Αισώπου μύθοι μέρος 29ο

Σάβ, 25/11/2023 - 17:45
Λεωνίδας Πυργάρης

291. Ποιμὴν λύκον εἰς μάνδραν εἰσάγων καὶ κύων

Μάνδρας ἔσω πρόβατα ποιμὴν εἰσάγων μετ’ αὐτῶν καὶ λύκον ἤμελλε συγκλεῖσαι, εἰ μὴ <ὁ> κύων ἰδὼν πρὸς αὐτὸν εἶπεν·
«Πῶς τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης θέλων σῶσαι τόνδε τὸν λύκον συνεισάγεις τῇ ποίμνῃ;».

Ὅτι μεγίστην βλάβην καὶ θανάτου παραιτίαν οἶδε ποιεῖν τῶν κακῶν ἡ συνοίκησις.

[Ένας βοσκός έμπασε μέσα στη μάντρα τα πρόβατά του. Σκέφτηκε, μαζί μ’ αυτά, να κλείσει στον ίδιο χώρο κι έναν λύκο.

Όμως ο σκύλος, που παρατήρησε εκείνη την απερισκεψία τού βοσκού, του είπε: «Τι πας να κάνεις; Απ’ τη μια κλείνεις τα πρόβατα μέσα στη μάντρα για να τα προστατέψεις, κι απ’ την άλλη κλείνεις στον ίδιο χώρο και το λύκο, δηλαδή αυτόν που θα τα κατασπαράξει;».

Δίδαγμα: η συνύπαρξη τού κακού με τον καλό μονάχα βλάβη και θάνατο επιφέρει στον καλό.

Παροιμίες: «Η φωτιά με τ’ άχερα δε σμίγει» (Βουνός). «Του μπαρούτ’ μι τ’ φουτιά θαρριμό δεν έχ'» (Σάμος)].

292. Πόλεμος καὶ Ὕβρις

Θεοὶ πάντες ἔγημαν ἣν ἕκαστος εἴληφεν ἐν κλήρῳ. Πόλεμος παρῆν ἐσχάτῳ κλήρῳ· Ὕβριν δὲ μόνην κατέλαβεν· ταύτης περισσῶς ἐρασθεὶς ἔγημεν. Ἐπακολουθεῖ δὲ αὐτῇ πανταχοῦ βαδιζούσῃ.

Ὅτι ἔνθα <ἂν> προέλθῃ ὕβρις ἢ ἐν πόλει ἢ ἐν ἔθνεσι, πόλεμος καὶ μάχαι εὐθὺς μετ’ αὐτὴν ἀκολουθεῖ.

[Με κλήρο απέκτησε ο κάθε θεός τη σύζυγό του. Τελευταίος έμεινε ο θεός Πόλεμος: αυτός πήρε για σύζυγό του την τελευταία θεά που είχε απομείνει, την Ύβρι. Και την αγαπά πάρα πολύ: όπου βρίσκεται η Ύβρις, εκεί έρχεται από πίσω κι ο Πόλεμος.

Κι έτσι, σ’ όποια πόλη (κράτος) εκδηλώνεται μεγάλη ύβρις, εκεί ακολουθεί καί πόλεμος καί μεγάλες φασαρίες.

Παροιμίες: «Κατά το περβόλι κι ο περβολάρης» (Αμοργός). «Ό,τ' η νύφφη κι ο γαμπρός» (Κως). «Κατά τον γαμπρό κι η νύφ(η)» (Σάμος). «Κατά της νύφφης το μουνίν τσαι του γαμπρού τ' αρσίδια (Καστελλόριζο). «Κατά το μπούτσο τού γαμπρού και το μουνί τής νύφης» (Χίος). «Κατά το ντουβρά τσαι τα κλαεφτήρια» (Βουνός). «Κατά τον καλονάρχο τσαι ο ψάρτης» (Βουνός). «Κατά το πάπλωμα τσαι το ξάπλωμα» (Βουνός). «Μούδε και «κρίμας στο γαμπρό» μούδε «χαρά στη νύφη» (για περιπτώσεις κατά τις οποίες και ο γαμπρός και η νύφη είναι της ίδιας κακής ποιότητας) (Κρήτη). Ὑβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ («Το καβάλλημα τού καλαμιού» η καταστροφή τ’ ανθρώπου) (Μένανδρος 517).

Σημείωση: ο όρος   «ύβρις» συναντάται σ’ ολόκληρη την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. «Ύβρις» είναι η αυθάδης συμπεριφορά, η υπερεκτίμηση κάποιου στις ικανότητές του, η προσβλητική συμπεριφορά κάποιου απέναντι σε φυσικούς και ηθικούς νόμους, η προσπάθεια  υπέρβασης τής θνητής ανθρώπινης φύσης και εξομοίωσης με τους θεούς, η ασέλγεια, η ασελγής πράξη, η υβριστική και κακή μεταχείριση, η σωματική κάκωση, η διαφθορά παρθένου. Και ο συμπεριφερόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο λέγεται υβριστής, αυθάδης, ασελγής. Στην αρχαιοελληνική σκέψη, τόσο την ηθική όσο και τη θρησκευτική, η αλαζονεία και ο εγωισμός που υποδηλώνεται με τον όρο αυτόν, εκφράζει την περιφρόνηση, την υπέρβαση τών ορίων που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις τών ανθρώπων.

Οι αρχαίοι απέδιδαν την αντίληψη σχετικά με την ύβριν και τις συνέπειές της με το σχήμα: ύβρις-άτη-νέμεσις-τίσις. Δηλαδή μια «ύβρις» προκαλούσε την οργή τών θεών, και κυρίως τού Δία, ο οποίος έστελλε στον υβριστή την «άτην», το θόλωμα, την τύφλωση τού νου. Η άτη με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή στη διάπραξη νέων ύβρεων, οι οποίες προκαλούσαν την «νέμεσιν», δηλαδή την οργή και εκδίκηση τών θεών. Οπότε η «τίσις» (=τιμωρία και συντριβή τού υβριστή) ήταν το φυσικό επακόλουθο. Ο Ηράκλειτος λέγει ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν (=είναι πιο αναγκαίο να σβήνει κανείς την ύβρη παρά την πυρκαγιά) (απόσπ. 13)].

293. Ποταμὸς καὶ βύρσα

Ποταμὸς δι’ αὐτοῦ βύρσαν βοείαν φερομένην ἰδὼν ἠρώτησε· «Τίς καλῇ;». Τῆς δὲ εἰπούσης· «Σκληρὰ καλοῦμαι», ἐπικαχλάσας τῷ ῥεύματι εἶπεν· «Ἄλλο τι ζητεῖ καλεῖσθαι· ἐγὼ γὰρ ἤδη ἁπαλήν σε ποιήσω».

Ὅτι τολμηρὸν ἄνδρα καὶ αὐθάδη πολλάκις εἰς γῆν κατήγαγε συμφορὰ βίου.

[Το δέρμα ενός βοδιού παρασυρόταν μέσα στα νερά ενός ποταμού. Κι ο ποταμός ρώτησε το τομάρι: «Πώς είναι τ’ όνομά σου;». – «Με λένε Σκληρό!». Τότε ο ποταμός «ανέβασε γκάζια», δηλαδή έγινε περισσότερο ορμητικός, κι αναφώνησε: «ψάξε να βρεις άλλο όνομα, γιατί εγώ θα σε κάμω Μαλακό!».

Δίδαγμα: τον υπερόπτη και αυθάδη άνθρωπο πολλές φορές η ίδια η ζωή τον γονατίζει και τον ταπεινώνει. Οι οιηματίες και μεγάλαυχοι τιμωρούνται.

Παροιμίες: «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν/φρονημάτων ἔπεστιν, εὔθυνος βαρύς» (Αισχ. Πέρσαι, στ. 827-828). Γνώμη Μενάνδρου: «Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν» (Η υπεροψία το μέγιστο κουσούρι στον άνθρωπο) (Μένανδρος 515). «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 14. 11). «Ο Θεός τις μύττες κόβγει τες και τα τρουλλιά (=τρούλλους, πύργους) χαλά τα» (Σύμη). «Όσο ψηλά κι αν είν’ το δέντρο, τα φύλλα του στη γη α πέσου» (Άγιος Γεώργιος Συκούσης). «Ο Θεός ευλόγησε τες γαϊδουροκαβαλίνες» (Κρήτη)].

294. Πρόβατον κειρόμενον

Πρόβατον ἀφυῶς κειρόμενον πρὸς τὸν κείροντα ἔφη· «Εἰ μὲν ἔρια ζητεῖς, ἀνωτέρω τέμνε· εἰ δὲ κρεῶν ἐπιθυμεῖς, ἅπαξ με καταθύσας τοῦ κατὰ μικρὸν βασανίζειν ἀπάλλαξον».

Πρὸς τοὺς ἀφυῶς ταῖς τέχναις προσφερομένους ὁ λόγος ἁρμόδιός ἐστι.

[Κάποτε κάποιος κούρευε το πρόβατό του με τελείως άτεχνο κι άγαρμπο τρόπο. Το καημένο το προβατάκι τού έκαμε παρατήρηση: «κοίτα, αν θέλεις να πάρεις από μένα μαλλί, κούρευέ με πιο ψηλά κι όχι τόσο βαθειά. Αν πάλι θέλεις το κρέας μου, σφάξε με μια και καλή, και μη με βασανίζεις λίγο λίγο!».

Ο μύθος ταιριάζει για αδέξιους και κακοτέχνες επαγγελματίες και τεχνίτες.

Παροιμίες: «Αν κρεμάσουν τούς μαστόρους, άδικα θα σε κρεμάσουν» (Χίος). «Οπ' δε ξέρ' να γδάρ', χαλάει πιτσί κι τουμάρ'» (Σάμος). «Άμα δεν ήταν οι γιατροί, θα 'πέθαιναν οι παπάδες απ' την πείνα» (Λέσβος). (Βλέπε και το μύθο Ἰατρὸς ἄτεχνος)].

295. Προμηθεὺς καὶ ἄνθρωποι

Προμηθεὺς κατὰ πρόσταξιν Διὸς ἀνθρώπους ἔπλασε καὶ θηρία. Ὁ δὲ Ζεὺς θεασάμενος πολλῷ πλείονα τὰ ἄλογα ζῷα ἐκέλευσεν αὐτὸν τῶν θηρίων τινὰ διαφθείροντα ἀνθρώπους μετατυπῶσαι. Τοῦ δὲ τὸ προσταχθὲν ποιήσαντος, συνέβη ἐκ τούτου τοὺς μὴ ἐξ ἀρχῆς ἀνθρώπους πλασθέντας τὴν μὲν μορφὴν ἀνθρώπων ἔχειν, τὰς δὲ ψυχὰς θηριώδεις.

Πρὸς ἄνδρα σκαιὸν καὶ θηριώδη ὁ λόγος εὔκαιρος.

[Ο Προμηθέας, με εντολή τού Δία, δημιούργησε τούς ανθρώπους και τα ζώα. Ο Δίας, εκ των υστέρων, διαπίστωσε πως τα άλογα ζώα ήταν πολύ περισσότερα απ’ τους ανθρώπους. Γι’ αυτό διέταξε τον Προμηθέα να ξεπαστρέψει κάμποσα ζώα και να μεταπλάσει το υλικό τους σε ανθρώπους.

Ο Προμηθέας πράγματι συμμορφώθηκε στην εντολή. Συνέβη λοιπόν όσοι κατασκευάστηκαν από το υλικό τών ζώων να έχουν μεν ανθρώπινη μορφή αλλά η ψυχή τους να είναι θηριώδης.

Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο άξεστο κι άγριο σα θεριό.

Παροιμίες: «Μη μαλώσεις με βρωμούσα, μη σου πει τις βρωμισιές της, μη μαλώσεις με το μόσχο, θα σου πει τις μυρουδιές του» (Μη συναναστρέφεσαι με υπανθρώπους διότι μόνο βλάβη θα έχεις!) (Ψαρά). «Μη bης bα τού πηαδιού ’ιά θα σου πη bου» (Νάξος). «Μην περιμένεις καλλιγραφίες αφ’ της μυλωνούς τον κώλο!», «Ορθογραφία μην γυρεύεις αφ’ του μυλωνά τον κώλο» (Κρήτη). «Της κατσίκας ο κώλος βερβελιές ξερνά». «Μάστορης είναι της κατσίκας ο κώλος, που κάνει τις βερβουλιές σαν κουμπιά» (Αμοργός)].

296. Ῥόδον καὶ ἀμάραντον

Ῥόδῳ παραφυὲν ἀμάραντον ἔφη· «Οἷον ἄνθος εὐπρεπὲς εἶ, καὶ ποθητὸν καὶ θεοῖς καὶ ἀνθρώποις· μακαρίζω σε τοῦ κάλλους καὶ τῆς εὐωδίας». Τὸ δὲ εἶπεν· «Ἐγὼ μέν, ὦ ἀμάραντον, πρὸς ὀλίγον καιρὸν ζῶ, καί, κἂν μηδεὶς ἐκκόψῃ με, τήκομαι· σὺ δὲ ἀνθεῖς καὶ ζῇς ἀεὶ οὕτω νέον».

 Ὅτι κρεῖσσον ὀλιγαρκούμενόν τινα διαμένειν ἢ πρὸς ὀλίγον τρυφήσαντα μεταβολῆς δυστυχοῦς τυχεῖν ἢ καὶ ἀποθανεῖν.

[Ένα φυτό, το λεγόμενο αμάραντο, φύτρωσε δίπλα σ’ ένα ρόδο (τριαντάφυλλο). Και του έλεγε: «πόσο μεγαλοπρεπές κι ωραίο άνθος είσαι! Σε ποθούν θεοί και άνθρωποι! Σε μακαρίζω για την ομορφιά και την ευωδιά σου!».

Και το ρόδο απάντησε: «εγώ για λίγον καιρό μόνο παραμένω ζωντανό. Ακόμα κι αν κανείς δε με κόψει, μέσα σε λίγες μέρες μαραίνομαι! Αντίθετα εσύ ανθίζεις και παραμένεις παντοτινά νέο!».

Δίδαγμα: καλύτερο θα ήτανε να ζει κανείς παντοτινά και χωρίς να είναι όμορφος και νέος, παρά να έχει νιάτα κι ομορφιά που όμως διαρκούν λίγο και στο τέλος χάνονται ολότελα με το θάνατο!

Βέβαια μια τέτοια άποψη αντιβαίνει στη φυσική νομοτέλεια: τα πάντα μέσα στον Κόσμο ακολουθούν μια συγκεκριμένη διαδρομή: γέννηση-ακμή-γήρανση-θάνατο. Αυτό το δρομολόγιο ισχύει για όλες τής μορφές τής Ζωής, ζώα και φυτά. Κάθε οργανισμός διανύει ένα κύκλο ζωής και μετά χάνεται. Από την αποδόμηση κάθε οργανισμού γεννιέται στη συνέχεια μια νέα ζωή. Δηλαδή ο θάνατος γίνεται η προϋπόθεση τής ζωής. Ο Θάνατος είναι η προϋπόθεση τής Ανάστασης! Συνεπώς, αν υπήρχε περίπτωση οι διάφορες μορφής ζωής να ήταν παντοτινά νέες, αυτό θα σήμαινε αυτομάτως σταμάτημα τού θανάτου, δηλαδή σταμάτημα τής ζωής, εφόσον, όπως είπαμε, ο θάνατος είναι η βάση τής ζωής. Ζωή χωρίς Θάνατο δε νοείται! Αν η Ζωή έχει νόημα, το οφείλει στο Θάνατο. Αν χαθεί ο Θάνατος, τότε αυτομάτως ακυρώνεται καί η Ζωή.

Ένα παράδειγμα επ’ αυτού: ας υποθέσουμε ότι ξαφνικά ο Θεός δίνει τη δυνατότητα σ’ έναν γέρο άνθρωπο να ζήσει 1.000 χρόνια αντί για 90 ή 100. Τι θα συμβεί άραγε τότε; Ο ηλικιωμένος άνθρωπος θα πρέπει να χαρεί ή να λυπηθεί γι’ αυτή την αναπάντεχη δωρεά του Θεού;; Τι να τα κάνει τα άλλα 900 χρόνια ένας άνθρωπος που έκανε τον κύκλο τής ζωής του, που ερωτεύτηκε κι αγάπησε, που έκανε παιδιά, που είδε εγγόνια και δισέγγονα, που δούλεψε κι έβγαλε χρήματα, που ταξίδεψε κ.λπ., κ.λπ.;; Αν φορτώσει στην πλάτη του αυτός ο άνθρωπος άλλα 900 χρόνια, τι θα σημαίνει αυτό;; Θα σημαίνει μόνο προβλήματα και στενοχώριες για τον ίδιο. Ζω παραπάνω από το κανονικό μου σημαίνει: θα δω αρρώστιες παιδιών μου και εγγονιών μου, θα δω θανάτους εγγονιών και δισεγγόνων μου, θα δω δυστυχίες. Άρα η σοφή Φύση ή ο σοφός Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησεν!» Ξέρει η σοφή Φύση πότε πρέπει να φεύγει κανείς. Πρέπει να φεύγει αφού έχει ολοκληρώσει την αποστολή του επί της γης. Και ολοκληρώνει την αποστολή του πάνω στη γη ο άνθρωπος που αφήνει πίσω του παιδιά, δηλαδή τη βιολογική του συνέχεια, αλλά κι αυτός που έζησε όχι ως παράσιτο και «άχθος αρούρης» αλλά έχοντας τιμήσει την ανθρωπιά του.

Μήνυμα: ο άνθρωπος είναι ον σχετικό και πεπερασμένο και, ως εκ τούτου, περαστικός διαβάτης στα μονοπάτια τής ζωής!

Παροιμίες: «Τα νιάτα φεύγουν γρήγορα, τα γερατειά πλακώνουν» (Βουνός). «Η ομορφιά στον άνθρωπο είναι μια παρουσία σαν τα τσεριά π' ανάβουνε μέσα στην εκκλησία» (Άνδρος). «Από εβδομήντα χρονών κι ύστερα, πόνος κι αναστεναγμός, λέει το ευαγγέλιο» (Κέρκυρα). «Μίλα μου αγαπημένη μου και μη μου κάνεις νάζι, γιατί ο βορριάς την ομορφιά σαν άνθος την τινάζει» (Χίος). Ομηρική γνώμη: «οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν./φύλλα τὰ μέν τ' ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ' ὕλη/τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη·/ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ' ἀπολήγει» (Ιλιάδα Ζ, 146-149). Ποίημα Σημωνίδη τού Αμοργίνου: «ἓν δὲ τὸ κάλλιστον Χῖος ἔειπεν ἀνήρ·/"οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν"·/παῦροί μιν θνητῶν οὔασι δεξάμενοι/στέρνοις ἐγκατέθεντο· πάρεστι γὰρ ἐλπὶς ἑκάστωι/ἀνδρῶν, ἥ τε νέων στήθεσιν ἐμφύεται./θνητῶν δ' ὄφρά τις ἄνθος ἔχηι πολυήρατον ἥβης,/κοῦφον ἔχων θυμὸν πόλλ' ἀτέλεστα νοεῖ·/οὔτε γὰρ ἐλπίδ' ἔχει γηρασέμεν οὔτε θανεῖσθαι,/οὐδ', ὑγιὴς ὅταν ἦι, φροντίδ' ἔχει καμάτου./νήπιοι, οἷς ταύτηι κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν/ὡς χρόνος ἔσθ' ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος/θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα/ψυχῆι τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος» (29D). Γνώμη Θεόγνιδος: «ἥβην ἐρατὴν ὀλοφύρομαι,/κλαίω δ' ἀργαλέον γῆρας ἐπερχόμενον» (Θέογνις, Elegia st. 1131-1132 Diehl). Ποίημα Ανακρέοντος:

«Πολιοὶ μὲν ἡμὶν ἤδη/κρόταφοι κάρη τε λευκόν,/χαρίεσσα δ' οὐκέτ' ἥβη/πάρα, γηραλέοι δ' ὀδόντες,/γλυκεροῦ δ' οὐκέτι πολλὸς/βιότου χρόνος λέλειπται·/διὰ ταῦτ' ἀνασταλύζω/θαμὰ Τάρταρον δεδοικώς·/Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸς/μυχός, ἀργαλῆ δ' ἐς αὐτὸν/κάτοδος· καὶ γὰρ ἑτοῖμον/καταβάντι μὴ ἀναβῆναι» (44D). Γνώμη Πινδάρου: «ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ/ἄνθρωπος» (Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι; Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος) (Πίνδαρος, Πυθιονίκαις (8.95-8.96). «ἄγε δὴ φύσιν ἄνδρες ἀμαυρόβιοι, φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι,/ὀλιγοδρανέες, πλάσματα πηλοῦ, σκιοειδέα φῦλ᾽ ἀμενηνά,/ἀπτῆνες ἐφημέριοι ταλαοὶ βροτοὶ ἀνέρες εἰκελόνειροι,/προσέχετε τὸν νοῦν τοῖς ἀθανάτοις ἡμῖν τοῖς αἰὲν ἐοῦσιν» (Αριστοφάνους Όρνιθες, στ. 685-688). «Πάροικος ἐγώ εἰμι ἐν τῇ γῇ· μὴ ἀποκρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ τὰς ἐντολάς σου» (Ψαλμός Δαυΐδ, 118. 19)].

297. Ῥοιὰ καὶ μηλέα καὶ ἐλαία καὶ βάτος

Ῥοιὰ καὶ μηλέα καὶ ἐλαία περὶ εὐκαρπίας ἤριζον. Πολλοῦ δὲ τοῦ νείκους ἀναφθέντος, βάτος ἐκ τοῦ πλησίον φραγμοῦ ἀκούσασα εἶπεν· «Ἀλλ’, ὦ φίλαι, παυσώμεθά ποτε μαχόμεναι».

Οὕτω παρὰ τὰς τῶν ἀμεινόνων στάσεις καὶ οἱ μηδενὸς ἄξιοι πειρῶνται δοκεῖν τι εἶναι.

[Η ροδιά και η μηλιά και η ελιά μάλωναν σχετικά με το ποια από τις τρεις τους παράγει περισσότερους και ποιοτικότερους καρπούς.

Αφού είπαν πολλά και τα τρία δέντρα κι «άναψε» για τα καλά ο καβγάς μεταξύ τους, πετιέται κι η βατιά απ’ τον διπλανό φράχτη – που εν τω μεταξύ είχε ακούσει τη σχετική συζήτηση μεταξύ τών τριών – και είπε: «αμάν πια βρε παιδιά! Ας πάψουμε να μαλώνουμε για το ποια απ’ τις τέσσερίς μας παράγει τούς περισσότερους και ποιοτικότερους καρπούς!».

   Ο μύθος διδάσκει πως, όταν έρχονται σε ρήξη οι μεγάλοι και δυνατοί, τότε κι οι ασήμαντοι και τιποτένιοι κάνουν την εμφάνισή τους για να παραστήσουν πως κι οι ίδιοι είναι κάτι. Δηλαδή «κουνιούνται τα σιδερικά, κουνιούνται κι οι βελόνες!».

   Κάποιοι κομπλεξικοί άνθρωποι εκμεταλλεύονται κατά καιρούς ορισμένες ευκαιρίες για να βγουν απ’ την ασημαντότητά τους και να αυτοεπιβεβαιωθούν!

   Αποκωδικοποιούμε τον συγκεκριμένο μύθο καταθέτοντας επινοημένα δικά μας παραδείγματα: έστω ότι ερίζουν μεταξύ τους δυό πανέμορφες γυναίκες σχετικά με το ποια είναι η ωραιότερη σε επίπεδο διαγωνισμού καλλιστείων. Πετιέται τότε και μια τρίτη, που «δεν βλέπεται απ’ την ασκήμια της», εντελώς ανερώτητα και απρόσκλητη, και τοποθετεί τον εαυτό της από μόνη της μέσα στη συζήτηση. Γιατί το κάνει αυτό; Μα φυσικά για να μειώσει το σύμπλεγμα κατωτερότητάς  της, για ν’ ανέβει στα μάτια τού εαυτού της, για να νοιώσει καλύτερα ο αρρωστημένος ψυχισμός της.

Άλλο παράδειγμα: συζητούν μεταξύ τους δυό μεγιστάνες τού πλούτου, δυό μεγαλοεφοπλιστές, που ο καθένας τους έχει από 200 καράβια, σχετικά με τη φορολογία που πρόκειται να τους επιβάλει η κυβέρνηση. Δηλαδή οι πάμπλουτοι καραβοκύρηδες κλαίγονται για τη φορολογία που θα πληρώσουν. Δίπλα τους, εκεί στο καφενείο που συζητούν, βρίσκεται κι ο καφετζής που άθελά του ακούει την κουβέντα τους. Πετιέται λοιπόν ο καφετζής – που κι αυτός έχει μια παλιόβαρκα στο λιμάνι για να πηγαίνει καμιά φορά στο ψάρεμα – μέσα στη συζήτηση τών δυό μεγιστάνων και λέγει: «είδατε βρε παιδιά τι πάθαμε εμείς οι πλοιοκτήτες με τα τωρινά μέτρα τής κυβέρνησης; Πάμε χαμένοι μ’ αυτή τη φορολογία! Τι θα γίνουν οι περιουσίες μας!!». Δηλαδή, «έκαμε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο!».

Τελικά, είναι τρομερό πράγμα τα κάθε είδους κόμπλεξ που κουβαλά ο καθένας μας μέσα του! Αυτά σχεδόν καθορίζουν όλες τις συμπεριφορές μας. Γι’ αυτό είναι επιβεβλημένη η ίαση τού καθενός μας από τις κάθε είδους ανασφάλειες που κουβαλάμε. Η θεραπεία από τις ψυχολογικές ανασφάλειες επιτυγχάνεται μέσω τής αυτογνωσίας και της εσωτερικής καλλιέργειας, δηλαδή δια της ενδοσκόπησης.

Παροιμίες: «Κυλά κι η καρκαμήλα με τα μήλα», «Κοντά στο βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα». «Καὶ κόρκορος ἐν λαχάνοις: κόρκορον Πελοποννήσιοι φασὶν εἶναι λάχανόν τι τῶν εὐτελῶν ἄγριον· διὸ καὶ ἡ παροιμία  (Ζηνοβίου)].

298. Σπάλαξ καὶ μήτηρ

Σπάλαξ (ἐστὶ δὲ τοῦτο τὸ ζῷον τυφλὸν) λέγει πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μητέρα ὅτι βλέπει. Κἀκείνη πειράζουσα αὐτὸν χόνδρον λιβανωτοῦ δοῦσα ἐπηρώτα τί ποτε εἴη. Τοῦ δὲ εἰπόντος ψηφῖδα, ἔφη· «Ὦ τέκνον, οὐ μόνον τοῦ βλέπειν ἐστέρησαι, ἀλλὰ καὶ τὰς ὀσφρήσεις ἀποβέβλησαι».

Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀλαζόνων, [μέχρις οὗ] τὰ ἀδύνατα κατεπαγγέλλονται, καὶ ἐν τοῖς ἐλαχίστοις ἐξελέγχονται.

[Ήταν ένας τυφλοπόντικας – το πλάσμα αυτό είναι εντελώς τυφλό – που κάποια φορά ανακοίνωσε στη μάννα του: «μάννα, βλέπω!».

Η μάννα του, θέλοντας να τον δοκιμάσει, του έδωσε έναν κόκκο λιβάνι και τον ρώτησε τι είναι. Ο τυφλοπόντικας απάντησε πως ήταν βοτσαλάκι εκείνος ο κόκκος λιβανιού.

Τότε η μάννα είπε: «αχ παιδάκι μου, όχι μόνο δε βλέπεις την τύφλα σου αλλά επιπλέον έχασες καί την όσφρησή σου!».

Έτσι συμβαίνει και με ορισμένους τσαρλατάνους: υπόσχονται απίστευτα κατορθώματα αλλά «πιάνονται αδιάβαστοι» στις πιο μικρές λεπτομέρειες.

Παροιμίες: «Κάμνει τον ξερόλα!», «Τα άδεια βαρέλια κάμνουν πιότερο κρότο αφ’ τα γεμάτα» (Χίος)].

299. Σῦς καὶ κύων

Σῦς καὶ κύων πρὸς ἀλλήλας διεφέροντο. τῆς δὲ συὸς ὀμνυούσης τὴν Ἀφροδίτην, ὅτι ἐὰν μὴ παύσηται, τοῖς ὀδοῦσιν αὐτὴν ἀνατεμεῖ, ἡ κύων ἔλεγε καὶ κατ᾽ αὐτὸ τοῦτο αὐτὴν ἀγνωμονεῖν † εἴγε Ἀφροδίτην μισεῖ, ὥστε, ἐὰν φάγῃ τις κρέα συός, τοῦτον οὐκ ἐᾷ εἰς τὸ ἱερὸν αὐτῆς εἰσιέναι. καὶ ἡ σῦς ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλὰ τοῦτό γε οὐ στυγοῦσά με ποιεῖ, προνοουμένη δέ, ἵνα μηδείς με θύῃ».

Οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ῥητόρων πολλάκις καὶ τὰ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν προσφερόμενα ὀνείδη εἰς ἐπαίνους μετασχηματίζουσιν.

[Μια γουρούνα και μια σκύλα λογομαχούσανε. Κι η γουρούνα ορκιζόταν στην Αφροδίτη: «Μα την Αφροδίτη, με τούτα τα δόντια μου θα σε ξεσκίσω, σκύλα, αν δε βγάλεις το σκασμό!».

Τότε η σκύλα είπε σαρκαστικά: «και μόνο μ’ αυτό που λες δείχνεις την πλήρη άγνοιά σου. Δεν καταλαβαίνεις πως η Αφροδίτη σε σιχαίνεται; Απόδειξη: αν κάποιος φάει χοιρινό κρέας, η Αφροδίτη δεν τον αφήνει να μπει στο ναό της».

Αλλά η γουρούνα, ακάθεκτη, απαντά: «αυτό η Αφροδίτη το κάνει όχι επειδή με μισεί. Απεναντίας έτσι δείχνει τη φροντίδα της για μένα, ώστε να μη με σφάξει κανείς!».

Κατά τρόπο ανάλογο συμπεριφέρονται συχνά και οι πιο άξιοι ρήτορες: καταφέρνουν να μεταστρέψουν σε επαίνους τις προσβολές που τους εκτοξεύουν οι αντίπαλοί τους].

300. Σφῆκες καὶ πέρδικες καὶ γεωργός

Σφῆκες καὶ πέρδικες δίψῃ συνεχόμενοι πρὸς γεωργὸν ἦλθον παρ’ αὐτοῦ αἰτοῦντες πιεῖν, ἐπαγγελλόμενοι ἀντὶ τοῦ ὕδατος ταύτην τὴν χάριν ἀποδώσειν· οἱ μὲν πέρδικες σκάπτειν τὰς ἀμπέλους, οἱ δὲ σφῆκες κύκλῳ περιιόντες τοῖς κέντροις ἀποσοβεῖν τοὺς κλέπτας. Ὁ δὲ γεωργὸς ἔφη· «Ἀλλ’ ἔμοιγέ εἰσι δύο βόες, οἳ μηδὲν ἐπαγγελλόμενοι πάντα ποιοῦσιν· ἄμεινον οὖν ἐστιν ἐκείνοις δοῦναι ἤπερ ὑμῖν».

Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας ἐξώλεις ὠφελεῖν μὲν ἐπαγγελλομένους, βλάπτοντας δὲ μεγάλα.

[Κάποτε ήταν κάτι σφήκες και πέρδικες που τις βασάνιζε μεγάλη δίψα. Αυτές λοιπόν πήγαν σ’ έναν γεωργό και του γύρευαν να τους δώσει νερό. Και σ’ αντάλλαγμα για το νερό, του υπόσχονταν υπηρεσίες: οι πέρδικες θα έσκαβαν γύρω γύρω τα κλήματα ώστε αυτά ν’ αποδώσουν ωραιότατα σταφύλια. Οι σφήκες πάλι θα έστεκαν φρουροί τριγύρω από τ’ αμπέλι και θ’ απομάκρυναν τούς επίδοξους κλέφτες με τα κεντριά τους.

Όμως ο γεωργός δε δέχτηκε την πρότασή τους, κι είπε: «ακούστε με: εγώ έχω ήδη δυο βόδια, που κάνουν τα πάντα για μένα, χωρίς να κάνουν διαπραγματεύσεις και παζάρια σαν κι εσάς. Επομένως καλύτερα να δώσω το νερό σ’ εκείνα παρά σ’ εσάς!».

Ο μύθος ταιριάζει για απατεώνες, που υπόσχονται μεγάλες ωφέλειες αλλά στην πράξη δημιουργούν μεγάλες βλάβες.

Παροιμίες: «Αφ’ το σίγουρο ποτέ σου μην ξεφεύγεις!» (Βουνός). «Ν' αφήκωμεν τα ήμερα, να κυνηούμεν τ' άγρια» (Αμοργός). «Ἀεὶ κράτιστόν ἐστι τἀσφαλέστατον» (Το καλύτερο απ’ όλα είναι το σίγουρο) (Μένανδρος, Suplemmentum ex Aldo 13). «Πουλά φύκια για μεταξωτές κορδέλλες», «Σ τα καλοθέλια τού (β)οσκού κ' οι τρά(γ)οι βγάλλου(ν) γάλα»  (Κάρπαθος). «Πουλεί κολωφωτιές για φανάρια» (Κρήτη). «Κερκωπίζειν: ἀντὶ τοῦ δουλεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν· μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων» (Γρηγορίου τού Κυπρίου). Ισπανική: «Dar gato por liebre» (Πουλώ φύκια για μεταξωτές κορδέλλες)].

Άλλες απόψεις: Του Λεωνίδα Πυργάρη