ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
α΄ Διδάσκαλος: ερμηνευτική προσέγγιση
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έχοντας προσωπικά γευθεί μία αδιάστατη σε παιδευτική ποιότητα ζωή, στον «Επιτάφιον λόγον του εις Μέγαν Βασίλειον» χωρίς βεβαίως να απολυτοποιεί τη γνώση, κάνει τη συγκλονιστική διαπίστωση: «Οίμαι δε πάσιν αν ομολογείσθαι των νουν εχόντων παίδευσιν των παρ’ ημίν αγαθών είναι το πρώτον»[1]. Απ’ όλα δηλαδή τα αγαθά που έχουμε στη διάθεσή μας, το πρώτο είναι η εκπαίδευση[2].
Για την κατάκτηση του στόχου αυτού πρωτεύοντα ρόλο και κορυφαία θέση στην παιδευτική διαδικασία κατέχει ο διδάσκων[3].
Στην προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης και λεκτικής απόδοσης της εννοίας δάσκαλος συναντούμε πλήθος ορισμών και ερμηνειών που δύσκολα αποδίδουν με νοηματική πληρότητα μια τόσο πολυδύναμη και πολυσήμαντη έννοια.
Διδάσκαλος σε απλή απόδοση θεωρείται ο επαγγελλόμενος το διδάσκειν[4], «διδάσκαλος γραμμάτων, μουσικής, διθυράμβων, δραμάτων, κωμωδιών, κ.ά.»[5].
Η παγκόσμια βιβλιογραφία γύρω από τον διδάσκοντα, τη διδασκαλία και την παιδεία γενικότερα είναι τεράστια. Μοιάζει, αν επιτρέπεται η παρομοίωση, με μια χιονοστιβάδα˙ όσο κυλινδούται στην έκταση του χρόνου, τόσο αυξάνεται ο όγκος της»[6].
β΄ Η Παιδεία στη ροή του χρόνου
Αφ’ ότου ο άνθρωπος μπόρεσε να οργανώσει τη συμβιωτική ομάδα με μορφή «κοινωνίας», το αγαθό που αναγνώρισε και τίμησε περισσότερο από κάθε άλλο υπήρξε η γνώση[7], την οποία ο Πλάτων χαρακτήρισε θεϊκή[8] ο δε μαθητής του, ο Αριστοτέλης διακαή πανανθρώπινο πόθο: «πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει[9]». Ο άνθρωπος όλων των εποχών πίστεψε ότι ένας τρόπος σωτηρίας υπάρχει; η γνώση. Και μία οδός καταστροφής: η άγνοια[10].
Κορυφαίοι στοχαστές υποστήριξαν ότι η γνώση είτε ως προσωπική κατάκτηση είτε ως θεία αποκάλυψη είναι προϋπόθεση και εγγύηση της αρετής[11]. «Σοφία ανθρώπου φωτιεί πρόσωπον αυτού», λέγει ο Εκκλησιαστής (Η, 1) και στις Παροιμίες Σολομώντος διαβάζουμε: «οδούς δικαίας ζωής φυλάσσει παιδείαν (Ι, 17) και επομένως κρείσσων σοφία λίθων πολυτελών, παν δε τίμιον ουκ άξιον αυτής εστίν» (Η, 11).
Ένας εντυπωσιακός για τη λογική του απλότητα σωρείτης που διατυπώθηκε από Κινέζο φιλόσοφο του 6ου π. Χ. αιώνα, επισημαίνει τη σημασία της γνώσης για την ειλικρίνεια των σκέψεων των ανθρώπων, την καλλιέργειά τους, την οικογενειακή και πολιτειακή αρμονία και ευτυχία τους[12]. Δύο αιώνες αργότερα οι Έλληνες θα ονομάσουν τη γνώση με το στόμα του Πλάτωνα, επιστήμη, την οποία στους αρχαίους κλασσικούς χρόνους τοποθετούν στην κορυφή της κλίμακας των αξιών[13].
Η αρχή της αγωγής στην Ελλάδα παραμένει άγνωστη. Η ομηρική αγωγή (1100 - 800 π. Χ. θεωρείται η πρώτη στην ευρωπαϊκή ιστορία[14] και στόχευε στη δημιουργία του ήρωα, του ρήτορα, του προικισμένου με τις αρετές της μετριοφροσύνης, εγκράτειας, φιλοξενίας[15].
Στην προετοιμασία γενναίων και φιλονόμων πολεμιστών για την προάσπιση της πατρίδας και με σεβασμό προς τους μεγαλυτέρους, απέβλεπε η Σπαρτιατική αγωγή[16]. Και η παλαιότερη αθηναϊκή αγωγή είχε στόχο τη σωματική, διανοητική και πνευματική καλλιέργεια μαζί με την καλλιτεχνική μόρφωση, για να επιτευχθεί η αρμονική ανάπτυξη, η καλοκαγαθία[17].
Οι Σοφιστές, οι πρώτοι επαγγελματίες δάσκαλοι «παίδευσης και αρετής», πίστευαν στην απεριόριστη δύναμη της αγωγής, διδάσκοντας, ότι δεν υπάρχει μια σταθερή, απόλυτη και αναλλοίωτη, αλήθεια[18], σε αντίθεση με τον Σωκράτη που αναζητεί την αιώνια αλήθεια[19].
Ποικίλλουν στη ροή της ιστορίας οι παιδευτικοί στόχοι με υπογράμμιση της θέσης του Πλάτωνα, ο οποίος τονίζει τη σημασία της παίδευσης για την πειθαρχία της ψυχής, ώστε να φέρνει στην συνείδηση τη γνώση του αγαθού και να στρέφεται στο φως της αλήθειας[20].
Στόχος της ελληνιστικής παίδευσης ήταν η τελείωση του ατόμου[21], η δε παιδεία των Ρωμαίων μεταγενέστερα είχε ανθρωπιστικό χαρακτήρα με έμφαση στη διδασκαλία περί δικαίου[22].
Κατά τους Βυζαντινούς, η απαιδευσία εθεωρείτο ατύχημα και συμφορά, σχεδόν έγκλημα[23], συγγραφείς δε όπως η Άννα η Κομνηνή εγκωμιάζουν αυτούς που είχαν καλλιεργημένο πνεύμα και πολλές γνώσεις[24]. Το Βυζάντιο ήταν το μόνο Ευρωπαϊκό κράτος που διατήρησε αδιάσπαστη παιδαγωγική παράδοση επί μία χιλιετία, δίνοντας έμφαση εκτός των άλλων γνώσεων και στη Βίβλο[25].
Παρά την κάμψη της εκπαίδευσης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, οι ταπεινοί ρασοφόροι στο κρυφό σχολειό, οι δάσκαλοι του Γένους στη συνέχεια, ίδρυσαν με τη φλόγα τους πολλές εστίες γραμμάτων και έτσι διατηρήθηκε ανόθευτη και αδαπάνητη η εύκλεια του Γένους των Ελλήνων.
Αξιόλογη και η προσπάθεια του Καποδίστρια για την ίδρυση Σχολείων για το φωτισμό του γένους[26].
Κατά την περίοδο της Βαυαροκρατίας θεσμοθετείται το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα[27], για να φθάσουμε ύστερα από πολλές διακυμάνσεις στο σημερινό, για το οποίο όλοι οι εκπαιδευτικοί έχουμε άμεση αντίληψη.
γ΄ Το μορφώσιμο του ανθρώπου «Σχολεία χτίστε»
Πυρήνας της Παιδαγωγικής Ανθρωπολογίας χαρακτηρίστηκε ανέκαθεν το «μορφώσιμον» του ανθρώπου που επιτυγχάνεται με την αγωγή, μια από τις κατηγορίες της ανθρώπινης ύπαρξης[28].
Η γνώση είναι ασύνορη[29]. Και αυτός που καλείται να ανοίξει τις «βρυσομάνες» της στο παιδί είναι ο δάσκαλος. Αυτός θα το βοηθήσει να αυτοπραγματωθεί[30] με την επίδραση των παραγόντων της αγωγής και όλων των παιδευτικών ενεργειών, έχοντας υπ’ όψιν ότι η κατάκτηση της γνώσης είναι άλγημα: «Ο προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα»[31], λέγει ο Εκκλησιαστής.
Προκειμένου να σταθεί ο διδάσκων ως ανύπνωτος φρουρός στις πύλες του Πνεύματος και να αποδυθεί στον συγγενέστερο αγώνα για τη μετάδοση της γνώσης, την κατάκτηση της ελευθερίας του Πνεύματος, το φωτισμό του νου, την εκλέπτυνση της ευαισθησίας των μαθητών, τη συμπόρευση στο δρόμο για την αναζήτηση της αλήθειας, είναι ανάγκη ο ίδιος να έχει προαίρεση και δράση υψηλής ποιότητας, εάν «βουλεύεται τους πολίτας αγαθούς ποιείν και των νόμων υπηκόους»[32]. Κάθε μορφωτική ενέργεια του διδάσκοντος έχει ως σκοπόν να εκδιπλώσει τις σωματικές ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις του ατόμου, να τις μορφοποιήσει και να το οδηγήσει στη ζωή υπό ιδίαν ευθύνην[33].
Την ανάγκη της μόρφωσης υπογραμμίζει με ασυνήθιστη έμφαση Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Δασκάλους, μαθητές, φυλλάδες θέλω! Τηράτε πως κατάντησε, πως αγρίεψε το Γένος μας στην αμαθία, και ασπάζεται Τουρκών την πίστη και αφανιέται! Ξύπνια παιδιά αδελφοί, θα καραδώσετε ογλήγορα στο Γένος! Σχολειά θα φτιάχτετε! Αυτού τον λειτουργάνε το Θεό, σας κρένω! Στα φώτη, όχι στα σκότη»[34].
δ΄ Διδάσκων, ο ακρογωνιαίος λίθος της εκπαίδευσης
Ο διδάσκων υπήρξεν ανέκαθεν ο ακρογωνιαίος λίθος της εκπαίδευσης, ο φορεύς της «ανατάσεως των ψυχών»[35].
Ο Πλάτων τονίζει την αναγκαιότητα του διδασκαλικού έργου: «άνευ ποιμένος ούτε πρόβατα ούτε άλλο ουδέν πω βιωτέον ούτε δη παίδας άνευ τινών παιδαγωγών»[36].
Οι πατέρες της εκκλησίας υπογραμμίζουν ότι η μεν ύπαρξη του παιδιού οφείλεται στους γονείς, ο δε τρόπος ζωής στους διδασκάλους[37]. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ιδιαιτέρως επισημαίνει την ανάγκη του καταλλήλου, του πρέποντος διδασκάλου: «παιδαγωγού χρεία ακριβούς»[38].
ε΄ Παιδαγωγικές αρετές και χαρακτηριστικά του διδάσκοντος
Προκειμένου να καθορισθεί η ψυχή, η ουσία, ο τύπος, η ιδεώδης μορφή του διδασκαλικού προσώπου και έργου[39], ο παιδαγωγός Derbolav επισημαίνει την ανάγκη «διδασκαλίας περί των παιδαγωγικών αρετών του διδασκάλου»[40].
Ο διακεκριμένος Γάλλος Παιδαγωγός René Hubért (1959) διακρίνει τα απαιτούμενα για το ρόλο του χαρακτηριστικά σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτό που ονομάζει «κλήση» με την κυριολεκτική έννοια του όρου (vocation) και σε ικανότητες. Στις απαιτούμενες ικανότητες περιλαμβάνει ο Humbért ορισμένες «πνευματικές, ηθικές και συναισθηματικές» τη νοημοσύνη, την ικανότητα της ψυχολογικής οξυδέρκειας, τη χρηστή σκέψη, την ηθική κρίση, την αφοσίωση με χαρά, την εύθυμη διάθεση και τον ιδεαλισμό στο έργο του[41].
Ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη άσκηση του έργου του: 1) Αξιόλογες πνευματικές ικανότητες για την αποτελεσματικότερη καθοδηγητική συμμετοχή του στις πτυχές της παιδευτικής διαδικασίας, 2) Κατασταλαγμένοι αξιολογικοί προσανατολισμοί, με γνώση και ανάλογη βίωση, ώστε με την παρουσία και συμμετοχή του να καταυγάζει και γονιμοποιεί μορφωτικά κάθε στιγμή της σχολικής εργασίας και ζωής, 3) Αγάπη για το παιδί, σεβασμό στην προσωπικότητά του, συναίσθηση της κατάστασής του, φιλικότητα, υπομονή, ενθάρρυνση, ώστε να δημιουργεί στο μαθητή κλίμα εμπιστοσύνης, σιγουριάς, χαράς και διάθεση για τη μορφωτική προσπάθεια[42].
στ΄ Ο Ιησούς το αιώνιον πρότυπον Διδασκάλου
Το τελειότερον πρότυπον παιδαγωγού και διδασκάλου εμφανίζεται στο πρόσωπο του Χριστού[43] «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος»[44]. Υπήρξε αλλά και θα παραμείνει ο παιδαγωγός νέων και γερόντων όλων των αιώνων, με ασύλληπτη παιδαγωγική δραστηριότητα και μοναδική διδακτική ικανότητα[45]. Κατά το πρότυπόν του απέβησαν και οι μαθητές του διδάσκαλοι, παιδεύοντες με την παρρησία τους και διδάσκοντες την χριστιανική διδασκαλία σε ολόκληρη την οικουμένη[46].
Ο διδάσκων έχει τα χαρακτηριστικά του γνήσιου χριστιανικού βίου. Κάθε φορά που ο μαθητής θα διαβαίνει το κατώφλι της ψυχής του διδασκάλου του, να βλέπει ένα εσωτερικό απέριττο, σεμνό, καθαρό και λαμπερόν, νοιώθοντας να τον υποδέχεται με φιλικότητα[47]. Να διακρίνει στο πρόσωπό του την αποτύπωση του ευγενέστερου μίγματος του ελληνοχριστιανικού, που δημιουργεί συνειδητή πνευματική αρμονία ως μία βίωση ολοκληρωμένη, σε μία ανοδική πορεία, σφραγισμένη με την σφραγίδα της ακαταδάμαστης πίστης στην πνευματική φύση του ανθρώπου, για να γίνει ο άνθρωπος πραγματικά άνθρωπος[48].
Μπορεί εξωτερική περιβολή του να είναι απλοϊκή και απέριττη. Τη μειονεξία όμως της εξωτερικής περιβολής του αντισηκώνει με τον κόσμο και το διάκοσμο της ψυχής του[49]. Φορεί την πνευματική και διανοητική αρματωσιά του. Και γίνεται καλλιεργητής και σκαφτιάς. Φροντιστής ωστόσο ενός άλλου κήπου˙ της ψυχικής και διανοητικής άρουρας[50] των μαθητών του.
Και ο νέοι που έχουν μέσα τους ασίγαστο τον πόθο της προκοπής και την ανάγκη να σταθούν αντίκρυ σε ένα πρότυπο μπορούν με κάποια προσπάθεια να το ανακαλύψουν. Να συναντήσουν στο δρόμο της αναζήτησης τους δασκάλους, που ελάμπρυναν την έννοια του ανθρώπου, εδαπάνησαν ολόκληρο τον εαυτό τους, και εθυσίασαν και τη ζωή τους ακόμη[51].
ζ΄ Ο διδάσκων ως θρησκευτική προσωπικότης
Το στίγμα της χριστιανικής οντότητας του διδασκάλου θα μπορούσε να εκφρασθεί με τους λόγους του Μεγάλου Βασιλείου: «… Ο μετά λόγου υγιούς και βουλής αγαθής συν πολλή φροντίδι το αρεστόν τω Θεώ πάντοτε και πανταχού σκοπούμενος και κατορθών…»[52].
Ο χριστιανός διδάσκων έχει αυτοσυνειδησία της ύπαρξης και λειτουργικότητάς του. Η σχέση του με το Θεό, είναι μια διαπροσωπική διαφάνεια απείρου κάλλους, που δηλοποιείται στην ταυτότητά του, «Κατ᾽ εικόνα Θεού»[53]. Αυτή η σχέση του με το Θεό τον βοηθεί να αποκαλύψει τις ενοικούσες στην ψυχή του με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος δυνάμεις που είναι θεογενείς, αφού άνθρωπος είναι «κοινωνός θείας φύσεως». Έτσι σαν συνολική ύπαρξη είναι λειτουργός «εν Θεώ», «ένθεος λειτουργός», αλλά και κάθε ιδιαίτερη λειτουργία είναι συνεκτική δύναμη της κοινωνίας του με το Θεό[54]. Με το πνευματικό του σθένος και το πλούσιο και νοηματισμένο του έργο βοηθεί τους μαθητές του να βρουν τον εαυτό τους μέσα στην ορθόδοξη παράδοση και αγιογραφία, στην ορθόδοξη μουσική, χειραγωγώντας τους μέσα από το βαθύ δάσος των Πατέρων της Εκκλησίας το δροσισμένο από το Άγιο Πνεύμα[55]. Αισθάνεται την Ορθοδοξία ως καρδιά του Νέου Ελληνισμού. Αγωνίζεται να δεχθεί τη μεταμορφωτική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και να έχει γίνει ο ίδιος πρόσωπο[56] ώστε να βοηθήσει και τους μαθητές του να γίνουν πρόσωπα ξεφεύγοντας από το χάος και την αμορφία[57].
Πιστεύει βαθιά του ότι μόνον ο ευαγγελικός λόγος μπορεί να πλάσσει και διαμορφώσει την ανθρώπινη ψυχή, σύμφωνα με τον αρχικό προορισμό της που είναι η θέωση. Κάνει αναπνοή του την ανάταση στο Θεό, με την πιο έξοχη πράξη του πνεύματος, την προσευχή[58]. Χαράσσει για τους μαθητές του την πορεία της ορθόδοξης πνευματικότητας. Ως μέλος της κοινωνίας προσώπων που αποτελούν το μυστικό σώμα του Χριστού, έχει σφοδρή επιθυμία να συνεχίζεται το απολυτρωτικό έργο Εκείνου. Είναι ενταγμένος οργανικά μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, και προσπαθεί να αγιάζεται με το λόγο του Θεού που είναι θησαυρισμένος στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση και με την αγιαστική δύναμη των πτυχών της Θείας Λατρείας[59].
η΄ Λειτουργική μόρφωση και αγωγή
Έχοντας ο διδάσκων λειτουργική μόρφωση και αγωγή βοηθεί τους μαθητές του να συνειδητοποιήσουν ότι με τη λατρεία γίνεται η είσοδος και η οργανική ένταξή τους στην πραγματικότητα του κόσμου, που μεταμορφώνεται και καινοποιείται. Ιδίως η Θεία Ευχαριστία είναι η «ενεργοποίηση του νέου αιώνα» μέσα στα τοπικά και χρονικά πλαίσια του παλαιού[60]. Ο πιστός διδάσκων με τη λειτουργική αγωγή προσπαθεί να δημιουργήσει στο εσωτερικό των παιδευομένων αληθινές ανακατατάξεις͵ να σχίσει το πυκνό δίχτυ και πλέγμα των κακών ενστικτωδών παθών, να εκκολαφθούν μέσα στις ψυχές τους πλείστες καινούργιες δυνατότητες, ώστε να νικάται διά της Θείας Χάριτος «η των νόμων ακολουθία»[61]. Η ύπαρξη του διδάσκοντος νοηματίζεται όταν συνδέεται με την Αγία Τράπεζα που νευρώνει τη ζωή. Στα πλαίσια της ορθόδοξης λατρείας βιώνει τη δυναμική της «καλής αλλοιώσεως» που εγκαινιάζει Χριστός στον εξωτερικό και εσωτερικό χώρο. Αγωνίζεται να είναι ο βίος του «κεκαθαρμένος» ή ακριβέστερα καθαιρόμενος. Τα αγαθά αντανακλαστικά της προσπάθειάς του αυτής θα είναι εμφανή στη ζωή των μαθητών του. Η εντελέχειά του είναι να οδεύει προς τα άνω. Έχει σκοπόν «Θεώ συγγενέσθαι και τω ακραιφνεστάτω φωτί κραθήναι». Οποιασδήποτε ειδικότητας και αν είναι θεωρεί πρώτιστον καθήκον του να ενεργοποιεί το Μυστήριον της μετανοίας, ώστε υπεράνω του κόσμου της βιολογικής, ψυχολογικής και κοινωνικής νομοτέλειας να ξεσπά συχνά με απότομη μεταλλαγή ο κόσμος της πνευματικής ελευθερίας που αναμορφώνει τη ρυπωμένη εικόνα της ψυχής στο πρωτόκτιστον κάλλος, κηρύσσοντας τον Θεό ως το οντικό θεμέλιο και την πηγή όλων των αξιών και αγαθών[62].
Με την εμπνευσμένη ζωή του και τα λόγια του αναμοχλεύει τα έσχατα οντικά βάθη των μαθητών του, ώστε να γίνονται «Χριστόμορφοι»[63]. Χρέος του έχει να καταστήσει την ψυχή του παιδιού «άβατον εις την κακίαν», διότι διαφορετικά «ο ουκ ειδώς α χρη περί της ορθής διδάσκειν διδασκαλίας, πόρρω έστω θρόνου διδασκαλικού»[64]. Πρέπει να είναι «φιλόπαις» και «φιλόθεος»[65].
Η ατελέσφορη διδασκαλία οφείλεται κατά κύριον λόγο σ’ αυτόν.
Πρώτα καρπώνεται ο ίδιος από την ωφέλεια των θείων λόγων, αποβαίνει «αρχέτυπον βίου» κι έπειτα διδάσκει τους μαθητές. Διότι αλοίμονο, οι δάσκαλοι με εντυπωσιακή πολλές φορές ευαισθησία συλλαμβάνουν χριστιανικές ιδέες και έννοιες, που ποτέ δεν κατορθώνουν να εξαργυρώσουν το νόμισμα της πρακτικής τους εφαρμογής. Πρόθυμοι θεωρητικοί των ωραίων αποφάσεων σταματούν πολλές φορές πανικόβλητοι μπροστά στην «παιδίσκη» της «αυλής του άρχοντος του κόσμου τούτου»[66]. Όπως ο Ιερεύς λειτουργεί στο Ιερό Θυσιαστήριο, ο εκπαιδευτικός ιερουργεί σε ένα άλλο, το παιδευτικό θυσιαστήριο.
Προχωρεί στη συνειδητοποίηση της «ιερατικής λειτουργικής» του ταυτότητας[67] βοηθώντας τους μαθητές να αναγεννηθούν, κάτω από τις θεολαμπείς επισκιάσεις του Αγίου Πνεύματος[68].
Δεν ενδιαφέρεται για το πρωτείον της θέσεως αλλά για το πρωτείον της διακονίας. Δεν βιάζεται να αναγνωρισθεί. Δεν θυσιάζει ποτέ στην αμεσότητα την τελειότητα[69]. Μεταγράφει το ευαγγέλιο στη ζωή του[70]. Διατυπώνει στη γραπτή και προφορική του γλώσσα την πνευματική του ουσία, ώστε φεύγοντας κάποτε για τον ουρανό, θ᾽ αφήσει τη διδασκαλία του πίσω, καθώς ο Προφήτης Ηλίας τη μηλωτή στο μαθητή του[71].
θ΄ Ο διδάσκων γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας
Προσήλωσή του στα εθνικά ιδεώδη
Μαρτύριο είναι η μνήμη αλλά και χάρισμα. Ο άνθρωπος αξιώθηκε να γνωρίσει την ηθική χαρά και την ηθική οδύνη, επειδή δεν λησμονεί[72].
Αντίθετα η λήθη λειτουργεί διαβρωτικά στη στρατηγική της Ιστορίας[73]. Η μνήμη είναι το ισχυρότερο αμυντήριο που διαθέτει ο διδάσκων. Αυτό μας κράτησε στους αιώνες με την πληθυντική, τη διαχρονική ψυχή του, «το εμείς» του Μακρυγιάννη.
Εδώ και εικοσιπέντε αιώνες ο Αισχύλος θέλησε να του γράψουν πάνω στον τάφο του επιτύμβιο, όχι πως στάθηκε ο δημιουργός της «Ορέστειας» αλλά πως πολέμησε στο Μαραθώνα.
Ο δάσκαλος έχει υποχρέωση να καλλιεργεί στα παιδιά εθνική ευαισθησία, ώστε να μη μείνουν οι ψυχές τους ανοχύρωτες μέσα στη γενική κρίση που τα περιβάλλει[74].
Ξέροντας πόσο επώδυνο είναι να αποσύρεται κανείς από το προσκήνιο της ιστορίας[75], φροντίζει με τον παλμό του να τους καλλιεργεί εθνική συνείδηση. Να κατανοήσουν αυτό που είχε πει η Αμερικανίδα Ελληνίστρια Ήντιθ Χάμιλτον: «Εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια η Ελλάδα ανακάλυψε την Ελευθερία. Μέχρι τότε η έννοια αυτή ήταν άγνωστη… Ολόκληρος ο Δυτικός Πολιτισμός μας έχει βαθιά τις ρίζες του σε ό,τι σκέφθηκαν κι’ έπραξαν οι Έλληνες πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Στα χρόνια αυτά ποτέ δεν ξεπεράστηκε η Ελλάδα στην έρευνα της αλήθειας και στη δημιουργία της ομορφιάς[76].
Ο διδάσκων για να μορφώσει την εθνική συνείδηση των παιδιών πιστεύει πρώτα αυτός ότι στο Ελληνικό μας «είναι» διατηρείται σαν βαθιά καταβολή η λαχτάρα της Ελευθερίας, συγχωνευμένη με τη χαρά της ζωής, την ερευνητική ανησυχία της σκέψης, την ευφρόσυνη αίσθηση της ομορφιάς[77].
Αν οι διδάσκοντες δεν έχουν συνείδηση της ελληνικής μας ταυτότητας οι συνέπειες είναι δυσάρεστες.
Σε μια δημοσκόπηση (Gallop) που έγινε, όσον αφορά τις γνώσεις μας για την πολιτιστική μας κληρονομιά, κάποιος συντάκτης σταματούσε στους δρόμους της Αθήνας και ρωτούσε περαστικούς όλων των ηλικιών «Τι είναι ο Παρθενώνας». Όλοι όσοι ερωτήθηκαν, δέκα ή δεκαπέντε, όχι μονάχα αγνοούσαν τι είναι ο Παρθενώνας, αλλά έδωσαν τις πιο απροσδόκητες απαντήσεις με το πιο απερίγραπτο κυριολεκτικά ύφος. Μια νεαρή είπε πως «δεν ασχολείται με τέτοια». Κάποιος άλλος είπε πως «είναι βέβαια παλιός, κάπου στα χίλια οκτακόσια τόσα, άλλος πως ήταν δικαστήριο, άλλος σχολείο, ένας αγανάκτησε που δεν τον αφήνουν στις σκοτούρες του και τον απασχολούν με τέτοιες ανοησίες» κ.ο.κ.
Ο συντάκτης είχε την έξυπνη ιδέα να θέσει το ίδιο ερώτημα σε μερικούς ξένους. Αν δεν ήταν απόλυτα ενήμεροι, κανείς βέβαια δεν απάντησε τόσο ανόητα όσο ο Έλληνες και είναι χαρακτηριστικό πως η τελευταία απάντηση που δόθηκε από κάποιον Ιάπωνα ήταν ακριβέστατη σε όλα τα σημεία[78]. Οι απαντήσεις που δόθηκαν μαρτυρούν την πνευματική μας φτώχεια και αναπηρία. Μέσα σ᾽ αυτήν την πνευματική δίνη καλείται ο διδάσκων να μεταλαμπαδεύσει στα παιδιά τον ιστορικό μας πλούτο για αναβάθμιση και ποιότητα ζωής[79]. Να διδάξει ότι όταν ο άνθρωπος βυθίζεται στους καιρούς που έχουν σιγήσει και στους πολιτισμούς που κάποτε έλαμψαν, πραγματοποιεί ανακουφιστικές αποδράσεις από την καθημερινότητα, προσανατολίζοντας σταθερά προς αυτούς το πνεύμα[80].
Ο πρόσφατα τιμηθείς από το Δήμαρχο Αθηναίων διάσημος Βρετανός Βυζαντινολόγος σερ Στήβεν Ράνσιμαν είπε μεταξύ άλλων: «Θα ήθελα να πω στους Έλληνες ένα μήνυμα: Να θυμούνται ότι το παρελθόν τους πολλές φορές υπήρξε σκοτεινό, αλλά όταν το παρελθόν είναι σκοτεινότερο ακριβώς τότε είναι και ηρωικότερο. Το ελληνικό πνεύμα υπήρξε σταθερό και αμετακίνητο, διότι κατάφερε να επιβιώσει μέσα από αιώνες σκλαβιάς χωρίς ποτέ να κατασταλεί ο Ελληνισμός»[81]. Και στο βιβλίο του «Η μεγάλη Εκκλησία» σημειώνει: «Η ορθοδοξία διατήρησε τον Ελληνισμό κατά τη διάρκεια των μαύρων αιώνων... Ο Ελληνισμός πρόσφερε ελπίδα πάνω στη Γη»[82].
Αδικεί λοιπόν τον εαυτό του και το μαθητή του ο Έλληνας εκπαιδευτικός αν αγνοεί ότι ο Ελληνισμός από τα χρόνια του πολιτιστικού όρθρου της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα στάθηκε η διηνεκής παρουσία που βοήθησε τους άλλους λαούς να βρουν το δρόμο τους[83].
ι΄ Ο διδάσκων, άριστος χειριστής του προφορικού και του γραπτού ελληνικού λόγου.
«Η καρδιά ενός έθνους χτυπάει μέσα στη γλώσσα του»[84] είχε πει ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
Γλώσσα και ελευθερία είναι οι θεμελιακές βάσεις ενός έθνους και οι πρωταρχικές υποθέσεις που βασάνιζαν χωρίς διακοπή το νου του Εθνικού μας ποιητή: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;»[85]
Δεν δικαιολογείται να αγνοεί ο κάθε εκπαιδευτικός ότι η ελληνική γλώσσα είναι «το μακρύτερο ύδωρ του κόσμου, που φτάνει ως εμάς, κατηφορίζοντας απάνω από τα λευκά μαλλιά του Ομήρου»[86] και «ότι πρόκειται για μια γλωσσική κοίτη που κατέβασε πολύ ψυχή και πολύ φως»[87]. Δεν επιτρέπεται ακόμα να αγνοεί ότι η γλώσσα μας αποτελεί το διεθνή γλωσσικό άξονα και ότι όλες οι γλώσσες εξακολουθούν να δανείζονται λέξεις από το διαχρονικό γλωσσικό μας μεταλλείο[88].
Πρόσφατα οι Βάσκοι ευρωβουλευτές πρότειναν την καθιέρωση της Ελληνικής ως επίσημης ευρωπαϊκής γλώσσας[89]. Και η αντιπροσωπεία της Ισπανίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέβαλε πρόταση σχετικά με τη διδασκαλία της κλασσικής Ελληνικής γλώσσας και παιδείας»[90]. Αυτές οι ενέργειες των Ευρωπαίων πρέπει να ευαισθητοποιούν εμάς τους Έλληνες εκπαιδευτικούς για λογικές και νόμιμες αντιδράσεις, διότι δυστυχώς ασεβούμε απέναντι στο «ιερό σκεύος της ψυχής»[91], όπως αποκάλεσε την ελληνική γλώσσα διανοητής των χρόνων μας.
Ο ευσυνείδητος διδάσκων διατυπώνει με τη γλώσσα του την πνευματική του ουσία[92]. Και μέσα από τον γραπτό λόγο αναδύεται. η μορφή του, σαρκωμένη σε γλώσσα[93], «οίον εν εικόνι το αρχέτυπον θεωρείν εθέλοντες»[94].
Χειριζόμενος ορθά την ελληνική γλώσσα δηλώνει εμφαντικά την ιθαγένειά του, καταφάσκει τη μαχόμενη ζωντανή Ορθοδοξία και μαθητεύει στο πνεύμα της Ελευθερίας[95].
Χειρίζεται τη γλώσσα ως μέθοδο διαστοχασμού, αλλά και ως προοπτική για την αντίληψη και τη σημασιολόγηση των πραγμάτων[96]. Η ελληνική γλώσσα, όλο κομψότητα και ενάργεια, έγινε το όργανο του έπους, του λυρικού λόγου, της φιλοσοφίας[97].
Δυστυχώς πολλοί εκπαιδευτικοί, και με πολλές περγαμηνές ακόμη βαρβαρίζουν και σολοικίζουν[98]. Εκφράζονται με τρόπο που μαρτυρεί αναρχία και ασυδοσία[99]. Κι’ όμως είναι ανάγκη να μπει πειθαρχία στο λόγο.
Ο διδάσκων είναι λεξιγνώστης, όχι λεξιθήρας. Αισθάνεται επιτακτική την ανάγκη να σπουδάζει διαρκώς τη γλώσσα για να μην παρουσιάζονται συχνά τα γλωσσικά ευτράπελα[100].
Η ελληνική είναι η γλώσσα με την αισθητική τελείωση. Όλοι οι ξένοι τη θαυμάζουν για τη μουσικότητα, το ρυθμό, την αρμονία.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος σχολιάζοντας την κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είπε: «Αν μου ζητούσαν να ζωγραφίσω την Ελλάδα ανάπηρη, θα την έγραφα χωρίς πνεύμα και με ένα λάμδα»[101]. Η ανάσχεση που παρατηρείται σήμερα στη φυσική εξελικτική γλωσσική μας ιστορία οφείλεται στην αμβλυμένη εθνική μας συνείδηση[102].
Ο Ένρυ Κίσσιγκερ είχε πει για μας τους Έλληνες: «αν θέλουμε να τους εξαφανίσουμε να τους κόψουμε τις ρίζες της γλώσσας τους»[103].
Ατενίζοντας την Ευρώπη του 1992 να ξανανιώσουμε την υπερηφάνεια που ένιωσε ο ήρωας του ποιήματος «Στα 200 π.Χ.» για την εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στα πέρατα του κόσμου[104]. «Και την κοινήν Ελληνική λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμε, ως τους Ινδούς». Η υπερηφάνεια του όμως αυτή μετατρέπεται σε λύπη και συντριβή στο ποίημά του «Ποσειδωνιάται» όταν βλέπει κάποιους Έλληνες να χάνουν «την γλώσσαν την ελληνικήν»[105]. «Και τώρα πως έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά βγαλμένοι, ω συμφορά! Απ’ τον ελληνισμό»[106].
Η γλωσσική διδασκαλία είναι το πρώτο εργαλείο στα χρόνια που πλάθεται η ψυχή του παιδιού και το μυεί στην τελετή ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, που αντανακλά μια λειτουργία καταγωγής[107].
Στην Ελλάδα φτιάχνονται δυστυχώς ξενόγλωσσα σχολεία και αλλοτριώνονται τα ελληνικά κι’ όποιος θέλει να σπουδάσει ελληνικά θα τον στείλουμε στο εξωτερικό να τα μάθει εκεί[108].
Ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής, θρύλος των γηπέδων, ο Πάουλ Μπράϊτνερ, εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο σε ηλικία 32 ετών και έγινε αντιπρόσωπος της Εταιρείας αθλητικών ειδών «Adidas». Με την ιδιότητά του αυτή επισκέφθηκε τη χώρα μας και έδωσε συνέντευξη Τύπου σε μια εφημερίδα[109]. Είπε ότι έχει σπουδάσει Παιδαγωγικά, Φιλοσοφία και Ψυχολογία, Αρχαία Ελληνικά και Νέα Ελληνικά και ότι ακόμη διαβάζει τη γλώσσα των εφημερίδων μας. Μας ειρωνεύτηκε που καταργήσαμε τους τόνους και τα πνεύματα.
Ο Μπράϊτνερ δεν είναι «σοφολογιώτατος» ούτε «σκοταδιστής». Είναι διάσημος Ευρωπαίος τεχνοκράτης... «Adidas». Σύγχρονος διανοητής υπέθεσε ότι αν τον προσλάβουμε ως σύμβουλο στο Υπουργείον Παιδείας, ίσως ό,τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τα προοδευτικά κεφάλια, το κάνουν τα πόδια. Μπορεί να δώσει το επανορθωτικό λάκτισμα στη σφαιρική γλωσσική μας ασυδοσία[110].
ια΄ Επιστημονική κατάρτιση του διδάσκοντος
Εγνώρισε η ανθρωπότητα κατά το παρελθόν πολλά φωτεινά πνεύματα και τα περιέβαλε με σεβασμό[111]. Τα διδακτικά τους μηνύματα έχουν διαχρονικότητα. Κανείς όμως δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχει σ᾽ αυτούς η πλήρης αλήθεια και η απόλυτη αυθεντία. Ακόμη και οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι επαναλαμβάνουν το Σωκρατικό: «Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα»[112].
Το διδασκαλικό έργο είναι προϋπόθεση ανάπτυξης της προσωπικής αυθεντίας[113]. Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται από το βαθμό οικειοποίησης από τον ίδιο τον διδάσκοντα του διδακτικού αντικειμένου και γενικώς των μορφωτικών αγαθών της ειδίκευσής του[114].
Στην εποχή μας οι γνώσεις προχωρούν με αστρονομική ταχύτητα. Και οι μη ειδικοί ακόμη γνωρίζουν τι τολμηρές διανοητικές κατασκευές και τις αλλαγές που σημειώθηκαν στη θεώρηση του φυσικού σύμπαντος[115]. Σύνθημα του σημερινού ανθρώλου είναι: «Knowledge is power» (= η γνώση είναι δύναμη). Μπροστά στην καλπάζουσα πρόοδο των επιστημών ο διδάσκων έχει αυξημένη ευθύνη. Δεν μπορεί να μένει σε αποστεωμένες μορφές παιδείας, αφού μάλιστα έχει την εξαιρετική τιμή να είναι τροφός του πνεύματος.
Στοχεύει στην «διά βίου παιδείαν»[116] πρώτα για τον εαυτό του.
Δυστυχώς πολλοί διδάσκοντες θεωρούν τη συνεχή μάθηση πολυτέλεια: «αταλαίπωρος τοις πολλοίς η ζήτησις της αληθείας και επί τα ετοίμα μάλλον τρέπονται»[117].
Σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη υπάρχουν ειδικά τμήματα μετεκπαίδευσης διδασκόντων όλων των βαθμίδων, κατά τη διάρκεια του έτους ή των θερινών διακοπών και είναι υψηλής στάθμης[118].
Να είναι τέτοια η επιστημονική κατάρτιση και το ήθος του διδάσκοντος, ώστε να δίνει κίνητρα στους διδασκόμενους για να γίνουν καλύτεροί του.
Αξίζει να μνημονευθεί, αποσπασματικώς χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανόν τον Λεκαπηνόν ένας σπουδαστής από την Τραπεζούντα, ο Αβράμιος, μόλις είχε τελειώσει την μόρφωσίν του εις την Κωνσταντινούπολιν. Είναι μαθητής του Αθανασίου, ο οποίος είναι πρύτανις του Πανεπιστημίου και έχει τοιαύτην πρόοδον εις τας σπουδάς του, ώστε αποκτά ειδικήν εξουσία επί των συμμαθητών του. Οι συμμαθηταί του τον εκλέγουν καθηγητήν και επιτυγχάνουν από τον αυτοκράτορα την υπογραφήν σχετικού διατάγματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι σπουδασταί προσέρχονται κατά μάζας εις τα μαθήματα του Αβραμίου και ο Αθανάσιος ευρίσκεται με ολίγους μόνον σπουδαστάς. Εκ σεβασμού προς τον διδάσκαλόν του ο Αβράμιος θέλει να του στείλει μερικούς από τους μαθητάς του αλλά αυτοί αρνούνται να τον εγκαταλείψουν. Ο αυτοκράτωρ είναι ανίκανος να σταματήσει την απεργίαν. Ο Αβράμιος μεταφέρει την έδραν της διδασκαλίας του εις απομεμακρυσμένον κτίριον, αλλά οι σπουδασταί τον ακολουθούν, Τότε ο Αβράμιος, ο οποίος διήγε ήδη ζωήν ασκητού εγκαταλείπει την διδασκαλίαν και γίνεται μοναχός. Αναχωρεί διά το όρος Άθω και υπό το όνομα του Αθανασίου αποβαίνει ο ιδρυτής της Λαύρας»[119].
Άθλος του διδάσκοντος που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ευθύνης, να αναδεικνύονται οι μαθητές του ανώτεροί του κι᾽ αυτοί με τη σειρά τους μαζί με το σεβασμό και την ευγνωμοσύνη να παραχωρούν τα πρωτεία στο δάσκαλό τους.
ιβ΄ Ήθος - ενθουσιασμός - δραστηριότητα του διδάσκοντος
Ο διδάσκων καλείται να τανύζεται καθημερινώς προς τα, ύψη με ένα ρίγος θείο[120]. Ζη κατ’ επιστήμην και συγχρόνως κατ’ αρετήν[121]. Ζη τα πνευματικά με το υπέρλογο[122], ξεφεύγοντας από τον κλοιό του εγωϊσμού, μεταθέτοντας το κέντρο του κόσμου από το Εγώ στο Συ με τη βαρυσήμαντη κίνηση της αγάπης[123]. Και έχει εσωτερική αρμονία και γαλήνη, ευγενείς ενθουσιασμούς και υψηλές ανατάσεις[124]. Διδάσκει με ψυχή παλλόμενη. Εξωτερικεύει το θησαυρό της καρδιάς του με τα λόγια, το βλέμμα, τη χειρονομία, τον τρόπο που περπατεί ή κάθεται, με όλη γενικώς τη συμπεριφορά του. Ομιλεί και χωρίς να ανοίγει το στόμα του με την ακτινοβολία του χαρακτήρα του και την αίγλη του παραδείγματός του[125]. Η επίδρασή του πάνω στους μαθητές του δεν προέρχεται από την ευφράδεια της στιγμής, αλλά από τη συγκομιδή του στοχασμού μιας ολόκληρης ζωής που είναι αποθηκευμένη στα μάτια[126]. Πνεύμα αλύγιστο, αλλά όχι αλλόγιστο. Μοιάζει με την πυξίδα. Ενώ μένει αμετακίνητος στις αξιόλογες του θέσεις, δείχνει στους άλλους την ορθή κατεύθυνση[127].
Γίνεται πρώτα διδάσκαλος του εαυτού του, κατά την προτροπή του ιερού Χρυσοστόμου; «Δίδαξον σεαυτόν πρώτον. Ώσπερ γαρ ο λύχνος; όταν αυτός γένηται λαμπρός μυρίους δύναται ανάψαι εσβεσμένος δε ουδέ εαυτώ παρέξει φως ούτε ετέρους ανάψαι λύχνους δυνήσεται, ούτω και επί του βίου του καθαρού εάν το εν ημίν φως λαμπρόν η μυρίους και μαθητάς και διδασκάλους εργασόμεθα, ώσπερ αρχέτυπον προκειμένοις»[128].
Β. ΜΕ ΤΗΝ ΠΝΟΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
Η διδασκαλία είναι «μία μορφή ζωής που τροφοδοτεί τη ζωή»[129]. Δεν είναι διαδικασία μονοδρομική και μονοδιάστατη[130] αλλά συνάντηση μαθητών-διδασκάλου. Ο διδάσκων υποκινεί με ενθουσιασμό τα διαφέροντα των παιδιών και αφυπνίζει τις πνευματικές και ηθικές τους δυνάμεις[131]. Στοχεύει στην αυτενεργό μάθηση[132].
Δεν απευθύνεται στους διδασκομένους απροσώπως με το επιτακτικό «πες μας εσύ»[133], αλλά επωνύμως, φιλικά. Τότε και οι μαθητές προσφωνούν τον/την, «Κύριο» ή «Κυρία», αποδεχόμενοι στο γλωσσικό επίπεδο και ενσωματώνοντας στο ψυχολογικό ότι πρόκειται για τον Κύριο και Αυθέντη του νου και της καρδιάς τους, τον κήρυκα της γνώσης και της αλήθειας που οφείλουν να τον ακούν και να τον σέβονται[134].
Αν η διδασκαλία συχνά αποτυγχάνει και μαθητές άριστοι πολλές φορές δεν αποδίδουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα ή μισούν το μάθημα, είναι διότι ο διδάσκων τους αντιμετωπίζει με σκληρότητα, ειρωνεία, αδιαφορία για τις φυσικές ή αντικειμενικές δυσκολίες τους. Δεν σκύβει με στοργή, στις δυσκολίες τους, δεν ασκεί εξατομικευμένη παιδαγωγική.
Υπάρχει επίσης τάση από μέρους ορισμένων διδασκόντων να υπερφορτώνουν τα παιδιά, με σκοπό την προσωπική τους επίδειξη[135]. Δεν συντονίζουν την ποσότητα της ύλης με εκείνη που παραδίδουν οι συνάδελφοί τους και αντί να προάγονται τα παιδιά σε μόρφωση νοητική και ψυχική, χάνουν συνεχώς και τα όσα έχουν κερδήσει και ενώ έχουν ικανότητες, απογοητεύονται και διατηρούν ανεξάλειπτη ισόβια πικρία για τον δάσκαλο[136] που ανέκοψε την ανοδική τους πορεία.
Μήπως ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο διδάσκαλοι χωρίς βαθιά επιστημονική και παιδαγωγική συγκρότηση;[137] Τι θα κάνουμε για να επιτύχουμε τον ιδεώδη διδάσκοντα με την ιδεώδη διδασκαλία; Πώς θα εξυγιανθεί η διδασκαλία που νοσεί; Τα εκπαιδευτικά προγράμματα συμβάλλουν στην αναβάθμιση του διδάσκοντος και της διδασκαλίας; Καιρός για βαθύτερη έρευνα και αυτοκριτική.
Αν επίσης η επιστημονική κατάρτιση του διδάσκοντος είναι ελλιπής, οι μαθητές καθίστανται ημιμαθείς, πράγμα που κατακρίνει ο χριστιανισμός διά του στόματος του Ιερού Χρυσοστόμου: «Βέλτιον αγνοείν καλώς ή μανθάνειν κακώς»[138]. Καλύτερα να αγνοεί, κανείς εντελώς παρά να μαθαίνει πλημμελώς.
Στη λαϊκή προτροπή «Μάθε παιδί μου γράμματα για να γίνεις Άνθρωπος», προσδιορίζεται ο γενικότερος σκοπός της αγωγής αλλά και ο γενικότερος ρόλος του ατόμου στη μαθησιακή διαδικασία (διότι λέει, «μάθε παιδί μου…» και όχι πήγαινε να σου μάθουν»)[139].
Η μάθηση δεν προσφέρεται απλώς από τον διδάσκαλο αλλά κατακτάται από τον μαθητή και απαιτεί κατανάλωση νοητικής ενέργειας[140]. Η κοινή έκφραση των διδασκάλων π.χ. «Εγώ θα σου κάνω μαθηματικά ή ελληνικά κ.λπ.» είναι λανθασμένη. Η σωστή είναι: «Θα σε βοηθήσω να μάθεις…»[141].
Ένας αμερικανός φοιτητής μήνυσε το Πανεπιστήμιο Κολούμπια των Η.Π.Α., γιατί ενώ είχε πληρώσει τα δίδακτρα στο Πανεπιστήμιο αυτό δεν του έδωσε γνώση. Το Πανεπιστήμιο απάντησε ότι η συμφωνία περιέλαβε την υποχρέωση του Πανεπιστημίου «να εκθέσει» το φοιτητή στο γνώση, η απόκτηση της οποίας ήταν και ευθύνη του φοιτητή.
Ωστόσο, για να είναι δυνατή η γνώση, η διδασκαλία πρέπει να είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διευκολύνει το έργο της μάθησης.
Έτσι και το παράπονο του φοιτητή είχε τη λογική του βάση[142].
Συμπέρασμα. Για να διδάξει κανείς π.χ. «Στο Γιάννη μαθηματικά» (έτσι ώστε ο Γιάννης να μάθει τα μαθηματικά αλλά και να αγαπήσει τη μάθηση), δεν αρκεί μόνο να ξέρει μαθηματικά αλλά πρέπει να ξέρει και το Γιάννη[143].
Ο εκπαιδευτικός ενδιαφέρεται για όλους και για τον καθένα μαθητή του ξεχωριστά κατά το υπόδειγμα του Κυρίου μας: «Έκαστον άνθρωπον τοσούτω μέτρω αγάπης φιλεί, όσο την οικουμένην άπασαν», παρατηρεί χαρακτηριστικώς ο Ιερός Χρυσόστομος[144].
Τέλος, η διδασκαλία επιτυγχάνει, όταν ο διδάσκων παρουσιάζει ταυτότητα λόγων και έργων.
ιδ΄ Πίστη – Το αέτωμα της διδακτικής δημιουργίας
Η ορθόδοξη χριστιανική πίστη πρέπει να αποτελεί το ασάλευτο υπόβαθρο και αέτωμα της διδακτικής δημιουργίας[145].
Πόθος διακαής του διδάσκοντος να γνωρίσει στους μαθητές του την ομορφιά του προσώπου του Ιησού: «Ίνα γινώσκουσί σε τον μόνον αληθινό Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν[146].
Εμβολιάζει τις ψυχές τους με την πίστη, διδάσκοντας ότι στις δύσκολες ώρες, που «πόνος και χαρά είναι δυο συνημμένα εκ μιας κορυφής» μπορούν να προσβλέπουν μόνο σ’ Αυτόν με στεναγμούς ευγνωμοσύνης κι’ ελπίδας[147].
ιε΄ Τρικυμία εθνικού ψυχισμού
Δεν είναι ανάγκη επίσης να είναι ο εκπαιδευτικός μόνον Φιλόλογος ή Ιστορικός για να διδάσκει την ιδέα της πατρίδας και τη διάσταση της έννοιας του ηρωϊσμού και της ελληνικής ιδέας.
Όλοι οι δάσκαλοι, στις δραματικές στιγμές του αιώνα μας που ο κόσμος φτωχαίνει και πληθαίνει η παγκόσμια απόγνωση, διδάσκουν ότι ένα μόνο μένει σταθερό: η Ελλάδα-Ιδέα με την αθάνατη παρακαταθήκη της Ορθοδοξίας[148]. Η Ελλάδα πλατιά, όσο ο κόσμος και βαθιά όσο ο βαθύς πόντος[149]. Όλα τα πατριωτικά τραγούδια που έχουν τραγουδηθεί στον κόσμο είναι η παραλλαγή και ανάπτυξη της υποθήκης του Τυρταίου[150].
Διδάσκει πως οι βάρβαροι μπορεί κατά καιρούς να μπήκαν στην Ελλάδα αλλά δεν μπήκαν στην ψυχή του Γένους[151]. Πρόκειται για μια τρικυμία ψυχισμού τέτοια, που δεν θα μπορούσε να διαβεί κανένα εχθρικό καράβι[152].
Η νέα γενιά αναζητεί την πρόοδο που είναι δρόμος ζωής. Αισθάνεται όμως τους αγνούς πατριωτικούς παλμούς και τα γνήσια πατριωτικά ρίγη που της κληρονομούμε.
Το πνεύμα της ελευθερίας. Τη δίψα της Αλήθειας[153].
ιστ΄ Διοικητικές γνώσεις του διδάσκοντος
Ευθύνη του διδάσκοντος για την επιτυχέστερη διδασκαλία είναι και ο εντοπισμός των άμεσων και έμμεσων στόχων του σχολείου όπως είναι διατυπωμένοι στους βασικούς εκπαιδευτικούς, νόμους, στο αναλυτικό πρόγραμμα ή όπως εξάγεται από το πνεύμα των υπουργικών κ.ά. εγκυκλίων.
Η διδακτέα ύλη, το χρονοδιάγραμμα του μαθήματος και οι μαθησιακοί στόχοι εμπίπτουν στα πλαίσια των καθηκόντων του με μικρές δυνατότητες υπέρβασης[154]. Οι διδάσκοντες οφείλουν να κινούνται άνετα στο σχολικό χώρο και να είναι γνώστες όλων των εργασιών, που απαιτεί η σχολική πραγματικότητα.
ιζ΄ Σχολικές δραστηριότητες
Κατά την εποχή μας, η οποία θεωρείται εποχή πολιτιστικής έκρηξης, διοργανώνονται διάφορες δραστηριότητες στα σχολεία.
Ευχής έργον να γίνονται διακριτικές επιλογές. Με συμμετοχή στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας για την καλλιέργεια εκκλησιαστικού ήθους. Με επισκέψεις σε ιστορικούς χώρους και ιστορικά Μουσεία για την καλύτερη κατανόηση του μαθήματος της Ιστορίας. Με μελέτη των κλασικών συγγραφέων, με ευρεία χρήση του χάρτη και των μνημείων της περιόδου στην οποία αναφέρονται[155].
Στο μάθημα της Φυσικής να γίνονται πολλές εφαρμογές στο εργαστήριο[156]. Αξίζει να αντιμετωπίζονται διάφορα επιστημονικά θέματα με τη βοήθεια και άλλων ειδικών επιστημόνων[157].
Υπάρχει βεβαίως ο κίνδυνος η πολιτισμική πολυκρασία να καταλήξει σε σύγχυση και ανεπιθύμητο συγκρητισμό. Χρειάζεται διάκριση στη γνώση, εργασία μέλισσας και όχι συσσώρευση ατάκτως ερριμένων[158], αν θέλομε να προσφέρομε σωστή παιδεία και όχι «άρτον και θεάματα» για ήσσονα προσπάθεια ή επιπόλαιο αποπροσανατολισμό[159].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κατά την ιστορικήν εκείνη εσπέραν του Μυστικού Δείπνου, ο Κύριος ονόμασε τον εαυτόν του διδάσκαλον: «Υμείς φωνείτε με ο διδάσκαλος και ο Κύριος και καλώς λέγετε, ειμί γαρ»[160].
Προκειμένου επίσης να τους στηρίξει στην πίστη προς Αυτόν, ως προς τον μοναδικόν και ανυπέρβλητον διδάσκαλον της αληθείας είπεν: «Υμείς μη κληθήτε ραββί εις γαρ υμών εστίν ο διδάσκαλος, ο Χριστός»[161]. Και στη συνέχεια, με διαφορετικές λέξεις: «Μηδέ κληθήτε καθηγηταί εις γαρ υμών εστίν ο καθηγητής, ο Χριστός»[162].
Ο Κύριος είναι η αυτοαλήθεια, η αστείρευτη πηγή της σοφίας και της γνώσης, που έχει απόλυτη εξουσία να αποφαίνεται αυθεντικώς για όλα τα ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Δεν αποσκοπούσε ποτέ στο να αποκλείσει τελείως την προσωνυμία των μαθητών ή άλλων μεταγενεστέρων ως διδασκάλων. Ήθελε να τους περιφρουρήσει από το δοκησιοσοφία και τη σπουδαρχία, που ωθούσαν τον αμόρφωτο και κενόδοξο[163] εις το «θρόνον αρπάζειν τον διδασκαλικόν»[164] όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος.
Ο ίδιος απέστειλε τους μαθητές τους ως διδασκάλους της αληθείας εις όλον τον κόσμο[165].
Και ο αληθινός διδάσκαλος που ακολουθεί τα ίχνη του Κυρίου, στην ιερή κλίμακα της ψυχής του ως αναβαθμική κορωνίδα της κοσμοθεωρίας του έχει την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, βιοτικό και μεταφυσικό του αγάπημα. Η αβίαστη ακτινοβολία του χαρακτήρα του, η αίγλη του παραδείγματός του θα ασκήσει τη μεγαλύτερη και περισσότερον αποφασιστική επίδραση στη μόρφωση των μαθητών.
Ο θυμόσοφος λαός συνηθίζει να λέγει: «Μ’ όποιο δάσκαλο καθήσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». Κι’ ο Μακρυγιάννης που εκφράζει τη γνήσια ελληνική ψυχή, σημειώνει στα Απομνημονεύματά του: «Όλοι οι προκομμένοι άνδρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότητας… κοπίαζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ᾽ αρετήν, με ειλικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν νάχει αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν... Αυτήνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμον με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωγή και τοιούτους θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γίνονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθητές τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς. Τέτοια αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν[166].
Οι Τρεις Ιεράρχες, Διδάσκαλοι της Οικουμένης, προστάτες της Παιδείας υπήρξαν κατά τον Ισίδωρον τον Πηλουσιώτην οι «πανταχού τω φωτί της εαυτών πολιτείας τα της γης δαδουχήσαντες τέρματα»[167].
Με πρότυπό μας τον Αιώνιον Διδάσκαλον τον Ιησούν, με φωτισμένη πολιτεία, ως λειτουργοί της μάχιμης εκπαίδευσης, ας καταλάβουμε τη θέση στην πρώτη γραμμή ευθύνης, ώστε οι μαθητές μας σεμνυνόμενοι να μπορούν να λέγουν: «Τέτοιοι δάσκαλοι τέτοια αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν!».
* H Mαρία Γιατράκου είναι Φιλ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών
[1] «Εις τον Μέγαν Βασίλειον… επιτάφιος» παρ. 11, ΕΜΠ, τ. 36, 508Β.
[2] Δημήτριος Ι. Κωνσταντέλος Βυζαντινή Κληρονομιά, Αθήναι, 1990, σ. 156.
[3] Ν. Δ. Κουλουγλιώτης-Γ. Σ. Μιχαλακόπουλος, Φιλοσοφικές και Κοινωνικές αρχές της Εκπαιδεύσεως, Αθήνα, χ.η., σ. 105.
[4] Βλ. πρόχειρα, Χ. Σκαλισιάνο, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Θ΄, χ.χ., χ.τ., σ. 310.
[5] ο.π.
[6] Βλ. σχετικά, Βαγγέλη Σκουβαρά, Ο Παπαδιαμάντης όπως τον ύμνησε ο Σικελιανός, Αθήναι 1981, σ. 10.
[7] Ε. Π. Παπανούτσος, Η κρίση του πολιτισμού μας, Αθήναι 1989, σ. 248.
[8] Νικόλαος Π. Βασιλειάδης, Για την ελευθερία, Αθήναι 1982, σ. 9.
[9] Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, Α 980 σ. 21.
[10] Ε. Π. Παπανούτσος, ο.π.
[11] ο.π., σ. 249.
[12] ο.π., σ. 250.
[13] Πλάτωνος Πρωταγόρας, 352 b-d.
[14] Βλ. Α. Β. Γιαννακόπουλος, Ελλάδα, Παιδεία στην Ελλάδα, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, Αθήνα 1989 σ. 1782-1783.
[15] ο.π.
[16] ο.π.
[17] Α. Β. Γιαννακόπουλος, ο.π. σ. 1783.
[18] Νικόλαος Κουλουγλιώτης – Γεώργιος Σ. Μιχαλακόπουλος, ο.π., σ. 16-17.
[19] Ξενοφώντος Απομνημονεύματα, Α.1., 16.
[20] Νικόλαος Κουλουγλιώτης – Γεώργιος Σ. Μιχαλακόπουλος, ο.π., σ. 24-27.
[21] Α. Β. Γιαννακόπουλος, ο.π., σ. 1783-1784.
[22] Νικόλαος Κουλουγλιώτης – Γεώργιος Σ. Μιχαλακόπουλος, ο.π., σ. 43.
[23] Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Μετάφραση Δέσποινας Δετζώρτζη, Αθήνα 1983, σ. 251.
[24] ο.π.
[25] ο.π.
[26] Σ. Μπουζάκης, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια, ο.π., σ. 1785.
[27] ο.π.
[28] Αντ. Κ. Δανασσής – Αφεντάκης, Θεματική της Παιδαγωγικής Επιστήμης, Αθήναι 1975, σ. 33-34.
[29] Βαγγέλης Σκουβαράς, Άνθιμος Ολυμπιώτης, Αθήνα 1981, σ. 41.
[30] Αντ. Κ. Δανασής – Αφεντάκης, ο.π., σ. 37.
[31] Εκκλησιαστής, Α, 18.
[32] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, Α. 13.
[33] Αντ. Κ. Δανασσής – Αφεντάκης, ο.π. σ. 171.
[34] Βλ. Έκθεση – Έκφραση Γ΄ Λυκείου (ΟΕΔΒ) Αθήνα 1991, σ. 96.
[35] Αντ. Κ. Δανασσής – Αφεντάκης, ο.π. σ. 73.
[36] Πλατ. Νόμοι, 808d, 2.
[37] Ιωάν. Χρυσοστόμου M.P.G., 60, 402.
[38] Του ιδίου, ο.π., «Περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα», Κεφ. 16.
[39] Αντώνιος Κ. Δανασσής – Αφεντάκης, ο.π., σ. 72.
[40] ο.π.
[41] Βλ. Κ. Χάρη, Εκπαιδευτικοί λειτουργοί, προσωπικότητα, βασική κατάρτιση και επιμόρφωση, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια τ. 3, ο.π., σ. 1726-1728.
[42] ο.π.
[43] Αντώνιος Κ. Δανασσής – Αφεντάκης, ο.π., σ. 73.
[44] Ιωαν. ζ΄32, 45, 46.
[45] Αντώνιος Κ. Δανασσής – Αφεντάκης, ο.π.
[46] ο.π.
[47] Βλ. Β. Ν. Τατάκη, Ανησυχίες της εποχής μας, «Ευθύνη», 37, σ. 9.
[48] ο.π.
[49] Βαγγέλη Σκουβαρά, Ο Παπαδιαμάντης όπως τον τραγούδησε ο Σικελιανός, Αθήνα 1981 σ. 16.
[50] ο.π. σ. 66.
[51] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Όρθιες ψυχές, «Σύγχρονος προβληματισμός», χ.τ., χ.χ., σ. 217.
[52] Μ. Βασιλείου, Όροι κατ’ επιτομήν, Ερώτησης Σ Α΄.
[53] Βλ. Ιωάννου Κορναράκη, Η Θεία Λειτουργία της ύπαρξεως, Θεσ/νίκη 1986, σ. 19.
[54] ο.π.
[55] Μνημονάριον Φ. Κόντογλου, «Τετράδια Ευθύνης», 23, σ. 7.
[56] ο.π.
[57] Αλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος, Προσωπικά και πνευματικά μέσα για την δημιουργική αντιμετώπιση του χάους, «Αξίες και πολιτισμός», Αφιέρωμα στον καθηγητή Ευάγγελο Θεοδώρου, Αθήνα 1991, σ. 78.
[58] Κωνσταντίνος Μ. Φούσκας, Η ατομική προσευχή κατά την διδασκαλίαν των Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων μέχρι του Δαμασκηνού Αθήναι 1982, σ. 9.
[59] Ευάγγελος Θεοδώρου, Εκκλησία και αγωγή, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 3, ο.π., σ. 1679-1680.
[60] Ευάγγελος Θεοδώρου, ο.π., σ. 1680.
[61] ο.π.
[62] ο.π.
[63] Αλέξανδρος Σταυρόπουλος, ο.π., σ. 72.
[64] Ιωάννου Χρυσ. M.P.G., 62, 673.
[65] Αντ. Κ. Δανασσής – Αφεντάκης, ο.π., σ. 76.
[66] Ιωάν. Κορναράκης, Η Θεία Λειτουργία της υπάρξεως, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 19.
[67] Ο ίδιος, ο.π., σ. 86.
[68] ο.π., σ. 74.
[69] Κωνσταντίνος Τσάτσος, Η ζωή σε απόσταση, Αθήνα 1990, σ. 102.
[70] Αλέξανδρος Σταυρόπουλος, ο.π., σ. 73.
[71] Β. Ν. Τατάκης, Ανησυχίες της εποχής μας, χ.τ., «Αστρολάβος/Ευθύνη 37, σ. 10.
[72] Ε. Π. Παπανούτσος «Πρακτική Φιλοσοφία», ο.π., σ. 282.
[73] Τάσος Λιγνάδης, Καταρρέω, Αθήνα 1989, σ. 192.
[74] Νικηφόρος Βρεττάκος, Λόγος για το Μεσολόγγι, Αθήνα 1989, σ. 16.
[75] ο.π., σ. 7.
[76] Γ. Α. Αθανασιάδης – Νόβας, Ο πατριωτισμός των Ελλήνων, Το Εικοσιένα, Πανηγυρικοί λόγοι Ακαδημαϊκών, Αθήνα 1987, σ. 735-736.
[77] ο.π.
[78] Μαν. Ανδρόνικος, Η ανατριχιαστική αποκάλυψη, «Βήμα», 9 Νοεμβρίου 1989, σ. 42.
[79] ο.π.
[80] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Η ηθική του συμφέροντος, Αθήνα 1989, σ. 90.
[81] Π. Κηπουρός, Το «σκοτεινό παρελθόν», το ηρωϊκότερο και οι μνήμες ενός Βυζαντινολόγου, Εφημερίς «Μεσημβρινή», 12 Οκτωβρίου 1991, σ. 14.
[82] ο.π.
[83] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο.π., σ. 251.
[84] Νικηφόρος Βρεττάκος, Η φθορά της γλώσσας φθορά του Έθνους, Αθήνα 1990, σ. 13.
[85] Δ. Σολωμός, Άπαντα ποιήματα και πεζά, Αθήνα 1957, σ. 39.
[86] Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια, Αθήνα 1988, σ. 8.
[87] ο.π.
[88] Ο ίδιος, Η φθορά της γλώσσας φθορά του έθνους, ο.π. σ. 8.
[89] ο.π. σ. 8-9/
[90] Βλ. Απόψεις και κρίσεις, Περιοδικόν «Ο Σωτήρ», Αθήναι, 12-6-1991.
[91] Κωνσταντίνος Τσάτσος, Πνευματικό Καταπίστευμα, «Καθημερινή», 28-29/6/1987.
[92] Β. Ν. Τατάκης, ο.π., σ. 10.
[93] Κωνσταντίνος Τσάτσος, Η ζωή σε απόσταση, Αθήνα 1990, σ. 7.
[94] Πλωτίνος, Ενν. ν. 3.
[95] Βλ. Τάσο Λιγνάδη, Το άξιον εστί του Ελύτη, Ζ΄έκδοση, Αθήνα 1971, σ. 104.
[96] Ε. Παπανούτσος, Πρακτική Φιλοσοφία, ο.π., σ. 46.
[97] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Όρθιες ψυχές, ο.π., σ. 247.
[98] ο.π. σ. 248-249.
[99] ο.π.
[100] Ιωάννα Παπαζαφείρη, Λάθη στην χρήση της γλώσσας μας, Αθήνα 1988, σ. 15.
[101] Νικηφόρος Βρεττάκος, Η φθορά της γλώσσας φθορά του έθνους, ο.π., σ. 5-6.
[102] ο.π.
[103] ο.π.
[104] Θησέας Τσιάτσικας, Ο σχολικός Καβάφης, Αθήνα 1984, σ. 53.
[105] ο.π.
[106] ο.π.
[107] Τάσος Λιγνάδης, Καταρρέω, ο.π., σ. 320.
[108] ο.π., σ. 332.
[109] «Μεσημβρινή», 27-3-1984.
[110] ο.π., σ. 333.
[111] Ιωάννης Θ. Κολιτσάρας, Ο Μεγάλος Παιδαγωγός, έκδοση 4η, Αθήναι 1971, σ. 208.
[112] ο.π., σ. 208.
[113] Αντώνιος Κ. Δανασσής, ο.π., σ. 140.
[114] ο.π., σ. 141.
[115] Ε. Π. Παπανούτσος, Η κρίση του πολιτισμού μας, 11η έκδοση, Αθήνα 1989, σ. 34.
[116].Πλάτωνος Πρωταγόρας, Κεφ. ΙΕ΄d.
[117] Θουκυδίδου Ιστορία, Α, 20-22.
[118] Development of Education 1986-1988, Finland, Ministry of Education, Helsinki 1988, σ. 107-108.
[119] Περικλής Σ. Θεοχάρης, (Ακαδημαϊκός), Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και η μεγάλη ακτινοβολία του, Ομιλία κατά τη Συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών της 23ης Μαΐου 1991, σ. 14-15.
[120] Κώστας Τσιρόπουλος, Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, Αθήνα 1967, σ. 8-9.
[121] Αντ. Κ. Δανασσής – Αφεντάκης, ο.π., σ. 99.
[122] Κ. Τσιρόπουλος, ο.π., σ. 33.
[123] ο.π., σ. 35.
[124] Ιωάν. Θ. Κολιτσάρας, ο.π., σ. 40.
[125] ο.π., σ. 233.
[126] Αικατερίνη Ι. Γούναρη, Το ανθρώπινο πρόσωπο στην παιδαγωγική ιδεολογία και στην εκπαιδευτική πράξη, «Παιδαγωγικαί ομιλίαι», Τεύχος 20ον, Αθήναι 1988, σ. 49.
[127] Μητροπολίτης Χίου Χρυσόστομος, Το μέλλον της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1972, σ. 16.
[128] Ιωάν. Χρυσόστομος, Migne Ε.Π., 62, 498.
[129] Χρ. Π. Φράγκος, Ψυχοπαιδαγωγική, Αθήνα 1987, σ. 112.
[130] ο.π.
[131] Αντ. Κ. Δανασσής – Αφεντάκης, Εξέλιξις της παιδαγωγικής σκέψεως, Αθήνα 1976, σ. 111.
[132] ο.π.
[133] Χριστίνα Μιχαλοπούλου-Βέϊκου, Το ιεραρχικό μοντέλο διδακτικής πρακτικής, «Προεκτάσεις στην εκπαίδευση», τεύχ. 2, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1990, σ. 12.
[134] ο.π., σ. 13.
[135] Ιωάννης Θ. Κολιτσάρας, ο.π., σ. 257.
[136] ο.π.
[137] ο.π., σ. 258-259.
[138] P.G. 58, 691.
[139] Κώστας Κ. Πόρποδας, Η διαδικασία της μάθησης, Αθήναι 1984, σ. 8-9.
[140] ο.π., σ. 9.
[141] ο.π.
[142] ο.π., σ. 10.
[143] ο.π, σ. 13.
[144] Migne, Ε.Π., 61 647.
[145] Βλ. Βαγγέλη Σκουβαρά, Ο Παπαδιαμάντης όπως τον τραγούδησε ο Σικελιανός, ο.π. σ. 21.
[146] Ιωάν. ιζ΄, 3.
[147] Βλ. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, Χειρόγραφα μοναξιάς, Αθήνα 1971, σ. 114.
[148] Νικόλαος Π. Βασιλειάδης, Για την ελευθερία, Αθήνα 1982, σ. 3.
[149] ο.π., σ. 10.
[150] Γ. Αθανασιάδης-Νόβας, Ο πατριωτισμός των Ελλήνων, «Το Εικοσιένα, Πανηγυρικοί λόγοι Ακαδημαϊκών», Αθήνα 1977, σ. 746.
[151] ο.π., σ. 748.
[152] Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια, ο.π., σ. 13.
[153] Γ. Αθανασιάδης-Νόβας, ο.π., σ. 752-753.
[154] Χριστίνα Μιχαλοπούλου-Βέϊκου, ο.π., σ. 12.
[155] Θ. Γ. Παπακωνσταντίνου, Σκοποί και πολιτισμικές επιλογές στην νεοελληνική μέση εκπαίδευση, Αθήνα 1985, σ. 148.
[156] ο.π.
[157] ο.π., σ. 149.
[158] ο.π.
[159] Ο.π.
[160] Ιωάν. ιγ΄ 13. – βλ. και Ματθ. ι, 24. – Μαρκ. δ΄ 14. – Λουκ. στ΄ 40.
[161] Ματθ. κγ΄, 8, 10.
[162] ο.π.
[163] Ιωάν. Θ. Κολιτσάρας, ο.π., σ. 27.
[164] Migne Ε.Π., 58, 670.
[165] Ιωάν. Θ. Κολιτσάρας, ο.π., σ. 25.
[166] Βλ. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου, (ΟΕΔΒ), Αθήναι 1991, σ. 186-187.
[167] ο.π.