
- Έ Ανέστω ίντα γίνεται; Πρωί –πρωί γλέπω και κατηφορίζεις στο γυαλό με το πεσκύρι σου . Αν πας και πιο ύστερις για μπάνιο ε θα φύγει κι ο γυαλός. Ώσποτε βιασίνες ακόμη εν ήνηξενε το μάτι μας.
- Καλημερούδια σου Σουλτανή μου , μα έν ηξέρεις πως τρέχω για μακροβούτια έτσινα πρωινιάτικα;
-Πες μου εσύ, ν΄ακούσω γω.
- Έλα πιο κοντά στην πεζούλα και φύλαε μη μ΄ακούει κάνας εδωνά. Λοιπό επεράσαμενε στα πρώτα ..’ήντα κι εν έχομενε πια την κορμάρα πούχαμενε σαν κοπελούδες . Τώρα κρέμουντενε και τα παχειά μας γύρου-γύρου. Γιαδευτό τον λόγο παένω τέτοια ώρα, πριν κατήβει εκείνο το ανοιχτομάτικο το Δημητρό και στρωθεί στα βότσαλα και γλέπει…
-Ίντα μου λες Ανέστω, το Δημητρό κάνει τέτοια δουλειά;
- Ου , Σουλτανή μου,άκου που να σου λέω..Έρκεται και κάεται απόξω αφ΄το γυαλό και εν σκεύγεται πως κυλά η ώρα. Και τα μάτια του γίνονται σα .. γουρλωμένες ασγαβάδες
-Α καλά. Λοιπόν ας μη σε χασομερώ, μα μόνο στο γυρισμό κτύπα μου το κρουκέλι για α σου δώκω στο τσασκάκι λίγη μουσταλευριά που α κάμω ύστερις.
Πάει στο γυαλό η Ανέστω , αφήνει το πεσκύρι της , βγάζει τα ρούχα της, ρίχνει ματιά αριστερά-δεξιά και πέφτει στο παγωμένο νερό κάμνοντας το σταυρό της. Αναστενάζει για να πάρει την κρυάδα της , κάμνει ένα μακροβούτι κι έμεινε στο γυαλό για δυόμιση ώρες… ενώ επήενε για μισή ώρα.
Επιστρέφωντας , κτυπά το κρουκέλι της Σουλτανής για να πάρει τη μουσταλευριά.
-Έβγα Σουλτανή να σου πω ίντα ΄παθα στο γυαλό σήμερις και τις κατάρες που ‘συρα. Μόλις που ΄πεσα στο νερό , εν περνούνε είκοσι λεφτά και να το Δημητρό. Ήρτενε κι ηθρονιάστηκενε στα λιλάδια κοντά στα ρούχα μου… Επέρνανε η ώρα μα ευτός εκατσικόθηκενε κι εν ηκουνούσενε. Εγώ εσκέφτουμουνα ίντα α κάμω τώρα; Με τίλως α βγω όξω; Ηρκίνησα με προσευχές μπας και τονε φωτίσει ο Θεός για να ξεκουμπηστεί, μα τίποτις. Ύστερις ήρκισα και τις κατάρες κι ήφτασα ως τον αντίχριστο. Ήλεα συγκοπή α πάθω αφ΄την παγωνιά του γυαλού και θάναι τούτος η αιτία και α γίνω και ρεζίλι αμα με τραβούνε όξω με το μπανιερό.
-Σε αγωνία με βάζεις Ανέστω, στάσου να δω το τσουκάλι μην καεί κι έρκομαι ν΄ακούσω ίντα απόγινεναι.
- Επιτέλους Σουλτανή μου, ημπρόβαλενε στο γυαλό η κόρη του Αγγελή για μπάνιο και εξέκατσενε το Δημητρό κι επίεναι κατά κει που άφηκενε ευτή τα ρούχα της. Σου λέει: ίντα α δω από τούτη που ΄ναι στα …ήντα, εν πάω να δω ευτή πούναι στα πρώτα ..άντα.» Έτσι εκατήφερα κι ήβγα όξω ύστερις απέ δυόμισυ ώρες.
-Άκου Ανέστω. Άλλη φορά α πηγαίνεις για νυχτερινό μπάνιο στο γυαλό. Το πολύ-πολύ να σε δει κάνα χταπόδι , να θαμπωθεί αφ την ομορφάδα σου και να φύει στα βαθειά.
- Ε μα Σουλτανή μου ε συφωνώ και μ΄εδευτό. Βραδιάτικα και κουρασμένη αφ΄τις δουλειές εν μπορείς να πας για μπάνιο. Α ξέρεις; Εγώ λέω α ράψω μια άσπρη κελεμπία , μακριά σαν του Άραβα σεΐχη και να την φορώ πάνω απέ το μπανιερό και να κάμνω το μπάνιο μου. Κι αν έρτει και το Δημητρό α τον κουντράρω κιόλας. Α του πω «Άρπα τηνε Δημητρό που ρκεσαι α με γλέπεις . Εσύ κάθου εδωνά να σε γλέπει ο ήλιος και να σε κάμνει κατάμαυρο σαν αράπη. ». Αυτά σκέβγομε, μα άντε ας παένω τώρα και γλέπομενε.
- Στάσου Ανέστω, α πάω μέσα α σου φέρω την μουσταλευριά.
-Ναι μωρή κόρη. Με τα νεύρα πούχω τώρα ε θυμούμαι μήτε τη μουσταλευριά , μήτε τίποτις άλλο. Άντε, σέ φχαριστώ και καλό βράδι. Κι άμα περάσει απ΄εδώ το Δημητρό , πες του « Γιάε στο γυαλό μπαινοβγαίνει μια γοργόνα, η Ανέστω μ΄ασπρη κελεμπία, εν πιστεύω πως α πας α χαζεύειες κι ευτήνε;» Εδευτό μπορεί α τον κάμει α ντραπεί κι ίσως α κάτσει πια στα αυγά του.
- Α του το πω, μα πρόσεχε μη φεγγίζει η κελεμπία και κολλά απάνω σου, γιατί πάλι σε γλέπω α βγάζεις ….χρωματιστές φωτογραφίες.
-Α προσέχω ντε . Όμορφα ΄ναι τα μακροβούτια κόρη μου , μα ευτές οι ασγαβάδες του Δημητρού μ΄εμποδίζουνε να τις απολάψω με την ησυχία μου.
-Ε ίντα α κάμομενε; Εν ηξέρεις ευτό που λέαν οι παλιοί: «φάτε μάτια ψάρια κι η κοιλιά περίδρομος».
Υ. Γ. Συμπέρασμα. Στο γιαλό μη σας πειράζει
Όποιος και να σας κοιτάζει.
Ιάκωβος Γ. Μπριλής
Συν/χος μαθηματικός .


































