνες τής πρώτης και τρίτης κατηγορίας, με τον καιρό, χάθηκαν και αφομοιώθηκαν από τις κοινωνίες στις οποίες ενσωματώθηκαν. Αντίθετα οι Βυζαντινοί αριστοκράτες εξελίχθηκαν σε συνεχιστές τής παράδοσης και του πολιτισμού. Κατά τους αιώνες 15ο-18ο, πολλοί Έλληνες μεταναστεύουν από τις υπόδουλες περιοχές και εγκαθίστανται είτε στη Δύση – κυρίως στην Ιταλία, όπου και δημιουργούν τις παροικίες τής Ενετίας, της Τεργέστης, του Λιβόρνου, της Νεάπολης και της Αγκόνας – είτε στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όπου συγκροτούν ισχυρές παροικίες στη Βιέννη, στη Βουδαπέστη, σε περιοχές τής Ουγγαρίας, στην Τρανσυλβανία, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στη Νότια Ρωσία.
Οι εκπατρισμένοι Έλληνες που κατευθύνθηκαν στη Δύση είχαν ως αφετηρία τους τα νησιά και τη Νότια Ελλάδα, ενώ οι μεταναστεύσαντες προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη είχαν ως σημείο εκκίνησης την ηπειρωτική και Βόρεια Ελλάδα. Ο εκπατρισμός εκείνων τών ανθρώπων είχε ως αιτία του βεβαίως την απαλλαγή από τις συνθήκες δουλείας και τη δίψα για ελευθερία αλλά και την επιθυμία για εμπορική δραστηριότητα.
Εκείνοι οι μετανάστες, στις χώρες εγκατάστασής τους, δημιούργησαν Ελληνικές Κοινότητες, δηλαδή εκπαιδευτικά και θρησκευτικά κέντρα, δομές που διέθεταν ελληνικά σχολεία και ορθόδοξες εκκλησίες. Οι Ελληνικές Κοινότητες τής διασποράς σημείωσαν με τον καιρό τέτοια οικονομική και πνευματική άνθηση που όχι μόνο διέθεταν οικονομικούς πόρους για τις σπουδές νέων Ελλήνων στο εξωτερικό, όπου και τους προσκαλούσαν από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, αλλά επεδίδοντο και σε έργα ευποιΐας προς τα χωριά και τις πόλεις καταγωγής τους. Εκείνοι οι ξενιτεμένοι Έλληνες δημιούργησαν πλήθος κοινωφελών έργων στη σκλαβωμένη πατρίδα (ναούς, εκπαιδευτήρια κ.ά.), εξελισσόμενοι σε εθνικούς ευεργέτες. Οι απόδημοι Έλληνες, στις ευρωπαϊκές πατρίδες τους, ίδρυσαν ορθόδοξους ναούς που αποδείχθηκαν η κιβωτός τής ελληνικότητας. Οι εφημέριοι εκείνων τών ναών συνήθως ήταν λόγιοι. Παράλληλα ιδρύθηκαν και σχολεία, και οι δάσκαλοι ήταν συνοδοιπόροι στο έργο τής Εκκλησίας. Τα βιβλία που ήταν αναγκαία για τα σχολεία τα προμήθευαν τα ελληνικά τυπογραφεία τής Ενετίας, της Βιέννης και του Ιασίου, τα οποία, εκτός από λειτουργικά και εκκλησιαστικά βιβλία, τύπωναν και κάθε άλλου είδους βιβλία για χρήση σχολική.
Τα περισσότερα σχολεία ιδρύονται από τον 17ο αι. και μετά. Είναι σχολεία κυρίως Μέσης και Ανώτερης εκπαίδευσης που διδάσκουν την αρχαία ελληνική γλώσσα καθώς και φιλοσοφικά και επιστημονικά μαθήματα. Από τις αρχές τού 19ου αι. εμφανίζονται και τα Νεωτερικά Σχολεία, στα οποία κυκλοφορούσαν οι ιδέες τού Διαφωτισμού. Τέτοια σχολεία λειτούργησαν στα Ιωάννινα, στη Χίο, στη Σμύρνη, στην Τραπεζούντα, στις πλούσιες παροικίες τής Ιταλίας και στις Ηγεμονίες τής Μολδοβλαχίας.
Οι Ελληνικές Κοινότητες τού εξωτερικού ασχολήθηκαν και με τις εκδόσεις ελληνικών εφημερίδων καθώς και με Ελληνικό Θέατρο. Μέσω τών ελληνικών εφημερίδων και του Ελληνικού Θεάτρου εκκολάφθηκαν επαναστατικές ιδέες, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για τη ριζοσπαστική σκέψη τού Ρήγα Φερραίου, για τη Χάρτα και τον Θούριό του. Στους κόλπους εκείνων τών Κοινοτήτων θήτευσαν σπουδαίοι λόγιοι ιερωμένοι, οι οποίοι ήλθαν σε επαφή με τη νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία και τις θετικές επιστήμες τής εποχής. Εκείνες οι Κοινότητες έδειξαν στους Ευρωπαίους τού 18ου και 19ου αι. ότι ο Ελληνισμός δεν ήταν μονάχα ξεπερασμένη δόξα τού παρελθόντος αλλά ζώσα πνευματικότητα.
Ο τρόπος συγκρότησης μιας Ελληνικής Κοινότητας τού εξωτερικού ήταν ο εξής: οι προτιθέμενοι να ιδρύσουν μια τέτοια Κοινότητα ελάμβαναν σχετική άδεια από τις αρμόδιες κρατικές αρχές εκάστης χώρας. Κατόπιν ανελάμβαναν την υποχρέωση να συντηρούν την Κοινότητα επί οικονομικής βάσεως. Έτσι επέβαλλαν φορολογία στα μέλη τής Κοινότητας ή ήταν δεκτικοί άλλων οικονομικών επιχορηγήσεων και συνεισφορών. Εν συνεχεία μεριμνούσαν για τη διοίκηση τής Κοινότητας: εξέλεγαν αντιπροσώπους, και αυτοί με τη σειρά τους ανεδείκνυαν το Προεδρείο. Ειδικό Καταστατικό κανόνιζε τα θέματα τού Ναού, του Σχολείου, του Νοσοκομείου, των απόρων τής Κοινότητας. Το Καταστατικό αποτελούσε ένα είδος «Συντάγματος», στο οποίο όλα τα μέλη τής Κοινότητας επεδείκνυαν σεβασμό και υπακοή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το «Απόδημο Γένος» τών Ελλήνων απέβη ο θεματοφύλαξ τών παραδόσεων Σύμπαντος τού Γένους τών Ελλήνων, και είχε ως πρώτο στόχο του εκείνος ο Ελληνισμός τής Διασποράς τη διάσωση τής ελληνικής εθνικής συνείδησης και ως δεύτερο στόχο τη συγκρότηση ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.
Συνεπώς, χωρίς την ύπαρξη Ελληνικών Κοινοτήτων στο εξωτερικό, ίσως να μην υπήρχε τού Κοραή το έργο και του Ρήγα ή να μην είχε κάνει την εμφάνισή της η Φιλική Εταιρεία. Εν κατακλείδι, οι Ελληνικές Κοινότητες τών αποδήμων κράτησαν άσβηστα τα εθνικά ζώπυρα και βεβαίως συνέβαλαν τα μέγιστα στη σύμπηξη Ελληνικού Κράτους: όσο ο Ελληνισμός έβαινε προς την κρατική του ολοκλήρωση και αποκατάσταση, τόσο οι Ελληνικές Κοινότητες τής Ευρώπης έβαιναν αποδυναμούμενες, ώσπου έσβησαν εντελώς και απώλεσαν την αρχική τους σημασία.
γ) Η δημώδης ή λαϊκή παράδοση: από τα πρώτα κιόλας χρόνια μετά την Άλωση και ύστερα από τον μυστηριώδη θάνατο τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, άρχισαν να γεννιούνται λαϊκές παραδόσεις για τον «Μαρμαρωμένο Βασιλιά», ο οποίος θα ανασταινόταν και, με το σπαθί στο χέρι, θα καταδίωκε τον Τούρκο μέχρι την «Κόκκινη Μηλιά». Τότε πλάστηκε και το πολυθρύλητο δημοτικό τραγούδι «Της Αγιά Σοφιάς». Επίσης διάφορες προφητείες μιλούσαν για τη μελλοντική αποκατάσταση τού Γένους. Ο απλός λαός εκδήλωνε πίστη στην Αποκάλυψη τού Ιωάννη, στους χρησμούς τού Λέοντος Στ΄ τού Σοφού, στους χρησμούς τού επισκόπου Πατάρων Μεθοδίου, στους χρησμούς τού πατριάρχη Κων/πόλεως Ταρασίου, στις αστρολογικές παρατηρήσεις τού Ρηγίνου, στις προφητείες τού Αγαθάγγελου ότι οι Ρώσοι θα ελευθέρωναν τούς υπόδουλους Έλληνες από την τουρκική σκλαβιά.
Συνεπώς οι κάθε είδους μυστικιστικές παραδόσεις και προφητείες που μιλούσαν για αποκατάσταση «όταν θα έλθη το ρωμαίικο», δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος για τη γένεση ελπίδας και τη δημιουργία μιας ελεύθερης και καλύτερης ζωής. Όλα αυτά τα αποκυήματα τής πίστης και της προσδοκίας τών σκλάβων, που είχαν ριζωθεί βαθιά στην ψυχή τους και διαμόρφωναν την ιστορική τους συνείδηση, κατ’ ουσίαν τούς προετοίμαζαν ψυχολογικά για την επικείμενη αλλαγή. Το σύνολο αυτών τών δοξασιών υπήρξε αστείρευτη πηγή ελπίδας και θάρρους. Μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι πίστεις αποτέλεσαν τα βασικά ιδεολογικά συστατικά τής λεγόμενης Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή τής ενδόμυχης πεποίθησης τών υποδούλων ότι κάποτε θα απελευθερωθούν εθνικώς και θα αποκατασταθούν κρατικώς στα πάτρια εδάφη.
Εκπρόσωπος τής λαϊκής παράδοσης, στα μέσα τού 18ου αι., πριν ακόμα οι ευρωπαϊκές ιδέες κατακλύσουν τον ελληνικό χώρο, είναι ο Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). Ο Πατροκοσμάς περιδιαβαίνει ολόκληρη τη Δυτική Ελλάδα και την Ήπειρο, και, με τις διδαχές του και την εσωτερική του φλόγα, επιχειρεί να κατευθύνει τον λαό προς τα γράμματα. Ο Κοσμάς, εκπρόσωπος τού θρησκευτικού ανθρωπισμού, παρακινούσε τούς ορθοδόξους να ιδρύουν σχολεία που θα διδάσκουν την Ορθοδοξία. Ο Κοσμάς θεωρεί το σχολείο ως μέσον για την προώθηση τής ελληνικής γλώσσας και της Ορθοδοξίας, και την Εκπαίδευση ως εργαλείο κατήχησης στην Ορθοδοξία και μύησης στην ελληνική γλώσσα. Μέσα σε 16 χρόνια, ίδρυσε 200 σχολεία.
δ) Η λόγια παράδοση: παράλληλα προς τη λαϊκή παράδοση, καθοριστική επίδραση άσκησε, κατά τους χρόνους εκείνους, και η λόγια παράδοση. Αυτή άρχισε να γίνεται αισθητή κυρίως από τα τέλη τού 18ου αι. και κατά τις αρχές τού 19ου. Τότε εμφανίζονται ονομαστοί Δάσκαλοι τού Γένους: ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660-1749), ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1725-1800), ο Δημήτριος Καταρτζής (1730-1807), ο Αντώνιος Κυριαζής (με το ψευδώνυμο Ρήγας Φεραίος, 1755-1998), ο Δανιήλ Φιλιππίδης (1755-1832), ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (1758-1844), ο Ανώνυμος συγγραφέας τής «Ελληνικής Νομαρχίας» (1806), ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης (1754-1825), ο Άνθιμος Γαζής (1764-1828), ο Παναγιώτης Κοδρικάς (1762-1827), ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (1733-1793), ο Νεόφυτος Βάμβας (1770-1855), ο Κων/νος Κούμας (1777-1836), ο Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853), ο Κων/νος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων (1780-1857), ο Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860), ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (1759-1824), ο Αθανάσιος Ψαλλίδας (1767-1829).
Διαπρεπή θέση μεταξύ τών λογίων κατέχει ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος, με το πνευματικό του κύρος, συνέβαλε, σε μεγάλο βαθμό, στην αφύπνιση τού ελληνικού έθνους. Γεννημένος στη Σμύρνη, το 1748, στάλθηκε από τον πατέρα του, έμπορο μεταξωτών, στην Ολλανδία για εμπορικές δραστηριότητες. Όμως εκείνος, αδιαφορώντας για τα εμπορικά και επιχειρηματικά του συμφέροντα, αφοσιώθηκε, με πληθωρική διάθεση, στη σπουδή και τη μάθηση. Η φιλολογική σχολή τής Ολλανδίας βρισκόταν τότε στην ακμή της. Έτσι ο Κοραής γνώρισε εκεί σοφούς φιλολόγους και άρχισε να μελετά τούς αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Ύστερα από την Ολλανδία επισκέπτεται τη Γαλλία, όπου και σπουδάζει γιατρός στη σχολή τού Montpellier. Μετά την περάτωση τών σπουδών του εγκαθίσταται το 1788 στο Παρίσι, όπου κατά τον επόμενο χρόνο, το 1789, ζει από κοντά τη μεγάλη πολιτειακή και κοινωνική μεταβολή, τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία άσκησε βαθύτατη επίδραση στις ατομικές του κατευθύνσεις και επιλογές.
Ο Κοραής, βλέποντας το κατάντημα τής σκλαβωμένης Ελλάδας, με τα μάτια ανθρώπου σπουδασμένου στην Ευρώπη, ποθεί να απαλλάξει την πατρίδα του από τη βαρβαρότητα και το σκοτάδι και να της ξαναδώσει το φως τού πολιτισμού. Πιστεύει ότι, όπως ο Γαλλικός Διαφωτισμός προετοίμασε την πολιτικοκοινωνική μεταβολή τού 1789, έτσι και μια ανάλογη πνευματική κίνηση στον ελλαδικό χώρο θα μπορούσε να συντελέσει στη μόρφωση τών ομογενών του, δηλαδή στην πνευματική τους αφύπνιση, η οποία θα γινόταν η αφετηρία και της μελλοντικής εθνικής τους αποκατάστασης. Ως μέσον πνευματικής αφύπνισης και εξύψωσης τού έθνους τών Ελλήνων θεώρησε τις εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Έτσι επιδόθηκε στην παραπάνω δραστηριότητα, έχοντας ως στόχο οι εκδόσεις τών αρχαίων κειμένων να απευθύνονται όχι μόνο στους σπουδαστές τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας αλλά σε όλους τούς Έλληνες. Προκειμένου να υπηρετήσει ο Κοραής το μεγάλο εκείνο εθνικό του όραμα, παραμέλησε την άσκηση τού ιατρικού του επαγγέλματος και αφοσιώθηκε στις κριτικές εκδόσεις φιλολογικών κειμένων, γενόμενος τοιουτοτρόπως πατέρας τών ελληνικών γραμμάτων και πρόδρομος τής ελληνικής ελευθερίας.
ε) Η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων: η Γαλλική Επανάσταση συντάραξε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση τής Ευρώπης. Διέδωσε την ιδέα τού φιλελευθερισμού (liberalisme) και την ιδέα τών εθνοτήτων (nationalisme), η οποία υπήρξε η βάση για τη γένεση τών εθνικών κρατών στους νεότερους χρόνους. Η γαλλική επαναστατική ιδεολογία αναγνώριζε στα έθνη το δικαίωμα τής αυτοδιάθεσης και της χειραφέτησης από ξένες κυριαρχίες.
Οι Γάλλοι φιλόσοφοι τού Διαφωτισμού, με τις διακηρύξεις τους για τα δικαιώματα τού ανθρώπου και του πολίτη, επηρέασαν δραστικά και τους διανοουμένους τής προεπαναστατικής Ελλάδας. Ο Ρήγας και ο Κοραής επηρεάστηκαν από τις γαλλικές επαναστατικές ιδέες αλλά όχι ολοκληρωτικά: του Ρήγα η σκέψη επηρεάστηκε και από την αρχαία Ελλάδα αλλά και από το Βυζάντιο. Και του Κοραή η σκέψη έχει επιρροές από την ελληνική αρχαιότητα. Επίσης τα Συντάγματα τής Ελληνικής Επανάστασης δέχθηκαν επιδράσεις από τα αντίστοιχα γαλλικά αλλά δεν υπήρξαν πιστές απομιμήσεις και αντιγραφές τους.
Όμως και οι Έλληνες ναυτικοί εκείνης τής εποχής, που διασπούν τον ναυτικό αποκλεισμό τών γαλλικών λιμανιών από τον αγγλικό στόλο και μεταφέρουν τρόφιμα στις γαλλικές φρουρές, μυούνται στις επαναστατικές ιδέες και, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, τις διαδίδουν στους οικείους των. Τα εμβλήματα τών Γάλλων «ελευθερία, ισότης, αδελφότης» (liberte, egalite, fraternite) γίνονται ιδανικά και των σκλαβωμένων Ελλήνων.
Την ίδια εποχή, η νικηφόρα προέλαση τού Ναπολέοντα στην Ιταλία, η ανατροπή εκ μέρους του τών απολυταρχικών καθεστώτων, η κατάλυση τής αριστοκρατικής «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας», η απόβαση γαλλικού στρατού στα Επτάνησα, όλες εκείνες οι ενέργειες συνιστούσαν συνταρακτικά γεγονότα για τους υπόδουλους Έλληνες. «Η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων, ο θεός τού πολέμου, άνοιξαν τα μάτια τού κόσμου», έλεγε ο Κολοκοτρώνης, υπαινισσόμενος τις ελπίδες και προσδοκίες που γεννούσαν στους σκλαβωμένους Έλληνες οι επιτυχίες τών γαλλικών όπλων στην Ιταλία και Αδριατική.
στ) Ο Ρήγας Φεραίος: η επαναστατική ιδεολογία και δράση τού Ρήγα Βελεστινλή εντάσσεται στην ατμόσφαιρα που δημιούργησε η Γαλλική Επανάσταση. Ο Ρήγας, γεννημένος το 1757 στο Βελεστίνο τής Θεσσαλίας, εξέφρασε τούς πόθους τών Ελλήνων και άλλων βαλκανικών εθνών για ελευθερία. Στη νεανική του ηλικία ο Ρήγας έζησε τη μεγάλη αναστάτωση που προκάλεσε η ελληνική επανάσταση τού 1770 και αργότερα τις ληστρικές επιδρομές Αλβανών ατάκτων στη Θεσσαλία. Γύρω στα χρόνια 1777-1780, αναχώρησε από τη Θεσσαλία για την Κων/πολη. Εκεί έγινε γραμματικός τού μεγάλου διερμηνέα Αλεξάνδρου Υψηλάντη, ο οποίος και φρόντισε για τη μόρφωση τού Ρήγα.
Γύρω στο 1787 ο Ρήγας εγκαθίσταται στο Βουκουρέστι και προσλαμβάνεται γραμματικός τού ηγεμόνα τής Μολδοβλαχίας Νικολάου Μαυρογένη. Από εδώ ουσιαστικά αρχίζει την εθνική και επαναστατική του δράση. Αφού διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες του για απελευθέρωση τών Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό μέσω τής Ρωσίας, έστρεψε τις ελπίδες του προς τη Γαλλία, της οποίας οι λαμπρές νίκες κατά τών μοναρχιών προκαλούσαν τον θαυμασμό και ταυτόχρονα γεννούσαν στους υποδουλωμένους λαούς τής Βαλκανικής την ελπίδα απελευθέρωσης. Ο Ρήγας θαυμάζει το γαλλικό πνεύμα, όπως αυτό εκδηλώνεται στον τομέα τών φυσικών επιστημών, αλλά και την ιδιοφυΐα τού Ναπολέοντα και των στρατηγών του. Επηρεασμένος από τις ιδέες τής Γαλλικής Επανάστασης οραματίζεται τον ταυτόχρονο ξεσηκωμό τών Ελλήνων και των άλλων βαλκάνιων λαών κατά τών Τούρκων κατακτητών και τη συνακόλουθη δημιουργία, στη θέση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μιας νέας πολιτικής κοινότητας, μιας «Παμβαλκανικής Δημοκρατίας» υπό την πολιτική ηγεσία τών Ελλήνων. Το 1796 επισκέπτεται τη Βιέννη έχοντας καταστρώσει ένα μεγάλο επαναστατικό πρόγραμμα. Μυεί στα επαναστατικά του σχέδια πολλούς Έλληνες σπουδαστές και εμπόρους τής Βιέννης, οι περισσότεροι τών οποίων είχαν καταγωγή από την Καστοριά και τη Σιάτιστα τής Μακεδονίας. Όμως τα συνωμοτικά σχέδια τού Ρήγα και των συνεργατών του υπέπεσαν στην αντίληψη τών τουρκικών αρχών, και το τέλος τού ιδίου και των συντρόφων του υπήρξε τραγικό. Ωστόσο, αν και τα σχέδια τού Ρήγα δεν τελεσφόρησαν στην εποχή του, οι επαναστατικές του ιδέες εμψύχωσαν τούς μεταγενεστέρους και άσκησαν επίδραση στις μελλοντικές απελευθερωτικές προσπάθειες τών Βαλκανίων. Τα τελευταία λόγια τού Ρήγα, την ώρα που πεθαίνει, «αρκετόν σπόρον έσπειρα. Ελεύσεται η ώρα ότε θέλει βλαστήσει, και το γένος μου θέλει συνάξει τον γλυκύν καρπόν» αποδείχθηκαν προφητικά.
ζ) Η οικονομική άνοδος τών Ελλήνων και η δημιουργία αστικής τάξης: η τότε οικονομική άνοδος τών Ελλήνων υπήρξε συντελεστής τής εθνικής τους αφύπνισης και της συνακόλουθης εθνικής τους αποκατάστασης. Συγκεκριμένα: μετά την έναρξη τών ναπολεοντείων πολέμων η δραστηριότητα τού γαλλικού εμπορικού ναυτικού, στον χώρο τής Εγγύς Ανατολής, χαλαρώνει. Τότε παρέχεται η ευκαιρία στους Έλληνες ναυτικούς, κυρίως τής Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, να διευρύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Τα ελληνικά εμπορικά πλοία, υπό ρωσική σημαία, μεταφέρουν σιτηρά και άλλα εμπορεύματα από τα λιμάνια τού Ευξείνου Πόντου και της Αιγύπτου σε άλλα λιμάνια τής Μεσογείου και της Ανατολής. Τα ελληνικά πλοία, έχοντας γυμνασμένα πληρώματα και όντας καταλλήλως εξοπλισμένα με κανόνια και άλλα όπλα, εγγυώνται τόσο την απρόσκοπτη μεταφορά τών εμπορευμάτων στα διάφορα λιμάνια προορισμού όσο και τη δική τους ασφάλεια εναντίον τών πειρατικών επιθέσεων. Δηλαδή το εμπορικό ναυτικό τών Ελλήνων τής προεπαναστατικής περιόδου ουσιαστικά υπήρξε η προετοιμασία τού πολεμικού στόλου τής επαναστατικής περιόδου. Οι τρεις ναυτικές νήσοι, Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, συσσώρευσαν τότε τεράστιο πλούτο, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αργότερα για τη διεξαγωγή τών ναυτικών επιχειρήσεων τού Πολέμου τής Ανεξαρτησίας.
Αλλά και οι Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό – κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη και στη Ρωσία – δραστηριοποιούνται με το εμπόριο και πλουτίζουν. Η εικόνα την οποία εμφάνιζε τότε ο ελληνισμός τής διασποράς είχε πολλά κοινά σημεία με την εικόνα τού Αρχαίου Αποικισμού: από το Γιβραλτάρ μέχρι την Οδησσό ακμάζουν ελληνικές εμπορικές παροικίες, ανάλογες προς τα αρχαία εμπορεία. Επομένως οι Έλληνες έμποροι τού εξωτερικού μορφώνονται και εξελίσσονται σε μια νέα κοινωνική τάξη, τους αστούς. Έτσι δημιουργείται, και μέσα στην Ελλάδα αλλά κυρίως έξω από αυτήν, μια ισχυρή αστική τάξη, της οποίας τα μέλη είναι φορείς όχι μονάχα πλούτου αλλά και νέων αντιλήψεων ζωής και επαναστατικών ιδεών.
Ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης από την Κοζάνη τής Μακεδονίας σημειώνει ότι την επανάσταση την έκαμαν «έμποροι και τεχνίται από διάφορα επαγγέλματα, οίτινες τρέχοντες εις ξένους τόπους, Ευρώπην, ανατολικήν και ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, εγνώριζαν την δύναμιν τών Οθωμανών και είχαν την τόλμην να αδράξουν τα όπλα εναντίον των. Ας εξετάση διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβεν μέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ιδεί ότι η τάξις τών ξενιτευμένων λογιωτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησε και εκίνησε τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και Αρματολούς εις τα αίματα».
Ανάλογα και ο αγωνιστής και ιστορικός τής Επανάστασης Ιωάννης Φιλήμων παρατηρεί ότι την πρωτοβουλία τής Επανάστασης είχαν οι Έλληνες αστοί: «η γενναία σύλληψις και η γενναία έναρξις τής εφαρμογής τής ελληνικής ενότητος απέκειτο τη μέση τάξει, τη εμπορική ιδίως». Διερμηνεύοντας την παραπάνω εκτίμηση τού Φιλήμονος θα λέγαμε ότι, αναφερόμενος ο Φιλήμων στη «μέσην τάξιν», προφανέστατα εννοεί τούς Έλληνες αστούς τού εξωτερικού και όχι τους Έλληνες αστούς τού εσωτερικού τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Διότι οι αστοί τού εξωτερικού διέθεταν μεγάλο πλούτο, μόρφωση και έντονη επαναστατικότητα. Αντίθετα οι αστοί τού εσωτερικού, αν και είχαν συσσωρεύσει πλούτο, ωστόσο αφενός ανέρχονταν οι ίδιοι μονάχα σε μερικές δεκάδες και αφετέρου ένιωθαν ψυχολογική ανασφάλεια μέσα στις συνθήκες ζωής τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου ήταν διστακτικοί και επιφυλακτικοί για ένοπλη εξέγερση.
Συνεπώς οι Έλληνες έμποροι και λόγιοι – περισσότερο εκείνοι τού εξωτερικού, που παρακολουθούν την κοινωνική, οικονομική και πνευματική οπισθοδρόμηση τής σκλαβωμένης Ελλάδας και παράλληλα παρατηρούν την βαθμιαία παρακμή τής Τουρκίας, και οι οποίοι έχουν συνείδηση τής δύναμής τους, όπως άλλωστε και όλοι οι αστοί τών μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση, – έχουν ως ιδανικό τους τον φιλελευθερισμό, σε όλες του τις εκδοχές, και γίνονται αυτοί οι κύριοι αφυπνιστές τού ελληνικού έθνους και οι εκφραστές τού επαναστατικού πνεύματος.
Το γεγονός ότι οι Έλληνες έμποροι και διανοούμενοι τού εξωτερικού ανέπτυξαν την κύρια πρωτοβουλία για τον ξεσηκωμό τού ελληνισμού δεν σημαίνει ότι ο επαναστατικός ξεσηκωμός ήταν αποκλειστικά δικό τους δημιούργημα. Οι Έλληνες αστοί πυροδότησαν μονάχα την εξέγερση. Και η εξέγερση ήταν ολόκληρου τού ελληνισμού, ο οποίος επί αιώνες είχε προετοιμαστεί ψυχολογικά και ιδεολογικά.
η) Η Φιλική Εταιρεία: η Φιλική Εταιρεία ιδρύεται τον Σεπτέμβριο τού 1814, στην Οδησσό τής Ρωσίας, από τρεις Έλληνες εμπόρους, τον Νικόλαο Σκουφά, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Η Φιλική Εταιρεία ήταν μια μυστική και συνωμοτική οργάνωση που απέβλεπε στη μύηση τών Ελλήνων στον κοινό σκοπό τής απελευθέρωσης τής πατρίδας. Η συγκεκριμένη οργάνωση αναφερόταν σε κάποια Αόρατη Αρχή, την οποία σκοπίμως απέφευγε να προσδιορίσει, και άφηνε να εννοηθεί πως η Εταιρεία κατευθυνόταν από κάποια μεγάλη δύναμη. Τα μυημένα στην Εταιρεία μέλη ορκίζονταν τυφλή αφοσίωση και απόλυτη εχεμύθεια. Η δε παράβαση τού όρκου επέσυρε την ποινή τού θανάτου. Την οικονομική ενίσχυση τής Εταιρείας ανέλαβαν αρχικώς οι αδελφοί Σέκκερη. Στη συνέχεια, μυήθηκαν σ΄αυτήν έμποροι, καπεταναίοι, προεστοί, κληρικοί όλων τών βαθμίδων, εφοπλιστές, Φαναριώτες και απλός λαός. Η Φιλική Εταιρεία καλλιέργησε την ιδέα ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να πάψουν να περιμένουν την απελευθέρωσή τους από τους ξένους και ότι όφειλαν να την επιτύχουν με δικές τους αποκλειστικά δυνάμεις, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα επεδείκνυαν ενότητα και πειθάρχηση σε μια κεντρική ηγεσία.
Φυσικά η γνώμη ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν τότε να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους με μόνες τις δυνάμεις τους ήταν υπερβολικά αισιόδοξη και ανεδαφική. Ωστόσο η σημασία τής Φιλικής υπήρξε καθοριστική στην εξέλιξη τής Επανάστασης, διότι στους κόλπους της καλλιεργήθηκε η εθνική και θρησκευτική ενότητα καθώς και η επαναστατική ιδεολογία.
θ) Η στρατιωτική εκπαίδευση: μετά την Άλωση πολλοί Βυζαντινοί Έλληνες μετανάστευσαν στην Ιταλική Χερσόνησο και προσέφεραν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες στην Ενετική Δημοκρατία. Τελευταίο καταφύγιο επιβίωσης εκείνων τών Βυζαντινών «στρατιωτών» ήταν η μισθοφορία. Πολλοί από εκείνους τούς Βυζαντινούς μισθοφόρους διέπρεψαν ως στρατιώτες στη Δύση, και τα κατορθώματά τους υπήρξαν ξακουστά. Τέτοιοι επαγγελματίες στρατιώτες ήταν ο Μερκούριος Μπούας (πολέμησε και διακρίθηκε στη μάχη τού Φόρνοβο, στην Ιταλική Χερσόνησο, το 1495) και ο ανθρωπιστής Μάρουλλος Ταρχανιώτης. Ο Ταρχανιώτης αντί να υπηρετήσει τα ανθρωπιστικά γράμματα, πέρασε τη σύντομη ζωή του μέσα σε στρατόπεδα και μάχες.
Επίσης οι εκάστοτε κύριοι τής Επτανήσου χρησιμοποιούσαν εκπατρισμένους Βυζαντινούς – προερχόμενους κυρίως από ελληνικές περιοχές απέναντι από τα Επτάνησα, – προκειμένου να συγκροτούν στρατιωτικά σώματα.
Αλλά και οι ίδιοι οι Τούρκοι μεταχειρίζονταν τούς Βυζαντινούς πρόσφυγες είτε σε στρατιωτικά σώματα καταστολής εξεγέρσεων είτε ως προσωπική τους φρουρά. Για παράδειγμα, ο Αλή πασάς είχε προσλάβει στην υπηρεσία του πολλούς Έλληνες, τους οποίους εκπαίδευε άμεσα στην τεχνική τού πολέμου. Αλλά και η άσκηση βίας εκ μέρους τού Αλή πασά σε βάρος τών Σουλιωτών ανάγκαζε τούς Σουλιώτες να αμύνονται για τα δικά τους εδάφη και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, έμμεσα, να εκδηλώνουν τις στρατιωτικές τους αρετές.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα, το ορεινό ανάγλυφο τού εδάφους, η ανάγκη απόκρουσης τών ζωοκλοπών, οι ληστείες και οι επιδρομές εξανάγκαζαν τούς στεριανούς Έλληνες να βρίσκονται σε μόνιμη επαφή με τα όπλα και την αυτοάμυνα. Ακόμα οι Έλληνες τών ορεινών περιοχών οσάκις βρίσκονταν αντιμέτωποι με εχθρικές επιθέσεις, ζητούσαν καταφύγιο στα βουνά, έξω από την τουρκική επικράτεια. Και τότε ήταν αναγκασμένοι να μετέρχονται βίαια μέσα, όχι μόνο για να εκδικούνται τούς κατακτητές αλλά και για να προσπορίζονται τα απαραίτητα προς βιοσυντηρησία. Αυτοί οι ανυπότακτοι τών ηπειρωτικών περιοχών με το αδούλωτο φρόνημα απεκαλούντο από τους Τούρκους «ληστές» και «κλέφτες». Οι κλέφτες είχαν τα λημέρια τους σε δύσβατα και απάτητα μέρη, ήταν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, – η καθεμιά με δικό της καπετάνιο και δικό της μπαϊράκι – περιόριζαν την εξουσία τών κατακτητών και παράλληλα ήταν οι προστάτες και υπερασπιστές τών αδυνάτων. Βασικό τους γνώρισμα ήταν η έχθρα που ένιωθαν για τους Τούρκους και γενικά για την εξουσία. Οι κλέφτες αποτελούσαν πρότυπα και ινδάλματα για τους υπόδουλους Έλληνες, πρότυπα παλληκαριάς, λεβεντιάς και ανυπότακτου πνεύματος. Η τουρκική διοίκηση, όσες φορές αδυνατούσε να αντιμετωπίσει με στρατιωτικά μέσα τούς κλέφτες, κατέφευγε σε διαπραγματεύσεις μαζί τους και συμβιβασμό: παραχωρούσε στους κλέφτες το δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου επί συγκεκριμένης περιοχής. Έτσι οι πρώην κλέφτες μετατρέπονταν σε «αρματολούς», και η περιοχή που τούς παρεχωρείτο ονομαζόταν «αρματολίκι». Συχνά παρατηρήθηκε το φαινόμενο πολλοί αρματολοί να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να προσχωρούν ξανά στις τάξεις τών κλεφτών.
Φημισμένοι κλέφτες υπήρξαν ο Κατσαντώνης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Ζαχαριάς. Και ονομαστοί αρματολοί υπήρξαν ο Γεώργιος Ανδρίτζος (πατέρας τού Οδυσσέα Ανδρούτσου) στη Ρούμελη, ο Κατσαντώνης στη Ρούμελη, ο Νικοτσάρας στον Όλυμπο, οι Σουλιώτες Γεώργιος Μπότσαρης και Λάμπρος Τζαβέλλας.
Φαίνεται λοιπόν ότι, κατά την Τουρκοκρατία, οι απροσκύνητοι και ατίθασοι Έλληνες, είτε ως κλέφτες είτε ως αρματολοί, τελούσαν σε μόνιμη επαφή και εξάσκηση με τα στρατιωτικά έργα. Επομένως φυσικό ήταν, κατά την έναρξη τής Επανάστασης, να υπάρχουν ήδη σε ετοιμότητα στρατιωτικά σώματα που γνώριζαν άριστα την τέχνη τού πολέμου.
Τέλος, στη στρατιωτική προπαρασκευή τών υποδούλων συνετέλεσαν ακόμα και τα αποτυχόντα προεπαναστατικά κινήματα τής Βαλκανικής: η επανάσταση τού Διονυσίου Σκυλοσόφου στην Ήπειρο (1611), η επανάσταση τών αδελφών Ορλώφ στην Πελοπόννησο (1770), η επανάσταση τού Δασκαλογιάννη στην Κρήτη (1770-71), η αντίσταση τών Σουλιωτών κατά τού Αλή πασά (1789-1803). Όλες οι παραπάνω προεπαναστατικές απόπειρες αν και καταπνίγηκαν στο αίμα, ωστόσο υπήρξαν ευκαιρίες ένοπλων αναμετρήσεων τών υποδούλων με τους κατακτητές, μέσω τών οποίων αυξήθηκε η πείρα τής οπλοχρησίας αλλά και ανδρώθηκε η ψυχολογία τών Ελλήνων.
ι) Το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον (Αντίδραση – Φιλελεύθερη Κίνηση): η καταστροφή τού Ναπολέοντα στο Βατερλό (1815) εσήμανε την ήττα τής Γαλλικής Επανάστασης. Οι εχθροί τών νέων ιδεών, – τις οποίες είχε διακηρύξει η Γαλλική Επανάσταση – δηλαδή ο παλαιός κόσμος, η Συντήρηση, επικράτησαν ξανά, και ερρύθμισαν τα πράγματα τής Ευρώπης σύμφωνα με τις προεπαναστατικές αρχές. Οι νικήτριες Δυνάμεις στο Βατερλό (Αγγλία, Πρωσσία, Ρωσία, Αυστρία) τοποθέτησαν στον θρόνο τής Γαλλίας τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ΄, αγνόησαν τις εθνότητες που εξουσίαζαν και την επιθυμία τους για αποκατάσταση. Οι κυβερνήσεις τών Δυνάμεων ξανάγιναν απολυταρχικές, μεταχειριζόμενες βία και τρομοκρατία. Επάτασσαν κάθε φιλελεύθερη εκδήλωση τών υποταγμένων εθνοτήτων και εφρόντιζαν να απαλείφουν οποιοδήποτε ίχνος τής Γαλλικής Επανάστασης. Εκείνο τον πόλεμο τών Ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών εναντίον κάθε επαναστατικής ιδέας ονόμασαν οι ιστορικοί Αντίδραση. Κύριοι εκπρόσωποι τής Αντίδρασης ήταν οι κυβερνήσεις τής Αυστρίας, Πρωσσίας, Ρωσίας και Αγγλίας. Οι κυβερνήτες και διπλωμάτες τών Ευρωπαϊκών Απολυταρχιών, για να επιβάλλονται στις εθνότητες που εξουσίαζαν και για να καταπνίγουν τις εξεγέρσεις των, συγκρότησαν τότε δυο συμμαχίες, την Ιερά Συμμαχία (1815: Ρωσία, Πρωσσία, Αγγλία) και την Πενταπλή Συμμαχία (1818: Ρωσία, Αυστρία, Πρωσσία, Αγγλία, Γαλλία). Ιθύνων νους τής Συμμαχίας ήταν ο διαβόητος Μέττερνιχ, καγκελάριος τής Αυστρίας, ο οποίος στο εσωτερικό τής χώρας του εφήρμοζε την αστυνομική επιτήρηση, τη λογοκρισία και την καταδίωξη τών φιλελευθέρων, ενώ στην εξωτερική του πολιτική εισήγαγε την ένοπλη επέμβαση προς αποκατάσταση και στερέωση τής απολυταρχίας. Καθιέρωσε το λεγόμενο Σύστημα Μέττερνιχ.
Όμως οι αρχές τής Γαλλικής Επανάστασης «ελευθερία, ισότης, αδελφότης» δεν είχαν σβήσει. Οι καταπιεσμένες εθνότητες παντού ζητούσαν προσωπικές ελευθερίες και συνταγματικά πολιτεύματα. Οι αλύτρωτοι λαοί (Πολωνοί, Βέλγοι, Βαλκάνιοι) επεδίωκαν εθνική ανεξαρτησία. Αλλά και χώρες διασπασμένες σε μικρά κρατίδια (Γερμανία και Ιταλία) απαιτούσαν εθνική ενότητα και συνταγματικά πολιτεύματα. Επομένως τότε πυροδοτήθηκαν σε πολλές χώρες εξεγέρσεις εναντίον τών απολυταρχιών. Δηλαδή σημειώθηκε τότε η λεγόμενη Φιλελεύθερη Κίνηση.
Αρχικά, στη Γερμανία ο λαός κινήθηκε κατά τής απολυταρχίας, με το σύνθημα «ένωση και ελευθερία», δηλαδή ένωση σε ένα κράτος και σε ενιαία διοίκηση με φιλελεύθερο πολίτευμα. Η Γερμανία κυβερνιόταν απολυταρχικά και ήταν διαιρεμένη σε κρατίδια (Γερμανική Ομοσπονδία). Τη φιλελεύθερη κίνηση στη Γερμανία εξέφρασαν κυρίως διανοούμενοι, φιλόσοφοι και ποιητές. Τα γερμανικά πανεπιστήμια έγιναν τότε χώροι επαναστατικού αναβρασμού. Στην Ιένα, κάποιος δάσκαλος τής γυμναστικής, ο Γιάν (Jahn), συγκρότησε τη «Γερμανική Νεολαία», μια ένωση σπουδαστών και παλαιών πολεμιστών. Ωστόσο η πρωτοβουλία τού Γιάν, όπως και άλλες ανάλογες τότε κινήσεις, προκάλεσαν την αντίδραση τής Γερμανικής Ομοσπονδίας, η οποία προέβη σε απαγορεύσεις, διώξεις και φυλακίσεις τών τέτοιου είδους φωνών.
Η Ιταλία ήταν διασπασμένη σε 10 μικρά κράτη και το μεγαλύτερο τμήμα της (Λομβαρδία και Βενετία) βρισκόταν υπό αυστριακή κατοχή. Στα τέλη τού 18ου αι., ιδρύεται η μυστική οργάνωση Καρμπονάροι-Carbonari (ανθρακείς-καρβουνιάρηδες), οι οποίοι είχαν ως σκοπό τους τη διάλυση τού δεσποτισμού, δηλαδή την απαλλαγή από την αυστριακή κυριαρχία, την ανάκτηση τής εθνικής ελευθερίας και την επανένωση τής Ιταλίας σε ένα κράτος υπό πολίτευμα φιλελεύθερο. Η οργάνωση αυτή, με έδρα της τη Νεάπολη, είχε οπαδούς σε όλη την Ιταλία (τα μέλη της έφθασαν, το 1820, στα 300.000) και οργάνωσε επαναστάσεις στη Νεάπολη και στο Πεδεμόντιο, τις οποίες όμως κατέπνιξαν οι αυστριακοί.
Στην Ισπανία, σημειώθηκε επανάσταση (1820) κατά τού απολυταρχικού καθεστώτος τού βασιλιά Φερδινάνδου Ζ΄, η οποία καταπνίγηκε με επέμβαση τού γαλλικού στρατού (1823).
Αλλά και στη Νότια Αμερική, υπό την επίδραση τού απελευθερωτικού αγώνα τών Βόρειων Αμερικανών (1775-1783) και των ιδεών τής Γαλλικής Επανάστασης (1789), η φιλελεύθερη επαναστατική κίνηση έφερε αποτελέσματα: το μεγαλύτερο τμήμα τής Νότιας Αμερικής ήταν ισπανικές αποικίες, ήδη από τα χρόνια τών Γεωγραφικών Ανακαλύψεων. Η Κολομβία, η Χιλή, η Βολιβία, η Παραγουάη, η Αργεντινή, χώρες που είχαν μείνει παντελώς καθυστερημένες λόγω τής ισπανικής αποικιοκρατίας, τώρα αποτινάσσουν τον ισπανικό ζυγό και αυτοανακηρύσσονται ανεξάρτητες δημοκρατίες (1820). Στην απελευθέρωση τών ισπανικών αποικιών τής Νότιας Αμερικής καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος τού πολιτικού και στρατιωτικού επαναστάτη Σιμόν Μπολιβάρ (1783-1830), ο οποίος οραματίστηκε μια ενωμένη Λατινική Αμερική. Ο Μπολιβάρ υπήρξε αγνός και ανιδιοτελής πατριώτης που ανάλωσε τα προσωπικά του πλούτη υπέρ τών ιδανικών τής ελευθερίας. Ο Μπολιβάρ αποτέλεσε και αποτελεί επαναστατική προσωπικότητα παγκοσμίου βεληνεκούς. Τον δρόμο τής επανάστασης ακολουθεί και η Βραζιλία, η οποία απαλλάσσεται από τον ζυγό τής Πορτογαλίας, και γίνεται ανεξάρτητη (1822) με πολίτευμα συνταγματικής μοναρχίας, υπό τον Πέτρο, γιο τού βασιλιά τής Πορτογαλίας.
Η Ιερά και η Πενταπλή Συμμαχία σκέφθηκαν να πραγματοποιήσουν ένοπλες επεμβάσεις και να καταπνίξουν τα απελευθερωτικά κινήματα τής Λατινικής Αμερικής. Όμως ο τότε πρόεδρος τών Ηνωμένων Πολιτειών, ο Μονρόε, εξέδωσε προκήρυξη, τη γνωστή ως Δόγμα Μονρόε (1823), δια της οποίας δήλωνε ότι αναγνωρίζει την ανεξαρτησία τής Λατινικής Αμερικής, ότι δεν επιτρέπεται στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις να επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις τής Αμερικανικής Ηπείρου, και ότι οι ΗΠΑ επίσης δεν θα επεμβαίνουν στα εσωτερικά πράγματα τών ευρωπαϊκών κρατών.
* Όλα τα παραπάνω αίτια – τα σχετικά όχι μόνο με το βαλκανικό αλλά και με το ευρωπαϊκό και διεθνές κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, στα τέλη τού 18ου και στις αρχές τού 19ου αι. – προκάλεσαν την αφύπνιση τών Ελλήνων και υπήρξαν οι προϋποθέσεις για την ωρίμανση και έκρηξη τού δικού τους εθνικού κινήματος, ήδη από τις αρχές τού 19ου αι.
(Λόγος πανηγυρικός εκφωνηθείς την 25η Μαρτίου 2023 στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού, στη Βολισσό Χίου)
Λεωνίδας Πυργάρης (Φιλολόγος) - Βολισσός Χίου: 19 Μαρτίου 2023