Άνθρωποι και… περιστέρια

Γιάννης Τζούμας
Παρ, 10/04/2020 - 19:15

Στο Στρατό, δυο χρόνια ήταν αυτά, απέκτησα τη συνήθεια να ξυπνάω νωρίς.

Και όταν λέω νωρίς δεν αναφέρομαι στις 6.30 το πρωί, που είναι η συνήθης ώρα εγερτηρίου, αλλά… νωρίτερα.

Έτσι όταν «πάλιωσα» και διάλεγα ώρες υπηρεσίας, οι νεότεροι γούρλωναν τα μάτια, γιατί η επιλογή μου ήταν το «νούμερο» 4-6, που πολλές φορές στα Φυλάκια ήταν 4 τα ξημερώματα με 8-9 το πρωί, που ξύπναγαν σιγά - σιγά οι υπόλοιποι, διότι ως γνωστόν εκτός Στρατοπέδων υπάρχει μια σχετική… χαλάρωση.

Αυτό βέβαια δεν το διάλεξα τυχαία, το έκανα γιατί ανακάλυψα την ομορφιά του ξυπνήματος της φύσης, κάτι που το καταλαβαίνει κανείς μόνο όταν το ζήσει.

Από τη μια είναι το… φως.

Γεννιέται η Ανατολή και μαζί της γεννοβολά η ζωή. Οι κόκκινες ακτίνες αλλάζουν χρώματα, εναλλαγές λάμψης αγκαλιάζουν τον ουρανό, χώνονται δίνοντας φως στο κορμί του, η σαϊτιά στα σύννεφα, γεννά την αντανάκλαση στη θάλασσα, που κάνει τις δικές της παιχνιδιάρικες κοκκινογάλανες αναλαμπές.

Σκέφτεσαι εκείνη την ώρα, πως βλέπεις τα ίδια χρώματα που έβλεπε ο Όμηρος, που όμως ήταν… τυφλός

Τυφλός μα… ποιητής, γίνεται;

Τότε δεν αρκούσε παρά να κλείσεις τα δικά σου μάτια, να… τυφλωθείς για ν’ ακούσεις τους ήχους.

Το θρόισμα των φύλλων, η βουή του ανέμου, η λαλιά των κυμάτων, οι φωνές των πουλιών, το ζουζούνισμα των εντόμων, μια συναυλία ήχων που εμφανίζεται δειλά, όπως οι ακτίνες του ήλιου και όσο αυτός σου ζεσταίνει το πρόσωπο, τόσο και η βουή ανεβαίνει.

Και γίνεται ήχος, ήχοι, τιτιβίσματα, φτερουγίσματα, πετάγματα, γίνεται μια ολόκληρη συναυλία ζωής, που δεν χρειάζεται να τη δεις, γιατί έτσι μπορείς να χάσεις τη μαγεία.

Κι ύστερα, και χώρια και μαζί, και ξεχωριστά και ενωμένα, αυτοί οι ήχοι μαζί με το φως, που είπαμε δεν βλέπεις κάνοντας τον… Όμηρο, γίνεται όσφρηση, γίνεται μυρωδιά, γίνεται έρωτας αισθήσεων.

Το κάθε πλάσμα ξυπνά με τη δική του ανάσα, χαρίζει στο φως τη δική του μυρωδιά. Τα χόρτα μαζί με το θρόισμα κουβαλούν στον αέρα την κάψα της γης, η βραδινή υγρασία χαρίζει τη ζωή της στις ακτίνες του ήλιου, τα αγριολούλουδα γυρίζουν το κεφαλάκι τους στη ζεστασιά και ανοίγουν δειλά τις μασχάλες του μόσχου τους.

Όλα γύρω μυρίζουν, γυρίζουν, αγάλλονται, η ζωή δείχνει τη δύναμή της, οι αισθήσεις παραδίδονται στη μαγεία και αυτή δειλά - δειλά αποκαλύπτεται μαζί με τη φύση που ξυπνά, βουίζει και σταματά, κάνει παύσεις και συνεχίζει, μέχρι που ο ζωοδότης ήλιος σηκώσει το ξανθό του κεφάλι, τα ολοπόρφυρα μάτια του κοιτάξουν το σύμπαν και όλα ησυχάζουν.

Τότε μπορείς να ανοίξεις σιγά – σιγά τα μάτια, τότε μπορείς να δεις ότι η μαγεία δίνει σκυτάλη στη δημιουργία, το ραχάτι της αγουράδας δίνει το χέρι της στον αργαλειό της δημιουργίας, το κάθε πλάσμα αρχίζει να δουλεύει για τον δικό του προορισμό, την πρωταρχική αρχή της επιβίωσης.

Η μέλισσα βουίζει πάνω από άνθος, τα ζουζούνια ψάχνουν τη δική τους τροφή, τα πουλάκια καραδοκούν το πέταγμά τους με ανοικτό το… στόμα, ο ένας ταΐζει τον άλλο, τη μαγεία ακολουθεί η μάχη.

Τώρα μην ρωτάτε τι μου κόλλησε να τα θυμηθώ αυτά, κοιτάζοντας σήμερα τα περιστέρια της Πλατείας. Πόσα χρόνια περνάω, περνάμε από αυτήν;

Μας άφησε ποτέ η τρεχάλα της ζωής, οι κραυγές των εξατμίσεων να ακούσουμε τη συναυλία τους, το δικό τους γουργούρισμα, τη δική τους μάχη για επιβίωση, τώρα που δεν υπάρχει κανείς να αφήσει κάτω έστω τα υπολείμματα απ’ την τυρόπιτά του;

Έτσι κάθισα και τα κοίταζα ή καλύτερα τα άκουγα, λέγοντας μέσα μου. Δεν βαριέσαι το 'κανε κι αυτό η ζωή. Αν δε έστελνε τον κορωνοϊό, εσύ δεν θα άκουγες τα περιστέρια.

 

Υ.Γ.:   Κάποια στιγμή ένας περαστικός πέταξε ένα κουλούρι. Κάθισα να κοιτάζω τη… μάχη.

Μήπως πριν λίγες μέρες την ίδια δεν δίναμε στα… super market;

 

Σχετικά Άρθρα