Γύρω από το 15Αύγουστο είναι ακριβώς η εποχή των σύκων για τη Νότια Χίο.
Πώς εγγράφεται αυτό το αρχαίο φρούτο του μεσογειακού καλοκαιριού-από τους λίγους καρπούς πλούσιους σε ασβέστιο- στην τροφοσυλλεκτική μνήμη μου;
Ως παιδί μού ήταν αδιάφορα. Ίσως επειδή στην ορεινή Νάξο της πατρογραμμικής καταγωγής προσφέρονταν σε σχετική αφθονία. Θυμάμαι αχνά την γιαγιά μου κυρα-Μαριγώ με ένα καλάθι γεμάτο βασιλικόσυκα από τα Τσιμαούρου να διαβαίνει την σιδερένια πόρτα της αυλής στον Κλέφαρο κι εγώ αγουροξυπνημένος και αφυδατωμένος από τον πλούσιο ύπνο να προτιμώ ένα τσαμπί λευκό αηδάνι της Κοξακής. Η εργατική γιαγιά τα σύκα τα μάζευε αχάραγα από τις τεράστιες συκιές, στο δρόμο για Απεράθου.
Όταν, παιδί της πόλης, μου δόθηκε η δυνατότητα να ροβινσωνιάσω στη μικρονησία της άγονης γραμμής ως αναπληρωτής, τρόμαξα όταν διαπίστωσα πως, βγαίνοντας από τις πολύωρες καταδύσεις του Αυγούστου, δεν μπορούσα να υπολογίζω στη φορολόγηση κάποιας συκιάς. Νησιά όπως τα Ψαρά, η Φολέγανδρος, η Σίκινος, ο Άη-Στράτης τότε, υπέφεραν από την εγκατάλειψη της γεωργίας. Δεν έχουν που δεν έχουν τη φέρουσα ικανότητα, από πάνω είχαν παραδοθεί βορά στην ελεύθερη βόσκηση των κατσικιών.
Από εκείνο τον καιρό είχε περιχαρακωθεί μέσα μου η ιδέα ότι τα βέλτιστα νησιά, που επιτρέπουν την προσωπική ανάπτυξη, θα πρέπει να διαθέτουν ενεργό αγροτικό πληθυσμό. Εδώ, ας εξομολογηθώ ένα τραγελαφικό περιστατικό, «μια αμαρτία νεότητος»:
Όταν πρωτοέμεινα στο Πυργί αγνοούσα ότι οι πολυάριθμες συκιές ΔΕΝ είναι αδέσποτες αλλά αποτελούν μέρος της ιδιοκτησίας των ντόπιων. Έτσι, υπό το πρίσμα της χαρωπής άγνοιας, «φορολογούσα» - όπως θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, αμέριμνα τις συκιές στο δρόμο, μολονότι, σε αντίθεση με το Φιλώτι, το αργιλώδες, «κόκκινο» χώμα, χαρακτηριστικό της Νοτιοδυτικής Χίου, φαινόταν συχνά φρεσκοφρεζαρισμένο.
Μea culpa! Θυμάμαι με δέος πόσο αυστηρά με κοίταξε ο τότε φούρναρης, ο εξαιρετικός μαστιχοκαλλιεργητής πια Κωστής Κούτελος, όταν κουβάλησα δυο ταψιά παστελαριές για φούρνισμα και με ρώτησε «πού είχα βρει τα σύκα» ..!
Από την άλλη, ανήκοντας στον οινικό πολιτισμό των Κυκλάδων, άσκησα νοερά κι εγώ με τη σειρά μου κριτική σε αυτό που θεωρούσα, μέσα στην πολιτισμική μου προκατάληψη, ως σπατάλη πολύτιμης τροφής: Οι αθεόφοβοι Χιώτες ήθελαν τα σύκα μόνο για να παρασκευάζουν ένα σκληρό οινοπνευματώδες ποτό, την σούμα!
Από τότε μέχρι και σήμερα, τα ξερά σύκα έγιναν μέρος του καθημερινού μου κολατσιού, σύκα που προέρχονταν πια από παραχωρημένες και δανεικιές συκιές ευεργετών μου, όπως ο αξιότιμος, επίτροπος για πολλά χρόνια της Πάνω Παναγιάς Πυργίου, Γιώργος Κολόμβος (Κούλιαρης), πεθερός του καρδιολόγου Τόσκα και ο συνταξιούχος νοσοκόμος Νίκος Ζερβούδης. Πρόκειται για μια τροφή βιολογικής καλλιέργειας που κατάφερε να μείνει ανθεκτική και τη φετινή, πανδύσκολη, χρονιά που βιώσαμε όλοι μεγάλες απώλειες από τα εγκαύματα στα εποχιακά αγροτικά προϊόντα.
Τα σύκα συγκινούν και τους μαθητές μου, δεκαετίες τώρα, όταν είναι διαθέσιμα στο δεύτερο διάλλειμα του μεσημεριού. Η ζωτικότητά των μικρών παιδιών κάποτε αποστραγγίζεται και ζητούν να δοκιμάσουν κάνα συκαλάκι. Είναι σκληροτράχηλη τροφή μπροστά στα κρουασάν, έχει και χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, λόγω του τρόπου συλλογής (δεν αφήνω να πέσουν από το δέντρο, όπως οι Χιώτες). Δεν είναι για όλους,αλλά για τους εκλεκτούς της τροφοσυλλεκτικής ανθρώπινης κληρονομιάς.