Oσία Κασσιανή η Υμνογράφος

Παρ, 12/04/2024 - 19:17

Μια σπουδαία μορφή που έλαμψε στο πνευματικό στερέωμα του Βυζαντίου και έζησε στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842 μ.Χ.) υπήρξε η Οσία Κασσιανή ή Κασ(σία) ή Εκασία ή Ικασία. Ηγουμένη, ποιήτρια,  Υμνογράφος, συνθέτρια, της αποδίδεται το ψαλλόμενο τη Μεγάλη Τρίτη τροπάριο, που αρχίζει με τις λέξεις: «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…».[1]

Γεννήθηκε μεταξύ του 805 και 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Στον πατέρα της είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυλή της Βασιλεύουσας[2]. Για τη ζωή και το έργο της υπάρχει κάποια ασάφεια ξεκινώντας από το όνομά της το οποίο απαντάται στις πηγές με τις τέσσερις παραπάνω παραλλαγές. Το πρώτο, Κασσιανή προέκυψε, ίσως, ως όνομα καλογερικό. Το δεύτερο Κασ(σ)ία, χρησιμοποιείται από την ίδια στην ακροστιχίδα του μοναδικού σωζόμενου κανόνα της. Οι δύο τελευταίες παραλλαγές, Εικασία και Ικασία, προέκυψαν από το λάθος ενός αντιγραφέα που προσέθεσε το γράμμα «Ι»[3].

Στοιχεία για τη ζωή της Κασσιανής μας δίνουν, ο Συμεών ο Μάγιστρος, τον οποίο ακολουθούν και άλλοι, μεταξύ δε αυτών και ο Λέων Γραμματικός, ο Ιωάννης Ζωναράς και άλλοι. Η Κασσιανή ανήκει στους πρώτους μεσαιωνικούς συνθέτες τα έργα των οποίων σώζονται αλλά μπορούν και να ερμηνευτούν από σύγχρονους ειδικούς και μουσικούς. Έχουν διασωθεί περίπου 50 από τους ύμνους της και 23 περιλαμβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί ακριβώς ο ακριβής αριθμός του έργου της, αφού σε διαφορετικά χειρόγραφα αποδίδεται ο ίδιος ύμνος σε διαφορετικά πρόσωπα, ενώ συχνά δεν διασώζεται το όνομα του υμνογράφου.

Επιπλέον σώζονται 789 μη υμνολογικοί στίχοι. Πρόκειται για «γνωμικά». Η Κασσιανή τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν αγία στις 7 Σεπτεμβρίου[4].

Η Κασσιανή συνδύαζε εξωτερική ομορφιά, φυσικό αλλά κυρίως εσωτερικό, πνευματικό κάλλος και ευφυΐα. Σύμφωνα με πληροφορίες τριών βυζαντινών χρονικογράφων, του Συμεών του μεταφραστή, του Γεώργιου Αμαρτωλού και του Λέοντος του Γραμματικού, η Κασσιανή έλαβε μέρος στην τελική επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του, Ευφροσύνη. Κατά την τελετή αυτή ο αυτοκράτορας συνήθιζε να επιλέγει τη σύζυγο της αρεσκείας του, δίνοντάς της ένα χρυσό μήλο. Η τελετή αυτή τοποθετείται χρονικά το 821 ή το 830[5]. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα». [από τη γυναίκα ήλθαν στον κόσμο τα κακά (πράγματα)]. Αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, εύστροφη και ετοιμόλογη, του απάντησε: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω». (Αλλά και από τη γυναίκα ήλθαν στον κόσμο τα καλά), αναφερόμενη σαφώς στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Μια σπουδαία στιχομυθία που σημάδεψε τον ιστορικό χρόνο.

«Εκ γυναικός τα χείρω»

Και «εκ γυναικός τα κρείττω».

Λέγεται ότι ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίσθηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει την Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας ως σύζυγο, η οποία συνέβαλε τα μέγιστα στην αναστήλωση των Αγίων εικόνων. Ο διάλογος μεταξύ του αυτοκράτορος και της Εικασίας ευρίσκεται σε λόγο «Εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου» που αποδίδεται στον Χρυσόστομο ή στον Γρηγόριο τον Θαυματουργό (Patrologia Graeca, 50 795A), μάλλον όμως προέρχεται από τον Πρόκλο, Κωνσταντινουπόλεως (434-466)[6]. Κατ’ άλλους οι διηγήσεις του επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αφού έζησε ο Θεόφιλος.

Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή αναφέρουν ότι το 843 μ.Χ. ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε η πρώτη ηγουμένη.[7] Από μια επιστολή του Θεόδωρου Στουδίτου πληροφορούμαστε για την ενέργεια της Κασσιανής να πάει στο μοναστήρι. Εξάλλου η Κασσιανή διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα να σωθεί το έργο της. (Kurt Sherry, σελ. 56).

Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο. Καμιά άλλη βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική, δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε  από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες. Σύμφωνα με μια ανεπιβεβαίωτη παράδοση, η Κασσιανή ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας και αργότερα εγκαταστάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής της στην Κάσο, όπου και απεβίωσε μεταξύ του 867 και του 890.[8] Μετά το θάνατό της τοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν σε παρεκκλήσιο αφιερωμένο στο  όνομά της. Σώζεται σήμερα η λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου μ.Χ. αιώνα. Επίσης στο εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες πάλι, τα οστά της Κασσιανής μεταφέρθηκαν από την Κάσο στην Ικαρία. Παρόλο που κανένας συναξαριστής δεν την αναφέρει οι Κάσιοι χάρη στη συγγένειά της με το νησί τους καθιέρωσαν τη μνήμη της την 7η Σεπτεμβρίου και ο Γεώργιος Σασσός ο Κάσσιος συνέθεσε και ειδική Ακολουθία, που δημοσιεύθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1889 μ.Χ. στο Τυπογραφείο της Μεταρρυθμίσεως.[9] Το έργο της Κασσιανής είναι διαχρονικό και πάντα επίκαιρο και συγκινεί ιδιαίτερα τον ορθόδοξο κόσμο.

Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 έργα από τα οποία τα 23 σίγουρα είναι δικά της. Έχει επίσης μελοποιήσει κείμενα διαφόρων υμνογράφων. Από τα πιο γνωστά τροπάρια είναι το περίφημο «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» σε ήχο πλάγιο δ΄ που ψάλλεται στους ναούς το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, καθώς και οι ειρμοί από την α΄ και ε΄ ωδή του Κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης». Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της αποτελείται από στιχηρά για εορταζόμενους Αγίους. Στην Κασσιανή αποδίδεται και ο τετραώδιος Κανόνας «Άφρων γηραλέε» όπως και πολλά δοξαστικά, μεταξύ των οποίων και ένα περίφημο δοξαστικό των Χριστουγέννων, το «Αυγούστου μοναρχήσαντος», σε ήχο β΄. Ο βυζαντινολόγος Karl Krumbacher αναφερόμενος στην Κασσιανή αναφέρει ότι «Η Κασσιανή ήταν μια εξαίρετη μορφή και το έργο της διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθειά μόρφωση, αυτοπεποίθηση και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθειά θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, αναφερόμενος στο έργο της, έγραψε ότι «το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».[10]

Θα παραθέσουμε το τροπάριο της Κασσιανής που ψάλλεται στις εκκλησίες τη Μεγάλη Τρίτη. Επειδή πολλοί νομίζουν ότι η αμαρτωλή γυναίκα ήταν η Κασσιανή δραττόμεθα της ευκαιρίας να αποκαταστήσουμε το λάθος.

Η Κασσιανή ήταν μια οσία μοναχή του Βυζαντίου προικισμένη με σπάνια χαρίσματα και αναφερόμενη στην αμαρτωλή του Ευαγγελίου βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό της.[11] Η Κασσιανή εμπνεύστηκε το ιδιόμελο αυτό τροπάριο από τα λόγια των Ευαγγελιστών, που αναφέρονται στην ανώνυμη αμαρτωλή γυναίκα, η οποία βρέθηκε στην ανάγκη όταν αργότερα ο Ιησούς βρέθηκε στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου του λεπρού, να πάει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη και την αφοσίωσή της στον Σωτήρα Χριστό. Αγοράζει αρώματα, ντύνεται σεμνά και ταπεινωμένη και συντετριμμένη, με δάκρυα στα μάτια, έρχεται και πλένει τα πόδια του Ιησού και τα σκουπίζει με τα ξέπλεκα μαλλιά της. Τα δάκρυά της εκείνα ήταν δάκρυα ελέους και συντριβής. Κλαίει με πάθος να την ευσπλαχνισθεί ο Θεός της αγάπης και του ελέους. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (αστ΄, 6-7) μας αναφέρει: «Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτής γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου. Και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου».

Και ο Ευαγγελιστής Μάρκος (ΙΔ΄ 3) λέγει: «Και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλαβαστρον μύρον νάρδου πιστικής πολυτελούς και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής».

Και την ευαίσθητη και πληγωμένη καρδιά της Κασσιανής δεν ήταν δυνατόν να μην αγγίξει ο πόνος, η συντριβή, η μετάνοια της αμαρτωλής γυναίκας. Και διατυπώνει στο αριστουργηματικό της τροπάριο, που φέρει το όνομά της, με λυρική έξαρση και υποβλητικότητα τον δικό της ψυχικό κραδασμό και πόνο.

Το τροπάριο της Κασσιανής

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.

Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.

Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.

Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.

Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;

Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Το τροπάριο της Κασσιανής σε Νεοελληνική ερμηνεία και απόδοση

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.

Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,

Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γη.

Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.

Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους

Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;

Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος

(Μετάφραση: Φώτης Κόντογλου)

Το τροπάριο της Κασσιανής σε απόδοση του Κωστή Παλαμά

Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά, πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.

Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότης Σου μιλᾶ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!

Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ. Σοῦ φέρνω μύρα.

Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας… Νυχτιά, σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει, τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ μὲ καίει, μὲ λιώνει.

Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου, κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ τὰ δάκρυά μου.

Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!

Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί. καὶ σάρκα ἐπῆραν.

Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω, καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ θὰ στὰ σφουγγίσω.

Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε, κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονῶ, σῶσε, ἔλεος κάνε.

Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός, Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;

Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!

Ἄβυσσο ἡ κρίση.

Λέγεται, με βάση την παράδοση, ότι ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, ήθελε πριν πεθάνει να την συναντήσει για τελευταία φορά και πήγε στο μοναστήρι , όπου μόναζε η Κασσιανή. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελλί της γράφοντας το παραπάνω θαυμάσιο τροπάριο. Πιστή στη μοναχική της κλήση άφησε μισοτελειωμένο τον ύμνο πάνω στο τραπέζι και κρύφτηκε. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετανόησε για τη γεμάτη υπερηφάνεια προσβλητική συμπεριφορά του. Βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι, τα διάβασε και, πάντοτε σύμφωνα με την παράδοση, όταν ολοκλήρωσε την ανάγνωση, κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη». Φεύγοντας, εντόπισε την Κασσιανή, δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της να μην διαταραχτεί η μοναχική της κλήση και ζωή.

Μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της, διάβασε την προσθήκη και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.[12]

Γενεές γενεών συγκινήθηκαν στο άκουσμα του τροπαρίου αυτού, λύγισε η καρδιά τους, έχυσαν κρουνούς δακρύων μετανοίας, βρήκαν το δρόμο προς τον Σωτήρα Χριστόν, πλημμύρισε με θεία Χάρη η καρδιά τους.

Το τροπάριο αυτό αξίζει να μελετάμε με σεβασμό, δέος και κατάνυξη για αληθινή μετάνοια, ανάταση ψυχής και αλλαγή ζωής και πορείας προς τον Σωτήρα Χριστό.

Ας εκφράσουμε και με αυτόν τον τρόπο την ευγνωμοσύνη  μας προς τον Σωτήρα Χριστό και την Υμνογράφο Οσία Κασσιανή.


[2] Μιχαήλ Κυριάκης, Η Κασσιανή και το ανέκδοτο θεατρικό της έργο, The tragedy of a learned woman in 9th century Constantinople,Βυζαντινός Δόμος, τ. 1 (1987) σελ. 80

[3] Φωτεινή Βλαχοπούλου, Βιβλιογραφικό δοκίμιο για την Κασ(σία) – Κασ(σ)ιανή. Ο θρύλος γύρω από τη βυζαντινή ποιήτρια και η ιστορικότητα του, Βυζαντινός Δόμος. Τομ.1 (1987) σελ. 140

[4] Συναξαριστής της Εκκλησίας της Ελλάδος» (https://web.archive.org/web/2011914090209 /http://www.ecclesia.gr/greek/synaxaire/synaxari-as?minas=9 id=7)

[5] Φωτεινή Βλαχοπούλου, ο.π. σελ. 139.

[6] Σταύρος Κουρούσης, 1999, Επετηρίς Βυζαντινών Σπουδών, τ. 4 (ΜΘ)

[7] “Other Women’s Voices” (https://home.infionline.net/adisse/kassia.html).

[8] Sanidopoulos, John.”The tomb of Saint Kassiani in Kasos” (https://web.archive.prg/web/ 201900828045049)

[10] ο.π.

[11] ο.π.

Άλλες απόψεις: της Δρ. Φιλ. Μαρίας - Ελευθερίας Γ. Γιατράκου