Ο Γιάννης Ζαφείρης τα κοστούμια του… Δήμου Γκρούτ και η κλήση του κυρίου… Μήτσακα

Γιάννης Τζούμας
Παρ, 12/06/2020 - 17:46

Πάρτε το και ως μνημόσυνο, πάρτε το και σαν παιχνίδι της μνήμης, πάρτε το ακόμα και απλά ως κάτι που ήρθε η ώρα του.

Την αφορμή μου έδωσε ο ακάματος Λευτέρης Πυκνής, με την προδημοσίευση του βιβλίου του για την ιστορία της ιατρικής στη Χίο και στην αναφορά του στον ΓΙΑΤΡΟ Γιάννη Ζαφείρη.

Τα κεφαλαία τα έβαλα για όσους δεν τον γνώρισαν, για όσους τον έζησαν είναι περιττά.

Σπουδαίος επιστήμονας, σπεσιαλίστας Χειρουργός, μέγας ευεργέτης των φτωχών, αλτρουϊστής, φιλάνθρωπος, πανέξυπνος, χιουμορίστας, μορφωμένος και πάνω απ’ όλα… Μικρασιάτης.

Όπως σωστά αναφέρει ο Λευτέρης, συνδύαζε τέλεια την απλότητα του Μικρασιάτη και την ευστροφία του Χιώτη.

Εδώ τώρα θα ήθελα να σας κάνω κοινωνούς της μνήμης μου, έτσι γιατί προσωπικότητες σαν τον Γιάννη Ζαφείρη γεννιούνται κάθε εκατό χρόνια.

Όταν τον γνώρισα είχε ήδη την Κλινική στην Δελαγραμμάτικα, μετέπειτα η πρώτη Κλινική «Ελευθώ» του Γιάννη Αργυρούδη, ήταν δηλαδή ήδη φτασμένος Χειρουργός και Κλινικάρχης.

Και φυσικά τον γνώρισα στο… Χειρουργικό τραπέζι.

Βόλεϋ παίζαμε ένα πρωϊνό στην αυλή του Αρρένων, όταν μια άτσαλη αγκωνιά συμπαίχτη, μου έσκισε το φρύδι.

"Με την μία" που λένε, με αρπά ο συγχωρεμένος ο κυρ – Αλέκος, ο Γυμναστής σύμβολο, άλλη μεγάλη σπουδαία προσωπικότητα, και με πάει στην Κλινική.

Παρακάμπτει την ουρά, ήμουν και μέσα στα αίματα και με παραδίδει στον Ζαφείρη, που με τη σειρά του αφήνει σύξυλο τον ασθενή, που είχε στο Ιατρείο του και με χώνει στο Χειρουργείο.

Σκηνή πρώτη.

Φίλε μου λέει, δεν είναι τίποτα, θα το ράψουμε και θα γίνεις καλά, θα ρθείς μετά από τρείς μέρες να βγάλουμε τα ράμματα.

Συνέχισε, όσο δούλευε μίλαγε στο μεταξύ, και επειδή του άρεσε και για να απασχολεί το μυαλό του ασθενή, αναλύοντας μου ότι στο σημείο αυτό το δέρμα είναι σαν τσιγαρόχαρτο, για να κινεί τα βλέφαρα, που προστατεύουν τα μάτια, λειτουργούν δε χωρίς εντολή του εγκεφάλου, αλλιώς θα είμαστε οι μισοί… μονόφθαλμοι, μόνο από τα σκουπιδάκια κ.λ.π. κ.λ.π. 

Ε, αφού τελείωσε η… διάλεξη και η ιατρική πράξη και αφού τον πλήρωσε ο κυρ- Αλέκος με αυτό, που μετέπειτα άκουσα από αμέτρητα στόματα, λέγοντας του «γιατρέ ευχαριστούμε» με ρωτάει.

Πως λέγεσαι μικρέ; Τζούμας, απαντώ.

Και τι χόμπι έχεις: Διαβάζω γιατρέ.

Που να 'ξερα εγώ τώρα, πως άθελα μου χτύπησα ίσια και στις δύο φλέβες του γιατρού και αυτό εξηγήθηκε στην αλλαγή του τραύματος.

Περάστε για την αλλαγή κύριε Παρασκευά, μου λέει.

Τζούμας τον… διορθώνω και εκεί αρχίζει ο ποταμός Ζαφείρης να ρέει.

Τους βλέπεις αυτούς απ’ έξω στην ουρά, μου λέει, οι μισοί είναι ούργιοι, οι άλλοι μισοί είναι… δικοί μας.

Τα 'χασα εγώ.

Εσύ γιατί λέγεσαι Τζούμας; Γιατί ο παππούς σου ήρθε από την Αγιά Παρασκευούλα μας καρσί. Και πως λένε οι Τούρκοι την ημέρα Παρασκευή; Τζουμά. Άρα όταν ήθελαν να πούν από πού είναι ο τάδε, έλεγαν Τζούμας, δηλαδή Παρασκευάς.

Εσύ είσαι Τζούμας, εγώ Ζαφείρης, χωριανοί είμαστε, οι δικοί σου ήταν ψαράδες, οι δικοί μου χασάπηδες, εσύ μπορεί να ξεφύγεις και να μη γίνεις ψαράς, εγώ δεν ξέφυγα, χασάπης έγινα αλλά για… ανθρώπους.

Αυτό ήταν. Ο γιατρός με κέρδισε με τις γνώσεις, με το χιούμορ, με τον αυτοσαρκασμό του και με κάτι άλλο

Διαβάζεις είπες; Αν δεν έχεις βιβλία, σου δανείζω εγώ.

Αυτό ήταν. Σε μια εποχή που βιβλία βρίσκαμε μόνο στην Βιβλιοθήκη και στο πατάρι του Χαβιάρα, εγώ έγινα ο προνομιούχος της βιβλιοθήκης του Ζαφείρη, με βιβλία ένα κι ένα και όλα δεμένα από τον καλλιτέχνη της βιβλιοδεσίας Τζίμη Κρομμύδα.

Να μην τα πολύ λέμε, κάθε που γύριζα βιβλίο στο γραφείο του, στο ισόγειο της Κλινικής, ο ασθενής που περίμενε την είχε… βάψει. Πρώτον είχα το προνόμιο να μπαίνω εκτός ουράς και δεύτερον για τουλάχιστον μισή ώρα κουβεντιάζαμε το βιβλίο που διάβασα.

Σε αυτά τα μισάωρα, Πανεπιστημιακές διαλέξεις, τα όσα άκουσα και έβλεπα μπορούν να γεμίσουν βιβλίο, αλλά θα περιοριστώ σε ένα. Ποτέ, μα ποτέ δεν έτυχε να μην μπεί κάποιος να ζητήσει βοήθεια και να μην του την δώσει απλόχερα.

Πρόβλημα είχε μόνο με τον Δήμο Γκρούτ, όσοι δεν τον γνώρισαν χρειάζεται ειδικό κεφάλαιο περιγραφής, που ήταν υπερήφανος και δεν έπαιρνε λεφτά αλλά… ρούχα.

Ναι, αλλά η Χίος είναι μικρή. Γνωρίζει όχι μόνο την περπατησιά αλλά και τα ρούχα.

Μικρός το δέμας ο Ζαφείρης, μικρόσωμος και ο Δήμος, φανταστείτε την σκηνή, τον Δήμο να περνάει την Απλωταριά με τρία κλουβιά στο ένα χέρι, οκτώ ρολόγια στο άλλο, καμιά εικοσαριά στυλό στις τσέπες και όλα αυτά ντυμένος την κουστουμιά του Ζαφείρη, μετά γραβάτας.

Τελειώνω με κάτι, που έγινε χρόνια μετά, αλλά είναι ενδεικτικό της ευστροφίας και του χιούμορ του ανδρός.

Συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ο Ζαφείρης Πρόεδρος, εγώ της… δανειστικής βιβλιοθήκης, Δημοτικός Σύμβουλος. Ότι που δημιουργήθηκε η Δημοτική Αστυνομία, ο Θεός σχωρέσει την, και ο… Μήτσακας, με την μουστακιά, την καλώς εννοούμενη μαγκιά και ολίγον εν… ευθυμία, αφήνει το αμάξι του απέναντι από το Δημαρχείο και εισπράττει μια κλήση.

Δεν χάνουν την ευκαιρία οι ΤΑΧΙτζήδες, τον κουρδίζουν ότι τον έγραψε η Δημοτική Αστυνομία και είναι ευκαιρία τώρα που συνεδριάζει το Συμβούλιο, να υποβάλλει τα παράπονα του.

«Ούτε λωλού το πείς» που λέμε στα Χιώτικα, μπροστά ο Μήτσακας, πίσω οι ΤΑΧΙτζήδες για χάζι, μπουκάρει ο παραπονούμενος, και των Συμβούλων… συσκεπτομένων, αμολάει το εξής και τους αφήνει όλους άναυδους.

«Δεν μου λέτε με… μονιά, ποιός… ούστης μου κοτσάρισε αυτή την κλήση»;

Και ενώ όλοι "έμειναν κάγκελο"  πετάγεται ο Ζαφείρης.

Τι είναι κύριε Μήτσο;

Να γιατρέ, με γράψανε.

Δώσε μου το χαρτί κύριε Μήτσο.

Και χρατς – χρούτς ο Πρόεδρος σκίζει την κλήση.

Ευχαριστώ γιατρέ μου, του λέει ο Μήτσος και φεύγει ευχαριστημένος.

Κόκκαλο εμείς, πιο κόκκαλο οι ΤΑΧΙ τζήδες. Βρε δεν πανα του εξηγούσαν ότι την κλήση θα την πληρώσει, ο Μήτσος είχε δεί την κλήση σκισμένη, αυτό του έφτανε.

 

Υ.Γ.: Αν επιχειρήσει κανείς να γράψει ιστορίες με τον Γιάννη Ζαφείρη θα γράψει… εγκυκλοπαίδεια.

Αιωνία του η μνήμη.

Σχετικά Άρθρα