
Ένα μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας δεν υπάρχει πια... Εκεί που έζησα στιγμές από αυτές που σε συντροφεύουν στα δύσκολα. Πόσες φορές αναπόλησα τα αναμέτρητα εκείνα τρεξίματα μας μες τα στεναδάκια, στο Ριζάρι. Τότε, μας φάνταζαν λεωφόροι για να παίζουμε μπάλα, κρυφτό, κυνηγητό και ότι άλλο βάλει ο νους! Με τις σαγιονάρες ή τα πέδιλα μας να ακούγονται σαν καλπασμοί που αντηχούν ακόμα και σήμερα στα αυτιά μου. Και εκείνα τα τοσοδούλικα προσφυγικά σπιτάκια έμοιαζαν τότε με σπίτια που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα. Κάποια στέκουν ακόμα ρημαγμένα και εγκαταλελειμμένα. Κάποια άλλα έχουν κατεδαφιστεί.
Τα περπάτησα το περασμένο καλοκαίρι αυτά τα καλντερίμια. Δεν έχουν απομείνει και πολλοί για να χαιρετίσεις. Η κυρά Αθηνά, η κυρά Λεμονιά αλλά και οι υπόλοιπες όπως η Άννα και η Ολυμπία έχουν «φύγει» προ πολλού. Εκεί κοντά στο παλιό καφενεδάκι του μακαρίτη Γιάγκου με το τρίκυκλο του - όπου τρέχαμε να πάρουμε με ένα τάλιρο δυο γρανίτες- συνάντησα την κυρά Διαλεκτή με κάνα δυο άλλες μαυροφορεμένες... Τις θυμήθηκα να ξεπροβαίνουν να μας δώσουν λίγο νερό όταν πέφταμε και σκίζαμε τα γόνατα μας ή που μας φώναζαν να κάνουμε επιτέλους ησυχία.
Είχα πάρει στον περίπατο και τα παιδιά μου λέγοντας τους ότι θα τους δείξω ένα... εντυπωσιακό μέρος. Να δούμε στενά και κρυψώνες που μετά βίας χωράνε άνθρωπο... σε κάποιες από αυτές δεν χωράω πλέον κι ας έβρισκα παλιά καταφύγιο από τους διώκτες μου. Να δούμε το «στοιχειωμένο» σπίτι με τα φαντάσματα. Ακόμα θυμάμαι τη γιαγιά μου να μας εξιστορεί το συναπάντημα της με τις νεράιδες λίγο πιο κάτω. Να δούμε το χωραφάκι με την συκιά, ακριβώς απέναντι, όπου ξαποσταίναμε.
Ένιωσα ανακούφιση γιατί τους άρεσε. Βρήκε και η δική τους παιδική ματιά τους κρυμμένους θησαυρούς εκείνου του μικρόκοσμου. Όμως αμέσως μετά κατάλαβα ότι το «εντυπωσιακό» αυτό μέρος ανήκει αμετάκλητα σε μια άλλη εποχή. Πλέον δεν ακούγονται ποδοβολητά και δύσκολα θα ξανακουστούν γέλια και λαχανητά. Ούτε και συναντάς τον ήχο της βέσπας που αγκομαχούσε να περάσει από τους... «συμπληγάδες» τοίχους. Η σιωπή είναι εκκωφαντική και οι γερασμένες φιγούρες των κατοίκων μόνο γλυκόπικρα συναισθήματα προκαλούν... Τώρα, φαντάζομαι, αποζητούν λίγη από εκείνη την φασαρία.
Στο δρόμο της επιστροφής από τα στεναδάκια συνειδητοποιώ ότι η παιδική μου ηλικία είναι κάτι άυλο που υπάρχει πλέον μόνο στην καρδιά μου. Ευτυχώς και στις καρδιές των υπόλοιπων μελών της παρέας. Ανασταίνεται κάθε φορά που συζητάμε εκείνες τις στιγμές. Φτάσαμε και στο περιβόητο κατηφοράκι που ήταν η αφετηρία όλων των περιπετειών μας. Εκεί μαζευόμασταν στην πολυκατοικία Χάρλα, έξω από το παλιό μπακαλικάκι του Μάρκου και παλιότερα του Γιάννη, όπου σπάνια έβλεπες αυτοκίνητα να περνούν αλλά δεκάδες άνθρωποι λαχανιασμένοι βάδιζαν σιγά σιγά τον δρόμο της επιστροφής από τη χώρα.
Εκεί που στήθηκε ο «Ήφαιστος» μας (...η καλύτερη ομάδα στο Ριζάρι και των περιχώρων), εκεί που καθήμενοι κάθε βράδυ στα σκαλοπάτια πριν σφυρίξουν τη λήξη οι γονείς μας απολαμβάναμε ένα κεσεδάκι γιαούρτι και με τις σφεντόνες από φουρφκέτες και τα βελάκια μας ταλαιπωρούσαμε περαστικούς και γάτες. Εκεί από όπου ξεκινούσαν οι εξορμήσεις μας στην ιχθυόσκαλα για ψάρεμα ή στα σχολεία στον Άι Γιάννη για τις αναμετρήσεις μας με άλλες γειτονιές ή στην εκκλησία της Αγιάς Μαρίνας ή ακόμα και στο κτήμα του Χωρέμη για να φάμε τσάγαλα. Εκεί όπου ξεκίνησαν αλλά και σταμάτησαν όλα αυτά τα ωραία που μας κρατάνε ακόμα ζωντανούς.
































