Βαγγέλης Μαρτάκης - Η άσπρη καπαρντίνα και το «μαρσίπ»: Ένας συμπατριώτης μας που πρέπει να γνωρίσουμε

Κυρ, 17/01/2021 - 09:24

Από τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη.

Την περίοδο της Κατοχής τρεις στενοί φίλοι αποτέλεσαν το φόβητρο για τους Έλληνες συνεργάτες των κατακτητών στις ανατολικές συνοικίες. Ο Γιώργος Κολλημένος, ο Αριστοτέλης Τσιφλάκος (Καμπούρης) και ο Βαγγέλης Μαρτάκης (Μαύρος). Και οι τρεις Μικρασιάτες πρόσφυγες. Και οι τρεις φοιτητές. Ο Μαρτάκης γεννήθηκε το 1922 στη Χίο, τον πρώτο σταθμό στο ταξίδι της προσφυγιάς από τα παράλια της Μ. Ασίας στην Ελλάδα. Ορφανός από πατέρα, ζούσε με τη μητέρα του στην οδό Κυδωνιών 79 στον Βύρωνα. Παρά τις μεγάλες στερήσεις κατάφερε να σπουδάσει, κάτι σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής.

Η έναρξη της Κατοχής βρίσκει τον Μαρτάκη φοιτητή στη Νομική Σχολή. Πολύ νωρίς εντάχθηκε στις εαμικές οργανώσεις και ήταν από τους πρώτους ένοπλους του ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας. Ο παράτολμος χαρακτήρας του σύντομα χάρισε στον Μαρτάκη τη φήμη του ατρόμητου μαχητή. Σύμφωνα με τον συναγωνιστή του Μάνο Ιωαννίδη, ο Μαρτάκης ήταν «ένας άφοβος, μέχρι τρέλας, ομαδάρχης του ΕΛΑΣ». Ο Μαρτάκης συμμετείχε σε όλες τις αντιστασιακές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν στον Βύρωνα και τις ανατολικές συνοικίες. Πολλές φορές κυκλοφορούσε κρατώντας μια θήκη βιολιού. Μέσα σε αυτή έκρυβε ένα αυτόματο τύπου «μαρσίπ», με το οποίο πολεμούσε στις γειτονιές του Βύρωνα και του Παγκρατίου. Η απίστευτη ψυχραιμία του και το «μαρσίπ», πρωταγωνιστούν σε μια μικρή ιστορία που κατέγραψε ο φίλος του Μάνος Ιωαννίδης:

«Θυμάμαι ένα απόγευμα, κατευθυνόμενος προς τη Ν. Ελβετία, να τον συναντώ στην οδό Κυδωνιών, λίγο πριν από το σπίτι του. Σταθήκαμε κουβεντιάζοντας, όταν απέναντί μας στη γωνία, σταματά ένα μαύρο αυτοκίνητο και βγαίνουν βιαστικά τέσσερις άντρες, ο ένας από τους οποίους κατευθύνεται σε μας και, λέγοντάς μας πως είναι της Ασφαλείας, μας ρωτά αν ξέρουμε που είναι το σπίτι του Βαγγέλη Μαρτάκη. "Να εκεί είναι", του λέει ο Βαγγέλης ψύχραιμα και του δείχνει το σπίτι του. "Τον είδαμε όμως να φεύγει πριν από λίγο με τη μάνα του, δεν θα βρείτε κανέναν εκεί", συνεχίζει. Οι ασφαλίτες πήγαν και βροντοχτυπούσαν την πόρτα και φυσικά κανένας δεν τους άνοιξε, γιατί πράγματι η μάνα του είχε βγει μαζί του από το σπίτι. Έφυγαν οι ασφαλίτες κουνώντας μάλιστα το χέρι σε αποχαιρετισμό μας. ¨Αν κάνανε κιχ¨, μου λέει ο Βαγγέλης, ¨θα τους λιάνιζα¨, και ανοίγει την άσπρη καπαρντίνα του, δείχνοντάς μου ένα γερμανικό αυτόματο «μαρσίπ» που κρεμόταν από τον ώμο του».

Ο Μαρτάκης δεν έπεσε ποτέ στα χέρια των ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας της Ελληνικής Χωροφυλακής, οι οποίοι τον κυνηγούσαν με μανία.

Στις 4 Ιουλίου 1944, άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας με τη συνοδεία ολιγάριθμων Γερμανών, πραγματοποίησαν μπλόκο στην περιοχή της Γούβας (Άγιος Αρτέμιος). Περίπου 5.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στη συμβολή των οδών Φιλολάου και Εμπεδοκλέους. Μετά τη λήξη του μπλόκου, περίπου 100 κρατούμενοι οδηγήθηκαν από τα Τάγματα Ασφαλείας στο αστυνομικό τμήμα Παγκρατίου. Βλέποντας την πομπή να ανεβαίνει την οδό Φιλολάου, άνδρες του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ αποφάσισαν να επιτεθούν με στόχο τη δημιουργία σύγχυσης ώστε να δώσουν την ευκαιρία σε κάποιους από τους κρατούμενους να δραπετεύσουν. Πρόχειρα σχεδιασμένη, η επίθεση απέτυχε. Αρνούμενος να εγκαταλείψει την προσπάθεια, ο Μαρτάκης ανέβηκε στην ταράτσα του κινηματογράφου «Πάλας» και με το πολυβόλο του άρχισε να θερίζει ολόκληρη την πλατεία Παγκρατίου στην οποία είχαν σκορπίσει οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Η ανταλλαγή πυρών κράτησε περίπου δύο ώρες.

Όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά του, ο Μαρτάκης επιχείρησε να απεγκλωβιστεί. Τον βοήθησε ο συναγωνιστής του Παναγιώτης Καρλάφτης, καλύπτοντάς τον με διαρκή πυρά από την οδό Ιφικράτους. Οι δύο τους άρχισαν να τρέχουν προς την Καισαριανή. Εκεί, λόγω της απόλυτης κυριαρχίας του ΕΛΑΣ, δύσκολα θα «έμπαιναν» οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ο Μαρτάκης και ο Καρλάφτης κατάφεραν να καλύψουν την απόσταση και να φτάσουν στην είσοδο της Καισαριανής. Εκεί ο Μαρτάκης κατέρρευσε. Η αιμορραγία από την σφαίρα που τον είχε τραυματίσει του στέρησε τις δυνάμεις που θα του επέτρεπαν να καλύψει τα τρία-τέσσερα τελευταία οικοδομικά τετράγωνα. Ο συναγωνιστής του Παναγιώτης Καρλάφτης, δεν τον άφησε μόνο.

Οι σωροί των Βαγγέλη Μαρτάκη και Παναγιώτη Καρλάφτη μεταφέρθηκαν στο Νεκροτομείο Αθηνών, με το συνοδευτικό έγγραφο του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου να αναφέρει ότι σκοτώθηκαν μετά από συμπλοκή με άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας στη συμβολή των οδών Δαμάρεως και Φορμίωνος. Η μανία των Ταγμάτων Ασφαλείας ξέσπασε στους δύο ΕΛΑΣίτες. Ο Βαγγέλης Μαρτάκης δέχθηκε πέντε σφαίρες, μια από τις οποίες ήταν χαριστική βολή στον κρόταφο. Ο Παναγιώτης Καρλάφτης δέχτηκε 20 σφαίρες.

Στη φωτογραφία ο Βαγγέλης Μαρτάκης (πρώτος από δεξιά) φορώντας την άσπρη καπαρντίνα, στο εσωτερικό της οποίας έκρυβε το «μαρσίπ». Δίπλα του η ΕΠΟΝίτισσα Τούλα Πρασσά. Η Τούλα Πρασσά, οικογενειακή μας φίλη, ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο έκανα τον Ιανουάριο του 2003, την πρώτη μου συνέντευξη στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής μου, τότε, εργασίας. Μου είχε δώσει αυτή την φωτογραφία για να κάνω ένα αντίγραφο. Το αντίγραφο αυτό χάθηκε μερικά χρόνια μετά. Σήμερα βρήκα ξανά τη φωτογραφία στη σελίδα

Πάλαι ποτέ στο Βύρωνα και σκέφτηκα να σας πω αυτή την ιστορία.