Ιδέ ο δάσκαλος- Αποσπάσματα από «Τα Ελληνικά»

Παρ, 24/11/2017 - 17:35

«Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πώς να υποψιαστούμε
ότι όλα είναι ψεύτικα;»
-Δημήτρης Λιαντίνης
 
Εν αρχή ην ο δάσκαλος. Μη ο δάσκαλος η φύση θα ήταν∙ δε θα ήταν όμως οι κοινωνίες. Θα υπήρχε ο χρόνος, αλλά δεν θα υπήρχε η ιστορία. Και στο βασίλειο των ζωντανών ήχων θα άκουγε κανείς την κραυγή, τα χουγιαχτά, τα συνθήματα. Δε θα άκουγε όμως ούτε θα ’βλεπε τη φωνή, τα γράμματα της γραφής, τις συμφωνίες και τους χορούς. Γιατί; Απλά ο δάσκαλος είναι που μεταμορφώνει τον εγκέφαλο του ζώου σε νου του ανθρώπου.
Αυτός κατορθώνει ώστε η ματιά του καθένα μας να μη μένει βλέμμα βοδιού, αλλά να  γίνεται βιβλίο ανοιχτό να το διαβάζεις. Χωρίς το δάσκαλο ο λόγος θα σάπιζε άχρηστος μέσα στο έλος του κρανίου μας. Όπως σαπίζει άχρηστο το τραίνο που ρεμίζαρε για πάντα στο σταθμό… Και όπως σκεβρώνει άφτουρη η νύφη που έμεινε αγεώργητη από τον άντρα…
Μ’ ένα λόγο, ο δάσκαλος είναι ο ποιητής του ανθρώπου… Αν έλειπαν οι δάσκαλοι, η γη μας θα ’ταν τυφλή. Και το σύμπαν ανυπόστατο…
Έτσι ορίζεται ο λόγος και η τιμή του δασκάλου. Το τιμολόγιο όμως με το οποίο κοστολογούν το έργο του οι εξουσίες και οι αρχές πρώτα, και ύστερα το άκριτο πλήθος είναι αλλιώτικο. Αλίμονο άχρηστο για τις εφορείες. Περιγράφω το σημείο που κράτησε η ακηδία, η παραχάραξη, η στρέβλωση, η τυποποίηση, ο ευτελισμός. Και κάμανε το κακό. Έτσι, ενώ η δουλειά του δασκάλου είναι να τεχνουργεί ανθρώπους, ενώ αναλώνεται τίμια να ετοιμάζει πλάσματα που θα ζήσουν όχι στη φύση αλλά στον πολιτισμό, όχι στη ζούγκλα αλλά στην πόλη, ενώ όλοι οι άνθρωποι που πλάθει ο δάσκαλος κάνουν ο καθείς το δικό του επάγγελμα, και είναι ο καθείς μία ψηφίδα στο ενιαίο ψηφιδωτό της οικονομίας της αγοράς της πολιτείας, εμείς με τον καιρό εχάσαμε τον ιδρυτικό χαρακτήρα της λειτουργίας του δασκάλου. Και τη δουλειά του την επήραμε σα μία από τις πολλές δουλειές των ανθρώπων. Ένα επάγγελμα ρουτίνας. Μια μονάδα εργασίας όμοια με τις άλλες βλέπουμε και στο δάσκαλο. Εξεχάσαμε, δηλαδή, ότι στο ψηφιδωτό των επαγγελμάτων ο δάσκαλος δεν είναι μια ψηφίδα ανάμεσα στις άλλες…γιατί αυτός υψώνει τους ανθρώπους στην οντολογική μοναδικότητα του νοήμονος πλάσματος. Γιατί η δουλειά του δασκάλου είναι να δουλεύει το μυαλό, όπως ο καλαντζής δουλεύει το καλάι. Και να παράγει ανθρώπους όπως ο χαλκιάς κατασκευάζει χαλκώματα… Ετούτη η υποβάθμιση της φύσης και της δουλειάς του δασκάλου, η πτώση του από τη θεία λειτουργία της αρχικότητας στην ταπεινή χειρωναξία της επανάληψης, σημάδεψε το πρώτο μεγάλο λάθος στην παιδεία. Και μέσα στην ιστορία και τον πολιτισμό αντίστρεψε το νόημα των πραγμάτων. Εννοώ ότι καταργήθηκε η αυστηρότητα στην επιλογή του υλικού, και η αυστηρότητα στη μέθοδο και στις σπουδές που θα δώσουν τον άξιο δάσκαλο. Από τους παλαιούς χρόνους κοιτίδα των παιδαγωγών ήταν η τάξη των απελεύθερων και των δούλων. Και μάλιστα των πονηρών δούλων και των κακών. Τους αγαθούς και τους άξιους δούλους, λέει ο Πλούταρχος, τα αφεντικά τους προόριζαν για τις σπουδαίες δουλειές. Καπετάνιοι, διαχειριστές, οικονόμοι, επιστάτες, σύμβουλοι…Δάσκαλος πια ημπορεί να γίνεται ο καθένας, όμοια όπως ο καθένας ημπορεί να γίνεται αρβυλοποιός, αιγογαλακτοπώλης, λεμβούχος, λουλουδάς ή πετροκόπος. Ξεχάσαμε, δηλαδή, ότι ο δάσκαλος από την άποψη της σπουδαιότητας και της ευθύνης είναι ένας εργάτης στο επίπεδο του νομοθέτη, του φύλακα στρατηγού, του κυβερνήτη, του γιατρού σωτήρα. Ακριβέστερα είναι ένα σκαλί πάνω από όλους αυτούς. Γιατί ο δάσκαλος είναι ο πυρφόρος της γνωστικής συνείδησης. Η λειτουργία που τελεί είναι θεία. Η μόνη θεία λειτουργία σε γη και ουρανό… σήμερα οι δάσκαλοι είναι μια αξιοδάκρυτη σώρεψη από μαζώματα… Οι περήφανοι δάσκαλοι εστάθηκαν πάντα η εξαίρεση. Μιλάμε για τους δυνατούς και τους πόριμους. Τους ικτίνους και τα γεράκια, τους καλουργούς και καλλιτέχνες και καλλικράτες δασκάλους… Αυτός ο εξαίρετος τύπος δασκάλου, πετυχαίνει να σβήνει το κατάδικο στίγμα της συντεχνίας του, γιατί ’ναι η εξαίρεση. Και η εξαίρεση είναι δουλειά της ποίησης. Ενώ της επιστήμης η δουλειά είναι ο κανόνας… Δουλειά του δασκάλου είναι να φωτίζει με φως φυσικό, για να ιδρύει φυσικούς ανθρώπους, όταν με τη διδασκαλία του χτίζει το αληθινό μέσα στο παιδί, και γκρεμίζει το ψεύτικο… Εκείνοι που μας ρωτούν για την κακή και ψυχρή μέρα του δασκάλου, είναι οι ίδιοι που ρωτούν και τα άλλα άβολα ερωτήματα: Γιατί, λογουχάρι, τον κόσμο τον κυβερνάει σήμερα το παγκόσμιο λόμπυ των αλητών; Γιατί σε διαστήματα τακτά οι φτωχοί και οι ανίδεοι άνθρωποι πρέπει να γίνουνται κρέας για τα κανόνια; Γιατί υπάρχουν από δω οι Σαρδανάπαλοι* και οι άλλοι ασελγομανοίς, και από κει οι σκυλόσιτοι που παραμονεύουν το κόκαλο από την πλούσια τράπεζα του έγκριτου ληστή και του έγκριτου κλέφτη;… Ερωτάμε για τα παράλογα, γιατί ξεχάσαμε του παραλογισμού τους το λόγο. Ότι φροντίσαμε, δηλαδή, να κατεβάσουμε το δάσκαλο από το φυσικό του πρωτάτο στα στερνά και τα έσχατα της υπόληψης και της ζωής. Δεν ταξινομείται η παιδεία. Και όσοι τη λογαριάζουμε σαν επένδυση ανάμεσα στις άλλες, έστω και την πιο σημαντική, τόσο θα συνεχίσουμε να τελούμε σε σύγχυση φρενών. Έτσι, ώστε να μπερδεύουμε το ψάρι με τον ψαρά που το ψάρεψε. Σωστή  παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις τους νέους τη ζωή, και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες…το ένα λοιπόν είναι να ριζώνουμε τον νέο στη ζωή. Το άλλο να ξεριζώνουμε από μέσα του τη ψευτιά… Γιατί το πλήθος οι δάσκαλοι δε μαθαίνουν τα παιδιά για τη ζωή και την πράξη, αλλά για το σχολείο και τα βιβλία.. τη Λερναία ΄Υδρα τις προλήψεις και τους μαγικούς καταδέσμους… Φορτώνουμε στη ράχη του νέου ανθρώπου την άρρωστη φαντασία μας, τις ψευτιές, την άγνοια, την ηθική μας απολίθωση, τις έντρομες παραστάσεις και όλο τον καταποντισμένο αταβισμό** των προγόνων. Ο μύθος του Άτλαντα εδώ βρίσκει την ποιο πιστή και την ποιο μακάβρια απομυθοποίησή του…και τα παιδιά γίνονται μικροί μάταιοι Άτλαντες.
Στα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου χάθηκε ένα παιδί στο δάσος. Και ο Χατζιδάκις, ο σοφός γλωσσολόγος, αγανάχτησε, γιατί ο συγγραφέας του Αναγνωστικού λησμόνησε να το βάλει να προσευχηθεί. Για να κατέβει ο θεός από τα ύψη, να το πιάσει από το χέρι, και να το ξαναφέρει στον καταυλισμό. Μα είναι συλλογισμοί και προτάσεις επιστήμονα αυτές; ή κοάσματα βατράχου; Ο δάσκαλος που αγνοεί το χρέος του χαλαστή, δε μορφώνει ανθρώπους. Απλά γιατροπορεύει άρρωστους…
Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια εικόνα και ποια ιδέα ανθρώπου είχε στο μυαλό του ο Βάρναλης, όταν σκάρωσε το Πρωτοχρονιάτικο.
Ακούστε βροντές και αστροπελέκια που είναι δυνατότερα από τα κανόνια του Ναπολέοντα…                                               ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ
«Σαράντα σβέρκοι βωδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
Σκεμπέδες σταυροδόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες,
Ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι,
Ντυμένοι στα μαλάματα κ’ επίσημοι κι ωραίοι.
………………………………………………….
………………………………………………….
Όξ’ ο κοσμάκης φώναζε:
Πεινάμε τέτοιες μέρες, γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και
μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι,
άνοιξαν τα παράθυρα και κράξαν:
                                    -Είστε αθέοι».
 
 
* Ελληνική ονομασία του ακόλαστου βασιλιά της Ασσυρίας Ασσουρμπανιμπάλ.
**  αταβισμός = κληρονομικότητα
(τα μαύρα γράμματα και οι σημειώσεις στο κείμενο είναι δικά μου)
Για την έρευνα και την αντιγραφή
                                                     Κ. Α. Ναυπλιώτης
 
 
 
 
 
 

Άλλες απόψεις: του Δημήτρη Λιαντίνη