
Στις 23 Αυγούστου στην ίδια στήλη επισημαίναμε ότι έχουν πέσει δύο πλάκες από το βάθρο του αγάλματος Πλαστήρα στην Μπέλλα Βίστα και ρωτούσαμε αν αξίζει ένας Πλαστήρας… δύο φτυαριές τσιμέντο, για να αποκατασταθεί η σημερινή προσβλητική εικόνα.
Μέχρι σήμερα ουδείς έδωσε σημασία, που νομίζω κατά την ταπεινή μου γνώμη ότι αυτός θα έπρεπε να είναι ο Δήμος Χίου.
Θα πεί κανείς… λεπτομέρειες.
Θυμήθηκα λοιπόν μια… λεπτομέρεια 38 χρόνια πίσω.
Βρισκόμαστε που λέτε στο σωτήριον έτος 1981 και παλιός φαντάρος πιά, τότε υπηρετούσαμε 22 μήνες χωρίς τη… φυλακή, αλλάζαμε στρατόπεδα και για λόγους εκπαίδευσης και για να σπάει η ρουτίνα, βρέθηκα στο Βαθύ της Σάμου.
Σοφά σκεπτόμενος ο Διοικητής μας, τι να μας κάνει στο Τάγμα παλιοσειρές να του χαλάμε το κλίμα των ασκήσεων ακριβείας, της προετοιμασίας παρελάσεων και άλλα σπαστικά, μας φόρτωσε σε μια Καναδέζα, σειρούλες και οι 12, σειρούλα και ο Δόκιμος και μας έστειλε στο Φυλάκιο της Κέρβελης, όπου χρειάζονταν έμπειρους φαντάρους, αφού το Φυλάκιο – παρατηρητήριο απείχε από την Τουρκία όσο ο Χανδρής από το Μπούρτζι.
Εκεί λοιπόν στην πρώτη γραμμή, στο στενό της Μυκάλης, το κοντινότερο σημείο των θαλάσσιων ελληνοτουρκικών συνόρων, μας… ξέχασαν εννιά μήνες, μέχρι που πήραμε απολυτήριο.
Όταν λέμε Φυλάκιο το 1981, για να κάνουμε σύγκριση με το σημερινό… army tours, μιλάμε για ένα κτίσμα με τσιμεντόλιθα και ελενίτ στην οροφή, χωρίς πρόσβαση σε δρόμο, χωρίς νερό, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, με μοναδική επικοινωνία με τον έξω κόσμο το μαγνητικό τηλέφωνο που μας συνέδεε με την Ταξιαρχία, όπου και δίναμε αναφορά των διερχομένων σκαφών όλο το 24ωρο.
Μας μαζεύει λοιπόν ο Δόκιμος, ρυθμίζουμε τα της σκοπιάς και προκύπτει θέμα… μάγειρα, αφού το Τάγμα μας έστελνε μεν ώνια (στην στρατιωτική ορολογία τα τρόφιμα, από το αρχαίο ωνέομαι, ψωνίζω) αλλά μάγειρας… περίσσευμα δεν υπήρχε.
Να μην τα πολύ λέμε, βάζουμε κάτω τη λογική του Στρατού, που λέει πως δεν υπάρχει άλυτο πρόβλημα και αναλαμβάνω εγώ… μάγειρας με την επισήμανση του Δόκιμου εις την απλοελληνικήν «κερατάδες, ότι μαγειρεύει θα το τρώμε και σκασμός».
Αρχίζω εγώ από τα απλά, δεν υπήρχε και… κινητό να δω καμιά συνταγή, άρα επιστράτευσα τη μνήμη μου ενθυμούμενος τι έκανε η μάνα μου, μέχρι που ξεθάρεψα και με την βοήθεια του Θύμιου από τη Λάρισα ανάψαμε και τον ξυλόφουρνο να κάνω… παστίτσιο!
«Χαράς ευαγγέλια» στο Φυλάκιο να περιμένουν όλοι το παστίτσιο μου. Βράζω τα μακαρόνια του Στρατού, έτσι κι’ αλλιώς με… τρύπα, φτιάχνω τον κιμά στην γκαζιέρα, όλα έτοιμα και μετά αρχίζω να ξύνω το κεφάλι μου να θυμηθώ τι έβαζε η μάνα μου στην μπεσαμέλ.
Βούτυρο δεν έχομε, μου λέει ο Θύμιος, βοηθός σεφ, έχουμε λάδι, άρα προχωράμε, αλεύρι έχομε, αρχίζομε το ανακάτεμα, γάλα είχαμε… ζαχαρούχο, αλλά σύμφωνα με την λογική του Στρατού όλα τα γάλατα ίδια είναι, βάζομε και το… γάλα, δώστου το ανακάτεμα, μέχρι που έρχεται η μεγάλη στιγμή και χύνω την μπεσαμέλ.
Τα μάτια μου πετάχτηκαν έξω, του δε Θύμιου έγιναν όπως της αγελάδας του. Η μπεσαμέλ πήγε στον… πάτο. Προφανώς κάποια λεπτομέρεια… αγνοήσαμε, μπορεί και να βιαστήκαμε να ρίξουμε το μίγμα στο ταψί, μέχρι σήμερα δεν έλυσα το… μυστήριο.
Και τώρα τι κάνουμε ρε Χιώτη; Θύμιο του λέω, έχεις έτοιμο του φούρνο; Ωραία χώσε μέσα το ταψί.
Το μεσημέρι καθίσαμε να φάμε το… παστίτσιο, κοίταζε ο ένας τον άλλο, θυμόντουσαν όλοι τι είχε πει και ο Δόκιμος, που πάντως με την ευθύνη της… Διοικήσεως με ρώτησε.
Χιώτη, τι μακαρόνια είναι αυτά; Κερβελέν, όπως λέμε… Ογκρατέν κύριε Δόκιμε.
Γιατί είπα όλη αυτή την ιστορία; Γιατί από μια λεπτομέρεια χάσαμε το… παστίτσιο.
Η Δημοτική αρχή που φεύγει μεθαύριο έχει πολλά επιτεύγματα στη θητεία της και μακαρόνια έφτιαξε σωστά και τον κιμά ετοίμασε και τον φούρνο ετοίμασε, αλλά της ξέφυγε η… λεπτομέρεια στην μπεσαμέλ και έτσι το παστίτσιο της δεύτερης θητείας δεν ήρθε.
Από την πρώτη στιγμή του σχετικού σημειώματος έπρεπε να δοθεί εντολή να τοποθετηθούν οι πλάκες του αγάλματος Πλαστήρα στη θέση τους.
Υ.Γ. Δεν πρόλαβε να… στεγνώσει το μελάνι για τα κολωνάκια, που έπρεπε να τοποθετηθούν πριν του Κουμή στο Αεροδρόμιο και ο Κάρμαντζης έσπευσε να τα τοποθετήσει.








































