
Την 10η Ιουνίου στον αύλειο χώρο του Αγίου Παντελεήμονα στο Τάγμα έγινε η παρουσίαση του βιβλίου της κ. Άννας Τσακάλη «Οδός Κριεζώτου 43 Πειραιάς».
Το βιβλίο προλόγισε η φιλόλογος κ. Κυριακή Βαγιάνου.
Ο κ. Μανώλης Φύσσας μίλησε για τη συγγραφέα και ακούστηκαν δυο μελοποιημένα ποιήματα του βιβλίου από τον ίδιο.
Ο κ. Βολάκης Κωνσταντίνος ανέγνωσε κείμενα του βιβλίου.
Πολλοί φίλοι της λογοτεχνίας και της συγγραφέως, παρευρέθηκαν στην παρουσίαση απολαμβάνοντας μια εξαιρετική βραδιά.
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα του βιβλίου:
Η πάστρα
Σήκωσε τα βαριά πλυμένα χαλιά και τα κρέμασε στο στηθαίο της βεράντας.
Το νερό που έτρεχε από τις άκρες τους λες και μαζί με τις πατημασιές του χειμώνα καθάριζε κι όλα τα άσχημα που λέρωναν τη ψυχή της. Ανεβοκατέβηκε το αλουμινένιο σκαλάκι πολλές φορές. Να κρύψει τις πλυμένες κουβέρτες, να καθαρίσει το πάνω μέρος των ντουλαπιών, τα φώτα. Η σκούπα της ρούφηξε αχόρταγη και το μικρότερο χνούδι του σπιτιού. Η σφουγγαρίστρα της, έγλυψε προσεκτικά κάθε σπιθαμή του πατώματος. Το ειδικό πανάκι στα χέρια της, χάιδεψε κάθε εκτεθειμένη επιφάνεια επίπλου και το σπρέι, γυάλισε τα θολωμένα απ’ το τελευταίο κλάμα της βροχής, τζάμια.
Έκανε το μπάνιο της. Να πλύνει τον ιδρώτα της προσπάθειάς της. Φόρεσε καθαρά ρούχα, έφτιαξε τον καφέ της, πήρε το βιβλίο της και κάθισε στο μπαλκονάκι της. Χρόνια τώρα οι ίδιες εποχιακές δουλειές του σπιτιού. Η καθαριότητα και το στρώσιμο των χαλιών πριν το χειμώνα. Το σήκωμά τους και φυσικά πάλι η σχετική καθαριότητα πριν το καλοκαίρι. Οι ίδιες δουλειές, χρόνια τώρα. Μόνο που τώρα, εκείνη μεγάλωσε. Ο ενθουσιασμός και η δύναμη της νιότης έσβησαν. Κουράζεται ευκολότερα. Πονούν τα γόνατα, διαμαρτύρεται η μέση.
Άλλαξε εκείνη, άλλαξαν κι οι άνθρωποι γύρω της. Γάμοι, θάνατοι,χωρισμοί. Το σπίτι άδειασε. Χαμογέλασε μελαγχολικά, ευχαριστημένη όμως, από την «πάστρα» που λες και άγγιζε τη ψυχή της. Ήπιε μια γουλιά απ’ το πικρό της καφέ κι άνοιξε το βιβλίο. «Μην κρύβεις ποτέ τις γόβες και το φόρεμα» ήταν ο τίτλος του και είχε ενδιαφέρον...
Η οθόνη
Μεσ’ την οθόνη κοίταξα και είδα. Είδα τα άσπρα τα μαλλιά που μέτραγαν τα χρόνια και τις ρυτίδες τις βαθιές, που μάγουλα αυλακώναν, που έγραφαν στο μέτωπο, προβλήματα και σκέψεις με ‘κείνο το αδιάβλητο, του χρόνου το μολύβι.
Μεσ’ την οθόνη κοίταξα και είδα, δυο μάτια, τη θλίψη που εφώναζαν, της μοναξιάς, του πόνου και συγκρατούσαν έντεχνα στο φράγμα των βλεφάρων, δάκρυα χαράς που άργησε, που χάθηκε στο δρόμο.
Μεσ’ την οθόνη κοίταξα και είδα Ήσουν εσύ; Ήμουν εγώ; Ποιος να’ τανε στ’ αλήθεια; Ναι... Ήσουν εσύ... Ήμουν κι εγώ... Όλοι εμείς, του κόσμου οι οδοιπόροι.
Εμείς, που λάθος πήραμε τη στράτα του ονείρου στην άμμο πύργους χτίζοντας, σκορπώντας την αγάπη σε βράχια κακοτράχαλα κι εκείνη αφανιζόταν σ’ αχαριστίας θάλασσες κι εγωισμού φουρτούνες.
Μεσ’ την οθόνη κοίταξα, χαρές είδα πνιγμένες και λίγα γέλια άκουσα, που τα’ παιρνε τυφώνας.
Κι ύστερα δυο μάτια μόνο έμειναν και γέμισε η οθόνη, δυο μάτια ηλιοβασίλεμα που κράταγαν τον ήλιο!
Κι ήταν ο ήλιος φωτεινός, ανατολής να μοιάζει!
Ήταν ζεστός και όμορφος! Μεσ’ την οθόνη κοίταξα και είδα την ελπίδα!





































