
-Ε θειά Αργυρή , είστενε καλά . Καιρό είχα α σας δω. Έχετενε καιρό α μου πείτενε μια παλιά ιστορία που η μάνα μου είπενε πως εσείς τηνε ξέρετενε από τα παλιά…
-Μωρή κόρη για έλα από μέσα .. Ποιά είσαι για λέε μου γιατί ούτε καλογλέπω ούτε καλακούω. Είμαι πια κι ογδοντά πέντε χρονώ…
- Είμαι καλέ θειά η κόρη του Αποστόλη του μπακάλη και της Αθηνώς .
-Ά βρε κόρη μου ίντα σε λένε; Ευτέρπη πούτανε του κιουρού σου η μάνα ή Ασπασία πούτανε της μάνας σου η μάνα;
-Ευτέρπη καλέ με λένε , ίντα άφηνενε ο κύρης μου α μη βγάλει τα όνομα της μάνας του;
-Ε για λέ Ευτέρπη ίντα ΄ρτες α σου πω;
-Ήρτα α μάθω για τον κλύδωνα. Μου λεε η μάνα μου πως εσυ τα ξέρεις γιατί η γιαγιά σου ήλεγεν τονε εδεκείνα τα χρόνια.
- Ε κάτσε στην παγκέτα κι άκου. Στις 22 του Ιούνη προπαραμονή τα΄Αγιού Γιαννιού του Πρόδρομου , η γιαγιά μου μ΄στελενε, όσα χρόνια ζηούσανε κι οι δυο γονιοί μου, στο μεγάλο πηγάδι τ΄Αγιού Γιωργιού εδεκεί στο περιβόλι πριν το αγίασμα, με μια σύκλα κι ήλεε μου: «Α πας Αργυρή α ανεσύρης μια συκλιά νερό και α τη φέρεις εδώ μα α προσέχεις. Ότι και α γίνει κι όποιονε εύρης στο δρόμο ε θα βγάλεις άχνα. Κι να σου μιλήσει κάποιος εσύ τσιμουδιά . Ευτό το νερό είναι τ΄ «αμίλητο νερό». Επήαινα λοιπό κι ήφερνα το νερό μ ευτό τον τρόπο . Εκείνη μόλις ήμπαινα την πόρτα σιωπηλή ήριχτε το νερό μέσα σε μια πύλινη λεκάνη, ήριχτε μέσα και καμπόσα σημάδια που τάχενε μαζέψει απέ τον τσούρμο των εφήβων της γειτονιάς , το σκέπαζε μ ένα πανί κι ήβγαζε το στην ταράτσα για να το γλέπουν τ΄άστρα . Τ΄άλλο απόεμα, παραμονή , εμαζεύουντανε το τσούρμο απόξω αφ΄την εκκλησάκι κι ενάβανε τον φανό τ΄Αγιού Γιαννού και μεγάλοι και μικροί διασκελούσανε τη φωτιά. Εδεκεί ήφερνε και την πύλινη λεκάνη η γιαγιά κι εκάθιζενε στην πεζούλα σαν την Πυθία . Εσήκωνενε μόνο μόνο το πανί κι ήβγαζενε ένα ένα σημάδι κι αφού της λέανε τίνος είναι εκείνη ήκαμνενε μια μαντεψιά, λέοντας ένα ποιματάκι.
-Ε θειά Αργυρή, θυμάσαι εσύ τέτοια ποιματάκια;
- Ε πώς α μη θυμούμαι, αφού μόλις εγυρίζαμενε στο σπίτι εγώ ήπιανα μολύβι και στη μπακαλόκολλα ήγραφα τα.
-Ε για αράδιασε μου κάμποσα α μάθω κι εγώ ίντα τως ήλεενε.
- Ε άκου λοιπό. «Ανοίγω σας τον κληδωνα στ΄Αού Γιαννιού τη χάρη
κι όποιος ειν΄καλοπόδαρος απάνω απάνω νάβγει.»
Εδεκεί ήβαζε το χέρι κάτω αφ΄το πανί μες στη λεκάνη κι ήβγαζε ένα ένα πράμα. Ερώτανε ποιανείς ή ποιανού είναι ; Κι ήλεγε της ευτή τ΄ονομά της. Έτσινα , ξέροντας και καμπόσα κουτσομπολιά, η γιαγιά έκαμνε τις μαντεψιές άλλες καλές κι άλλες κακές.
Δαχτυλίδι . Αν ήτανε χοντρούλα ήλεγε της:
« Το δαχτυλίδι πούβαλες εδώ για το σημάδι
λιγόστεψέ το ψωμί, γαμπρός για να σε πάρει.»
Αν ήτανε αδύνατη το γύριζενε κι ήλεε της:
«Το δαχτυλίδι πούβαλες εδώ για το σημάδι
λιγάκι πάχος χρειάζεσαι γαμπρός για να σε πάρει.»
Μπουρμπουλάκι. Ποιανής είναι Α, της κόρης της μαμής της Μαριγώς …
«Αν θες το νέο που ποθείς, άντε κι αλείψου μέλι
μπας και γλυκάνεις και το νιό ν΄αρκίσει να σε θέλει.»
Κλειδάκι. Ποιανής είναι ; Α , του Πέτρου.
«Πετρή λουκέτο στην καρδιά, θαρρώ ΄χει το Ρηνάκι
προσπάθα κι άλλο ν΄ανοιχτεί με τούτο το κλειδάκι.»
Πέτρα . Πιοιανής είναι: Α, του Κωστή.
« Σαν του γαδάρου τα αυτιά είναι και τα δικά σου
γιαυτό μαθαίνω δεν σε θεν και τα πεθερικά σου.»
Δεκάρα τρυπητή. Ποιανής είναι; Α της Λενιώς της πλούσιας…
« Μία δεκάρα μου ‘βαλες, μά χεις στην τσέπη λίρες
πρόσεχε μη σε κλέψουνε και μείνουν σου οι ψείρες.»
Καπάκι μπουκαλιού. Ποιανής είναι ; Της Σουλτάνας με τα σπυριά…
« Άκου Σουλτάνα τη γιατριά, αγόρασ΄ένα αγγούρι
και τρίβε το στα μάουλα να στρώσει σου η μούρη.»
Κοκαλάκι μαλλιών. Ποιανής είναι; Της Λουκίας.
« Ήμαθα θες το φούρναρη α σου κρατά τη μέση
μα γιάδε είναι σπάταλος και α σου βάλει φέσι.»
Κουμπί. Ποιανού είναι: Α, του δάσκαλου.
« Απώς μας ήρτες στο χωριό, μια κόρη σε γουστάρει
μα ρίχτεις μια γλυκιά ματιά , γιατί θε να αποθάνει.»
Σταυρουδάκι: Ποιανής είναι; Α, του Γιάννη.
« Κι αν έχεις δυο βουδόματα σε θε ένα κορίτσι
μα περιμένει μια αρχή, πιάστην στο πίτσι-πίτσι.»
Γαρυφαλάκι. : Ποιανής είναι; Α, της Στάσας.
« Γαρυφαλάκι μου όμορφο πες μου τι σε πειράζει
αφού ο Βασίλης του παπά για σε ξεροσταλιάζει.»
- Μπράβο θεία Αργυρή. Έχεις και την μπακαλόκολλα πουθενά τρυπωμένη που ήγραφες τα ποιήματα;
- Όγισκε κόρη μου. Όλα η αχαΐρευτη η νύφη μου τα καψενε στη φουφού για προσάναμμα.
- Ε αμάτης άρτω να μου τα ξαναπείς α τα γράψω κι εγώ τώρα….
- Έλα όποτε θες μα φέρε μου κι αφ΄το μπακάλικο κάτι τις α ξεδιψάω γιατί με το λέε λέε εκόλλησε η γλώσσα μου.
- Φχαριστώ θειά Αργυρή. Α ξανάρτω με δυό χυμούς μα ίντα σ΄αρέσει να πίνεις;
- Φέρε εσύ και ότι νάναι . Ότι και να φέρεις καλοδεχούμενο. Άντε και του χρόνου τα΄Αγιού Γιαννιού , οργάνωσε εσύ τον κλήδωνα. Ας ξεστραβωθούνε κι οι σημερινοί κι όχι α κάντεναι όλοι στο κινητό για να διαβάζουνε τις μπούρδες του μιανού και τ΄αλλωνού. Ξέρεις πόσες φορές σκέβγομαι πόσο πιο γλυκιές ήταν οι μπούρδες της όμορφης παρέας της γειτονιάς μας; Ίντα λες εν πρέπει α τους τα λέμενε;
- Ναι θειά. Ιστορία μας είναι και του χρόνου. Άντε πάω και καλό σου βράδυ.
Υ.Γ. Στις 29 Αυγούστου είχαμε μνήμη του αποκεφαλισμού του Αγ. Ιωάννη Πρόδρομου. Έτσι θυμήθηκα πως έχω ένα παλιό σημείωμα αλλά για τον κλύδωνα που είναι συνδεδεμένο με την μνήμη γέννησης του Αγίου στις 24 Ιουνίου. Κι επειδή αργεί ο Ιούνιος…διαβάστε το τώρα πριν χάσω το σημείωμα!!
































