
Δεν είναι μόνο η 8χρονη Ερμιόνη, που βραβεύτηκε χωρίς να ξέρει γιατί, οι μεγάλοι το αποφάσισαν. Εκείνη στον κόλπο του Καρφά, που φέρει το όνομα της Αγίας, που οφείλει το όνομα της, έκανε αυτό που έβλεπε από τη μάνα της. Γιατί ξέρετε πίσω από την καλή ή την κακή πράξη ενός μικρού βρίσκεται ένας μεγάλος.
Όταν πετάχτηκα για ρεπορτάζ στην Αγία Ερμιόνη, εμπιστεύτηκα το ένστικτο του Δημήτρη Φρεζούλη, που πρώτη φορά δεν μου είπε, λέω να κάνουμε αυτό το θέμα, αλλά μου είπε έλα τώρα. Και πήγα. Δεν είδα λοιπόν με προσοχή την μικρή Ερμιόνη, που να την παρατηρήσω, παιδάκι μέσα στα παιδάκια, άλλαζε και έπαιζε, έκλαιγε και γέλαγε, έκανε σαν μικρή αυτό που έβλεπε απ’ τους μεγάλους. Ακολούθησα μια μεγάλη την Μαρία Μεσολογγίτου.
Ξέρετε όταν το ρεπορτάζ είναι «πολεμικό» έχει ένα καλό, ό άλλος ξεχνά την παρουσία σου, κάνει αυτό που έχει στο μυαλό του, άρα εσύ καταγράφεις χωρίς το στοιχείο του θεάτρου, που υπάρχει πάντα μέσα μας. Η Μαρία, λοιπόν, μαμά της Ερμιόνης με… ξέχασε. Εγώ όμως προχωρούσα και κατέγραφα. Είναι από τις στιγμές που λες νάχα δέκα κάμερες με ψυχή… έλα όμως που η ψυχή είναι μία, αυτή που περιγράφεις και η δική σου, που δεν πρέπει να χάσει ούτε χιλιοστό αυτού που βλέπεις.
Η δουλειά λοιπόν της Μαρίας, όπως κατάλαβα, ήταν προκαθορισμένη από την οργάνωση αυτών υπέροχων ανθρώπων της Αγίας Ερμιόνης. Κάποιος την «πάσερνε» τα μωρά. Ο τρόπος που τα κοιτούσε, που τους μιλούσε, έκανε τις μάνες τους να τα παρατούν, να τα εμπιστεύονται στην αγκαλιά της. Ούτε μια δεν είδα να την ακολουθεί. Μετά η διαδικασία ήταν… απλή. Το σπίτι της, ένα «κουκλόσπιτο» δίπλα στη θάλασσα, είχε μεταβληθεί σε «αλλαξιέρα». Τα μικρά προσφυγάκια, αλλάζονταν, ζεσταίνονταν, έβαζαν καθαρά ρουχαλάκια, γύρω τα πάντα τακτοποιημένα, τάξη, μέγεθος, αυτή η γυναίκα δεν είχε σπίτι «αλλαξιέρα» είχε. Το ένα μωρό έρχονταν, από κοντά η μικρή Ερμιόνη, το άλλο έφευγε στην αγκαλιά της γιαγιάς, που υπήρχε στο σπίτι, που νανούριζε τα μωρά. Σε λίγο κοιμισμένα, ταϊσμένα, καθαρά ήταν στην αγκαλιά της μάνας τους, που κοίταζε σαστισμένα.
Η κόρνα του λεωφορείου δεν άφηνε περιθώρια, φιλούσαν τα χέρια της Μαρίας, τα μάγουλα της Ερμιόνης, το χέρι της γιαγιάς, έφευγαν για τη συνέχεια του Γολγοθά τους. Το λεωφορείο έφευγε, η άλλη βάρκα με μουσκίδι τον κόσμο ερχόταν, που καιρός για ξεκούραση. Η Μαρία τα ίδια, η Ερμιόνη το ίδιο, η γιαγιά παρομοίως. Αυτή είναι η μικρή ιστορία ενός Βραβείου, που πήρε η Ερμιόνη όπως την έζησα εγώ, σε ένα ρεπορτάζ. Αυτή είναι η ιστορία της Ελλάδας, που μπορεί να μην γραφτεί πουθενά, είναι όμως σταμπαρισμένη στην καρδιά και την ψυχή μιας μάνας, που κάποιος της πήρε μελανιασμένο το παιδί απ’ τα χέρια και της το επέστρεψε ζεστό και ταϊσμένο. Κάνε το καλό και θα το βρείς μπροστά σου. Πιστέψτε με, δεν ισχύει μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για τους λαούς. Κάποια στιγμή σε όσους κάναμε καλό θα μας το επιστρέψουν, επειδή ακριβώς το κάναμε χωρίς συμφέρον και προσμονή επιστροφής.
Υ.Γ Η βράβευση της Ερμιόνης είναι συμβολική. Τα ίδια ακριβώς, με άλλα ονόματα, ζήσαμε την Κυριακή στα Νένητα. Αλλωστε, τι σημασία έχουν τα ονόματα, αρκεί το άνθρωπος. Όμως για όλους αυτούς τους λαούς αυτό θα είναι για πάντα συνώνυμο του Ελληνας.








































