
«Τύχης έργον γίνεται πολλάκις η απόκτησις του πλούτου, αλλ’ η φύλαξις αυτού χρειάζεται νούν φωτισμένον», δίδασκε από το Παρίσι ο χιακής καταγωγής μεγαλός διδασκαλος και ευεργέτης Κοραής.(1803), αλλά στην εποχή μας που όχι μόνο ξεθωριάζουν κάποιες διαχρονικές αξίες, η καθεμιά για ξεχωριστούς ή ιδίους λόγους αλλά και που οι αποχρώσεις δεν υπάρχουν , η προσπάθεια είναι όλα να χαρακτηρισθούν με αιώνια πρόσημα όπως το «ευ-», και το «δυσ-». Μέσα στο κλίμα κυριαρχίας του οινομικού φιλελευθερισμού, πλούτος και ασφάλεια είναι μέγιστες αλληλένδετες επιδιώξεις. Ύψιστη δικαίωση της οικονομικής συμπεριφοράς αποτελούν: η ευ-ζωία για το άτομο, η ευ-ημερία και η ευνομία για την κοινωνία.. Στον πληθωρισμό των «ευ-» λοιπόν, έρχονται να προστεθούν η η ευ-γένεια , η ευ-ποιία και η ευεργεσία (αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον). Η ευεργεσία λοιπόν δεν είναι υποχρέωση. Είναι πράξη προσωπικής πραγμάτωσης, ιστορικής συνειδητότητας και κοινωνικής επίγνωσης.
Ιστορικά ο ευεργετισμός αντιστοιχεί στην ανάληψη συλλογικών λειτουργιών κοινωφελούς ή και εθνικού χαρακτήρα από ένα πρόσωπο. Ο πρώτος, γνωστός, ευεργέτης της ανθρωπότητας, ήταν ο Προμηθέας Κι αν ο Προμηθέας βρίσκεται στη σφαίρα της μυθολογίας η ευεργεσία δεν άργησε να γίνει στην αρχαιότητα και κοινωνική πραγματικότητα με τη θεσμοθετημένη μορφή των χορηγιών στην αρχαία Αθήνα[1]. Στην αντίληψη του αρχαίου Έλληνα πάντως, ο ευεργετισμός αποτελούσε κοινωνικό πρότυπο, ο Αριστοτέλης έκανε λόγο στα "Ηθικά" για τον "μεγαλοπρεπή" άνθρωπο, εκείνον δηλαδή, ο οποίος ασχολείται με τα κοινά ώστε να ωφελήσει τον συνάνθρωπό του - με κοινοφελείς δραστηριότητες με προσωπικές του δαπάνες. Παράλληλα, στη Ρητορική, αναφέρει ότι ο πραγματικός πλούτος έγκειται στο να πράττει κανείς το καλό - δηλαδή να δωρίζει χρήματα ή δώρα στον συνάνθρωπό του και να τον βοηθά.
Φυσικά, ο ευεργετισμός ως θεσμός υιοθετήθηκε και από τους Ρωμαίους, επίσης κατά τα ελληνιστικά χρόνια, απόγονοι του Πτολεμαίου, έφεραν το επώνυμο –Ευεργέτης[2].
Στο Βυζάντιο, αυτή η παράδοση ευεργετισμού σνεχίζεται[3]. Βασικός γνώμονας για αυτές τις ενέργειες βέβαια, είναι η ίδια η Χριστιανική ηθική που συνοψίζεται στην εντολή του ευεργέτη Χριστού. ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. 35 ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις[4].
Ο θεσμός της ευεργεσίας, παίρνει νέες διαστάσεις στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[5]. Η ανάγκη για πνευματική αναβάθμιση του Γένους ώθησε, τότε, την Εκκλησία, αλλά και πολλούς εύπορους Έλληνες να δραστηριοποιηθούν για την ίδρυση σχολείων, τη μισθοδοσία εκπαιδευτικών, αλλά και την παροχή οικονομικής αρωγής σ’ εκείνους που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Έλληνες της διασποράς πρωταγωνιστούν στο κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στην ανέγερση σχολείων, την αποστολή βιβλίων, τη χορήγηση υποτροφιών. Η έμπρακτη εκδήλωση φιλοπατρίας με πράξεις ευεργεσίας παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στα χρόνια της Εθνεγερσίας Πλούσιοι ομογενείς συμπαρίστανται στην Πατρίδα που μάχεται και γίνονται αρωγοί στον αγώνα της Ελευθερίας[6].
Η φιλοπατρία, όμως, εκφράζεται με πράξεις εθνικής ευεργεσίας και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους. Οι παροικίες των Ελλήνων της Διασποράς (στην Τεργέστη, τη Βενετία, τη Μολδαβία, τη Βιέννη, την Οδησσό, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και αλλού) γίνονται σταδιακά, βασικοί πόλοι ευεργεσίας προς την Πατρίδα[7]. Η προσφορά των Ελλήνων εκείνων της διασποράς κορυφώνεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα σφραγίζοντας με τον καλύτερο και πλέον επιτυχή τρόπο τη φυσιογνωμία της χωρας. Με τις οικονομικές τους προσφορές επεδίωκαν να κατευνάσουν τις ανησυχίες από τις καθυστερήσεις που παρουσίαζε το τότε κράτος στα κοινωνικά και όχι μόνο προβλήματα και να πραγματοποιήσουν το όραμα για μια σύγχρονη Ελλάδα. Με την ευεργετική τους διάθεση και προσφορά, αποτέλεσαν τη δομική βάση για την παραπέρα αναβάθμιση και την πνευματική ανασυγκρότηση και πορεία αυτού του τόπου. Η υγεία, η παιδεία, η δικαιοσύνη, η εθνική ασφάλεια και η κοινωνική πρόνοια συνιστούν βασικούς θεσμούς που συγκρότησαν, χρηματοδότησαν και υπηρέτησαν οι ευεργέτες[8], θεσμών που διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή, την κοινωνική πρόνοια και ευημερία, την κρατική ασφάλεια. Ακόμα η ευεργεσία αποβλέπει έντονα στην άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, στην έμμεση ενίσχυση των δεσμών συνοχής της κοινωνίας, στην πολιτισμική ενσωμάτωση του άλλου[9] και συνέβαλε στην μείωση της πολιτιστικής απόστασης ανάμεσα στην προηγμένη Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Αναπόφευκτα η απάντηση στο ερώτημα ποιος κατηύθυνε τις ευεργεσίες, είναι
φυσικά η επένδυση στη μελέτη σχετικά με το «ταυτόν», την εθνική «ταυτότητά» μας, η γλώσσα που δεν αποτελεί μόνο τη διαρκή οικείωση του παρόντος, αλλά και το μέσο επανοικείωσης του παρελθόντος και το ομόθρησκον . Συγχρόνως και το γεγονός ότι στη Δύση ουδέποτε οι Ελληνες αντιμετωπίστηκαν ως «λαός χωρίς ιστορία» .
Έτσι σχηματίζεται το κύριο πλαίσιο αναφοράς της «ευεργεσίας» που είναι η ώθηση της εθνικής «αναγέννησης» και η δημιουργία ελληνικού εθνικού κράτους, όπως σημείωνε ο Κοραής το 1825, «υπέρ αποκτήσεως ή ανακτήσεως πατρίδος», για να προχωρήσει από την γενίκευση της εκπαίδευσης στην εθνική απελευθέρωση[10].
Αποδέκτης της «ευεργεσίας» είναι μια πόλη, κωμόπολη ή χωριό[11]. Ο μικρόκοσμος, λοιπόν, της γενέτειρας ευεργετείται με κρήνες, κτίρια σχολείων, υποτροφίες και τόμους βιβλίων στη Βιβλιοθήκη της πόλης , νοσοκομεία , μέριμνα για τα φτωχά στρώματα και την τρίτη ηλικία , συντήρηση και κατασκευή νέων εκκλησιών . Από την πλευρά του ευεργέτη, η πράξη της «ευεργεσίας» εμπνέεται και εμπεριέχει φιλοπατρία και φιλάνθρωπη χριστιανική ηθική, εργατικότητα και λιτότητα στη διαβίωση, νόστο για το γενέθλιο τόπο, μίμηση προγενέστερων ευεργετών και επιζήτηση ενός “mors immortalis” , υστεροφημίας, σεβαστή οικογενειακή κατάσταση και κοινωνικό κύρος στους τόπους διαμονής. : προσωπικές πορείες και φιλοδοξίες συνδέονται με συλλογικές ανάγκες και προτεραιότητες, η ύπαρξη μηχανισμών "εσωτερικής κοινωνικής αλλά και προσωπικής διαφοροποίησης κατέστησαν δυνατή την ανάδυση της ιδεολογίας και της κοινωνικής πρακτικής του ευεργετισμού. «Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν», γράφει ο Καβάφης, «τέτοιους βγάζει το Έθνος μας, θα λένε».
Όμως στη σημερινή Ελλάδα τη λέξη «ευεργεσία» αντικαθιστά η «χορηγία» που μοιάζει να συμπορεύεται με «το κοινό περί δημοκρατίας αίσθημα» αλλά και προς τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής μας. Όπως παλαιότερα, έτσι και τώρα, οι ιδιώτες «χορηγοί» εξαρτώνται από το κράτος αφού τις χορηγίες και τις ευεργεσίες διείπαν το ήθος και το έθιμο, όχι όμως ο νόμος. Αντίθετα σήμερα τις διέπει η νομοθεσία του σύγχρονου, δημοκρατικού κράτους κανονιστική και, ειδικότερα, φορολογική. Άλλωστε σήμερα, χορηγοί είναι όχι μόνο άτομα αλλά και επιχειρήσεις. Κοινοτοπία, που μας οδηγεί στην επισήμανση της άμεσης διαπλοκής της σύγχρονης χορηγίας με τα συστήματα μαζικής επικοινωνίας: φυσικό επακόλουθο της τεχνολογικής εξέλιξης αλλά και της σημασίας που έχουν αποκτήσει δυστυχώς, η προβολή και η προπαγάνδα ως οικονομικά και πολιτικά όπλα. Σε όλες τις ιστορικές εποχές η δύναμη που αποκτούσαν με τις δωρεές τους οι χορηγοί και οι ευεργέτες ήταν σημαντική αλλά έμμεση, ιδεολογική, άυλη. Σήμερα η δύναμη που καρπώνονται οι «σπόνσορες» είναι αμεσότερη, μαζικότερη, απτή και εξαργυρώσιμη· άρα αυτοτροφοδοτούμενη και πολύ μεγαλύτερη, με όλο τον συνακόλουθο κίνδυνο.
Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από γενικευμένη οικονομική και πολιτισμική κρίση, φαινόμενα απόλυτης ένδειας και ανεπάρκειας των πόρων της πολιτείας. Χαρακτηρίζεται από διογκωμένα κοινωνικά προβλήματα και ανάγκες που έχουν σαν αποτέλεσμα να αποσαρθρώνεται η κοινωνική συνοχή. Σ΄ αυτό το πλαίσιο τι θέση επιφυλάσσει η ιστορία και η κοινωνία στην ευεργετική λειτουργία; Η παραίνεση του Εφραίμ του Σύρου είναι διαχρονικά επίκαιρη: «πανταχού την αγάπην νομοθετεί υμίν ο Κύριος». Η αγάπη προς τον πλησίον ή η συμπάθεια προς τους πάσχοντες είναι αναμφίβολα σεπτές ηθικές επιταγές έναντι των άλλων. Έτσι σύγχρονες μορφές έκφρασης του ευεργετισμού μπορούν να θεωρηθούν οι δωρητές οργάνων σώματος, οι διανοούμενοι και γιατί όχι οι εκφραστές των μορφών εθελοντικής εργασίας που ενσαρκώνουν τον μαχόμενο ανθρωπισμό, από τους συλλόγους του χωριού, ως τους “γιατρούς χωρίς σύνορα γιατί ο Εθελοντισμός συνίσταται στη συνεισφορά χρόνου και έργου για κοινό συλλογικό σκοπό. Εκφράζει δε την ετοιμότητα των ανθρώπων να ταυτιστούν με κάποια υπόθεση η οποία, από την άποψή τους, αξίζει τον κόπο για συνεισφορά χρόνου και έργου γι΄ αυτήν.
Όλες αυτές οι εκδοχές του σημερινού ευεργετισμού εκτυλίσσονται μέσα σε μια ολοένα πιο παθητική κοινωνία, με λιγότερες αντιστάσεις στον κοινωνικό πόνο. Αλλά και απέναντι σε μια κρατική εξουσία που ευνοεί τις “φιέστες φιλανθρωπίας”, την αγοροπωλησία των κοινών αγαθών , τη σύνθλιψη αρχών στο όνομα της άσκησης προστασίας στο δικαίωμα του «διαφερειν» και «νεωτερίζεσθαι»….
Σήμερον εμού, Αύριον ετέρου και Ουδέποτε τινός…»,
Η ελληνική ψυχή ανά τους αιώνες έχει μεγαλουργήσει επιδεικνύοντας δείγματα μεγαλοψυχίας, γενναιοδωρίας, υπερβάσεως του «εγώ», αλτρουισμού και αυτοθυσίας. Αυτές οι υψηλές αξίες και τα ιδανικά μας ως Έλληνες δίνουν νόημα στην ύπαρξή μας, συνυφαίνονται στενά με την πολιτιστική μας ταυτότητα και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής μας κληρονομιάς.
Ο σημερινός εορτασμός ταυτόχρονα με την έκφραση της ευγνωμοσύνης απέναντί στους μεγάλους και μικρότερους εθνικούς και τοπικούς ευεργέτες, ας γίνει μια συνεχής υπόμνηση ώστε να επαναφέρουμε την εκτροχιασμένη χώρα μας σε τροχιά ανάπτυξης. Με την ευχή όπως γράφει και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αθηνά», με αφορμή το θάνατο του Εθνικού Ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή, «η πατρίδα μας να μην έχει πλέον ανάγκη ευεργετών…» και μάλιστα ξένων.
[1] όπου υπήρξε υποχρέωση του κάθε πλούσιου Αθηναίου πολίτη να καταβάλει τα έξοδα του χορού στο ανέβασμα δράματος στη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, άσχετα αν στην πορεία η λέξη έχασε εν μέρει το πραγματικό της νόημα και ντύθηκε με ξένο ένδυμα (σπόνσορας) και ο σκοπός της ταυτίστηκε με την διαφήμιση και την προβολή.
[2] συγκεκριμένα, ο Πτολεμαίος Τρίτος και ο Πτολεμαίος Όγδοος. Ο τρίτος μάλιστα ήταν ο βασιλιάς ο οποίος ενθάρρυνε την μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική –ένα μεγάλο ευεργέτημα για την λογοτεχνική μας παράδοση.
[3] Αξιοσημέιωτο δε, έιναι ότι ένας από τους αμέτρητους τίτλους που αποδίδονταν στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες ήταν "φιλάνθρωπέ" λόγω το ότι κατά καιρούς απέλυαν πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα από φόρους. Γνωρίζουμε ότι τα περισσότερα νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, σχολεία και εκκλησιαστικά ιδρύματα θεμελιώθηκαν από τις ιδιωτικές δαπάνες πλουσίων μελών της τότε κοινωνίας.
Είναι πάμπολλοι οι Βυζαντινοί ευεργέτες, κυριαρχεί όμως η μορφή του Μεγάλου Βασιλείου που όχι μόνο πρωτοστάτησε στην δημιουργία νοσοκομέιων και γηριατρίων αλλά έχτισε κοινοφελή ιδρύματα με δικές του δαπάνες. Στις επιστολές του, ο ευεργετισμός συνταυτίζεται με την φιλανθρωπία και εφόσον ο Μέγας Φιλάνθρωπος είναι ο Θεός, πράξεις ευεργεσίας αποτελούν ένα ψεγάδι στο απώτερο μωσαϊκό της θεώσεως.
[4] (ιωαν. Ιγ, 34-35). Ενώ . Στον Ποιμένα, αυτό το τόσο σημαντικό παλαιοχριστιανικό σύγγραμμα, συναντούμε το ακόλουθι χωρίο: "ἀντὶ ἀγρῶν οὖν ἀγοράζετε ψυχᾶς καὶ ὀρφανοὺς ἐπισκέπτεσθε καὶ μὴ παραβλέπετε αὐτούς, καὶ τὸν πλοῦτον ὑμῶν καὶ τὰς παρατάξεις πάσας εἰς τοιούτους ἀγροὺς καὶ οἰκίας δαπανᾶτε, ἃς ἐλάβετε παρὰ τοῦ θεοῦ. 9. εἰς τοῦτο γὰρ ἐπλούτισεν ὑμᾶς ὁ δεσπότης, ἵνα τούτας τὰς διακονίας τελέσητε αὐτῷ· πολὺ βέλτιόν ἐστι τοιούτους ἀγροὺς ἀγοριζειν καὶ κτήματα καὶ οἴκους, οὓς εὑρήσεις ἐν τῇ πόλει σου, ὅταν ἐπιδημήσῃς εἰς αὐτήν.
[5] Αντίστοιχα στη Δύση, στις ιταλικές κυρίως πόλεις και λίγο πριν από την Αναγέννηση, εμφανίζονται νέοι «Μαικήνες». Ο όρος παραπέμπει στον ρωμαίο δωρητή και θα γενικευθεί αργότερα. Είναι οι ισχυροί και πλούσιοι προστάτες που συντηρούν τους καλλιτέχνες και τους λογίους και που τους αμείβουν συνήθως με φειδώ, ενίοτε πλουσιοπάροχα. Είναι ακόμη, στην κορυφή της κοινωνικής και πολιτικής ιεραρχίας, οι Μεγαλοπρεπείς που εγείρουν τα δημόσια μνημεία στη Βενετία και στη Γένοβα, στο Παλέρμο, στη Σιέννα και στη Λούκα, στην Πίζα και στη Φλωρεντία.
[6] Η «Φιλική Εταιρεία»,αλλά και πολλά από τα μέσα που χρησιμοποιούνται στους αγώνες του Έθνους χρηματοδοτούνται από αγωνιστές και εθνικούς ευεργέτες, γυναίκες και άνδρες.Η Μαντώ Μαυρογένους για παράδειγμα, και η Μπουμπουλίνα, δώρησαν ολόκληρη την περιουσία τους στον Αγώνα.. η ΔΕ Φιλική Εταιρεία, χορηγήθηκε και ιδρύθηκε από απόδημους εμπόρους της Οδυσσού, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και Νικόλαο Σκουφά από την Ήπειρο, και τον Εμμανουήλ Ξάνθο από την Πάτμο.
[7] Προφανώς η παρουσία μιας ανθηρής οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων σ’ αυτούς τους τόπους της Διασποράς κυμάνθηκε ανάμεσα στην «ενσωμάτωση» και την «αφομοίωση». Οι συντελεστές που απέτρεψαν ή έστω που επιβράδυναν την πλήρη αφομοίωση ήταν:
α) η Ορθόδοξη Εκκλησία
β) οι Κοινότητες που μπόρεσαν να συντηρήσουν την ύπαρξη ενός «δημόσιου χώρου δίχως κρατική εξουσία» που θα εγγυάται την ιδεολογική αναπαραγωγή του εθνικού συνόλου όταν «ξένο» τόπο &
γ) η κοινοτική και η εκκλησιαστική εκπαίδευση που εξασφάλιζε την αναπαραγωγή της βεβαιότητας των μετόχων της ότι ανήκουν στην ίδια εθνοτική ομάδα και
δ) ο νόστος ως ιδιαίτερος τρόπος επανασύνθεσης γενέθλιου τόπου και χώρων Διασποράς.
[8] η χώρα απέκτησε το Εθνικό Πανεπιστήμιο, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, την Εθνική Βιβλιοθήκη, την Ακαδημία Επιστημών, τη Ριζάρειο Ακαδημία, το Ζάππειο μέγαρο, το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Αστεροσκοπείο Αθηνών, τη Σχολή Ευελπίδων, τη Βαρβάκειο Σχολή, Νοσοκομεία, Ορφανοτροφεία, το Οφθαλμιατρείο, τη Μητρόπολη Αθηνών, κτίρια Φυλακών, Άσυλα ανιάτων, Γηροκομεία, Πτωχοκομεία, κτίρια Ψυχαγωγίας, όπως το Ωδείο, το Βασιλικό Θέατρο και τόσα άλλα .
[9] του διαφορετικού και δυνητικά «επικίνδυνου» ακόμη και στην ηθικοποίηση των αναξιοπαθούντων, - δρα δηλαδή ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικο-πολιτικής συμμόρφωσης.)
[10] απελευθερώνει η παιδεία τους μετόχους της «από την πτωχείαν και της πτωχείας την εντροπήν» (Κοραής 1825) γι αυτό τον λόγο με τη διαθήκη του, ένα μεγάλο μέρος των βιβλίων και των χειρογράφων του δωρίσθηκαν στην Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Χίου
[11] δεν πρέπει να μας παραπλανά και να αναμένουμε ενιαία, ομοιόμορφη κοινωνική υποδοχή - αλλιώς θα αντιδράσει το κράτος, αλλιώς ο τύπος, διαφορετικά οι παριστάμενοι σε εγκαίνια έργου ευεργεσίας, αλλιώς ο εργαζόμενος στις επιχειρήσεις του ευεργέτη και διαφορετικά οι συντοπίτες του. Άλλωστε, η κοινωνική υποδοχή, είναι αναγκαίο να εξετάζεται σε τρία επίπεδα: το πρώτο είναι η κοινωνική υποδοχή της ευεργεσίας από τους εκάστοτε συγκαιρινούς της, το δεύτερο είναι η αντίληψη που διαμορφώνεται σωρευτικά για' αυτήν, στην πάροδο του χρόνου και το τρίτο, που αποτελεί ασφαλώς μέρος του δεύτερου επιπέδου, είναι ο τρόπος που αποτιμάται η ευεργεσία μέσα στα γραπτά κείμενα, καθώς ο γραπτός λόγος είναι αυτός που διαμορφώνει τις υποτιθέμενες πηγές και συνεπώς, συμβάλλει καίρια στην αναπαραγωγική αποτίμηση των ευεργετικών πράξεων.
Ομιλία στην Ημέρα Εθν. Ευεργετών
Μελαχροινούδη Ευαγγελία Θεολόγος Εκπαιδευτικός
Χίος, 30-09-2015


































