
Νότης Μαυρουδής. Τραγουδοποιός, κιθαρίστας, συγγραφέας, αρθρογράφος. Ο πρόσφατος, αιφνίδιος, τραγικός θάνατός του σε ηλικία 77 ετών, μας οδήγησε στην αναζήτηση της συνέντευξης που είχε παραχωρήσει στην ΑΛΗΘΕΙΑ, το 2008, στο “Περιβόλι”, λίγη ώρα πριν την έναρξη της συναυλίας του με τον Παναγιώτη Μάργαρη. Είχε φιλοξενηθεί ολόκληρη μετά την τηλεοπτιική προβολή της, στο πολιτιστικό περιοδικό της ΑΛΗΘΕΙΑΣ “ΧΙΟΝΗ”, το φθινόπωρο του 2008.
Ποιος από εμάς, θα μπορούσε να διανοηθεί ότι μετά από σχεδόν 15 χρόνια, το μοίρασμα των σκέψεών του για τη μουσική, την κοινωνία, τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη, το star-system, αλλά και το φως που πίστευε ότι ακτινοβολεί το έργο του στη νέα γενιά, αποκτούν μια συγκλονιστική διάσταση; Δέος, θλίψη, αλλά και μια γαλήνη αλησμόνητη που ο ίδιος εξέπεμπε ακόμη και χωρίς την κιθάρα του. Με την καθάρια σκέψη και έναν λόγο που ακόμη μας συνεπαίρνει... Τόσο έντονη παρουσία και απουσία ταυτόχρονα. Αλησμόνητη η ώρα, λίγο πριν τη συναυλία του, που με ευγένεια, προθυμία, κατασταλαγμένη σκέψη, μοιράστηκε με το κοινό της Χίου απόψεις, προβληματισμούς, ελπίδες, με μια φωνή που ηρεμούσε όπως τα τραγούδια του, τα κομμάτια που ερμήνευε με την κιθάρα του...
Ένα αλησμόνητο μουσικό ταξίδι, με γνωστές μελωδίες από τον κινηματογράφο και την εξαίσια δουλειά cafe del art, είχε παρουσιαστεί τότε... Τώρα μια γλυκόπικρη ανάμνηση. Το έργο και τα λόγια του, η στάση ζωής του, σε πλήρη αρμονία, μιλούν για εκείνον...
“Μαγικές κιθάρες” τους χαρακτηρίζουν μουσικά περιοδικά. Ο Νότης Μαυρουδής καθήλωσε σε εκείνη την αξέχαστη συναυλία του το κοινό με τον “μαγικό” τρόπο που παίζει την κιθάρα του, αλλά και με την απλότητα και την καθαρότητα του προφορικού του λόγου, το βάθος της σκέψης του, στη συνέντευξη που προηγήθηκε της συναυλίας του. Ο Νότης Μαυρουδής γοήτευσε και με τη χροιά της φωνής του, την ηρεμία του, τις κρυστάλλινες απόψεις του για το σύγχρονο “εμπορικό τραγούδι”, για την κοινωνία. Δεν δίστασε να αντισταθεί στο star-system, με την ίδια απλότητα και αμεσότητα που μίλησε για τον Έρωτα, κάθε έκφανση της ζωής.
“Άκρη δεν έχει ο ουρανός” ήταν το πρώτο τραγούδι με το οποίο έκανε την εμφάνισή του στο μουσικό στερέωμα, για να ταυτίσει στη συνέχεια την πορεία του με το Νέο Κύμα και με πολλές, πάντοτε ποιοτικές επιλογές που έγιναν επιτυχίες. Μερικές μόνο σκέψεις του που μοιράστηκε μαζί μας φωτίζουν τον Καλλιτέχνη, τον Άνθρωπο ΝΟΤΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ. Παραμένει ζωντανός στη σκέψη και στις καρδιές μας... Μια αναδημοσίευση της συνέντευξής του, εις μνήμην...
ΕΡ: Σας καλωσορίζουμε στη Χίο. Είναι η πρώτη σας επίσκεψη στο νησί μας;
ΑΠ: Όχι, είχα έλθει πριν από χρόνια -δεν θυμάμαι πόσα- στο Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο.
ΕΡ: Η Χίος είναι ένας από τους τόπους που ζουν απόγονοι, μικρασιατών προσφύγων. Τι συναισθήματα σας δημιουργεί αυτό, καθώς και οι δικοί σας πρόγονοι, ήταν πρόσφυγες;
ΑΠ: Εντάξει, αυτά δεν περνάνε απαρατήρητα. Μου άρεσε πολύ να ζω και να βιώνω αυτή την κοινωνία. Μικρό παιδί όταν ήμουν, από πιτσιρίκι έως την εφηβεία μου, έζησα μέσα σε δύσκολες συνθήκες προσφύγων, όπως και όλοι της δικής μου γενιάς. Η μάννα από την Τραπεζούντα, ο πατέρας από το Σαχούμι, από τον Καύκασο. Ήλθαν διωγμένοι στην Ελλάδα. Πέρασα πολύ δύσκολα χρόνια, όπως και όλοι οι συνομίληκοί μου και πριν από μένα, μέσα σε ένα οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον, όπου παρά την αγωνία τους για τη ζωή, με βοήθησαν να κάνω τα πρώτα βήματα και τα καλλιτεχνικά. Μόλις τους ζήτησα να μάθω κιθάρα, αμέσως με έστειλαν στο Ωδείο.
ΕΡ: Δεν υπήρξε κάποια αντίδραση από την πλευρά τους στην επιθυμία σας, με δεδομένες τις δυσχέρειες της εποχής;
ΑΠ: Που θα ήταν και πολύ φυσιολογικό να μου πουν οι γονείς μου “όχι δεν θα πας, να δουλέψεις για να μαζέψουμε λεφτά να ζήσουμε.”. Θέλω να σας πω ότι δεν θυμάμαι ποτέ την μητέρα μου χωρίς να ράβει. Ήταν μοδίστρα. Ό,τι ώρα και να ξυπνούσα τη νύχτα, έβλεπα αναμμένο το φως του δωματίου της και να ράβει συνέχεια. Οι γονείς μου ήταν δύο άνθρωποι βουτηγμένοι στη βιοπάλη.
ΕΡ: Εκείνο που επίσης χαρακτήριζε τους πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο, εκτός από την εργατικότητά τους, ήταν ο διακαής πόθος να προχωρήσουν μπροστά, μια θετική στάση ζωής, μια αισιοδοξία, ένα χαμόγελο στα δύσκολα, παντού! Αυτό εσείς το είχατε βιώσει;
ΑΠ: Ναι, εμείς τα είχαμε εισπράξει βλέποντας τους γονείς αλλά και τους συγγενείς μέσα στη γειτονιά. Ο ένας να βοηθάει όχι μόνο τον άλλο, αλλά και τα παιδιά του. Να υπάρχει μια τέτοια συμπαράσταση, ένας αλτρουισμός και μια συμμετοχή στα κοινά, για να φτιάξουν μια κοινωνία καλύτερη. Δηλαδή, αυτές οι κοινωνίες που βίωσαν τον Α’, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, γέννησαν γενιές που ήλπιζαν σε μια καλύτερη Ελλάδα, μια καλύτερη πατρίδα.
ΕΡ: Τα βιώματά σας αυτά μέσα στην οικογένεια που σας γαλούχησε, σε ποιο βαθμό καθόρισαν και την καλλιτεχνική σας πορεία;
ΑΠ: Ξέρετε αυτά τα βιώματα δεν είναι καταρχάς απτά, χειροπιαστά, δεν είναι ανάγλυφα. Κυκλοφορούν θαρρείς, και όπως λέμε, στο DNA. Η μία γενιά κάτι παραδίδει στην άλλη και συνεχίζεται η ζωή. Κι έτσι κι εγώ, αν και παιδί Ποντίων, δεν είχα καμία σχέση με το ποντιακό τραγούδι.
ΕΡ: Παράδοξο, έτσι δεν είναι;…
ΑΠ: Ναι, μεγάλωσα μέσα στους κεμιεντζέδες (ποντιακή λύρα) και μέσα στα τραγούδια τους που λέγανε στα γλέντια, παρ’ όλα αυτά δεν με άγγιξε καθόλου αυτή η μουσική, ξαφνικά έπεσα σε ένα χώρο που τίποτα δεν προμήνυε ότι θα έμπαινα σε αυτόν, της κλασικής κιθάρας. Έπεσα σε μια πολύ καλή δασκάλα, τη Λίζα Ζώη, που ήταν μαθήτρια του μεγάλου δασκάλου, Δημήτρη Φάμπα. Αφού μου έκανε δύο χρόνια μαθημάτων -ήμουν στην εφηβεία- με πέρασε στον μεγάλο δάσκαλο, Δημήτρη Φάμπα. Ήμουν πολύ τυχερός, έπεσα σε καλά χέρια. Είναι αυτό που λένε άμα πέσεις σε καλό δάσκαλο, δεν χάνεσαι. Αυτό ήταν το ξεκίνημα και από εκεί και ύστερα ακολούθησαν οι προσωπικές εμπειρίες. Πηγή προφανώς ήταν, εκτός από τη μουσική του Ωδείου, και η ίδια η ζωή. Εκτός από τους γονείς και τον αδελφό μου, που ήταν φοιτητής και αργότερα συνδικαλιστής, μπήκα και εγώ ο ίδιος στο μεγάλο ποτάμι της τότε Αριστεράς. Όλα αυτά, ήταν για μένα ένα μεγάλο “σχολείο” που κατά τη γνώμη μου με ωφέλησε πάρα πολύ, όχι μόνο στη ζωή αλλά και στις επιλογές που έκανα γύρω από τη μουσική.
ΕΡ: Οι επιλογές που κάνατε... το γεγονός ότι 40 χρόνια μετά, τα τραγούδια σας, μας κάνουν ακόμη και ονειρευόμαστε, με αυτά βιώνουμε τον ρομαντισμό, τα πιο γλυκά χρώματα του Έρωτα, σε μια εποχή πολύ σκληρή, είναι για μας κάτι αξιοθαύμαστο. Τι μπορούμε να πούμε για το ερωτικό τραγούδι, τότε και τώρα;
ΑΠ: Το ερωτικό στοιχείο είναι διαχρονικό. Δεν το ανακαλύψαμε εμείς, στη γενιά του ‘60. Το ανακάλυψαν οι παλαιότεροι των παλαιότερων... Ήδη μιλούν γι’ αυτό τα παραδοσιακά μας τραγούδια, αν τα παρατηρήσεις και τα δημοτικά, τα νησιώτικά μας αλλά και τα λαϊκά.
ΕΡ: Το ερωτικό στοιχείο είναι έντονο σ’ αυτά...
ΑΠ: Αλλά και στα Ποντιακά μας, για να επανέλθουμε στο θέμα. Όπως και όλη η τραγουδιστική μας παράδοση, έχει επίκεντρο το ερωτικό στοιχείο. Αλλάζει απλώς από γενιά σε γενιά το μανδύα και την ουσία του, που είναι η ίδια έλξη από ένα πρόσωπο σε ένα άλλο. Εμείς τουλάχιστον στη γενιά του ‘60, είχαμε το παράδειγμα του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκι.
ΕΡ: Να σημειώσουμε ότι είστε “καλλιτεχνικό παιδί” του Θεοδωράκη και του Χατζηδάκι...
ΑΠ: Βεβαίως, αισθάνομαι παιδί τους! Το ενδιαφέρον είναι ότι το ερωτικό στοιχείο, δεν κόλλησε και δεν βάλτωσε μόνο από ένα πρόσωπο σε ένα άλλο. ΕΡΩΤΑΣ! Ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Έρωτας με ένα πρόσωπο, έρωτας για τη ζωή, έρωτας για τον αγώνα, έρωτας για τις διεκδικήσεις. Η κοινωνία γενικώς πρέπει να ερωτεύεται και να μην το περιορίζει μόνο στον έρωτα που συνηθίζουμε να συζητάμε και λίγο πλαστικά και ροζ. Ο έρωτας για τη ζωή, σημαίνει πάρα πολλά, έχει να κάνει τους ανθρώπους να ξεσηκωθούν, να διεκδικήσουν. Χωρίς έρωτα τα πράγματα βαλτώνουν... Τα ερωτικά τραγούδια είναι ένα μουσικό είδος που δεν είναι η πρώτη φορά που έγινε. Αν παρατηρήσει κανείς από το ‘65 το ερωτικό τραγούδι του Σαββόπουλου, του Μαρκόπουλου, του Λοΐζου, του Λεοντή, κάθε ενός συνθέτη είχε τα δικά του χαρακτηριστικά.
ΕΡ: Αν το συγκρίνουμε με το σημερινό ερωτικό τραγούδι, φαίνεται να έχει κλείσει ο κύκλος, αφορά μόνο δύο πρόσωπα, περιγράφεται με άλλους τρόπους, άλλα χρώματα, είναι πιο πλαστικός, όπως είπατε νωρίτερα και βέβαια, έχει μικρότερη διάρκεια...
ΑΠ: Εγώ θα έλεγα ότι τα σημερινά τραγούδια του σύγχρονου “εμπορικού τραγουδιού”, δεν μιλάνε καν για πρόσωπα, με μια οντότητα. Περιέχουν απλώς κάτι που είναι χωρίς σώμα, χωρίς πνεύμα, χωρίς νόηση, ένα nulla (τίποτα), αέρας κοπανιστός!
ΕΡ: Υποφέρετε όταν ακούτε σήμερα αυτά τα τραγούδια;
ΑΠ: Υποφέρω και μάχομαι εναντίον τους.
ΕΡ:Με ποιο τρόπο; Τι δυνάμεις έχει ένας καλλιτέχνης της δικής σας εμβέλειας, με τη δική σας ιστορία που έχετε διαγράψει στο ελληνικό τραγούδι, όταν απέναντί σας είναι τα ΜΜΕ, το star-system, ενώ εσείς απουσιάζετε από τις τηλεοπτικές εκπομπές των μεγάλων καναλιών, ή τουλάχιστον κάνετε, ελάχιστες τηλεοπτικές εμφανίσεις;
ΑΠ: Πολύ σωστά! Λοιπόν, ένας τρόπος να τα μάχομαι, είναι να απουσιάζω από αυτά...
ΕΡ: Είναι επιλογή σας αυτό;
ΑΠ: Επιλογή μου είναι να μην πηγαίνω στα πρωινάδικα.
ΕΡ: Είναι απολύτως κατανοητό ως επιλογή. Η παρουσία σας εκεί, θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου...
ΑΠ: Ακριβώς, αν πάω σε κάτι τέτοιο, είναι σαν να συμμετέχω κι εγώ σε αυτό. Ένας άλλος τρόπος είναι να προσέχω κι εγώ τα τραγούδια μου, να είναι καλά. Αν κάνω κι εγώ σαχλαμάρες και επαναλαμβάνω αυτά τα μοντέλα, χώνομαι και εγώ σε αυτό το πράγμα... Ένας άλλος τρόπος είναι οι συναυλίες μου που επιλέγω να κάνω και δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι γίνεται στην αντίπερα όχθη. Ένας άλλος τρόπος είναι η αρθρογραφία μου. Αρθρογραφώ, έχω συνεργασίες με περιοδικά, εφημερίδες, καυτηριάζω συνέχεια τέτοια φαινόμενα.
ΕΡ: Ο δρόμος που μας δείχνετε είναι αυτός του καλλιτέχνη που έχει ταυτόχρονα, εκτός από τις μουσικές επιλογές του και κοινωνική παρέμβαση;
ΑΠ: Νομίζω είναι ένας τρόπος. Δεν λέω ότι είναι ο μόνος. Ο άνθρωπος βρίσκει πολλούς τρόπους για να εκφράσει τη δική του άποψη, τη δική του στάση ζωής. Εγώ βρίσκω αυτόν. Ξέρετε, επιπλέον, όλα αυτά προσπαθώ να τα κάνω με μια κλασική κιθάρα.
ΕΡ: Ωστόσο το έργο σας δεν είναι πολύ κοντά στα ακούσματα των νέων σήμερα. Οι ήχοι που προτιμούν είναι πιο μεταλλικοί, οι μουσικοί δρόμοι που από αυτούς που εσείς προτείνετε...
AΠ: Ναι, η βιτρίνα αυτό, ότι είναι πιο ηλεκτρικά τα πράγματα. Όμως σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι έτσι. Το ότι είναι πιο ηλεκτρικά τα πράγματα είναι μια πλαστική βιτρίνα.
ΕΡ: Εσείς τι εικόνα μπορείτε να μας μεταφέρετε;
ΑΠ: Εγώ κάνω πολλές συναυλίες, πάντως δεν είναι τυχαίο ότι όπου πάμε ο χώρος είναι γεμάτος από διάφορες ηλικίες και από νέα παιδιά. Δεν είναι τυχαίο !
ΕΡ: Το θεωρείτε αισιόδοξο αυτό το στοιχείο;
ΑΠ: Πάρα πολύ αισιόδοξο! Όπως επίσης γνωρίζετε ότι ασχολούμαι με τη δισκογραφία πάρα πολύ, δεν είναι τυχαίο ότι οι δίσκοι που κάνουμε με τον Παναγιώτη Μάργαρη, είναι από τους πρώτους σε πωλήσεις και είναι ανάμεσα σε δίσκους με γνωστά ονόματα όπως Ρέμο, Χατζηγιάννη, πιο εμπορικά, της μόδας. Εμείς λέμε ότι δεν είμαστε της... μόδας, δεν είμαστε εμπορικοί, αλλά οι δίσκοι μας βρίσκονται εκεί μέσα.
ΕΡ: Το στοιχείο αυτό δεν είναι ευρέως γνωστό στο κοινό...
ΑΠ: Είναι γνωστό σε όποιον παρακολουθεί τις πωλήσεις που επίσημα κυκλοφορούν οι δισκογραφικές εταιρείες. Πρέπει επίσης να είναι γνωστό ότι “Το χαμόγελο της Τζοκόντας”, “Ο Μεγάλος Ερωτικός” του Χατζηδάκι, το “Άξιον εστί” του Μίκη Θεοδωράκη είναι επί χρόνια, μπροστά στις πωλήσεις. Επομένως, τα ηλεκτρικά και εμπορικά τραγούδια, δεν είναι η μόνη αλήθεια.
Πριν από 10-15 χρόνια, έπρεπε ένας καλλιτέχνης να πουλήσει 80.000 δίσκους για να γίνει “χρυσός”, τώρα το όριο είναι 15.000! Έπαψε λοιπόν πια η αγορά να λειτουργεί όπως πριν. Έπαψε να αγκαλιάζει τα εμπορικά είδη όπως κάποτε. Υπάρχει μία πτώση που αγκαλιάζει όλους τους τραγουδιστές της νυχτερινής πίστας που έχουν δείξει μια απαράδεκτη συμπεριφορά στο ελληνικό τραγούδι!
ΕΡ: Ποια είναι η ζημιά που κατά τη γνώμη σας έχουν κάνει όλοι αυτοί που κινούνται σε αυτό το χώρο, εκτός από τον ευτελή στίχο και την κενή μουσική;
ΑΠ: Εκτός από αυτά που είπατε, έχουν αλλοτριώσει το αισθητήριο των νέων γενεών και των παλαιότερων.
ΕΡ: Όμως αυτή η γενιά, αυτά τα παιδιά που επιλέγουν αυτά τα ακούσματα, είναι τα παιδιά μας...
ΑΠ: Τα παιδιά αυτά είναι από κάποιες οικογένειες που τα έχουν ταΐσει με το κουτόχορτο που είναι το εμπορικό τραγούδι. Μην κάνουμε όμως το λάθος να εγκλωβιστούμε μόνο στον όρο “εμπορικό”. Από την άλλη πλευρά η Χαρούλα Αλεξίου, κάνει επίσης εμπορικό τραγούδι που έχει όμως ποιοτικά χαρακτηριστικά.
ΕΡ: Δίπλα μας κύριε Μαυρουδή, ζει η γενιά των 700 ευρώ, άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε ωράρια που θυμίζουν “δούλους”, κυριολεκτικά απελπισμένοι. Τι έχει να προσφέρει σε αυτούς τους ανθρώπους η μουσική σας;
ΑΠ: Μακάρι να τους δώσει ένα φως, να τους κάνει καλή συντροφιά. Είναι πολύ σημαντικό η μουσική να είναι καλή συντρόφισσα στον άνθρωπο. Γνωρίζω πολύ καλά αυτή την “πληγή” της εποχής, τους νέους των 700 ευρώ και ελπίζω η μουσική να μπορεί να παίξει ένα θεραπευτικό ρόλο, όχι μόνο να τους θεραπεύσει αλλά και να τους κινητοποιήσει.
ΕΡ: Αυτό είναι το “δώρο” σας στη γενιά που μεγαλώνει, που ονειρεύεται, που τραγουδάει τα τραγούδια σας, ταξιδεύει με τη μουσική σας. Σας ευχαριστώ πολύ!
ΑΠ: Σας ευχαριστώ κι εγώ για τις πολύ καλές ερωτήσεις
Ευγενία Κώττη