
Τέχνη είναι η ζωή με άλλα μέσα. Ο Προυστ αποκαλεί όσους μιλάνε για ένα έργο τέχνης αποκομμένο από τη ζωή «γεροντοπαλίκαρα της τέχνης», στείρους ανθρώπους. Η τέχνη δεν είναι ούτε έξω ούτε ανώτερη από τη ζωή. Είναι η ζωή - στην αυθεντική της, όμως, εκδοχή.
Ο,τι ισοπεδώνει τη ζωή στερώντας της κάθε αξία και ενδιαφέρον είναι η συνήθεια, η οποία, «ντύνοντας τα πράγματα με τα ρούχα της οικειότητας», μας εξασφαλίζει μεν ασφάλεια, αλλά, συγχρόνως, μας αποκόπτει από ό,τι κάνει τη ζωή να είναι αγαθό και να αξίζει να τη ζει κανείς. Ας ακολουθήσομε το παράδειγμα του Νώε, που, έχοντας ζήσει εκατοντάδες χρόνια, είχε εξοικειωθεί τόσο πολύ με τα πράγματα γύρω του, που τίποτε δεν του προκαλούσε πια το ενδιαφέρον. Δεν είχε κανένα κίνητρο, κοιτώντας γύρω του, να υποψιαστεί μήπως κάτι, τελικά, δεν ήταν έτσι όπως του φαινόταν. Οταν, όμως, επιβιβάστηκε στην κιβωτό του, χώρια από το περιβάλλον του όπως είχε συνηθίσει να το βλέπει, τότε οι θάμνοι, τα δέντρα, τα ζώα, τα ποτάμια κ.ά.τ. απέκτησαν διαφορετικό νόημα.
Η αξία της τέχνης σε τούτο ακριβώς συνίσταται: στο να ανακαλούμε χάρη σε αυτήν εκείνο που, έχοντας σκεπαστεί από τη συνήθεια, δεν μπορούμε να το επισημάνομε με τις φυσικές αισθήσεις μας. Η τέχνη δεν είναι όπως ο έρωτας, όπου όλα εξομοιώνονται, όπου και οι άσχημοι και οι ωραίοι και οι ανήμποροι και οι δυνατοί και οι ψηλοί και οι κοντοί και οι χοντροί και οι λεπτοί και οι άντρες και οι γυναίκες φέρονται να βιώνουν αδιακρίτως την ίδια εμπειρία. Μέσα από έργα της, η τέχνη επιζητεί να αναδείξει άδηλες παραμέτρους της ζωής μας, τις οποίες, εξαιτίας της συνήθειας, προσπερνάμε αδιάφορα - τουτέστιν λεπτομέρειες. Η τέχνη μάς επιτρέπει, προσφέροντάς μας τους κατάλληλους φακούς, να εστιάσομε τη ματιά μας σε λεπτομέρειες και να ανακαλύψομε, έτσι, τη ζωή μας ως αγαθό, που, διαφορετικά, με τα φυσικά μάτια μας είναι αδύνατον να τη δούμε σαν τέτοιο. Ο καλλιτέχνης μοιάζει, λέει ο Προυστ, με τον οπτικό, που κατασκευάζει φακούς για τους παρατηρητές των έργων του, προκειμένου να τους δώσει τη δυνατότητα να δουν τη ζωή όπως πρέπει, χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι έτσι αυτομάτως θα αποκαλυφθεί μπροστά τους η χαμένη τους ζωή.
Η ζωή δεν διδάσκεται. Βιώνεται. Την καταλαβαίνει κανείς ζώντας την. Το ίδιο και η τέχνη ως θεραπαινίς της: χρειάζεται κανείς, κοιτώντας μέσα από τους φακούς που μας προσφέρουν οι καλλιτέχνες, να διαμορφώσει τη δική του οπτική, για να δει όσα αξίζει να δει.
Ο καλλιτέχνης με τα έργα του δεν οικοδομεί έναν δικό του, όπως υποστηρίζεται, κόσμο. Αν έτσι είχε το πράγμα, θα μας μιλούσε ακαταλαβίστικα για πράγματα που κανείς μας δεν θα ήξερε πού υπάρχουν, οπότε καλά θα κάναμε, για να μη χρονοτριβούμε, να του γυρίσομε την πλάτη αφήνοντάς τον ήσυχο να παιδεύεται στον κόσμο του. Οχι! Ο καλλιτέχνης μιμείται τον ίδιο αυτόν κόσμο όπου όλοι είμαστε συγκάτοικοι, φροντίζοντας όμως -κι αυτό, τελικά, είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της δραστηριότητάς του- να διαλέξει να μιμηθεί από τα πράγματα και τα γεγονότα εκείνα μόνο που αξίζει να μας κινήσουν το ενδιαφέρον, για να αποκτήσει η ζωή μας νόημα. «Δεν αρκεί», λέει ο Ντιντερό για τον καλλιτέχνη, «να έχει ταλέντο, χρειάζεται να έχει και γούστο. Με το ταλέντο μιμείται απλώς τη φύση, με το γούστο διαλέγει τι θα μιμηθεί»!
Πηγή:enet.gr


































