Η μυρωδιά της… Σύνοψης

Γιάννης Τζούμας
Παρ, 26/04/2019 - 09:56

Υπήρχε πάντα μέσα στο εικονοστάσι στην κρεβατοκάμαρα των γονιών.

Δίπλα της το καντήλι αναμμένο και ένας Χριστούλης, νέος και όμορφος.

Πίσω ο Αϊ Νικόλας αυστηρός και προστατευτικός για τον πατέρα που πάλευε με τα κύματα.

Εκείνη εκεί, χοντρή για τα μεγέθη ενός βιβλίου, μικρή όμως στο ύψος και βολική για ανάγνωση στο χέρι μέσα στην Εκκλησία την Μεγάλη Εβδομάδα.

Σαν ιεροτελεστία θυμάμαι την μητέρα να την κατεβάζει και να την κρατάει τις ατέλειωτες ώρες του Εκκλησιασμού, που για μας ήταν κάτι ως υποχρεωτικός καταναγκασμός και παιχνίδι αλλά και ευλάβεια και σεβασμός, για τα Πάθη του ωραίου εκείνου στα εικονίσματα.

Ο παπά Λίλιγκας με τα πένθιμα άμφια του στην ωραία πύλη, κάτω το εκκλησίασμα, στη μέση ο Επιτάφιος στολισμένος από όλη την πιτσιρικαρία, που μαδούσε στην κυριολεξία όλους τους κήπους, γύρω τα κορίτσια να ψέλνουν τα εγκώμια, πίσω στο παγκάρι η κυρία Αρτεμισία Κλήμη, ο Θείος… γκουρού της γειτονιάς να επιτηρεί αυστηρά την ησυχία στο Εκκλησίασμα, τον παπά Λίλιγκα αν τάλεγε… σωστά, τα βλέμματα που δεν ήταν τόσο κατανυχτικά, εμάς που αν και παπαδάκια πεταγόμαστε μέχρι το Ιερό και από εκεί από την πίσω πόρτα για κανένα μπομπάκι και μετά πάλι μέσα και όλα αυτά ταυτόχρονα.

Ησυχία, κατάνυξη, μυρωδιές από κερί και μπαρούτι και λιβάνι που πότιζε τα πάντα και κυρίως τα φύλλα της Σύνοψης, που μπορεί να ήταν ποτισμένα και με δάκρυα.

«Αρατε πύλας». Από μικρός είχα την απορία τι γίνεται μέσα την ώρα που ο παπάς μας χτυπούσε με δύναμη την πόρτα του Αγιου Νικόλα, που είχε «σφραγίσει» μέχρι που μπήκαμε μια φορά κλεφτά με τον συμμαθητή μου τον Γιώργη και είδαμε την κυρά Αρτεμισία με την βοήθεια της μικρής Λουκίας, να κάνει δήθεν τη… δύσκολη στο άνοιγμα, αν είναι δυνατόν.

Στο τρίτο και πιο δυνατό χτύπημα ξεμαντάλωναν από την μια η Αρτεμισία και από την άλλη η Λουκία και η πόρτα άνοιγε θριαμβευτικά, για να μπεί μέσα το εκκλησίασμα πατείς με, πατώσε, μέχρι να μπούν όλα αυτομάτως στη θέση τους, αφού ο καθένας είχε το στασίδι του και το χώρο του και η μάνα το δικό της, εκεί μαζί με την Σύνοψη.

Και τα χρόνια κύλαγαν και τα παπαδίστικα τα έβαλαν οι μικρότεροι που περίμεναν υπομονετικά. Και ύστερα ήρθαν οι σπουδές, ο Στρατός, οι δουλειές, η οικογένεια και οι έννοιες και μεγάλοι μαζευτήκαμε να αποχαιρετίσουμε την κυρά Αρτεμισία, που γαλήνια πήγε στον Θεό της κι΄ άλλαξαν όλα και σκορπίσαμε στα πέρατα της γής και οι Επιτάφιοι άρχισαν να στολίζονται από… λουλουδάδικα και οι γειτονιές να χάνουν το νόημα και το άρωμα τους, μέχρι και οι ψαλτάδες έφτασαν να διαβάζουν από… τάμπλετ.

Κι’ απέμειναν πολλά ακόμα, τα έθιμα, το στήριγμα μας, το νόημα των Παθών και της Ανάστασης, η Εκκλησία ως μόνος χώρος, που μπορείς να ακούσεις την αρχαία λαλιά των προγόνων και απέμεινε και η Σύνοψη στο εικονοστάσι, περιμένοντας τα χέρια της μάνας, μυρίζοντας λιβάνι, καμένο κερί και δάκρυα.

 

Υ.Γ. Αφιερωμένο στη μνήμη του συμμαθητή μου του Γιώργη, που δεν μπόρεσε να τον σώσει ο Αγιος Νικόλας και τον κατάπιαν παλληκάρι τα κύματα και της Λουκίας που κοριτσάκι ακόμα κάηκε στην φωτιά ενός Καθαριστηρίου, που όλοι οι  παλιοί θυμούνται

 

 

 

 

Σχετικά Άρθρα