
Την Καλλιόπη Παντελή την ξέρω από παιδάκι.
Μεγαλωμένη στην γειτονιά του Φραγκομαχαλά ανήκει και αυτή σ’ αυτούς που… δεν μεγάλωσαν.
Παρομοίως και εγώ και εξηγούμαι.
Αυτό που έκανε εκείνη εγώ το κάνω σε μόνιμη βάση.
Αφήνω το αυτοκίνητο μου… ανοικτό. Δεν πονηρεύομαι ότι οι εποχές άλλαξαν, δεν μου πάει στο μυαλό ότι θα με κλέψουν. Τι να κλέψουν; Τέλος πάντων, αυτή η νοοτροπία είναι λανθασμένη πλην όμως πραγματική.
Και είναι λανθασμένη γιατί η Καλλιόπη το πλήρωσε.
Παραμονές πρωτοχρονιάς έμαθα τα κακά μαντάτα. Την κλέψανε. Αγόρασε τα δώρα της για όλους, μεταξύ αυτών και μια ακριβή κονσόλα ήχου, τα φόρτωσε στο αυτοκίνητο και πήγε για ύπνο, για να τα εμφανίσει την επομένη κάτω από το… δέντρο.
Εννοείται η Καλλιόπη άφησε το αυτοκίνητο… ανοικτό και το πρωϊ τα δώρα είχαν κάνει φτερά!
Και η Καλλιόπη δεν είναι μόνο μάνα του σπιτιού της, είναι και μια σκληρά εργαζόμενη γυναίκα και σπουδαία μαγείρισσα, μεταξύ μας, στο κατάστημα Εστίασης του συζύγου της. Πάει να πεί μια διπλά εργαζόμενη γυναίκα, που ένα ολόκληρο χρόνο μάζευε οικονομίες για τα δώρα της οικογένειας.
Όταν με του «καημού τα χείλη» μου διηγούνταν το πάθημα της, ίσως ήμουν από τους λίγους που της είπα ότι την καταλαβαίνω γιατί ανήκω στην ίδια απονήρευτη συνομοταξία, σίγουρα ήμουν όμως ο μόνος, που ζητώντας την εμπειρία μου, της είπα ότι η Αστυνομία θα πιάσει τους δράστες. Τα δώρα δεν ξέρω, της είπα, αν θα υπάρχουν, αλλά τους κλέφτες θα τους πιάσει.
Πως βρε Γιάννη μου έλεγε. Χωρίς κανένα στοιχείο; Εγώ φταίω που άφησα το αυτοκίνητο ανοικτό. Φταις της απάντησα, άλλα οι κλέφτες θα βρεθούν.
Σήμερα λοιπόν μου τηλεφώνησε για να βάλει το… ευχαριστήριο.
Εγώ βέβαια ήξερα από το Αστυνομικό δελτίο ότι οι δράστες βρέθηκαν και τα κλοπιμαία αποδόθηκαν, αλλά η Καλλιόπη παρέμενε… παλαιάς κοπής.
Γιάννη ευχαριστώ τους Αστυνομικούς, μου τα 'λεγες, αλλά βρε φίλε τι να σου πω από την μια χάρηκα που βρήκα τα δώρα και από την άλλη όταν μου φέρανε μπροστά μου τον κλέφτη με πήρανε τα κλάματα.
Ήξερα εγώ ότι η Καλλιόπη περίμενε να δεί τον λήσταρχο… Γιαγκούλα, αλλά αντ’ αυτού, την αφήνω να το περιγράψει.
«Παναγία μου, τι να δώ, ένα παιδάκι, ένας νεαρός 25 χρόνων, λίγο παραπάνω από τον γιό μου. Παιδί μου του λέω γιατί το έκανες; Συγνώμη κυρία μου λέει. Γιατί γιε μου δεν πιάνεις μια δουλίτσα; Γυρνάω και λέω στους Αστυνομικούς. Και τώρα; Τώρα εγώ πρέπει να κάνω μήνυση;».
Εδώ σταματάει η περιγραφή, δεν χρειάζονται άλλες λεπτομέρειες. Ας κρατήσουμε την ουσία. Οι εποχές άλλαξαν. Τα ανοικτά αυτοκίνητα οδηγούν σε μπελάδες. Και οι κλέφτες έχουν αγγελικά πρόσωπα. Αυτή δυστυχώς την πραγματικότητα την ζεί καθημερινά η Αστυνομία. Εμείς και μερικοί σαν εμένα και την Καλλιόπη παραμένουμε… απροσάρμοστοι.
Υ.Γ.: To υστερόγραφο το υπογράφει ο Καμπούσης Γιάννης Παϊδούσης, παίρνοντας ίσως αφορμή από μια πρωϊνή μας ραδιοφωνική αναφορά.
«Σαν σήμερα 11 Ιανουάριου 1850 πριν από 173χρονια, εκδηλώθηκε στη Χίο η λεγόμενη «καύτρια» ένας ισχυρός παγετός που έκαψε από τη ρίζα όλα τα εσπεριδοειδή της Χίου.
Σύμφωνα με όσα έμειναν στην προφορική παράδοση τότε έβρεχε καταρρακτωδώς για 48 ώρες.
Μετά γύρισε αξάνεμος, βορειοδυτικός δηλαδή άνεμος και για άλλες 48 ώρες χιόνιζε.
Το χιόνι έφτασε το μισό μέτρο.
Τέλος στις 11 Γενάρη μέρα γιορτής του Αγίου Θεοδόση η θερμοκρασία έπεσε στους -15 με αποτέλεσμα όλα τα δέντρα ξεράθηκαν.
Ελάχιστες νεραντζιές έμειναν και οι καρποί τους έγιναν ανάρπαστοι τα επόμενα χρόνια για να φτιάξουν νέα φυτά.
Η ποικιλία που είχαν πριν την «καύτρια» ήταν τα θηλυκοπορτόκαλα, κάτι σαν τα γιαφιότικα χωρίς κουκούτσια, αλλά δύσκολα έβρισκαν δόλος, έτσι μπόλιαζαν ότι έβρισκαν και λίγα θηλυκοπορτόκαλα έμειναν σήμερα».






































