
Δεν συμφωνώ με καμία από τις κριτικές που διάβασα για την σειρά Dahmer. Οι άνθρωποι την ίδια στιγμή που συζητούν και διαφημίζουν υπερβολικά κάτι ταυτόχρονα το κακολογούν μπουχτισμένοι με την ίδια τους την υπερβολή και τελικά κυνηγούν πάντα έναν μάταιο κορεσμό που ποτέ δεν φτάνει, τουλάχιστον όχι για όλους.
Εμένα η σειρά μου άρεσε. Μου άρεσε που ήταν αργή, έπαιρνε τον χρόνο της και έδειχνε την κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια, συγκλονίστηκα με την ερμηνεία του Evan Peters αλλά και του πατέρα του, τα τελευταία επεισόδια, που λένε ότι ήταν αχρείαστα, εμένα με έκαναν να πλαντάξω στο κλάμα. Την μία έκλαιγα για τα θύματα και τις οικογένειες τους στις οποίες ακόμη και τόσα χρόνια αργότερα δόθηκε ο σεβασμός που τους αναλογούσε μέσω της σειράς, την άλλη έκλαιγα για τον ίδιο τον Ντάμερ, το αρρωστημένο του μυαλό αλλά και το κακό που προκάλεσε όχι μονάχα στις οικογένειες δεκαεπτά ανθρώπων, αλλά και στην δική του.

Αριστερά ο Τζέφρι Ντάμερ, δεξιά ο Evan Peters υποδυυόμενος τον Ντάμερ στην ομώνυμη σειρά
Ο Τζέφρι Ντάμερ είναι από τους πιο ενδιαφέροντες κατά συρροήν δολοφόνους από ψυχολογικής άποψης. Κι αυτό γιατί έχει παρεκκλίνει από πολλά χαρακτηριστικά που μοιράζονται μεταξύ τους όλοι οι υπόλοιποι κατά συρροήν δολοφόνοι. Καταρχήν, οι υπόλοιποι πιο διάσημοι, Ραμίρεζ, Μπάντι, Γκέισι που αναφέρεται και στην σειρά, δεν παραδέχτηκαν αμέσως ή και ποτέ τα εγκλήματα τους, απολάμβαναν την φήμη που απέκτησαν λόγω αυτών και ένιωθαν μία διεστραμμένη υπεροχή και περηφάνια για τις απεχθείς πράξεις τους. Ακόμη μοιράζονταν βίαια οικογενειακά περιβάλλοντα, ενώ για τον Ντάμερ δεν έχουμε καμία ένδειξη έως σήμερα ότι υπέφερε από σεξουαλική ή σωματική βία ως παιδί.
Όπως διακρίνουμε όμως και μέσα στην σειρά, στο σπίτι του εκτός από την αδιαφορία, που είναι μία σκληρή μορφή βίας, επικρατούσε και η λεκτική και η συναισθηματική βία. Οι γονείς του μάλωναν άγρια μπροστά του από μικρή ηλικία και ποτέ δεν έδιναν την πρέπουσα σημασία στον Τζέφρι, με αποτέλεσμα να νιώθει μόνος του, καθώς και οι κοινωνικές επαφές στο σχολείο του ήταν περιορισμένες. Η απομόνωση του γιγαντώθηκε με την παραδοχή του ότι ήταν γκέι, θέμα ταμπού της εποχής, αλλά ο κοινωνικός αποκλεισμός του οφειλόταν επίσης και στο παράξενο χόμπι του να παρατηρεί και να μελετάει πτώματα νεκρών ζώων. Το εν λόγω χόμπι ήταν από τα λίγα πράγματα που τον συνέδεε με τον πατέρα του, κι ίσως γι’ αυτό να το μεγαλοποίησε και να το λάτρεψε τόσο κατά την διάρκεια της μετέπειτα ζωής του.
Ο Τζέφρι έπασχε από αλκοολικά προβλήματα και είχε παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης, όπως και ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξη του, τα θύματα του δεν τα αντιμετώπιζε ποτέ ως ανθρώπους, αλλά ως αντικείμενα. Έτσι του ήταν πολύ εύκολο να τους σκοτώσει. Παράλληλα είχε δηλώσει πως νάρκωνε τα περισσότερα θύματα προτού τα στραγγαλίσει για να μην νιώσουν πόνο και να φύγουν γαλήνια, ενώ κρατούσε πολλά μέλη των σωμάτων τους μέσα στο διαμέρισμα του γιατί ήθελε «να μείνουν για πάντα κοντά του.» Μάλιστα έφαγε μερικά κομμάτια από τα θύματα του, εξ’ ου και η γνωστή ονομασία «ο κανίβαλος του Μιλγουόκι».
Όλα αυτά συνθέτουν την παράξενη προσωπικότητα του Τζέφρι Ντάμερ, ενός ανθρώπου που έκανε από τα χειρότερα εγκλήματα στην ιστορία της Αμερικής αν όχι και παγκοσμίως, αλλά ταυτόχρονα έριχνε την ευθύνη μονάχα στον εαυτό του, ήθελε να του αποδοθεί η θανατική ποινή και «αυτοκτόνησε» μέσα στην φυλακή.

Τζέφρι Ντάμερ
Ο Evan Peters είναι καθηλωτικός και ανατριχιαστικός, είναι σαν να έχει μετενσαρκωθεί στον πραγματικό Τζέφρι Ντάμερ. Ο τρόπος που μιλάει, κοιτάει και κινείται, τα πάντα αντανακλούν την διαταραγμένη και μυστηριώδη ψυχοσύνθεση του της οποίας φαίνεται να στερείται τον έλεγχο. Η σειρά αναφέρεται στα ζητήματα που έθιξε τότε ο Ντάμερ με τα εγκλήματα του, όπως του ρατσισμού κατά των μαύρων, των μεταναστών και των ομοφυλόφιλων που πιστεύεται ότι ήταν μείζονος σημασίας η συμβολή τους στην τόσο αργοπορημένη σύλληψη του. Κάποιοι θεώρησαν ότι θα έπρεπε να αφιερωθεί περισσότερος χρόνος στο εν λόγω κομμάτι, η σειρά όμως δεν είχε ως στόχο να καθρεφτίσει τις πολίτικες και κοινωνικές επιρροές των εγκλημάτων του Ντάμερ στην κοινωνία της Αμερικής, οπότε, κατ’ εμέ, καλώς ανέθεσε όσο χρόνο ανέθεσε, και συμπεριέλαβε μερικές εξαιρετικές ερμηνείες όπως του Richard Jenkins, πατέρα του Ντάμερ, της γειτόνισσας του Ντάμερ, Niecy Nash, της τεθλιμμένης μητέρας του Τόνι, Karen Malina White, και του συγκινητικού πατέρα του δεκατετράχρονου αγοριού Konerak Sinthasomphone, Khetphet Phagnasay.
Σίγουρα περιλαμβάνει ορισμένες ανακρίβειες, αλλά εξάλλου δεν πρόκειται για κάποιου είδους αυστηρά αποδοσμένη βιογραφία ή ντοκιμαντέρ, και ο παραγωγός ήθελε να αφήσει την δική του σφραγίδα. Δεν έχουμε συνηθίσει τον Ryan Murphy σε τόσο βραδυκίνητες παραγωγές, κι ίσως αυτό να ξένισε πολλούς. Επίσης μεγάλο μέρος αυτής της αργής εμπειρίας επικεντρώνεται στον Ντάμερ και τις δολοφονίες, καθώς και την συνολική ζωή του. Στο κάτω-κάτω όμως, είναι μία σειρά αφιερωμένη σε έναν ειδεχθή εγκληματία, όποιος αποφασίζει να παρακολουθήσει έχει την γνώση του τι πρόκειται να αντικρίσει. Για μένα δεν είναι ούτε ένα λεπτό αχρείαστο απ’ την σειρά, καθώς τα μακρόσυρτα πλάνα που επικεντρώνονται στις εκφράσεις και τα συναισθηματικά roller coaster του Ντάμερ σου παγώνουν το αίμα και ταυτόχρονα σε υπνωτίζουν. Καθώς νιώθεις αηδία, ταυτόχρονα δεν μπορείς να μην πατήσεις το επόμενο επεισόδιο, καθώς νιώθεις πως πρέπει να το κάνεις, κι είναι έξω από τον έλεγχο σου.

Evan Peters υποδυυόμενος τον Ντάμερ στην ομώνυμη σειρά
Αυτό που θίγει ο Ryan Murphy σε αυτή την σειρά, το μεγάλο ερώτημα που πλανιέται από την αρχή αυτής, είναι γιατί ο Ντάμερ έγινε ο Ντάμερ. Κι η απάντηση που φαίνεται να δίνει και ταυτόχρονα να μην δίνει, είναι κάτι που κάνει τους περισσότερους από εμάς να νιώθουμε άβολα. Παρόλο που ο Ντάμερ υποστηρίζει καθ’ όλη την διάρκεια της σειράς, όπως και υποστήριζε στην πραγματικότητα, ότι απλά «ήταν κακός», η σειρά προσπαθεί να δώσει ποικίλες απαντήσεις όσον αφορά στην κατάληξη αυτού του ανθρώπου. Οι απαντήσεις είναι πολλές, καμία δεν είναι όμως τελεσίδικη, κι αυτό είναι ένα ειλικρινές στοιχείο της σειράς που πρέπει να εκτιμήσουμε, αναφέρει ναι μεν τις σκέψεις της ωστόσο δεν είναι απόλυτη σε τίποτα και κατανοεί ότι μερικά πράγματα απλά δεν μπορείς να τα ξέρεις ποτέ.
Μία από τις απαντήσεις που αποπειράται να δώσει για να δικαιολογήσει το φαινόμενο του Ντάμερ, είναι το κακοποιητικό οικογενειακό του περιβάλλον και η συνολική αδιαφορία της κοινωνίας και των δικών του ανθρώπων προς το πρόσωπο του. Αυτή είναι και η απάντηση που κάνει τους περισσότερους να κινούνται νευρικά στις θέσεις τους. Όλοι προτιμούν να πιστεύουν πως ο Ντάμερ ήταν κακός επειδή γούσταρε να είναι κακός, ή γεννήθηκε, ή και τα δύο, και ότι οι υπόλοιποι δεν έχουν καμία ευθύνη γι’ αυτό που έγινε. Η πραγματικότητα είναι πως όση ευθύνη είχε ο Ντάμερ για τα εγκλήματα του, που είχε και μάλιστα μεγάλη, άλλοι τόση είχε και ο καθένας από εμάς. Βλέποντας το κρύο άδειο περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτός ο άνθρωπος μεγάλωσε, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί έκρυβε μέσα του μίσος ή γιατί ήθελε τον απόλυτο έλεγχο πάνω σε ένα άλλο ανθρώπινο ον.
Για να το πω απλούστερα: για τον Ντάμερ φταίνε όλοι. Φταίει ο Ντάμερ, που θα μπορούσε να καταβάλει μεγαλύτερη προσωπική προσπάθεια, αλλά δεν κατέβαλε. Φταίνε οι γονείς του που τον είχαν παρατημένο, γραμμένο και το μόνο που έκαναν ήταν όλη μέρα να ουρλιάζουν μπροστά του για το πόσο μίζεροι ένιωθαν ο ένας με τον άλλο. Φταίνε οι συμμαθητές του, οι δάσκαλοι του, οι συνάδελφοι του, που τον έβλεπαν αλκοολικό, με προβλήματα, μοναχικό, αλλά χέστηκαν. Φταίνε όλοι και όλα.
Ο Ντάμερ είναι συνδυασμός παραγόντων, πιθανόν γενετικών αν και είναι δύσκολο να μάθουμε ποτέ, προσωπικής επιθυμίας ή αδιαφορίας να συγκρατήσει τον εαυτό του μακριά από τον έγκλημα, κακού οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Όλα αυτά έκαναν τον Ντάμερ να λέγεται σήμερα το όνομα του κι όλοι να σουφρώνουν τα χείλη στο άκουσμα του.

Τζέφρι Ντάμερ
Γιατί όμως κάποιος που μεγάλωσε χειρότερα από τον Ντάμερ δεν έγινε σίριαλ κίλερ; Γιατί εγώ γεννήθηκα με καφέ μάτια κι όχι γαλάζια; Γιατί όσο κι αν προσπαθώ δεν έχω καμία έφεση στα μαθηματικά; Γιατί είμαστε όλοι διαφορετικοί. Και μερικοί στρέφονται και εθίζονται στο έγκλημα πιο εύκολα από κάποιους άλλους. Γι’ αυτό κι αξίζει η σειρά να της βγάλουμε το καπέλο όταν δεν εμφανίζει σιγουριά σε καμία από τις απαντήσεις που εκθέτει. Γιατί είναι μαγκιά να παραδέχεσαι ότι δεν τα ξέρεις όλα, ότι μπορεί και να μην ξέρεις τίποτα αντί να το παίζεις αυθεντία.
Δεν λέω ότι ο Ντάμερ ήταν αθώος και θα έπρεπε να τον λυπόμαστε. Απλά μερικές φορές, ίσως, λέω, ίσως, να πρέπει να αρχίσουμε να βοηθάμε κάποιον προτού σκοτώσει και φάει δεκαεφτά ανθρώπους. Ίσως μπορούμε να αρχίσουμε να του δίνουμε λίγη σημασία προτού αρχίσει να ενοχλεί εμάς και τότε αναγκαστούμε να στρέψουμε πάνω του το βλέμμα μας. Άνθρωποι και υποθέσεις όπως του Ντάμερ μας κάνουν να νιώθουμε αμηχανία και να προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Καλώς ή κακώς, υπήρχαν και θα υπάρξουν κι άλλοι Ντάμερ στο μέλλον. Ίσως είναι πιο χρήσιμο να προσπαθήσουμε να αποτρέψουμε το να συμβούν, παρά να περιμένουμε το αναπόφευκτο και μετά να συζητάμε πόσο απαίσιοι και βδελυροί ήταν.
Δεν αλλάζει κάτι. Τα θύματα δεν έρχονται πίσω. Ούτε με το να μισείς έναν άνθρωπο για δεκαετίες, ούτε με το να του δίνεις τη θανατική ποινή. Αυτά κάτι δεν αλλάζουν. Αυτό που αλλάζει είναι η δράση. Μερικές φορές μας χρειάζεται ένας Τζέφρι Ντάμερ για να μάθουμε να βλέπουμε κάποιον δίπλα μας όταν έχει ανάγκη και να τον βοηθάμε. Είναι κρίμα να το κάνουμε με τον φόβο ότι στο μέλλον μπορεί να γίνει σίριαλ κίλερ και να μας φάει. Αλλά απ’ ότι φαίνεται οι απειλές από αρχαιοτάτων χρόνων λειτουργούν αποτελεσματικά. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστούν πολλοί Ντάμερ στο μέλλον για να δίνουμε σημασία σε κακοποιημένα παιδιά και ψυχικά διαταραγμένους ανθρώπους.
Ο Ντάμερ είχε ευθύνη, όπως και όλοι μας. Ο Ντάμερ δεν φύτρωσε, έπλασε τον εαυτό του, κι ένα κομμάτι του πλάσαμε κι εμείς. Αντί να τον δαιμονοποιούμε και να τον αποκαλούμε φρικιό, ας κοιτάξουμε λίγο την καμπούρα μας. Την άλλη φορά που θα ακούσεις πάλι τον γείτονα σου να φωνάζει και να βαράει τα παιδιά του ίσως να ευαισθητοποιείς. Το σημαντικότερο είναι να κατανοήσουμε ότι άνθρωποι όπως ο Ντάμερ έχουν θυμό απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία γιατί ποτέ δεν τους προστάτεψε και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για εκείνους. Ας αρχίσουμε να ενδιαφερόμαστε.
Τα τέρατα τα φτιάχνουμε εμείς. Κι εμείς μπορούμε και να μην τα φτιάξουμε εν τέλει.


































