Πριν από λίγα χρόνια, στο Δισπηλιό της Καστοριάς, ο καθηγητής αρχαιολογίας, κ. Χουρμουζιάδης, ανακάλυψε ενα κομμάτι ξύλου, με γραφή, του 5.500 πΧ, που αποκλήθηκε «φωνήεν ξύλον». Λέγεται ότι ήταν εξάρτημα από το πλοίο «Αργώ», που έφτιαξε ο γιος του Φρίξου, Άργος, για την περίφημη αργοναυτική εκστρατεία, προκειμένου να αρπάξουν το «χρυσόμαλλο δέρας» και να το φέρουν στην Ιωλκό. Το «φωνήεν ξύλον», αποτελεί ισχυρή ιστορική φωνή, που μαρτυρεί τον ανήσυχο οδυσσεϊακό χαρακτήρα των Ελλήνων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την οικονομική τους δυσπραγία και να την αντισηκώσουν με την πνευματική τους αρματωσιά, ξεπερνώντας γεωγραφικά όρια, διευρύνοντας τον γνωστικό τους ορίζοντα και γονιμοποιώντας με τον λόγο και τη σοφία τους τον παγκόσμιο λόγο, δημιουργώντας και εξακτινώνοντας έτσι τον ελληνικό πολιτισμό. «Τη Έλλάδι πενίη αείκοτε σύντροφος έστί», κατά τη ρήση του Ηροδότου. Γι’ αυτό τον λόγο οι Έλληνες από τα βάθη των χρόνων γίνονται άποικοι. Έτσι, η κυρίως Ελλάς, η μητρόπολη, αποκτά παγκόσμια ακτινοβολία, με το πανάρχαιο φαινόμενο του αποικισμού και δημιουργεί παντού εστίες φωτεινές ελληνικού πνεύματος και την «Μεγάλη Ελλάδα», την «Magnam Greciam», την «εκτός Ελλάδος Ελλάδα». Με τον αποικισμό ιδρύεται, σε μεγάλη απόσταση από την μητρόπολη, μόνιμη εγκατάσταση των Ελλήνων, που δεν ελέγχεται από τον αυτόχθονα πληθυσμό και παραμένει σε εξάρτηση από την κυρίως Ελλάδα1. Στον χώρο της Μεσογείου σημειώθηκαν κατά το τέλος της 2ης και τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις, που ξεκινούσαν από τον ελλαδικό κορμό και κατέληγαν στα παράλια της Μακεδονίας, της Μικράς Ασίας, του Ευξείνου Πόντου, της Κάτω ’Ιταλίας και της Σικελίας, κατά πρώτο λόγο, άλλα και στην Εγγύς Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική και στην Ισπανία κατά δεύτερο. Αυτές οι πληθυσμιακές μετακινήσεις χωρίζονται σε δύο φάσεις. Στον πρώτο και δεύτερο ελληνικό αποικισμό και παρουσιάζουν πολλές ιδιαιτερότητες, σχετικές με τον χώρο, τον χρόνο, τις αιτίες, την μέθοδο, τα αποτελέσματά τους. Ο αποικισμός δεν ήταν πάντοτε ειρηνικός. Πολλές φορές οι Έλληνες άποικοι συναντούσαν την αντίσταση των ιθαγενών, όπως συνέβη στη Σικελία και στη Θράκη. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αυτόχθονες δέχονταν χωρίς προβλήματα τους αποίκους και συνεργάζονταν μαζί τους (Μασσαλία, Ναύκρατις). Οι άποικοι διατηρούσαν άρρηκτους δεσμούς με το μητροπολιτικό κέντρο, συμμετέχοντας στους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες και στις θρησκευτικές εορτές. Σ’ όλες τις χώρες που εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες και στην Κάτω Ιταλία μετέφεραν και διέδωσαν τον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης, αλλά κατόρθωσαν και να τον εμπλουτίσουν. Ο αποικισμός, που άρχισε στο πρώτο ήμισυ του 8ου και κράτησε ως τον 5ο αιώνα π.Χ., έφερε τον ελληνισμό σε ολόκληρο τον μεσογειακό χώρο και δημιούργησε πλήθος ελληνίδων πόλεων στις ακτές τριών ηπείρων, από την Ιβηρική χερσόνησο και την Λιβύη ως την Κριμαία. Ιδιαίτερα στην Σικελία, Κάτω Ιταλία, Προποντίδα και Εύξεινο Πόντο όπου συγκεντρώθηκαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί Όλες οΐ ελληνικές αποικίες και εν προκειμένω της Κάτω Ιταλίας έγιναν πολυάνθρωπα και Ισχυρά κέντρα με μεγάλη έμποροναυτική και πολιτιστική ανάπτυξη, Ο αποικισμός και στην Κάτω Ιταλία υπήρξε μία κορυφαία περίοδος της ελληνικής Ιστορίας και δικαίως θεωρείται μεγάλο βήμα στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όλη η Κάτω Ιταλία, η «Σικελία», η Σαρδηνία γέμισαν με ελληνικές εστίες. Παντού έλαμψαν ελληνικές εστίες, σ' όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Οι νέες αυτές πόλεις των Ελλήνων αποίκων γέμισαν πλούτο» δημιουργήθηκαν νέες τάξεις στις ελληνικές πόλεις: οι έμποροι και οι ναυτικοί. Όλη αυτή η οικονομική ευμάρεια μαζί με τη γνωριμία που έκανε το ελληνικό στοιχείο με τους Ιθαγενείς πληθυσμούς, είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη πολιτιστική άνθηση σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου επιστητού. Στον χώρο της τέχνης, της επιστήμης και της φιλοσοφίας, οι Έλληνες άποικοι έχουν να επιδείξουν υψηλά επιτεύγματα συναγωνιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό την μητροπολιτική Ελλάδα. Η αρχιτεκτονική, Ιδιαίτερα, με τους πολύ καλά σωζόμενους μέχρι σήμερα ναούς, και η πλαστική, με τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, υποδηλώνουν το υψηλό στάδιο καλλιτεχνικής ανάπτυξης όλων σχεδόν των αποικισμένων από Έλληνες, περιοχών της Μεσογείου. Στην Έγεστα (Σετζέστα) θαυμάζει κάνεις τον δωρικό ναό του 5ου αιώνα π.Χ, οι εργασίες του οποίου σταμάτησαν χωρίς αιτία μετά την αποπεράτωση των κιονοστοιχιών του. Σήμερα στέκεται γοητευτικός στην μοναξιά του, στις παρυφές της Σετζέστα και μας προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τις οικοδομικές τέχνες της εποχής. Στην Έρείκη έχουμε το ιερό της Αφροδίτης. Στον Σελινούντα (Σελινόντε), ένα από τα εξέχοντα κέντρα της Μεγάλης Ελλάδας, εντυπωσιάζει το πλήθος των ναών. Το ένα τρίτο της έκτασης της πόλεως είναι αφιερωμένο στο πάνθεον των ολύμπιων θεών. Ναός του Απόλλωνα, ναός της Ήρας, ναός της Δήμητρας Μαλοφόρου.
«ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ»
Στον Ακράγαντα (Αγκριτζέντο), ο τεραστίων διαστάσεων δωρικός ναός της Ομόνοιας, ο οποίος χάρη στην μετατροπή του σε βασιλική της πρωτοχριστιανικής εποχής σώθηκε σχεδόν ακέραιος. Είναι ένα από τα εντυπωσιακά οικοδομήματα που μαρτυρούν το υψηλό βιοτικό επίπεδο, χάρη στην παρουσία του αποικιακού ελληνισμού. Ο σοφός Εμπεδοκλής, γέννημα θρέμμα της πόλης, συνήθιζε να λέει για τους συμπολίτες του ότι ζούσαν σαν να ήταν να πεθάνουν την άλλη μέρα και έχτιζαν σαν να ήταν να ζήσουν για πάντα. Τα εξαίσια δείγματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι τόσο πολλά, ώστε να αποκαλείται η περιοχή του Ακράγαντα «κοιλάδα των ελληνικών ναών».
Ο ναός της Αθηνάς αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία χτίστηκε μετέπειτα ο σημερινός Καθεδρικός ναός της πόλεως, όπου η Παναγία λατρεύεται αδιάκοπα από τον 7ο αιώνα μ.Χ. Αποτελεί μοναδικό σύμπλεγμα δωρικών πυλών από πωρόλιθο και «μπαρόκ» αναγεννησιακού ρυθμού. Η πηγή της Αρέθουσας στην ακτή της Όρτυγίας, ο τεράστιος ερειπωμένος ναός του Απόλλωνος και το καλοδιατηρημένο αρχαίο ελληνικό θέατρο2 μαρτυρούν την παρουσία των Ελλήνων εκτός Ελλάδος.
Τα νομίσματα των ελληνικών αποικιών της Κάτω Ιταλίας κατά την Αρχαιότητα αποτελούν τον καθρέπτη της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού στοχασμού.
Το σέλινο εικονίζεται σε κοπή Σελινούντος, και με τα αρχικά τους γράμματα δηλώνονται οι άλλες ελληνικές πόλεις. Η Σύβαρις με το (ΣΥ), ο Κρότων (ΚΡΟ), το Μεταπόντιον (ΜΕΤΑ), ο Ακράγας (ΑΚΡΑ) κ.α. Μητροπόλεις και αποικίες, κάποτε πόλεις άγνωστες στη μεγάλη φιλολογική παράδοση και αμάρτυρες στις επιγραφές, θα διακηρύξουν τον πολιτισμό τους και τις λατρείες τους με τις κοπές νομισμάτων, Τη θέση των γραμμάτων αργότερα και των ακροφωνικών συμβόλων παίρνουν εθνικά ονόματα σε γενική πληθυντικού π.χ, ΣΥΡΑΚΟΣΙΩΝ κ.λπ3.
Στην Σικελία και στην Κάτω Ιταλία επικρατεί η χαριτωμένη συνήθεια αναγραφής του ονόματος της τοπικής ποτάμιας η άλλης θεότητας (η νύμφης) δίπλα στη μορφή της
ΓΕΛΑΣ, ΑΡΧΑΓΕΤΑΣ, ΛΕΥΚΑΣΠΙΣ, ΠΑΡΑΣ, Στην Ιταλία διαδίδεται το ευβοϊκό αλφάβητο, ίσως μέσω της Κύμης (της Καμπανίας), γεγονός που είχε ευεργετικές συνέπειες για την περαιτέρω ανάπτυξη των περιοχών αυτών. Οπωσδήποτε η αναφορά μας σε καίριες ιστορικές περιόδους δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανθολόγηση ενδεικτικών στοιχείων, χαρακτηριστικών των πολιτιστικών επιδράσεων των Ελλήνων αποίκων στη «Magna Grecia». Η παρουσία του Βυζαντίου στην Κάτω Ιταλία άφησε ίχνη ανεξίτηλα. Η περιοχή δέχθηκε την επίδραση των Βυζαντινών. Σύμφωνα με επιγραφή του 9ου αιώνα, ο αυτοκράτωρ Βασίλειος ο Μακεδών (867-886 μΧ), «μέγιστος σκηπτρούχων» και «άριστος ανάκτων», ανήγειρε το άστυ της Βάρεως, και οικοδόμησε τον ναό του Αγίου Δημητρίου. Η Βάρις, μετά την κατάληψή της από τον Βασίλειο Α', απέβη επί δύο αιώνες το κέντρο της Βυζαντινής Ιταλίας4, Ο αγώνας των Βυζαντινών κατά των Αράβων είναι νικηφόρος. Το 870 η νήσος Μελίτη (η σημερινή Μάλτα) πέφτει στα χέρια τους, πέφτουν στη συνέχεια και οι Συρακούσες στις 21 Μαΐου 878, όπως μας περιγράφει ο μοναχός Θεοδόσιος σε επιστολή του. Στη συνέχεια οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τη Σικελία, την Καλαβρία, τον Τάραντα.
Η βυζαντινή κυριαρχία εδραιώθηκε με τις επιφανείς νίκες που κατήγαγε στην Ιταλία ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς ο παλαιός, πρόγονος του ομώνυμου βασιλιά. Το 885 ανακατέλαβε την Καλαβρία και ιδρύθηκε το αυτοτελές θέμα της Λογγοβαρδίας με πρωτεύουσα την Βάρι, Με τα κατορθώματα αυτά το Βυζάντιο απέβη σπουδαία ιταλική δύναμη, Η Βυζαντινή ηγεμονίδα Θεοφανώ, θυγατέρα του Ρωμανού Β', μετά τον γάμο της με τον αυτοκράτορα Όθωνα Β’ (978-983) άσκησε επίδραση στην διαμόρφωση της αυτοκρατορικής Ιδέας και της αυλικής εθιμοτυπίας στην Ιταλία και συνέβαλε στην ανάπτυξη κάποιων κλάδων Τέχνης. Ο Όθων I, που γεννήθηκε το 980 και επιτροπευόταν από τη μητέρα του Θεοφανώ ως το 991, έλαβε εξαίρετη ελληνική παιδεία. Τα ελληνικά γράμματα διδάχθηκε ο Όθων από την μητέρα του και από τον εκ Καλαβρίας Έλληνα μοναχό Ιωάννη τον Φιλάγαθο, Η επίδραση αυτή της ελληνικής παιδείας συνέβαλε στο να θεωρείται ως προσωπικότητα ανάλογη εκείνης των βασιλέων του Βυζαντίου. Αναστρεφόταν λόγιους εκκλησιαστικούς άνδρες και ταπεινούς μοναχούς. Ως απλός προσκυνητής περιηγήθηκε τα σεπτά καθιδρύματα των νοτίων επαρχιών καθώς επίσης και την μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο όρος Γάργανο. Επισκέφτηκε επίσης την μονή Κρυπτοφέρρης. Ο Όθων Γ' διατήρησε μέχρι τέλους άριστες σχέσεις με τους Βυζαντινούς, Με την εύνοια της αυτοκράτειρας Θεοφανούς ο Φιλάγαθος προχειρίσθηκε σε αρχιεπίσκοπο Πλακεντίας, Ιδιαιτέρως εξαίρεται η ανέγερση της πόλης Τροίας στη θέση των αρχαίων Αικών (Aecae), στην οδό που οδηγεί από το Βενεβέντο στο Σίποντο. Η Τροία δέσποζε στην είσοδο της Απουλίας. Με το τέλος της τρίτης δεκαετηρίδας του ενδεκάτου αιώνα είχε αποκατασταθεί στην Ιταλία η βυζαντινή κυριαρχία. Ο ελληνισμός που ήκμασε στο ιταλικό έδαφος φέρει την σφραγίδα του βυζαντινού πνεύματος και προεκτείνει στις δυτικότατες εσχατιές τον χώρο της ελληνικής παιδείας του Βυζαντίου5. Το ελληνικό στοιχείο στην Σικελία και στην Νότιο Ιταλία υπήρξε ακμαίο από τον ένατο ως τον δέκατο πέμπτο αιώνα, Τα υπολείμματα του πρωίμου στρώματος της Μεγάλης Ελλάδος, που ενισχύθηκαν με τους εποικισμούς και τις μετακινήσεις των μέσων χρόνων, αποτέλεσαν την λαϊκή υποδομή της βυζαντινής κυριαρχίας και της πνευματικής της ακτινοβολίας. Μέχρι το έτος 1071 ο Ιταλιώτης Ελληνισμός αναπτύχθηκε υπό την αιγίδα της αυτοκρατορικής διοίκησης, Οι θεσμοί της κοινωνικής οργάνωσης, του αγροτικού βίου, της συγκρότησης των χωριών και των κάστρων, το καθεστώς της γαιοκτησίας και φορολογίας, ακλουθούν κατά βάσιν τα πρότυπα των βυζαντινών επαρχιών6, Η Τέχνη άφησε κατάλοιπα ακραιφνούς βυζαντινής εμπνεύσεως, όπως ο Χριστός του Καρπινιάνο (στο θέμα Λογγοβαρδίας), τον οποίο ζωγράφισε ο Ευστάθιος το 1020. Η Εκκλησία με την Ιεραρχία της, τα κέντρα λατρείας και τα μοναστηριακά Ιδρύματα αποτέλεσαν τα κύρια κέντρα του Ιταλιώτη Ελληνισμού. Το 754 το Ιλλυρικό, η Σικελία και η Καλαβρία αποσπάσθηκαν από την δικαιοδοσία της Ρώμης και προσαρτήθηκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στην μεγαλόνησο Ιδρύθηκε το 800 αρχιεπισκοπή με μητρόπολη τις Συρακούσες, η όποια μεταφέρθηκε στην Κατάνη, όταν οι Άραβες κατέλαβαν την πόλη. Στη Νότιο Ιταλία, λίγο μετά το έτος 800, ιδρύθηκε η αρχιεπισκοπή Καλαβρίας, Ο ελληνικός μοναχικός βίος έριξε βαθιές ρίζες στο έδαφος της Σικελίας και της Ιταλίας Η Καλαβρία του δεκάτου αιώνα ονομάσθηκε «νέα Θηβαΐζ». Σε 265 αριθμούνται τα μοναστήρια Βασιλικανών μοναχών στις περιοχές αυτές. Όλα αυτά τα καθιδρύματα απέβησαν επισημότατα κέντρα ασκήσεως και παιδείας. Το μοναστήρι της Κρυπτοφέρρης (Grottaferata), που ιδρύθηκε στην περιοχή του Τούσκουλου από τον όσιο Νείλο, τον διαπρεπέστατο από τους Έλληνες μοναχούς της Ιταλίας, ακμάζει και σήμερα ως Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών, Μουσικολογίας και Κωδικολογίας, Από τα αρχεία των ιταλιωτικών καθιδρυμάτων προέρχονται ελληνικά διπλωματικά κείμενα, τα όποια εμπλουτίζουν την ύλη της βυζαντινής Διπλωματικής. Από την Σικελία κατάγονται υμνογράφοι της μέσης βυζαντινής περιόδου, όπως ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος (816-886). Σπουδαία είναι και η αγιολογική φιλολογία των ενάρετων ανδρών από την Σικελία και την Ιταλία. Τα κείμενα αυτά είναι σπουδαίες πηγές για την ιστορία της βυζαντινής Ιταλίας και για την γνώση της κοινωνίας της7. Μετά την κατάλυση της βυζαντινής κυριαρχίας, ο ελληνισμός της Ιταλίας εξακολούθησε υπό τους Νορμανδούς και τους Σουηβούς την σταδιοδρομία του, διατηρώντας όχι μόνο την πνευματική του αυτονομία άλλα και προχωρώντας σε έργα γενναία. Δημιούργησε δύο νέους πνευματικούς χώρους, την θύραθεν λόγια ποίηση και την μεταφραστική φιλολογία. Η ανανεωμένη Ιταλία και η ελληνική παιδεία συνέχισαν την πορεία τους κάτω από ξένους δυνάστες και έγιναν γέφυρα δια μέσου της οποίας τα αρχαία και τα χριστιανικά γράμματα διοχετεύθηκαν στην Ευρώπη. Η συμβολή των Ελλήνων στην Ιταλική Αναγέννηση ανατρέχει στους βυζαντινούς χρόνους. Ο αποικισμός της Κάτω Ιταλίας από Έλληνες συνεχίστηκε και κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Το χωριό Καργκέζε ή Καρζές, η ελληνική αυτή γωνιά της Κορσικής, ιδρύθηκε από Μανιάτες φυγάδες που θέλησαν να σωθούν από τον τουρκικό ζυγό. Ονόματα δρόμων, μνημεία, όλα θυμίζουν κάτι ελληνικό. Μα πιο πολύ η βυζαντινή εκκλησία του Καρζές, με θαυμάσιες εικόνες, που έφεραν μαζί τους τον 17ο αιώνα οι Μανιάτες.
Υπάρχουν πολλές ελληνικές περιοχές, θύλακοι των ελληνικών διαλέκτων.
Ανθολογούμε ενδεικτικά. Σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το Ρέτζιο (Ρήγιο) της Καλαβρίας και από το Λέτσε βρίσκονται δύο ελληνικές γλωσσικές νησίδες, κάθε μία από τις όποιες περιλαμβάνει ένα μικρό αριθμό κοινοτήτων8, Ονομάζονται αντίστοιχα Bovesia και Grecia Salentina. Η καταγωγή τους κλασική ή βυζαντινή. Οι ερευνητές φιλόλογοι ονομάζουν τους κατοίκους τους «ανίψια του Ομήρου» και τους θεωρούν αρχαιολογικά ίχνη μεγάλης αξίας. Η ελληνόφωνη γλωσσική κοινότητα του Σαλέντο, που συνολικά ονομάζεται Grecia Salentina, αποτελείται από εννέα κοινότητες. Ο ελληνόφωνος πληθυσμός, που ζει για αιώνες στον κλειστό αυτό κύκλο της υπαίθρου, μεταδίδει την ελληνική γλώσσα προφορικά, από γενιά σε γενιά. Σύμφωνα με μία έρευνα που πραγματοποίησε ο δήμος του Καστρινιάνο, στις εννιά κοινότητες της Grecia Salentina, από τις 2.525 οικογένειες με παιδιά σε σχολική ηλικία (σε σύνολο 13.531 οικογενειακών πυρήνων), το 95,5% θεωρεί ότι είναι δίκαιο να διαφυλαχτεί η γλώσσα και ο πολιτισμός grico, 84% επιθυμεί να διδάσκεται η grico στο σχολείο, 40% γνωρίζει την Ιστορία της κοινότητάς του, 38% έχει κάνει έρευνες για την κοινότητά του, την Grecia Salentina, 85% επιθυμεί την αδελφοποίησή του με ένα ελληνικό σχολείο και τέλος ένα 90% θα ευθυμούσε να έχει φίλους Έλληνες.
Η επιθυμία για την Αναβίωση της ιδιαίτερης γλωσσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς έγινε πιο Ισχυρή τα τελευταία χρόνια. Πρόσφατα μάλιστα υπεγράφη συμφωνία ανάμεσα στις εννέα κοινότητες της Grecia Salentina για την προώθηση μίας κοινής πολιτιστικής ταυτότητας, Αυτοί οι διαλεκτικοί ελληνικοί θύλακοι, που επιμένουν εις πείσμα του χρόνου να διατηρούνται, αποτελούν αδιάψευστα κριτήρια του ιστορικού μας βάθους και της αδιαμφισβήτητης συνεχούς ελληνικής πολιτιστικής παρουσίας στη Μεγάλη Ελλάδα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Βλ. πρόχειρα, αποικισμός, Πάπυρος – Λαρούς Μπριτάνικα, Αθήνα, 1996, τομ. 10, σ. 177-180
- Βλ. πρόχειρα, Ευρώπη – Μεσόγειος 2000-2001, «Μάνος» Αθήνα 2000, σ. 94-97.
- Βλ. Σελήνη Ψωμά, Η Ελλάς των χιλιετιών και του κόσμου, Η Ελληνική, μια πάντοτε σύγχρονη γλώσσα, σελ/ 57-71.
- Βλ. Διον. Ζ. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, Αθήνα 1972, σ. 261.
- Ciro Giannelli, l’ ultimo Ellenismo neil’ Italia meridionale, en Scripta Minora, Ρώμη 1963, σ. 307 κ.ε.
- Andre Gouillou, Notes sur la societe dans ke katepanat d’ Italie au XIe sickle, en Melanges d’ Archaelogie et d’ Historie, τομ. 78 (1966) σελ. 439 κ.ε.
- Βλ. G. Da Costa- Louillet, Saints de Sicile et d’ Italie meridionale VIIIe, IXe et Xe siecles, Byzantion, τομ. 29/30, (1960), σελ. 89 κ.ε.
- Βλ. Όλγα Προφίλη, Η Ελληνική στη Νότια Ιταλία, «Διάλεκτοι θύλακοι της Ελληνικής γλώσσας», Αθήνα 1999, σ. 31.