Ο Μεσαιωνικός Πύργος του Πιτυούς βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό της βόρειας Χίου. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αμυντικό Πύργο της νησιωτικής Ελλάδας που χρονολογείται τον 14ο αιώνα, στην περίοδο της γενουατοκρατίας (1346-1566). Είναι κτισμένος πάνω σε φυσικό βραχώδες ύψωμα νοτιοανατολικά του χωριού, πάνω από την απότομη χαράδρα του παρακείμενου χειμάρρου, σε μία προνομιακή θέση για την εποχή καθώς έχει θέα το θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα στη Χίο και τα μικρασιατικά παράλια.
Ο Πύργος είναι λιθόκτιστος με δύο ορόφους συνολικού ύψους 13 μέτρων και πολυγωνικό 16πλευρο σχήμα. Αποτελείται από το ισόγειο και έναν όροφο. Η είσοδος βρισκόταν στον όροφο και η πρόσβαση γινόταν με φορητή σκάλα. Το ισόγειο αποτελείται από τρεις θολοσκεπείς χώρους, από τους οποίους οι δύο χρησίμευαν ως αποθήκες υλικών, τροφίμων κ.λπ. και ο τρίτος, ο μικρότερος, είναι η στέρνα του πύργου. Οι χώροι του ισογείου είναι περίκλειστοι, δεν έχουν κανενός είδους άνοιγμα προς τα έξω και δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Στο εσωτερικό τους έχουν παραμείνει ανέπαφοι οι φυσικοί σχηματισμοί του βράχου - με τοπικές μόνον επιχωματώσεις και διαμορφώσεις δαπέδων - και το κτήριο έχει θεμελιωθεί απευθείας πάνω στο φυσικό του υπόβαθρο. Στη στέρνα αποθηκεύονταν τα νερά της βροχής που διοχετεύονταν σε αυτή από το δώμα, μέσω ενός κυλινδρικού πήλινου αγωγού, ενσωματωμένου στην τοιχοποιία του κτηρίου.
Ο όροφος αποτελείται από δύο μεγάλους θολοσκεπείς χώρους, που επικοινωνούν με ενδιάμεση θύρα. Ο πρώτος χώρος που προστατεύεται φυσικά από τη χαράδρα διαθέτει δύο θύρες εισόδου, ενώ ο δεύτερος που είναι στραμμένος σε πιο ευπρόσβλητη περιοχή έχει μόνον παράθυρα. Οι δύο χώροι επικοινωνούν τόσο με τους χώρους του ισογείου όσο και με το δώμα, μέσω καταπακτών. Από τη δεύτερη αίθουσα του ορόφου και μόνον ήταν εφικτή η κάθοδος στη στέρνα.
Στο δώμα βρίσκονται οι επάλξεις οι οποίες στις πλευρές του πύργου που είναι στραμμένες προς το φαράγγι, έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε απλό ψηλό στηθαίο. Περιμετρικά βαίνει ο στενός περίδρομος, όπου στέκονταν οι αμυνόμενοι στρατιώτες. Η επιφάνεια του δώματος δεν ήταν επίπεδη, καθώς προβάλλονταν στο μέσον του τα εξωράχια των δύο ημικυλινδρικών θόλων του ορόφου.
Διακρίνονται τρεις τεκμηριωμένες κατασκευαστικές φάσεις στον πύργο. Στην πρώτη φάση ο πύργος εσωτερικά διαρθρωνόταν με ξύλινα πατώματα και καλυπτόταν με κεραμοσκεπή στέγη. Στη δεύτερη φάση ενισχύθηκε εξωτερικά με ισχυρότερους τοίχους και απέκτησε την πολυγωνική μορφή που έχει σήμερα. Το ισόγειο χωριζόταν σε δύο τμήματα που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ένα άνοιγμα που υπήρχε στην ενδιάμεσή τους τοιχοποιία (η οποία σώζεται σήμερα σε χαμηλό ύψος) και με τον όροφο με λίθινη κλίμακα (υπολείμματα της οποίας βρίσκονται εγκλωβισμένα τόσο στο πάχος της μέσης τοιχοποιίας που φέρει τους θόλους, όσο και στο χώρο της δεξαμενής). Και σε αυτή τη φάση ο πύργος καλυπτόταν με κεραμοσκεπή στέγη. Στην τρίτη φάση ο πύργος απέκτησε τη σημερινή του μορφή με την κατασκευή του μέσου τοίχου που φέρει τους θόλους και χωρίζει το ισόγειο και τον όροφο σε δύο θολοσκεπείς χώρους, με αποτέλεσμα να αλλάξει η εσωτερική διαρρύθμιση του πύργου και να καταργηθεί η επικοινωνία των χώρων του ισογείου και η κλίμακα ανόδου στον όροφο.
Από τις ανασκαφές στους χώρους του Πύργου προέκυψε κεραμική, η οποία χρονολογείται από το 14ο έως και το 16ο αιώνα , 24 νομίσματα, τα περισσότερα εκ των οποίων του 14ου αιώνα, και διάφορα άλλα αντικείμενα καθημερινής, αλλά και στρατιωτικής χρήσης.