Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση

Το «Κ» ταξιδεύει σε έξι νησιά και συναντά νέους άνδρες που τιμούν την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου τους και αποδεικνύουν ότι η χειροτεχνία μπορεί να οδηγήσει σε σύγχρονα, δημιουργικά μονοπάτια
Τετ, 28/08/2024 - 06:51

 

Πόσο ζωντανός είναι ο λαϊκός πολιτισμός της χώρας; Με ποιον τρόπο μπορούμε να μετατρέψουμε τα παραδοσιακά επαγγέλματα σε εργαλεία ανάπτυξης για τους κατοίκους κάθε τόπου και πώς είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί το πολιτιστικό απόθεμα στη νησιωτική Ελλάδα; «Ποτέ άλλοτε το παρελθόν δεν τροφοδότησε με τόσο πρωτοποριακά μηνύματα το μέλλον», θα μου πει η Αικατερίνη Καμηλάκη, τ. διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία διετέλεσε και πρόεδρος της Επιτροπής Χειροτεχνίας του Υπουργείου Ανάπτυξης. 

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-1
Μαρμάρινες δημιουργίες του Νίκου Ριζόπουλου στην Τήνο. (Φωτογραφία: ΕΒΕΛΥΝ ΦΩΣΚΟΛΟΥ)

Η ερευνήτρια και λαογράφος αγωνίζεται να καταδείξει ότι η χειροτεχνία έχει τη δύναμη να ανοίξει αναπάντεχους επιχειρηματικούς δρόμους με σοβαρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. «Ο παραμελημένος κλάδος των χειροτεχνών –που θα μπορούσε να απασχολήσει πάνω από 60.000 άτομα– ανακτά σήμερα τη στρατηγική σημασία του και η άλλοτε παρεξηγημένη τοπικότητα αποκτά νέα διάσταση. Τα νησιά μας έχουν μοναδικό πολιτιστικό απόθεμα και είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι νέοι νησιώτες παραμένουν ή επιστρέφουν στον τόπο τους για να ασχοληθούν με παραδοσιακές τέχνες και ντόπια υλικά με περιβαλλοντικό πρόσημο». Το παγκόσμιο κλίμα ενδυνάμωσης της χειροτεχνίας έχει αφυπνίσει και τον κρατικό μηχανισμό. Οι 19 δομές κατάρτισης που δρομολογούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού σε διάφορες περιφέρειες, με πιλοτική εφαρμογή στην υφαντική, την ξυλοτεχνία και την αγγειοπλαστική, γεννούν ελπίδες για ουσιαστική στήριξη. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και το δίκτυο συνεργασίας «Νήσων Περίπλους», μια προσπάθεια αναπτυξιακών φορέων και ομάδων τοπικής δράσης σε νησιά με στόχο τη στήριξη νέων που ασχολούνται με τον πολιτισμό. 

Είναι πλέον ξεκάθαρο πως πανάρχαιες τέχνες όπως η υφαντική, η κεραμική, η καλαθοπλεκτική, η μαρμαροτεχνία –χάρη στις οποίες επιβίωναν για αιώνες οι νησιωτικές κοινότητες– γίνονται ξανά ορατές. Έξι νέοι άνδρες, από έξι διαφορετικά νησιά με ανεκτίμητη πολιτιστική παρακαταθήκη, μας υποδέχθηκαν στους χώρους τους, μας ξενάγησαν στα εργαστήριά τους και μας εξήγησαν πώς συνδέονται με τις ρίζες τους, αντιστέκονται στο εφήμερο κέρδος και αντλούν δύναμη ψυχής από την παράδοση, διεκδικώντας παράλληλα μια ισχυρή παρουσία στον χάρτη της οικονομικής ανάπτυξης του τόπου τους.

Ραφαήλ Γιαννέλης, καλαθοπλέκτης, Λήμνος

Ιδιοκτήτης μιας μικρής οικογενειακής φάρμας που εφαρμόζει πρακτικές βιώσιμης κτηνοτροφίας και σπέρνει τοπικές ποικιλίες οσπρίων και σιτηρών, ο 28χρονος Ραφαήλ Γιαννέλης θεωρείται ο νεότερος και ένας από τους τελευταίους συνεχιστές της καλαθοπλεκτικής παράδοσης της Λήμνου. Δημιουργεί τα περίφημα τυροβόλια, παραδοσιακά πλεκτά χειροποίητα καλαθάκια που χρησιμοποιούνται για την τυροκόμηση δύο «συμβόλων» της λημνιακής γαστρονομίας, δίνοντάς τους τα χαρακτηριστικά σχέδιά τους: το τυρί Καλαθάκι (προϊόν ΠΟΠ) και το Μελίπαστο, του οποίου η τεχνική παρασκευής εντάχθηκε το 2020 στο Εθνικό Ευρετήριο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. 

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-2
(Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΣΙΔΗΣ)

«Η τέχνη του καλαθοπλέκτη ή “τυρεβάνα” συγκαταλέγεται πλέον στις τέχνες υπό εξαφάνιση», σχολιάζει ο ίδιος. «Είναι μια περίπλοκη τέχνη με πολλές παραλλαγές που περνούσε από γενιά σε γενιά. Στα 36 χωριά της Λήμνου εντοπίζουμε 36 διαφορετικές πλέξεις. Στην προσπάθειά μου να διασώσω όσο περισσότερες τεχνικές μπορούσα, κατάφερα να ενσωματώσω σε μια δημιουργία τεχνοτροπίες από τέσσερις διαφορετικές κοινότητες».

«Η τέχνη του καλαθοπλέκτη είναι περίπλοκη. Σε 36 χωριά εντοπίζουμε 36 διαφορετικές πλέξεις».

Μέλος της ομάδας του Μεσογειακού Ινστιτούτου για τη Φύση και τον Άνθρωπο (MedINA), που υλοποιεί δράσεις για τη στήριξη των παραδοσιακών αγροτικών πρακτικών και προϊόντων της Λήμνου, ο Ραφαήλ (με ακαδημαϊκό υπόβαθρο στη νεοελληνική φιλολογία και εθνογραφία) είναι υπεύθυνος του προγράμματος Terra Graeca και μάχεται να διαφυλάξει την τέχνη του λημνιού τυροβολιού, που έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από το πλαστικό. «Σε κάθε κτηνοτροφική οικογένεια μέχρι και τη δεκαετία του ’90 υπήρχε πάντα ένα μέλος που ήξερε να φτιάχνει καλαθάκια από βούρλα στο πλαίσιο της οικιακής τυροκομίας, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ακόμη και σήμερα στο νησί».

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-3
(Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΣΙΔΗΣ)

Το 2021, με τη στήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού, το MedINA υλοποίησε προγράμματα πολιτιστικού τουρισμού στα σχολεία του νησιού με σκοπό την ευαισθητοποίηση των νέων γύρω από την καλαθοπλεκτική, αλλά και τον ρόλο που διαδραματίζει στο αγροοικοσύστημα του νησιού, μια και η τέχνη εξαρτάται από τη βλάστηση της Λήμνου. Πώς όμως μια τόσο ιδιαίτερη τέχνη περνάει στο σήμερα;

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-4
(Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΣΙΔΗΣ)

«Θεωρώ πως η παράδοση πρέπει να αναπαράγεται δημιουργικά. Για να κρατηθούν ζωντανές οι παραδοσιακές τέχνες πρέπει να ακολουθούν μια πορεία μετάβασης. Σημαντικός στόχος μου είναι η αξιοποίησή της σε πεδία σύγχρονης δημιουργίας και σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως η διακόσμηση, το ντιζάιν, η μόδα. Η τέχνη πρέπει να εξελίσσεται, ώστε να βρίσκει τη θέση της μέσα στην καθημερινότητά μας, για αυτό αποφάσισα να πειραματιστώ και να δημιουργήσω σύγχρονα διακοσμητικά και χρηστικά αντικείμενα, όπως σουπλά, σουβέρ, φωτιστικά, τσάντες και αξεσουάρ, θέλοντας να δώσω στην τέχνη μια άλλη προοπτική. Η αποδοχή είναι μεγάλη, ο κόσμος εκτιμά τη χειροποίητη δημιουργία και την πολιτισμική ιστορία που μεταφέρει ένα σύγχρονο αντικείμενο. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει μία από τις σπουδαιότερες χειροτεχνικές παραδόσεις, η παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Προσωπικά, έκανα το πρώτο βήμα για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της καλαθοπλεκτικής του τόπου μου και είμαι πρόθυμος και διαθέσιμος να δείξω τον δρόμο που θα περπατήσει ο επόμενος».

Γιάννης Φτούλης, κεραμίστας, Σκύρος

«Την κεραμική δεν την επέλεξα. Με επέλεξε. Από παιδί καθόμουν με τον πατέρα και τον παρατηρούσα. Χάζευα τις κινήσεις των χεριών του, τις πινελιές του και έπειτα έφευγα για παιχνίδι έξω στη γειτονιά. Μετά, πάλι από την αρχή. Έτσι σιγά σιγά μπήκε η τέχνη της κεραμικής στο υποσυνείδητό μου και εγκαταστάθηκε εκεί μέχρι να ξεδιπλωθεί», μου λέει ο Σκυριανός κεραμίστας Γιάννης Φτούλης, αναπολώντας ξεχωριστές στιγμές με τον πατέρα του Σταμάτη Φτούλη, έναν σπουδαίο καλλιτέχνη της κεραμικής, που άφησε σημαντική παρακαταθήκη στην ιστορία του νησιού – έργα του εκτίθενται στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Centre Georges Pompidou στη Γαλλία. «Ο πατέρας μου δεν με πίεσε ποτέ να ασχοληθώ με την κεραμική, ποτέ δεν μου είπε “έλα εδώ να σου δείξω”. Μας άφηνε να τον παρατηρούμε, να βλέπουμε τη χαρά και την ικανοποίηση που του έδινε η τέχνη του». 

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-5
(Φωτογραφία: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΠΑΣ)

Για χάρη της κεραμικής ο Γιάννης άφησε μια μόνιμη θέση στο Ναυτικό. «Ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου τη σταθερότητα που μπορεί να εξασφαλίσει μια θέση εργασίας. Το Ναυτικό μού προσέφερε και του προσέφερα. Έφτασε όμως να μην καλύπτει την ψυχή μου. Την περιόριζε. Ο τόπος μας είναι μια αφετηρία που μας εισάγει στην κοινωνία. Άλλοι άνθρωποι ξεριζώνονται και φεύγουν και άλλοι γιατρεύουν τις πληγές δυναμώνοντας τις ρίζες. Η δική μου ανάγκη ήταν να συνδεθώ με την παράδοση του τόπου μου, μια παράδοση που βίωσα από παιδί και νιώθω την ανάγκη να την εκφράσω με τον δικό μου τρόπο και να τη μεταδώσω στη νέα γενιά. Οι νέοι άνθρωποι της Σκύρου εκτιμούν, άλλωστε, την τέχνη και τους τεχνίτες της, συμπορεύονται μαζί τους». 

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-6
(Φωτογραφία: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΠΑΣ)

Τι χρειάζεται, όμως, ένας χειροτέχνης για να «ανθίσει»; «Μέχρι σήμερα, οι διαχειριστές της χώρας μας, στην πλειονότητά τους, δεν διακρίνονταν για την ευαισθησία τους στην παράδοση. Στον αντίποδα, η κοινωνία “παράγει” αυτή την ευαισθησία που για όλους εμάς τους τεχνίτες είναι καθοριστική. Οι τεχνίτες θα υπάρχουν όσο υπάρχει η κοινωνία της τέχνης, όσο υπάρχει η παράδοση και όσο ο τόπος το επιτρέπει. Σε συνεργασία με την κοινωνία παράγουμε πολιτισμό. Η εκπαίδευση πάνω στη χειροτεχνία, ωστόσο, εκλείπει δραματικά. Με ποιον τρόπο θα προσελκύσουμε τη νέα γενιά; Η ζήτηση είναι μεγάλη και οι τεχνίτες ελάχιστοι. Υπάρχει ένα μεγάλο κοινό εντός και εκτός Ελλάδας που αναζητά τα σκυριανά κεραμικά, μια και είναι αντικείμενα που μεταφέρουν πληροφορίες, ερεθίσματα, συναισθήματα, αποτυπώνουν δηλαδή την ιστορία μας. Οι Γάλλοι για παράδειγμα –αρκετοί μάλιστα έχουν εγκατασταθεί στο νησί– εκτιμούν πολύ την κεραμική μας, αλλά και οι Έλληνες έχουν αρχίσει να τα επιλέγουν ακόμη και για τις καθημερινές στιγμές τους.

«Τα σκυριανά κεραμικά μεταφέρουν πληροφορίες, ερεθίσματα, συναισθήματα».

Η τέχνη πιστεύω διαλέγει τον τεχνίτη, τον χρησιμοποιεί ως μέσο για να την εκφράσει. Έτσι, υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ τους που μόνο εκείνοι τη νιώθουν. Η τέχνη εκφράζει την ψυχή, ενεργοποιεί τη σκέψη, παράγει ελπίδα και βγάζει τον άνθρωπο από την αδράνειά του. Ασχολήθηκα με την κεραμική γιατί άκουσα την ψυχή μου. Μόνο έτσι νιώθω ελεύθερος. Άλλωστε, η τέχνη μόνο ελεύθερη μπορεί να εκφραστεί».

Νίκος Παπαλεξάκης, οργανοποιός, Κρήτη

«Λύρα της Κρήτης γέννημα και ακριβοθυγατέρα, σαν ξεκινάς να κελαηδείς, τη νύχτα κάνεις μέρα». Με αυτή τη μαντινάδα μάς υποδέχτηκε ο Νίκος Παπαλεξάκης στο οργανοποιείο του στο Ρέθυμνο. Οι λύρες του βρίσκονται στα χέρια σπουδαίων λυράρηδων του νησιού, όπως και μουσικών από διάφορα μέρη του πλανήτη, οι οποίοι αναζητούν στο εργαστήρι του το τέλειο ηχόχρωμα ενός οργάνου που εκφράζει όλο το συναίσθημα και τον πολιτισμό της Μεγαλονήσου.

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-7
(Φωτογραφία: ΒΙΚΥ ΤΣΑΤΣΑΜΠΑ)

Ο Κρητικός τεχνίτης συνεχίζει σήμερα μια οικογενειακή παράδοση 40 ετών. «Όποιον λυράρη και αν ρωτήσεις στην Κρήτη, θα σου μιλήσει για τον Γιώργο Παπαλεξάκη», λένε οι ντόπιοι για τον πατέρα του, σπουδαίο μάστορα, με πίστη και σεβασμό στην παράδοση του τόπου. Ο Νίκος, λυράρης ο ίδιος, «γιατί όποιος φτιάχνει λύρες πρέπει πρώτα να μάθει να παίζει», εντυπωσιάζει τους τουρίστες, που συχνά τον καταγράφουν με τα κινητά και τις φωτογραφικές μηχανές να σκαλίζει με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία το ξύλο αλλά και να παίζει κρητικές κοντυλιές για να δοκιμάσει τα δημιουργήματά του. «Πολλοί ξένοι γοητεύονται από τις μελωδίες της λύρας, η μουσική άλλωστε ενώνει εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους».

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-8
(Φωτογραφία: ΒΙΚΥ ΤΣΑΤΣΑΜΠΑ)

Η σκωτσέζικη καταγωγή του από την πλευρά της μητέρας του ενισχύει το ήδη έντονο κρητικό του ταμπεραμέντο. «Οι Κρητικοί και οι Σκωτζέζοι μοιάζουν αρκετά. Είναι καθαροί στην καρδιά και γλεντζέδες. Χαίρομαι που είμαι ένα κράμα αυτών των δύο». 

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-9
(Φωτογραφία: ΒΙΚΥ ΤΣΑΤΣΑΜΠΑ)

Τα τελευταία πέντε χρόνια, σημειώνει, η κρητική μουσική γνωρίζει τη δική της άνοιξη. «Αν και η εποχή μας εξαϋλώνει την παράδοση, στην κρητική μουσική παρατηρώ μια εξέλιξη. Οι νέοι καλλιτέχνες πειραματίζονται με διάφορα είδη μουσικής, αναμειγνύουν κρητικούς ήχους με ποπ, ροκ και άλλα στοιχεία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απήχηση σε διαφορετικά κοινά. Έχουμε πελάτες μουσικούς από διάφορα σημεία του πλανήτη. Πρόσφατα επισκέφθηκαν το εργαστήρι νεαροί μουσικοί από την Αυστραλία, που ήθελαν να ενσωματώσουν την κρητική λύρα στις συναυλίες τους. Η λύρα εξάλλου “αντεπεξέρχεται” σε οποιοδήποτε είδος μουσικής, παγκοσμίως». 

«Αν και η εποχή μας εξαϋλώνει την παράδοση, στην κρητική μουσική παρατηρώ μια εξέλιξη».

Σε κάθε όργανο που φτιάχνει χαράζει μια πέρδικα. «Είναι ένα παραδοσιακό σύμβολο της Κρήτης, που συμβολίζει την ελευθερία του πνεύματος. Θα δείτε πέρδικα σε λύρες πάνω από 100 ετών». Η κατασκευή μιας λύρας χρειάζεται περίπου 100 ώρες χειροτεχνικής εργασίας. «Ένα κομμάτι της κατασκευής του οργάνου ανήκει στην τέχνη της ξυλογλυπτικής. Ήμουν τυχερός γιατί το “πανεπιστήμιο” ήταν μέσα στο σπίτι μου και είχα τον καλύτερο δάσκαλο. Βέβαια, για να γνωρίσουν την τέχνη τα νέα παιδιά πρέπει να έχουν ερεθίσματα. Συχνά έρχονται μαθητές στο εργαστήρι και βλέπω στα μάτια τους έναν ενθουσιασμό, ειδικά όταν συνειδητοποιούν ότι ένα ξύλο τριανταφυλλιάς ή καρυδιάς μπορεί με την κατάλληλη επεξεργασία να παράγει τόσο όμορφες μελωδίες». Αν επισκεφθεί κανείς την Κρήτη, αντιλαμβάνεται αμέσως πως οι Κρητικοί αισθάνονται βαθιά τη μεγαλοσύνη του τόπου τους και τιμούν ευλαβικά τον πολιτισμό τους. «Mε τη δύναμη της καρδιάς μου θα κρατάω αυτή την τέχνη ζωντανή, θα παρακολουθώ την εξέλιξή της, αλλά θα επιμένω να δουλεύω με τα χέρια μου. Η τέχνη δεν έχει τέλος. Όσο και αν προχωρώ και αναζητώ νέα μονοπάτια, έχω πάντα στο μυαλό μου να πατώ στα βήματα των προγόνων μου».

Βασίλης Αναστόπουλος, συντηρητής υφάσματος, ιδρυτής του Λαογραφικού Mουσείου Αρχαγγέλου, Ρόδος

Μόλις 27 ετών και με μια συλλογή που μετράει χιλιάδες λαογραφικά αντικείμενα από τα χωριά της Ρόδου και άλλα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου, ο Βασίλης Αναστόπουλος προσπαθεί από μικρό παιδί να διαφυλάξει και να καταγράψει την πλούσια πολιτιστική παράδοση των Δωδεκανήσων. Το 2017 ίδρυσε ένα λαογραφικό μουσείο στο χωριό Αρχάγγελος της Ρόδου, μια ιδιωτική πρωτοβουλία που χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από την οικογένειά του. Σε ένα παλαιό μονόχωρο αρχαγγελίτικο σπίτι του 19ου αιώνα, με τη χαρακτηριστική καμάρα στη μέση, στέγασε τα πολύτιμα τεκμήρια της νησιωτικής παράδοσης που συλλέγει εδώ και χρόνια.

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-10
(Φωτογραφία: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΖΑΚΗΣ)

«Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, με απασχολούσε η ιστορία πίσω από τα αντικείμενα που αντίκριζα σε κάθε καταστόλιστο σπίτι του νησιού. Ποιοι τα έφτιαξαν, πώς και γιατί. Κάθε σούρουπο στην αυλή της προγιαγιάς μου αναβίωναν μπροστά στα μάτια μου σκηνικά μιας αγροτικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα. Από μικρός, μου άρεσε να ακούω τις συζητήσεις των ηλικιωμένων για εργαλεία, εξαρτήματα της φορεσιάς, του σπιτιού και της εργασίας, οι οποίες ξεχείλιζαν από συγκίνηση και νοσταλγία. Ό,τι άκουγα το κατέγραφα σε ένα τετράδιο και αργότερα σε μαγνητόφωνο, προσπαθώντας να διασώσω την προφορική παράδοση του τόπου μου».

Με το πρώτο του χαρτζιλίκι αγόρασε ένα κεραμικό πιάτο του 18ου αιώνα από το Τσανάκαλε – τουρκική πόλη που φημιζόταν για την αγγειοπλαστική παράδοσή της. Σήμερα η συλλογή, που καλύπτει ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα από τον 18ο και τον 19ο αιώνα, περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα τα περίφημα κεραμικά του Ίκαρου αλλά και πολύτιμα κοσμήματα που στόλιζαν τις νυφικές φορεσιές της Τήλου και της Καρπάθου.

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-11
(Φωτογραφία: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΖΑΚΗΣ)

«Στην ηλικία των 14 ετών συνειδητοποίησα πως υπήρχε μεγάλη δυσκολία να εντοπίσω αντικείμενα-μάρτυρες της παράδοσης, αφού τα περισσότερα είχαν τεθεί σε αχρησία ή καταστραφεί. Η αγάπη για την παράδοση που είχα στη παιδική μου ηλικία μετατράπηκε αργότερα σε ευθύνη. Αφού συγκεντρώθηκαν αρκετά εκθέματα για τη λαογραφία του Αρχαγγέλου, σκέφτηκα να εμπλουτίσω τη συλλογή με αντικείμενα από άλλες περιοχές, ώστε ο επισκέπτης να έχει μια ολοκληρωμένη άποψη για το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της εποχής, να καταλάβει πώς, για παράδειγμα, το ίδιο γεωργικό εργαλείο άλλαζε χρήση και όνομα σε κάποιες περιοχές της Ρόδου, αλλά και πώς διαμορφώθηκε η φορεσιά του διπλανού χωριού. Oι φορεσιές άλλωστε λειτουργούν ως κώδικες επικοινωνίας σε κάθε τόπο, γι’ αυτό θεωρώ πως η συγκριτική λαογραφία είναι πολύ σημαντική». 

«Είμαστε μια μικρή παρένθεση στη ζωή παλαιών και ιστορικών αντικειμένων».

Οι σπουδές του ως συντηρητή αρχαιοτήτων και έργων τέχνης με κατεύθυνση τα λαογραφικά αντικείμενα αποδείχθηκαν πολύτιμες, καθώς στο εργαστήριό του συντηρεί ο ίδιος φορεσιές και υφάσματα και αναλύει τις φυσικές βαφές σε υφαντά του 18ου αιώνα. Για το μέλλον ονειρεύεται ένα μεγαλύτερο μουσείο, δωδεκανησιακής εμβέλειας. «Θα ήθελα να δώσω τη δυνατότητα σε έναν ερευνητή, έναν καλλιτέχνη ή ακόμη σε έναν σχεδιαστή μόδας να βρει υλικό για έρευνα ή έμπνευση από το αρχείο του μουσείου». Η νέα γενιά; «Πολλοί συνομήλικοί μου έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν το μεγαλείο της ελληνικής παράδοσης αλλά και την υποβάθμιση που έχει υποστεί. Η παράδοση είναι κάτι που εξελίσσεται μαζί μας. Υλικά και άυλα. Είμαστε μόνο μια μικρή παρένθεση στη ζωή παλαιών και ιστορικών αντικειμένων τα οποία υπήρχαν πριν από εμάς, όμως συνοδοιπορούν μαζί μας».

Αργύρης Χατζημαλλής, υφαντής, Λέσβος

Σε αντίθεση με άλλες χώρες όπως το Μαρόκο, η Αίγυπτος και η Ινδία, όπου η υφαντική αποτελεί παραδοσιακά μια ανδρική ενασχόληση, στην Ελλάδα οι χειροτέχνες υφαντικής είναι ελάχιστοι. Ο Αργύρης Χατζημαλλής είναι ο μοναδικός υφαντής της Λέσβου, ένας νέος άνδρας που αγωνίζεται να διασώσει την παράδοση, αναπτύσσοντας παράλληλα επιχειρηματική δραστηριότητα με το brand name Lebades Lesvos (Λεμπαντές είναι το βελούδινο χρυσοκέντητο γιλέκο που φορούσαν οι νύφες στο χωριό Αγιάσος της Λέσβου).«Ο αργαλειός είναι ο “έρωτας” της ζωής μου», θα μου πει ο ίδιος, θέλοντας να δώσει έμφαση στη σημαντικότητα του αρχέγονου εργαλείου υφαντουργίας που έχει αλλάξει ριζικά την καθημερινότητά του.

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-12
(Φωτογραφία: ΜΑΡΙΚΑ ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ)

Όλα ξεκίνησαν όταν γράφτηκε, ως παιδί, σε έναν σύλλογο παραδοσιακών χορών στη Μυτιλήνη. «Από τότε και μέχρι σήμερα, ο χορός αποτελεί τη μοναδική σταθερά στη ζωή μου». Για τις ανάγκες των παραστάσεων θα βρεθεί μπροστά σε ένα ανεκτίμητο υλικό, θα αγγίξει για πρώτη φορά αυθεντικές φορεσιές, θα μαγευτεί με τα περίτεχνα κεντήματα και τα πολύπλοκα μοτίβα τους.

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-13
(Φωτογραφία: ΜΑΡΙΚΑ ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ)

«Παρατηρώντας την υπέροχη υφή των ρούχων, σκέφθηκα να τα αποδομήσω για να μάθω τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να ξαναδημιουργηθούν. Έτσι, ξεκίνησα να πλέκω με το βελονάκι, να κεντάω, μέχρι που έβγαλα από το μπαούλο τη ραπτομηχανή της γιαγιάς μου – ονομαστής μοδίστρας στην πόλη της Μυτιλήνης. Τη δυσκολότερη αλλά την πιο γοητευτική διαδικασία, την ύφανση, την άφησα για το τέλος. Για καλή μου τύχη πρόλαβα να διασώσω έναν αργαλειό, έτοιμο να γίνει καυσόξυλα, βρήκα ένα ξεχασμένο αντί (εξάρτημα αργαλειού) με στημόνι και άρχισα δειλά δειλά να πειραματίζομαι. Έψαξα σε όλη τη Λέσβο να βρω έναν άνθρωπο να μου διδάξει υφαντική, αλλά μάταια… Παρόλο που η Λέσβος αποτέλεσε κάποτε σπουδαίο υφαντουργικό κέντρο, σήμερα δεν έχει απομείνει κανείς για να συνεχίσει την τέχνη. Αναγκάστηκα να ταξιδεύω κάθε μήνα στην Αθήνα για πέντε χρόνια».

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-14
(Φωτογραφία: ΜΑΡΙΚΑ ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ)

Η ταλαιπωρία της μετακίνησης ανταμείφθηκε καθώς την υφαντική του κατάρτιση ανέλαβε η τεχνολόγος Αρχαίου Υφάσματος και καθηγήτρια Υφαντικής στο Ιστορικό Υφαντουργείο ΣΕΝ, Σοφία Τσουρινάκη. «Είναι σημαντικό να υπάρχουν άνθρωποι σε κάθε τέχνη που έχουν γνώσεις και θέλουν να τις μεταδώσουν. Σήμερα, μπορώ πια να δημιουργώ το δικό μου ύφασμα και αισθάνομαι τεράστια ικανοποίηση. Έχω ένα εργαστήριο με τρεις καθιστούς αργαλειούς και έναν κάθετο για να υφαίνω χαλιά του κόμπου. Με εμπνέει ιδιαίτερα η υφαντική παράδοση των Βαλκανίων, αλλά δεν αντιγράφω αυτό που βλέπω. Προσπαθώ να φέρω την υφαντική στο σήμερα με μια μοντέρνα και σύγχρονη ματιά». 

«Οι χειροτεχνικές επιχειρήσεις είναι ευάλωτες και πρέπει να υποστηριχθούν για να μπορέσουν να επιβιώσουν». 

Ο Αργύρης διοργανώνει συχνά εργαστήρια στο νησί, αποκαλύπτοντας τα μυστικά της δημιουργίας του νήματος με το αδράχτι του, χρησιμοποιεί μαλλί προβάτου που συνήθως πετιέται ή καίγεται, το βάφει με το περίφημο ριζάρι από την ύπαιθρο της Λέσβου, το περνάει στη σαΐτα του και αρχίζει να «συνθέτει» τον υφασμάτινο καμβά στον αργαλειό του. Είναι ιδιαίτερα ενεργός στα κοινωνικά δίκτυα, παρουσιάζοντας συχνά σε βιντεάκια μικρές ιστορίες πίσω από λαογραφικά στοιχεία του τόπου του. Υφαίνει εσάρπες, τσάντες, ιμάντες, ζώνες, κιλίμια αλλά και κουρελούδες, δίνοντας «δεύτερη ζωή» σε παλιά ρούχα και υφάσματα. «Ο κόσμος στρέφεται όλο και περισσότερο σε μορφές παραγωγής και οικονομίας του παρελθόντος και εναρμονίζεται με τις βιώσιμες και ηθικές πρακτικές. Αυτό προσπαθώ και εγώ. Οι χειροτεχνικές επιχειρήσεις είναι ευάλωτες και πρέπει να υποστηριχθούν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Είναι επίσης αναγκαία η συσπείρωση των υφαντών και υφαντριών σε μια συλλογικότητα. Η υφαντική δεν ανήκει μόνο στον λαϊκό πολιτισμό, αλλά αποτελεί κι ένα σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης». 

Νίκος Ριζόπουλος, μαρμαρογλύπτης, Τήνος

Μέσα σε ένα κατάλευκο σπίτι, σαν λαξεμένο σε βράχο, ο Νίκος Ριζόπουλος ξεκινά αχάραγα να σμιλεύει ένα από τα πιο αρχέγονα και άφθαρτα υλικά αυτού του τόπου. Το μάρμαρο τον προκαλεί σε μια ιδιόμορφη συνομιλία και δοκιμάζει τα όριά του. «Αυτή η γεμάτη αγριάδα άμορφη ύλη σού επιτρέπει να χαράξεις τον καλύτερό σου εαυτό», είναι η πρώτη κουβέντα που θα μου πει ο καλλιτέχνης με καταγωγή από τη Λαμία, ο οποίος όμως εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Τήνο το 2012 για να μυηθεί στα μυστικά της μαρμαροτεχνίας, μιας τέχνης εγγεγραμμένης από το 2015 στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO.

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-15
(Φωτογραφία: ΕΒΕΛΥΝ ΦΩΣΚΟΛΟΥ)

«Αν και πάντα ένιωθα θαυμασμό για το συγκεκριμένο πέτρωμα, συνδέθηκα εντονότερα όταν δούλεψα στη Δήλο για τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και μπόρεσα να περπατήσω ανάμεσα στα μεγαλειώδη αρχαία καλλιτεχνήματα. Το μάρμαρο άρχισε να με γοητεύει από την ώρα που πάτησα το πόδι μου στην Τήνο, από τη στιγμή που βάρεσα την πρώτη μου “μαντρακαδιά” (μαντρακάς είναι το σφυρί μαρμαράδων). Όταν καταφέρνω να του δώσω τη μορφή που θέλω, αισθάνομαι πως με ανταμείβει φωτίζοντας τη δημιουργία μου». 

Έπειτα από οικονομικές σπουδές, ένα περιπετειώδες καλλιτεχνικό ταξίδι σε διαφορετικά είδη τέχνης –graffiti, ζωγραφική, κόμικ, κολάζ, σκίτσο–, αμέτρητους πειραματισμούς με διαφορετικά υλικά –χαρτί, πηλό, γύψο, ξύλο, μέταλλο–, συμμετοχή σε εκθέσεις και βραβεία σε εικαστικούς διαγωνισμούς ανά την Ελλάδα, ο Νίκος βρήκε τον δρόμο του στο νησί των μαρμαρογλυπτών. Φοίτησε στο Προπαρασκευαστικό και Επαγγελματικό Σχολείο Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου και έκτοτε δεν μπόρεσε να αποχωριστεί το νησί, όπου η καθαρότητα και η δύναμη του μαρμάρου κυριαρχούν. «Με συγκινεί να βρίσκομαι στον τόπο που γέννησε μια τέχνη που ενσωματώνει όλη την πολιτιστική ταυτότητα ενός νησιού και ανέδειξε κορυφαίους γλύπτες». 

Πώς οι νέοι νησιώτες κρατούν ζωντανή την ελληνική παράδοση-16
(Φωτογραφία: ΕΒΕΛΥΝ ΦΩΣΚΟΛΟΥ)

Καθημερινά, δημιουργεί περίτεχνα διακοσμητικά αντικείμενα, μαρμάρινα υπέρθυρα, σκαλιστούς κίονες, χρηστικά είδη αλλά και ειδικές κατασκευές. Ποιο είναι το πιο ένθερμο κοινό του; «Οι επισκέπτες που αναζητούν στην Τήνο αναμνηστικά αντικείμενα με πολιτισμική αξία έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Ιδιαίτερη αγάπη για το μάρμαρο δείχνουν οι Γάλλοι, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί. Οι Έλληνες, όμως, είναι εκείνοι που αισθάνονται ένα ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο με το που θα αγγίξουν ένα μαρμάρινο γλυπτό». 

«Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε τη δύναμη των χεριών μας».

Κάποιες δημιουργίες πάντως απαιτούν επίπονη διεργασία. «Όταν δουλεύεις ως γλύπτης, μπορεί να τραυματίσεις τα χέρια σου, να καταπονήσεις το σώμα σου. Η τέχνη θέλει αφοσίωση. Πρέπει να την αφήσεις να σε παρασύρει αλλιώς δεν θα σε υπακούσει. Οι πιο δύσκολες στιγμές εξαφανίζονται την ώρα που ο ήλιος πέφτει πάνω στο γλυπτό σου, αποκαλύπτοντας όλα τα μυστικά του. Αυτό είναι και η μεγαλύτερη χαρά ενός καλλιτέχνη. Το συναίσθημα της ικανοποίησης ότι δίνεις ζωή σε κάτι μόνο με τα χέρια σου. Βαδίζουμε, ωστόσο, σε μια εποχή που η τεχνητή νοημοσύνη κατακτά την καθημερινότητά μας. Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε τη δύναμη των χεριών μας, γιατί αυτό το εργαλείο μάς δώρισε η φύση για να επιβιώσουμε. Σε μια χώρα με τέτοιο πολιτισμό, ας εστιάσουμε στην παιδεία και στη διάσωση της τέχνης. Όσο υπάρχει η Σχολή Μαρμαροτεχνίας στην Τήνο, η ελπίδα παραμένει ζωντανή». 

 

* Η Κατερίνα Φρέντζου είναι δημοσιογράφος, ιδρύτρια του πολιτιστικού φορέα Branding Heritage brandingheritage.org. 

Περιοδικό Καθημερινής