
Κατανοώ τους διαφωνούντες στο αμφιλεγόμενο θέμα του πολιτικού γάμου ομόφυλου ζεύγους. Γεννημένος από ένα πατέρα και μια μητέρα σε συστημική οικογένεια, πιστεύω και εγώ ότι αυτό είναι το καλύτερο για κάθε παιδί. Κατανοώ και τους δισταγμούς του νομοθέτη να ευθυγραμμίζεται με την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα. Κατανοώ και τον κορεσμό, αφού το θέμα έχει εξαντληθεί, ενώ βρίσκεται χαμηλά στην ιεράρχηση των προβλημάτων που βιώνει η κοινωνία. Δυσκολεύομαι όμως να κατανοήσω όσους το αναβιβάζουν στο ύψος της εν Θεώ συζυγικής ένωσης δια του Ιερού Μυστηρίου του γάμου. Τίποτε δεν αλλάζει την θρησκευτική πεποίθηση ότι γάμος είναι η ένωση άνδρα με γυναίκα και αληθινό του νόημα είναι η γέννηση παιδιών. Πράγματι, οι γονείς και τα τέκνα συνιστούν την κύρια, την πυρηνική μορφή της οικογένειας και βασικό θεσμό της ελληνικής κοινωνίας, με βαθιές ηθικές, πολιτισμικές και αξιακές ρίζες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα λοιπά, πλην εκκλησίας, πολιτειακά όργανα πρέπει να απαγορεύσουν κάθε άλλη μορφή, όπως π.χ. την μονογονεϊκή. Αλλά και η γέννηση παιδιών, ακόμα και από θεολογική άποψη, δεν είναι ο πρωταρχικός σκοπός του γάμου. Άλλωστε, ένα ζεύγος μπορεί να μην δύναται να τεκνοποιήσει ή να μην το επιθυμεί. Ποιος θα αρνηθεί την τέλεση του γάμου;
Προ μηνός, ο Πάπας, δια δηλώσεως (Fiducia supplicans), επέτρεψε στους ιερείς να ευλογούν τα ομόφυλα ζευγάρια. «Η άδεια δεν αλλάζει τη διδασκαλία της εκκλησίας για τον γάμο, ούτε επικυρώνει επίσημα την κατάσταση ενός ομόφυλου ζεύγους», ειπώθηκε. Έτσι και ο πολιτικός γάμος ομόφυλων, δεν θα αλλάξει την εκκλησιαστική θεώρηση γάμου και οικογένειας, όπως δεν την άλλαξε και κάθε άλλη εναρμόνιση του δικαίου με την κοινωνική πραγματικότητα: διαζύγιο, πολιτικός γάμος, άμβλωση, παρένθετη μητρότητα, σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων. Η συνοχή της οικογένειας πράγματι απειλείται σήμερα, αλλά όχι από τις παραπάνω αλλαγές, ούτε και από την επερχόμενη.
Όσο για τα δικαιώματα, ας αφήσουμε την πολιτεία να κρίνει. Όπως διάβασα σε εγκύκλιό της, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι επειδή η ΕΕ δεν υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να νομοθετήσουν σχετικά, δεν «προϋπάρχει νομικά μία αδικαιολόγητη ανισότητα, η οποία πρέπει να αποκατασταθεί». Πράγματι, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων παραπέμπει στα κράτη-μέλη για την άσκηση του δικαιώματος γάμου και τη δημιουργία οικογένειας (άρθρο 9). Η σκέψη αυτή μου θυμίζει Μνημόνια («κάνουμε μόνον ότι μας επιβάλλεται από έξω»). Και αν το επέβαλε η ΕΕ; Η ΔΙΣ επισημαίνει το δικαίωμα του παιδιού να έχει πατέρα και μητέρα. Και τα άλλα παιδιά; τα αόρατα; «Σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά … πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον τους» ορίζει ο Χάρτης (άρθρο 24). Δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού να μην είναι αόρατο; «Κανένα παιδί δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται άδικα για κανένα λόγο» ορίζει η Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού (1989). Δεν είναι άδικο να πηγαίνει το παιδί σε ίδρυμα σε περίπτωση που εκλείψει στο ομόφυλο ζεύγος ο αναγνωρισμένος γονέας;
Συμφωνώ λοιπόν με την πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη να επεκτείνει το δικαίωμα πολιτικού γάμου και υιοθεσίας στα ομόφυλα ζευγάρια, όπως ισχύει και στην καθολική Γαλλία ήδη από το 2013. Και επειδή το ζήτημα προσφέρεται για μικροπολιτική εκμετάλλευση, ιδίως στην Περιφέρεια, καλό είναι να εισαχθεί στο νομοθέτημα διάταξη περί εκπτώσεως του αιρετού από το αξίωμα εφόσον αρνηθεί τη σύναψη πολιτικού γάμου σε ομόφυλα ζευγάρια.
Είμαι βέβαιος ότι ο ρόλος της πυρηνικής οικογένειας θα μείνει αμετάβλητος και μετά τον νόμο. Αν κάτι αλλάξει, αυτό θα είναι η κοινωνική αναγνώριση των ομόφυλων, ενώ θα περιοριστεί η ταύτισή τους με έξαλλους ακτιβιστές, παρελαύνοντες σε gay prides. Ίσως και η εκκλησία να βρει έναν τρόπο να απομονώσει μια μειοψηφία έξαλλων λειτουργών της που επίσης παρελαύνουν στα ΜΜΕ εκφέροντας σκοταδιστικό λόγο.
Η εκκλησία απολαμβάνει ισχυρής δημοτικότητας και μεγαλύτερου σεβασμού και επιρροής συγκριτικά με τους πολιτικούς θεσμούς, καθώς και της προστασίας του νομοθέτη ως θεσμικό όργανο της πολιτείας χωρίς, μάλιστα, να έχει όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομική μορφή που της έχει αποδοθεί (ΝΠΔΔ). Οι κατακτήσεις αυτές, θεμελιωμένες στην ιστορία και την αδιαμφισβήτητη προσφορά της εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία, δεν πρέπει να οδηγούν τους λειτουργούς της σε υπέρβαση των ποιμενικών τους καθηκόντων και ανάμιξή τους στην πολιτική ζωή. Και αν αυξάνεται η επιρροή της επειδή κάποιοι πολιτικοί ευθυγραμμίζονται από μικροπολιτική σκοπιμότητα, αυτό είναι βλαπτικό προς τη Δημοκρατία, και, μακροπρόθεσμα, θα οδηγήσει στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας, και, ίσως, της κοσμικής εξουσίας που έχει αποδώσει η πρώτη στη δεύτερη. Και όσοι θέλουμε τον επαναπροσδιορισμό αυτόν, δεν είμαστε απαραίτητα αριστεροί ή άθεοι, ούτε ανιστόρητοι ή ασεβείς.