Ο Αριστοτέλης και η έννοια της αρετής στο έργο του

Τρί, 10/06/2025 - 10:49

Το έτος που διανύομε συμπληρώνονται 2.400 χρόνια από τη γέννηση ενός από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του κόσμου και πολυεπιστήμονα ή καλύτερα πανεπιστήμονα, του Αριστοτέλη. Γεννημένος στα Στάγειρα το 384 π.Χ. πέθανε στη Χαλκίδα της Εύβοιας το 323 π.Χ. από στομαχικό νόσημα. Ήταν γιος του Νικόμαχου, ιατρού του βασιλιά Αμύντα του Β’, πατέρα του Φιλίππου του Β’. Έχασε νωρίς τον πατέρα του και την κηδεμονία του ανέλαβε ο Πρόξενος από την Αταρνέα της Αιολίας.[1] Η μητέρα του Φαιστιάδα καταγόταν από τη Χαλκίδα και ανήκε κι αυτή όπως και ο πατέρας της στο γένος των Ασκληπιάδων. Το γένος της οικογένειας του Αριστοτέλη ήταν γνήσια ελληνικό και η πόλη της καταγωγής του, τα Στάγειρα, είχε πληθυσμό καθαρά ελληνικό, αφού ήταν αποικία των Ανδρείων.[2]

Σε ηλικία  17 ετών ο Αριστοτέλης εισέρχεται στην Ακαδημία του Πλάτωνα και παραμένει εκεί 20 χρόνια, έως την ηλικία των 37 ετών και συνδέεται με τον ίδιο τον Πλάτωνα και άλλους στοχαστές, όπως τον Εύδοξο, τον Ξενοκράτη και άλλους.

Στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της πόλης του Αγίου Μάρκου, φυλάσσεται με τον αριθμό 257 ένα πολύτιμο χειρόγραφο, γραμμένο γύρω στα 1300. Ίσως είναι το σπουδαιότερο, γιατί σ’ αυτό διαφυλάχθηκε ένας από τους σημαντικότερους βίους του Αριστοτέλη.[3]

Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, ούτε αν έμενε κοντά στον πατέρα του στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας, Αμύντα. Λέγεται ότι ο Αριστοτέλης είχε και αδελφό με το όνομα Αρίμνηστος και αδελφή Αριμνήστη.

Το γεγονός της μακρόχρονης παραμονής του Αριστοτέλη στην Πλατωνική Ακαδημία θεωρείται πρωτοφανές για τα χρονικά της πνευματικής ιστορίας, δεδομένου ότι ο Αριστοτέλης ήταν προσωπικότητα με μεγάλη πνευματική οξυδέρκεια και δημιουργικότητα. Το 348 π.Χ. πέθανε ο Πλάτων και στην Ακαδημίας τον διαδέχθηκε ο γιος της αδελφής του Ποτώνης, ο Σπεύσιππος.[4] Ο Αριστοτέλης μαζί με τον Ξενοκράτη τον Χαλκηδόνιο έφυγαν από την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην Άσσο, στην νότια της τρωικής ακτής, απέναντι από τη Λέσβο. Αιτία της φυγής του πιθανώς όχι μόνο η διαδοχή του Πλάτωνα, αλλά και η όξυνση των σχέσεων των Αθηναίων με τον Φίλιππο, εξ αιτίας της οποίας η παραμονή του Αριστοτέλη στην Αθήνα ήταν προβληματική.

Στην Άσσο γνώρισαν τον Ερμία, κατοπινό τύραννο του Αταρνέα, τον οποίο μύησαν αυτός και ο Ξενοκράτης στην πλατωνική φιλοσοφία κι ανέπτυξαν μαζί του βαθιά φιλία. Ύστερα από παραμονή στην Άσσο για τρία χρόνια (348 – 345 π.Χ.), ο Αριστοτέλης πέρασε με πρόσκληση του Θεόφραστου απέναντι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε εκεί μέχρι το 342 π.Χ., οπότε προσκλήθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του νεαρού τότε Αλέξανδρου, του μετέπειτα Μεγάλου Αλεξάνδρου.[5]

Στην περίφημη Vita Marciana, βιογραφία του Αριστοτέλη, υπάρχουν ιδιαίτερα χρήσιμες και μοναδικές πληροφορίες[6], που δε βρίσκονται σε καμία από τις παλαιές βιογραφίες του Αριστοτέλη που σώθηκαν. Έτσι πληροφορούμαστε ότι τον καιρό που έφθασε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα απουσίαζε ο Πλάτων σε ταξίδι στη Σικελία. Η Ακαδημία όμως ως τόπος συνάντησης  λογίων της εποχής συνέβαλε στο να διατηρήσει ο καθένας το δικό του «πιστεύω» και όλοι μαζί προωθούσαν την επιστημονική έρευνα παίρνοντας ο ένας απ’ τον άλλο χρήσιμες παρορμήσεις και επιδρώντας θετικά ο ένας στον άλλο. Όταν έφθασε στην Ακαδημία ο Πλάτων συνάντησε τον Εύδοξο από την Κνίδο, μία χαρισματική προσωπικότητα από τις πιο προικισμένες της αρχαιότητας. Ήταν Μαθηματικός, αστρονόμος και γεωγράφος και ο Πλάτωνας του ανέθεσε κατά τη διάρκεια της απουσίας του τη διεύθυνση της Σχολής. Ο Αριστοτέλης οφείλει πολλά για τη θεωρία του για το «πρώτον κινούν ακίνητον» στη σκέψη του Κνίδιου σοφού.[7]

Ο Αριστοτέλης βρέθηκε στην πιο κατάλληλη στιγμή στον πιο σωστό τόπο, με τους καταλληλότερους ανθρώπους που μπορούσαν με τον  πιο ξεχωριστό τρόπο να γονιμοποιήσουν τη σκέψη του, ώστε σύντομα να ανοίξει τα δικά της φτερά.[8]

Ο Αριστοτέλης έμεινε επί είκοσι χρόνια στην Ακαδημία, από το 367 έως το 348 π.Χ., γεγονός πρωτοφανές για τα χρονικά της πνευματικής ιστορίας, δεδομένου ότι ο Αριστοτέλης ήταν προσωπικότητα με μεγάλη πνευματική οξυδέρκεια και δημιουργικότητα.[9] Με την απουσία του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης είχε από την πρώτη στιγμή την ευκαιρία να δεχθεί την επίδραση που ανταποκρινόταν στη δική του ψυχοσύνθεση. Ο Πλάτων επέστρεψε αργότερα μετά από δύο χρόνια, έχοντας περάσει τα εξήντα, ενώ ο Αριστοτέλης μόλις πλησίαζε τα είκοσι.

Με τόση διαφορά ηλικίας συναντήθηκαν για πρώτη φορά ο «ενεργεία» μεγάλος Πλάτωνας και ο «δυνάμει» μεγάλος Αριστοτέλης. Ο έμπειρος δάσκαλος Πλάτων διέκρινε γρήγορα τις αρετές με τις οποίες ήταν προικισμένος ο μαθητής του και τον ονόμασε «ο Νους», όπως πληροφορούμαστε από τον Φιλόπονο. (Περί ιδιότητος του κόσμου VΙ 27: υπό Πλάτωνος τοσούτον της αγχινοίας ηγάσθη ως Νους της διατριβής υπ’ αυτού προσαγορεύεσθαι) και ύστερα από την Vita Marciana (7D): απόντος της ακροάσεως Πλάτων ανεβόα· Ο Νους άπεστι, κωφόν το ακροατήριον.

Ο Πλάτων κατά τον μεγάλο Αριστοτελιστή των ημερών μας Ingemar Düring όταν έδινε στον Πλάτωνα τον χαρακτηρισμό «Νους» είχε στο νου του τον αγαπημένο του ποιητή «Επίχαρμο», που δίδασκε ότι «νους ορή και νους ακούει. Τ’ άλλα κωφά και τυφλά». (Ο νους είναι που βλέπει και ακούει τ’ άλλα είναι κωφά και τυφλά).[10]

Ο νους ήταν για τον Αναξαγόρα αυτός που έβαλε τάξη σε όλα τα πράγματα που ως τότε βρίσκονταν σε αταξία και ακοσμία. Κι ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που μελέτησε συστηματικά την παλαιότερη φιλοσοφία, ζητώντας να βάλει σε τάξη τις δόξες παλαιότερων φιλοσόφων. Αυτό το γνωρίζουμε χάρη και στα έργα του που διασώθηκαν ολόκληρα, όπως τα «Μετά τα φυσικά» π.χ.  ή αυτό το «Περί Ψυχής», καθώς επίσης σε έργα του που διασώθηκαν αποσπασματικά. Ο Πλάτων συνήθιζε να ονομάζει τον Αριστοτέλη και «αναγνώστη». Την πληροφορία αυτή αντλούμε από τον «Μαρκιανό βίο» «ούτω φιλοπόνως συνήν Πλάτωνι εις την οικίαν αυτού, αναγνώστου οικίαν προσαγορευθήναι. Θαμά γαρ Πλάτων έλεγεν, «απίωμεν εις την του αναγνώστου οικίαν». Με δικά μας λόγια, «τόν καιρό που μαθήτευε κοντά στον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης εργαζόταν με τόση φιλοπονία, ώστε το σπίτι του πήρε το όνομα «το σπίτι του αναγνώστη», γιατί συχνά ο Πλάτων έλεγε: «ελάτε να πάμε στο σπίτι του αναγνώστη». Στον χώρο της Ακαδημίας όσοι ανήκαν σ’ αυτήν είχε ο καθένας τη δική του «οικία», το δικό του κελλί, θα λέγαμε. Εκεί κατοικούσαν, εκεί μελετούσαν, και τους εύρισκαν ο Διευθυντής της Σχολής ή οι συνάδελφοί τους. Στην περίπτωση που αναφερόμαστε, ο επικεφαλής των νεαρών σπουδαστών της Σχολής Πλάτων, πήγαινε να συναντήσει στην «οικία» του τον πιο εργατικό, «φιλόπονον», τον αναφέρει η αρχαία πηγή, από τους μαθητές του, τον Μακεδόνα Αριστοτέλη. [11]

Ο Πλάτων και οι άλλοι πλησιάζουν με θαυμασμό στο κελλί του Αριστοτέλη. Στην αρχαιότητα, κατά τον Ingemar Düring[12] «αναγνώστης» λεγόταν ο δούλος που έργο του ήταν να διαβάζει στους συγκεντρωμένους Ακαδημαϊκούς βιβλία· οι Ακαδημαϊκοί έλεγαν ότι είχαν διαβάσει ένα βιβλίο, αν το είχαν ακούσει από το στόμα του αναγνώστου. Αυτή τη συνήθεια την έσπασε ο Αριστοτέλης, ο οποίος διάβαζε βιβλία με τον τρόπο που τα διαβάζουμε κι εμείς. Διάλεγε κομμάτια που τον ενδιέφεραν κι ύστερα τα κατέτασσε μεθοδικά, συγκροτώντας έτσι χρήσιμες συλλογές.

Ο ίδιος ο Αριστοτέλης περιγράφει τον τρόπο της δουλειάς του στο έργο του Τοπικά Α’ 14.105612 εξ: «εκλέγειν δε χρη εκ των γεγραμμένων λόγων, τας δε διαγραφάς ποιείσθαι περί εκάστου γένους υποτιθέντας χωρίς, οίον περί αγαθού ή περί ζώου  … παρασημαίνεσθαι δε και τας εκάστων δόξας» = πρέπει, δηλαδή, να κάνεις εκλογές από τα βιβλία που διαβάζεις, να κάνεις τα διαγράμματά σου ξεχωριστά κατά θέμα, π.χ. για την έννοια αγαθό, ή για την έννοια ζώο … και μαζί να καταγράφεις τις γνώμες των επιμέρους στοχαστών».

Είναι χαρακτηριστική η επιγραμματική φράση του F. Kenyon για τους αναγνώστες στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη: «… με τον Αριστοτέλη ο αρχαίος κόσμος πέρασε από τη μόρφωση μέσω του προφορικού λόγου στη συνήθεια του διαβάσματος». Έτσι, γύρω στα 360 π.Χ. υπήρχε στην Αθήνα ένα αρκετά πλατύ αναγνωστικό κοινό. Η προσωνυμία λοιπόν που έδωσε ο Πλάτων στον Αριστοτέλη χαρακτηρίζοντάς τον ως αναγνώστη δεν είχε καμία αιχμή, αφού ο δούλος  - αναγνώστης ήταν πια μία παλιά συνήθεια.[13] Ο Ξενοφών στα Απομνημονεύματά του αναφέρει ότι η πολυμάθεια που κερδίζεται μόνο με την ανάγνωση πολλών βιβλίων δεν υποστηριζόταν από τον Σωκράτη, ο Πλάτων όμως μας πληροφορεί ότι η σωκρατική αυτή στάση έγινε παράδοση μεταξύ των μαθητών του. Ο Πλάτων στο Φαίδρο μιλά περιφρονητικά γι’ αυτούς οι οποίοι «χρώνται τροφή δοξαστή» (2486), δηλαδή τρέφονται με τις γνώμες των άλλων, γι’ αυτούς δηλαδή που «αντί σοφών» γίνονται «δοξόσοφοι» (2756), κυνηγώντας τις δόξες, τις γνώμες δηλαδή που διατύπωσαν πάνω σ’ αυτό το θέμα οι παλαιότεροι στοχαστές.

Ο Αριστοτέλης δεν δέχεται αυτήν την σωκρατική παράδοση, αλλά κλεισμένος μέσα στο δωμάτιό του διάβαζε τους παλαιότερους σοφούς για να συζητήσει τις γνώμες τους ή να τις πολεμήσει. Γι’ αυτό διέφερε ουσιαστικά από τον δάσκαλό του τον Πλάτωνα, συνεχιστή του έργου του Σωκράτη, για τον οποίο είχε αξία η διαλεκτική στην πιο καθαρή της μορφή. Ο Αριστοτέλης, όμως, θεωρούσε αδιανόητο να μην προσφεύγει με βουλιμία στη σοφία που ήταν αποθησαυρισμένη στα βιβλία.[14] Ο Αριστοτέλης μετά από είκοσι χρόνια φοίτησής του στην Πλατωνική Ακαδημία ασχολήθηκε με την επιστημονική έρευνα και τη διδασκαλία στην Ακαδημία. Ο Henry Jackson αναπαριστά με πληρότητα και ακρίβεια θα λέγαμε την αίθουσα που δίδασκε ο Αριστοτέλης.[15] Οι σπουδαστές της Ακαδημίας αντίκριζαν στην αίθουσα που δίδασκε ο Αριστοτέλης έναν τρίποδα, έναν ανδριάντα, μία χάλκινη σφαίρα, ένα λευκό πίνακα (όχι μαυροπίνακα) και πιθανώς άλλα αντικείμενα. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε παραδείγματα αναφερόμενος συχνά στα ονόματα Σωκράτης και Καλλίας, δείχνοντας τα πρόσωπα αυτά[16]  «φαμέν γαρ το λευκόν εκείνο Σωκράτην είναι και το προσιόν Καλλίαν («αυτό εκεί το άσπρο είναι ο Σωκράτης και αυτό που πλησιάζει ο Καλλίας».

Στο άκουσμα αυτών των λόγων του Αριστοτέλη οι ακροατές μπορούσαν να φέρουν στο νου τους τη σκηνή από τον πλατωνικό Πρωταγόρα όπου ο Σωκράτης, βλέποντας πως η συζήτησή του με τον Πρωταγόρα στο σπίτι του Καλλία του γιου του Ιππόνικου δεν προχωρούσε πια και τόσο ομαλά βρίσκει μία πρόφαση και σηκώνεται να φύγει. Αλλά, τη στιγμή που ο Σωκράτης ετοιμαζόταν να φύγει, τον έπιασε με το δεξί χέρι ο Καλλίας, με το αριστερό έπιασε τον τρίβωνά του και του είπε χαρακτηριστικά «ουκ αφήσομεν σε, ω, Σώκρατες· εάν γαρ συ εξέλθεις, ουχ ομοίως ημίν έσονται οι διάλογοι δέομαι ουν σου παραμείναι ημίν».  Δεν θα σ’ αφήσουμε Σωκράτη, να φύγεις γιατί αν φύγεις εσύ, δεν θα’ ναι πια ίδια η συζήτησή μας. Σε παρακαλώ, λοιπόν, να μείνεις μαζί μας. Ανάλογοι πίνακες υποστηρίζει ο Jackson θα κοσμούσαν την αίθουσα του Αριστοτέλη, όπως μία σκηνή εμπνευσμένη από το προοίμιο του Πλατωνικού Φαίδωνα[17], τότε που ο Σωκράτης ανακαθισμένος στο κρεββάτι του στη φυλακή συζητούσε με τους μαθητές και τους φίλους του. Οι ιδέες του Αριστοτέλη που μετέδιδε στους μαθητές του με τη διδασκαλία του τον έφεραν αντιμέτωπο με τους συναδέλφους του στην Ακαδημία, τον Ηρακλείδη, τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη. Ακόμη και οι απόψεις του Πλάτωνα δεν ξέφυγαν την κριτική του. Γι’ αυτό το λόγο ο Αριστοτέλης είχε λίγους φίλους και πολλούς εχθρούς. Όταν είχε να διαλέξει ανάμεσα στους φίλους του και στην αλήθεια, μας διαβεβαιώνει ο ίδιος ότι θεωρούσε «όσιον προτιμάν την αλήθειαν». Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι το γνώρισμα του αληθινού φιλοσόφου είναι να έχει το κουράγιο ακόμη «και τα οικεία αναιρείν επί σωτηρία της αληθείας»[18] (ακόμη και τις δικές του απόψεις να αναιρεί, αν είναι να σωθεί η αλήθεια).

Το Μάιο του 347 πέθανε το Πλάτωνας σε ηλικία 80 χρόνων κι αμέσως μετά ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε και την Ακαδημία και την Αθήνα.[19] Προφανώς, όπως υποστηρίζει ο W. Jaeger η αναχώρησή του οφείλεται σε εσωτερική κρίση στη ζωή του. Ο Αριστοτέλης αισθάνθηκε μία ιδεολογική διάσταση προς το δάσκαλό του, που μεγάλωνε όσο μεγάλωνε η χρονική απόσταση που τον χώριζε από το θάνατό του.

Εξάλλου, ο Σπεύσιππος ο πλησιέστερος συγγενής του Πλάτωνα, ήταν το μοναδικό άτομο όπως όριζε το αττικό δίκαιο που έπρεπε να διαδεχθεί τον Πλάτωνα και να κληρονομήσει από κάθε άποψη την περιουσία της Σχολής.[20]

Ο Αριστοτέλης έφυγε από την Αθήνα και λόγω της όξυνσης των σχέσεων των Αθηναίων με το Φίλιππο, συνδέθηκε με τον Ερμία τον κατοπινό τύραννο του Αταρνέα, τον οποίον εμύησαν αυτός και ο Ξενοκράτης στην πλατωνική φιλοσοφία.  Ο Αριστοτέλης έμεινε στην Άσσο τρία χρόνια (348 – 345 π.Χ.) και από εκεί πέρασε στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε και μέχρι το 342 π.Χ., οπότε τον προσκάλεσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος, να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του νεαρού τότε Αλέξανδρου, του μετέπειτα Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έμεινε στη Μακεδονία μέχρι το 333 π.Χ. Εκεί, εκτός από τη διαπαιδαγώγηση του Αλέξανδρου επιδόθηκε στις θεωρητικές μελέτες και ενασχολήσεις τις οποίες διέκοψε το 341 ο τραγικός θάνατος του φίλου του Ερμία, προς τιμήν του οποίου ο Αριστοτέλης έγραψε τον περίφημο ύμνο στην αρετή  (Αρεταί πολύμοχθε).[21]

Μετά την άνοδο στο θρόνο της Μακεδονίας του μαθητή του Αλέξανδρου, ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίδρυσε το Λύκειο (ή την Περιπατητική Σχολή) και το οποίο έφεραν πρόσφατα στο φως οι αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές. Στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης έμεινε διδάσκοντας και συγγράφοντας μέχρι το 323 π.Χ., οπότε πέθανε ο Αλέξανδρος και η θέση του στο άστυ κατέστη δυσχερής και διότι εκτός των άλλων κατηγορήθηκε για προσβολή των θεών. Έτσι, αναγκάστηκε να φύγει για την Χαλκίδα, όπου πέθανε από στομαχικό νόσημα το επόμενο έτος (322 π.Χ.)[22] μέσα σε θλίψη και μελαγχολία.

Οι Σταγειρίτες έφεραν και έθαψαν τη σορό του στην πατρίδα του με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ονόμασαν «οικιστή» της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή τα «Αριστοτέλεια» και ονόμασαν έναν από τους μήνες «Αριστοτέλειο». Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής.

Φεύγοντας από την Αθήνα ο Αριστοτέλης, άφησε Διευθυντή της Σχολής  το μαθητή του Θεόφραστο, που τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο. Έτσι, το πνευματικό Ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου.[23]

 

Το έργο του Αριστοτέλη

Ο Αριστοτέλης δεν έδειξε ενδιαφέρον για δημοσίευση των έργων του, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα πολλά από αυτά. Ποτέ δε δημοσίευσε τα βιβλία του, εκτός από τους διαλόγους του. Για την ιστορία των πρωτότυπων συγγραμμάτων του αντλούμε πληροφορίες από τον Στράβωνα στην «Γεωγραφία» του και από τον Πλούταρχο στο βιβλίο του «Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας».

Κατά τον υπολογισμό των Αλεξανδρινών ο Αριστοτέλης έγραψε περίπου 400 βιβλία και κατά τον υπολογισμό του Διογένη του Λαέρτιου το έργο του ανέρχεται σε 45 μυριάδες στίχους, επακριβώς σε 445.270 στίχους. Μεγάλο μέρος από αυτό χάθηκε. Ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων ή «εξωτερικών» μαθημάτων που ήταν γραμμένα σε διαλογική μορφή.

Από αυτά σώθηκε μόνον η «Αθηναίων Πολιτεία», σ’ έναν πάπυρο που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Τα σωζόμενα σήμερα έργα του αντιστοιχούν στη διδασκαλία που ο Αριστοτέλης έκανε στους προχωρημένους μαθητές του και που χαρακτηρίζονται ως «ακροαματικές ή εσωτερικές». Γι’ αυτό και είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο και όχι σε διάλογο. Ο κατάλογος του Ησυχίου είναι προσηρτημένος στη βιογραφία του Αριστοτέλη και περιλαμβάνει 197 τίτλους συγγραφών και ουσιαστικά συμπίπτει με τον κατάλογο του Διογένη του Λαέρτιου.[24]

Ο κατάλογος των έργων του Αριστοτέλη που ισχύει σήμερα είναι αυτός που κατάρτισε ο Em. Becker στην α΄ έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τη Βερολίνειο Ακαδημία σε δύο τόμους το 1831, στους οποίους αργότερα προστέθηκαν άλλοι τρεις τόμοι.

Ο .Becker στηρίχθηκε στους τρεις αρχαίους καταλόγους 1) του Διογένη του Λαέρτιου, 2) το Πτολεμαίου Χαίνου (;) και 3) στον κατάλογο τον προσαρτημένο στη βιογραφία του Αριστοτέλη από τον Ησύχιο.[25] Η συνηθέστερη κατάταξη των έργων του Αριστοτέλη είναι η εξής:

Λογικά ή Οργάνον, που αποτελούν πραγματείες για τη γνώση και είναι οι εξής:

- Περί Ερμηνείας

- Κατηγορίαι

- Αναλυτικά Ύστερα

- Τοπικοί και Σοφιστικοί Έλεγχοι

Οι πραγματείες αυτές αποτελούν την αιώνια δόξα του φιλοσόφου, διότι αυτός πρώτος διατύπωσε τους νόμους της ανθρώπινης νόησης και τους τρόπους του συλλογισμού.

- Φυσικά, τα οποία περιλαμβάνουν τις εξής πραγματείες. Φυσική ακρόαση (8 βιβλία), Περί ουρανού (4 βιβλία), περί γενέσεως και φθοράς (3 βιβλία), Μετεωρολογικά (4 βιβλία), Περί κόσμου (ψευδεπίγραφο).

Εξάλλου, στο έργο του Βιολογικά περιλαμβάνονται 10 βιβλία «Περί ζώων ιστορίας», 4 βιβλία «περί ζώων μυρίων», 1 βιβλίο «Περί ζώων πορείας», «Περί ζώων κινήσεις» 5 βιβλία, «Περί ζώων γενέσεως» και «Περί φυτών» ψευδεπίγραφο.

Με τα έργα το αυτά ο Αριστοτέλης έγινε ο δημιουργός της φυσικής επιστήμης, της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομίας. Με τις πραγματείες του αυτές έστρεψε ο Αριστοτέλης τη φιλοσοφική συζήτηση στο γόνιμο έδαφος του αισθητού κόσμου.

Άλλη κατηγορία βιβλίων του «Περί Ψυχολογίας» με 3 βιβλία, «Περί ψυχής», «Περί αισθήσεως και αισθητών», «περί μνήμης και αναμνήσεων», «Περί ύπνου και εγρηγόρσεως», «Περί ενυπνίων», «Περί μαντικής της εν τοις ύπνοις», «Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος», «Περί ζωής και θανάτου», «Περί αναπνοής», «Περί πνεύματος» (ψευδεπίγραφο).

Εκτός από το πρώτο, τα υπόλοιπα της ομάδας αυτής είναι γνωστά με το κοινό όνομα «Μικρά Φυσικά». Μετά τα φυσικά. Από το «Μετά τα φυσικά» η πρώτη φιλοσοφία, όπως το αποκαλούσε ο Αριστοτέλης προήλθε ο όρος «μεταφυσική» των νεότερων χρόνων. Στα 12 βιβλία που ακολουθούν τα Φυσικά, προσθέτουν συνήθως και τη διατριβή «Περί Μελίσσου Ξενοφάνους και Γοργίου» (πιθανώς ψευδεπίγραφο).

Στην ομάδα αυτή των έργων του ο Αριστοτέλης εξετάζει τις πρώτες αρχές όλων των όντων και των «κινουμένων» και των «ακινήτων». Τα Ηθικά του περιλαμβάνουν τα «Ηθικά Ευδήμεια», 7 βιβλία, τα «Ηθικά μεγάλα», 2 βιβλία, τα «Ηθικά Νικομάχεια», 10 βιβλία.

Στην κατηγορία των Πολιτικών του υπάγονται τα «Πολιτικά», 9 βιβλία, «Αθηναίων Πολιτεία» και 2 βιβλία από τα «Οικονομικά». Τα βιβλία του αυτά αποτελούν τη βάση των ερευνών για όσους ασχολούνται με τις πολιτικές επιστήμες. Στα Τεχνικά του περιλαμβάνονται 3 βιβλία ρητορικής και από την «Ποιητική» 1 βιβλίο με πιθανή ύπαρξη και δεύτερου βιβλίου που δεν διασώθηκε.

Τα βιβλία του περιέχουν προβλήματα από διάφορες περιοχές της γνώσης. Στο σώμα των αριστοτελικών έργων περιέχονται και κάποια που δεν θεωρούνται γνήσια. «Τα Φυσιογνωμικά», «το Περί θαυμασίων ακουσμάτων», «Περί χρωμάτων», «Περί ατόμων γραμμών», «Μηχανικά», «Ρητορική προς Αλέξανδρον» και «Περί ακουστών».[26]

Στα Πολιτικά του, έχοντας επηρεασθεί και από τον γιατρό πατέρα του, μελετώντας και τους παλαιότερους νόμους κάνει παραλληλισμούς ανάμεσα στους πολιτικούς άρχοντες και τους καλούς γιατρούς, αφού η υγεία είναι ισορροπία ορισμένων παραγόντων, ανάμεσα σε δύο άκρα, σε δύο υπερβολές. Υποχρεωτικά, λοιπόν, πρέπει να επικρατήσει το μέτρο.[27]

Η «Αθηναίων πολιτεία» έφθασε στα χέρια μας ολόκληρη από τον αιγυπτιακό πάπυρο P. Lond 131 (L) γραμμένο γύρω στα 100 μ.Χ. Εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Kenyon στις 30 Ιανουαρίου 1891 και έκτοτε έχουν ακολουθήσει πολλές εκδόσεις τους. Θεωρείται ότι είναι το κείμενο με τις περισσότερες εκδόσεις. Ανήκει στη συναγωγή των 158 πολιτικών που είχαν ως θέμα την περιγραφή των σταθερών αλλά ιδιόμορφων πολιτειών[28].

Ο Αριστοτέλης κάλυψε για το έργο του όλες τις φιλοσοφικές έννοιες και αναζητήσεις: φύση, ον, ηθική, δικαιοσύνη, αρετή, σε συνδυασμό με την κριτική έρευνα της πολιτικής εξέλιξης των ελληνικών πόλεων – κρατών. Είναι ο πρώτος που διατυπώνει την άποψη του χωρισμού των λειτουργιών, δηλαδή των ενεργειών μιας ευνομούμενης πολιτείας σε τρεις κατηγορίες: νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, ενώ στα πολιτικά του καταγράφει τις παρεμβάσεις των πολιτευμάτων.[29]

 

Η αρετή κατά τον Αριστοτέλη

Η έννοια της αρετής υπήρξεν ο θεμελιώδης λίθος για την οικοδόμηση της ηθικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, η οποία παρουσιάζεται σε τρία έργα του: Τα Ηθικά μεγάλα, τα Ηθικά Ευδήμεια και τα Ηθικά Νικομάχεια.[30]

Στα «Ηθικά Μεγάλα» ο Αριστοτέλης απευθύνεται σε νεαρούς ακροατές, τα Ηθικά Ευδήμεια, είναι επιστημονικό μάθημα για προχωρημένους ακροατές της Ακαδημίας και τα Ηθικά Νικομάχεια απευθύνονται σε ευρύ κύκλο ακροατών και αναγνωστών.

Κατά τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια υποστηρίζει πως «κάθε τέχνη και κάθε επιστημονική έρευνα, όπως και κάθε πράξη πρέπει να αποβλέπει σε κάποιο αγαθό» (ΗΝ 1094α 1 – 2),  που πρέπει να στοχεύει στην επίτευξη της ευδαιμονίας (ΗΝ 1095α 14 – 20).

Το ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου που τον διακρίνει από όλα τα άλλα είδη έμβιων όντων είναι «η ψυχής ενέργεια κατά λόγον».  Τέλειος είναι ο  άνθρωπος που εκτελεί τέλεια αυτήν την λειτουργία και την εκτελεί τέλεια όταν κάθε πράξη του επιτελείται σύμφωνα με την «οικείαν αρετήν» (ΗΝ 1098α 8 – 16). Επομένως, «το ανθρώπινον αγαθόν ψυχής ενέργεια γίνεται κατ’ αρετήν, ει δε πλείους αι αρεταί, κατά την αρίστην και τελειοτάτην. Έτι δ’ εν βίω τελείω» ΗΝ 1098α 17 – 19).

Με βάση τη θεωρία της μεσότητας, η ουσία της αρετής, «το τε νυν είναι», έγκειται στο μέσον ανάμεσα στις ακρότητες της υπερβολής και της έλλειψης. Η αρετή όμως ως ενέργεια, ως άριστη πράξη, δεν αποτελεί μεσότητα αλλά ακρότητα (ΗΝ 1107α 6 – 7). Ο ηθικός άνθρωπος οφείλει και δύναται να βρίσκει το μέσον σε μία κατάσταση και να το επιλέγει, και τούτο αποτελεί δύσκολο έργο «διο και έργον εστί σπουδαίον είναι» (ΗΝ 1109α 23 – 24). Ο Αριστοτέλης προχωρεί στην περιγραφή των επί μέρους ηθικών αρετών και παρουσιάζει με παραδείγματα την μεσότητα κάθε αρετής σε αντίθεση με τις εκάστοτε ακρότητες.[31]

Η ηθική του Αριστοτέλη είναι σαφώς τελεολογική. Το υπέρτατο ανθρώπινο αγαθό συλλαμβάνεται από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ως ένα σύνολο «ικανοτήτων και δραστηριοτήτων ορθολογικού αυτοκαθορισμού» που εκδηλώνεται μέσα από την καλλιέργεια των αρετών».[32] «Η δ’ αρετή περί πάθη και πράξεις εστίν, εν οις η μεν υπερβολή αρμαρτάνεται και η έλλειψις (ψέγεται). Το δε μέσον επαινείται και κατορθούται· ταύτα δ’ άμφω της αρετής. Μεσότης τις άρα εστίν η αρετή στοχαστική γε ούσα του μέσου» (ΗΝ 11066 24 – 28).

Η ηθική αρετή είναι κατά τον Αριστοτέλη μία έξη της ψυχής σχετική με την εκλογή, και βρίσκεται στο μέσον και προσδιορίζεται από τον τρόπο που ο φρόνιμος θα μπορούσε να ορίσει. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιώντας τη λέξη «έξη» δηλώνει τη συνήθεια, την άσκηση της ψυχής προς το καλό. Ο άνθρωπος θα μπορεί να θεωρηθεί ενάρετος μέσα στην πράξη που μαρτυρά την ηθικότητά του. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα μέσα του να δεχτεί τις αρετές, αλλά τελειοποιείται με τον εθισμό. Έχει τη δυνατότητα να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του με βάση κάποιες ηθικές αρχές, να βελτιώσει τον χαρακτήρα του με τη συνήθεια και να οδηγηθεί στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.[33]

Η αρετή, λέει ο Αριστοτέλης, είναι έξις προαιρετική, εναπόκειται στη διακριτική μας ευχέρεια, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς», σε μία μεσότητα, ανάμεσα σε δύο άκρα.[34]

Ενάρετος είναι αυτός ο οποίος έχει αρετήν, έχει τη συνήθεια να ενεργεί σωστά, να επιλέγει σωστά, σε διαφορετικές περιστάσεις, χωρίς όμως να υποδουλώνεται σ’ αυτή τη συνήθεια.[35]

Η υψηλότερη ανθρώπινη δυνατότητα είναι η γνώση και όλες οι άλλες ανθρώπινες δυνατότητες προέρχονται από αυτήν την κεντρική ικανότητα. Η αρετή, κατά τον Αριστοτέλη, συνδέεται με την ανθρώπινη σοφία.[36]

Γι’ αυτόν το λόγο η πολιτεία θα πρέπει να φροντίζει για την αρετή όλων των πολιτών και να θέτει ηθικούς στόχους. Οι νομοθέτες οφείλουν να κάνουν τους πολίτες καλούς με τον εθισμό. Για τον Πλάτωνα η αρετή είναι γνώση και επομένως είναι διδακτή. Έχει μεταφυσικό χαρακτήρα και θεϊκή προέλευση. Για τον Αριστοτέλη η αρετή είναι έξη συμπεριλαμβάνοντας μέσα σ’ αυτήν το περιεχόμενο της πράξης και της συνήθειας. Η αρετή ικανοποιεί την τάση του ανθρώπου να οδηγηθεί στην ευδαιμονία. Για να λειτουργεί ορθά μία πολιτεία χωρίς προβλήματα είναι απαραίτητος ο ενάρετος βίος και από την πλευρά των αρχόντων και των αρχομένων. Και βεβαίως, αυτή η θέση του Αριστοτέλη έχει διαχρονικότητα και επικαιρότητα.

Ο Πλάτων συνδέει την αρετή με την ιδέα του αγαθού, δίνοντας στο περιεχόμενό της θεωρητική βάση. Ενάρετες είναι οι πράξεις που μετέχουν της ιδέας του αγαθού. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης επισημαίνει στον πρακτικό χαρακτήρα την αρετή, δεν τον ενδιαφέρει να μάθουμε τι είναι αρετή, αλλά πως θα γίνουμε ενάρετοι.[37]

Αξίζει να αφουγκραστούμε τα αριστοτελικά μηνύματα για την κατάκτηση της αρετής. Μας χρειάζονται και σήμερα όσο ποτέ άλλοτε.

 

[1]  Βλ. Bibliography of Aristotle, http://www.biography.com/people/aristotel.9188415?page 1.- Βλ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου. Αριστοτέλης, Άπαντα, τόμος 6ος, Ηθικά Ευδήμεια, Αθήνα 1993, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, σ. 13.

[2] Ομάδα Κάκτου, ο.π. σ. 13. Βλ. και Νέα Δομή, τ. 5, σ. 104.

[3] Βλ. Δημ. Λυπουρλής, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλία Α-Δ, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 13, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ.

[4] Βλ. Ομάδα Κάκτου, ο.π. Αριστοτέλης, Άπαντα, τ. 6, Ηθικά Ευδήμεια, σ. 13, 14.

[5] ο.π., σ. 13 – 14.

[6] Βλ. Δημήτριος Λυπουρλής, Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλία Α – Δ’, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσ/κη 2006, σ. 13, όπου υποσημείωση 1 παρ. 18, στην έκδοση που έκανε ο Ingemar Düring στο έργο του Aristotle in the Ancient Biographical Tradition, Göteborg 1957, σ. 100 ή στιχ. 87-90 στην έκδοση του Olof Gigon, Vita Aristotelis, Marciana, Berlin 1962 («Kleine Texte für Vorlesunien und Űbungen» 181), σ. 3.

[7] Βλ. W. Schadewaldt, Eudoxos von Knidos und die Lehre vom umbewegten Beweger, Satura. Fests chr. O. Winreich, Baden – Baden 1952, σ.σ. 103 – 129.

[8] Βλ. Δημήτριος Λυπουρλής, ο.π., σ. 22.

[9] Βλ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αριστοτέλης, Άπαντα, τ. 6ος, Ηθική Ευδήμεια, ο.π., σ. 14.

[10] Δημ. Λυπουρλής, ο.π. σ. 23.

[11] Δημήτριος Λυπουρλής, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλία Α΄ – Δ΄, Θεσσαλονίκη 2006, ο.π., σ. 24, 25, 26.

[12] Βλ. Δημ. Λυπουρλής, Ηθικά Νικομάχεια Α΄ – Δ΄, ο.π., σ. 26, όπου υποσημείωση 1.

[13] Δ. Λυπουρλής, ο.π., σ. 27.

[14] Ίδιος, ο.π., σ. 28.

[15] Ίδιος, ο.π., σ. 29, όπου υποσημείωση 1. Aristotle’s lecture room an lectures, the Journal of Philology 35 (1920), 191 – 200.

[16] Βλ. Αναλυτικά πρότερα, (43α, 35).

[17] Δημ. Λυπουρλής, ο.π., σ. 31.

[18] Ηθικά Νικομάχεια Α’, σ. 1096α 16.

[19] Δημήτρης Λυπουρλής, ο.π., σ. 33/

[20] Ίδιος, ο.π., σ. 34.

[21] Βλ. Αριστοτέλης, Άπαντα, τ. 6ος, Ηθικά Ευδήμεια, φιλολογική ομάδα Κάκτου, ο.π., σ. 14, 15.

[22] Ίδιος, ο.π., σ. 15.

[23] Βλ. Αριστοτέλης, wikipedia, σ. 4.

[24] Wikipedia, ο.π., σ. 4.

[25] Βλ. Αριστοτέλης, φιλολογική ομάδα Κάκτου, Άπαντα, τ. 6, Ηθικά Ευδήμεια, ο.π., σ. 15.

[26] Wikipedia, ο.π., σ. 5, 6.

[27] Αριστοτέλης, Άπαντα, τ. 6, ο.π., σ. 23.

[28] Νικ. Κονομής, Πρόλογος στην Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη, Αθήνα 2015, σ. 11. Έκδοση «ΒΗΜΑ».

[29] Wikipedia, ο.π., σ. 7.

[30] Ανδρονίκη Μαστοράκη, Η έννοια της αρετής στον Αριστοτέλη, Η Αριστοτελική Ηθική, χ.χ. σ. 1 (εκδόσεις Σκηβόλος).

[31] Ανδρονίκη Μαστοράκη, ο.π., σ. 3.

[32] Ίδια, ο.π., σ. 2, όπου υποσημείωση 8. Βερβιδάκης Σ., Η αριστοτελική Ηθική και οι σύγχρονες αντιθεωρητικές τάσεις του χώρο της ηθικής φιλοσοφίας στο Ανδριόπουλος Δ.Ζ., ο.π. τ. Ι, σ. 179.

[33] Βλ. Η έννοια της αρετής στη Φιλοσοφία του Αριστοτέλη, https://scien@archives.wordpress.com/2010/02/26, σ. 1.

[34] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η έννοια της αρετής στον Αριστοτέλη, Βικιπαίδεια, σ. 1.

[35] Ίδιος, ο.π., σ. 2.

[37] Βλ. Η έννοια της αρετής στη Φιλοσοφία του Αριστοτέλη, https://sciencearchives. wordpress.com/26/2/2010, σ. 1 και 2.