Οι φωτογραφίες από το πλοίο… Θυμάσαι την πρώτη που έστειλες; Πρωτόμπαρκος δόκιμος. Με την φόρμα εργασίας στην κουβέρτα του πλοίου με συναδέλφους σου. Όλοι χαμογελαστοί. Τι είναι αυτό απόψε; Ξημερώνοντας του Άι Νικόλα…
Φυσάνε πολύ κάτι βραδιές σαν την αποψινή. Στεριανό σουέλ. Μέσα μου. Ξέρεις πόσο κουνάει…
Ψάχνω τις φωτογραφίες που μου έστειλες από το πλοίο, στο messenger. Πουθενά τυπωμένες. Σκόρπιες και ευάλωτες στην φθορά. Κανένα άλμπουμ δεν τις περιμένει. Ανάκατα μηνύματα και φωτογραφίες.
Κοιτώ και ξανακοιτώ τις φωτογραφίες. Μία-μία ανασύρονται από τη μνήμη. Το πρώτο ταξίδι δόκιμος, τα πρώτα Χριστούγεννα εν πλω, το θαλασσινό σας χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα παινέματα που φτιάξατε με τους συναδέλφους σου, το Πάσχα, η Καθαρή Δευτέρα, οι λιγοστές φορές που πάτησες στεριά…
Έχω πια μπερδευτεί, πότε γύρισες, πότε έφυγες. Εσύ, ο αδελφός σου. Βαλίτσες, αεροδρόμια, πλοία. Δάκρυα αποχωρισμού, δάκρυα υποδοχής. Από ταξίδι σε ταξίδι, από φευγιό σε φευγιό. Λιμάνια μετρημένα. Απουσία αμέτρητη.
Με τις φωτογραφίες σου -τι ανακάλυψη αυτή μεσοπέλαγα;- περνούσε ο καιρός… Εσύ φωτογράφιζες και εγώ έγραφα. Σαν να συνταξιδεύαμε…
Θυμάσαι το «χριστουγεννιάτικο δέντρο που ήθελε να γίνει ναυτικός»; Μια φωτογραφία. Ένα μικρό παραμύθι…
Μπορεί να είχα ανάγκη να τις ντύσω με λέξεις. Για να κρύψω αυτά που έκρυβαν… Όλες ήταν γιορτινές, ονειρικές, ρομαντικές, ταξιδιάρικες.
Καλοστολισμένα, πλούσια τραπέζια στο πλοίο. Πρωτοχρονιάτικες ευχές μαζί με όλο το πλήρωμα.
Φωτογραφίες ξεγνοιασιάς με μέλη του πληρώματος, σε πόλεις - λιμάνια σε Ευρώπη και Αμερική. Σαν από την πενθήμερη εκδρομή του σχολείου…
Όσο τις κοιτάζω είναι και πιο ευδιάκριτο. Οι φωτογραφίες από το πλοίο βγαίνουν πάντα…με φίλτρο. Ειδικό. Εκείνο που σβήνει δάκρυα και ιδρώτα από τα πρόσωπα όλων των Ναυτικών! Ούτε σε μια φωτογραφία σου δεν βρήκα ένα τόσο δα μικρούλικο δάκρυ. Όπως εκείνα που κυλάνε τις άυπνες, μοναχικές νύχτες στην καμπίνα. Όταν η κακοκαιρία μετακινεί έπιπλα και σε αφήνει ξάγρυπνο. Πουθενά, σε καμία φωτογραφία, ο ιδρώτας που έτρεχε ποτάμι, στο πρόσωπο, στην μούλιαζε την φόρμα εργασίας, κάπου κοντά στην Αφρική. Όταν το θερμόμετρο έφτανε και ξεπερνούσε τους 45 βαθμούς, χωρίς αιρκοντίσιον.
Καμία φωτογραφία δεν βρήκα, όσο κι αν έψαξα στα μηνύματά σου, από το κροσάρισμα, όπως λένε οι παλιοί ναυτικοί του Ατλαντικού. Από εκείνα τα πρώτα, σιωπηλά Χριστούγεννα που πλέατε κοντά στη Νιγηρία, χωρίς στίγμα και επικοινωνία, δέκα μέρες στην ζώνη των πειρατών. Με ένοπλους φρουρούς στο πλοίο. Εσείς σε ετοιμότητα στις καμπίνες σας. Άφαντα από τις φωτογραφίες που μου έστειλες και τα ατελείωτα ταξίδια στις εμπόλεμες ζώνες. Η καραντίνα στη καμπίνα λόγω τον κορωνοϊού. Το τρέξιμο όταν φτάνετε λιμάνι, το άγχος των επιθεωρήσεων. Η ζωή του «τυχερού του Ναυτικού» που δεν φωτογραφίζεται…
Κρυμμένα όλα στα αμπάρια της μνήμης. Καλά σφαλισμένα. Τα συμπιέζεις σε λιγοστές λέξεις: «Όλα καλά εδώ, εσύ;». Κι εγώ καμώνομαι πως δεν ξέρω. Όπως κι εσύ. Όπως και ο αδελφός σου στο άλλο ημισφαίριο…
Μιλάμε για τα καθημερινά, τις δουλειές του σπιτιού, το φαγητό, τους λογαριασμούς, τον κήπο, το αυτοκίνητο, το ψυγείο που χάλασε… Λόγια φιλτραρισμένα, όπως οι φωτογραφίες σου. Για να νιώθεις πως είσαι εδώ. Ότι δεν χάνεις κομμάτια από τη ζωή της οικογένειας. Κι ας είναι τα ελάσσονα, τα αδιάφορα. Για να μπορείς να ενώσεις τα νήματα όταν γυρίσεις…
«Και εγώ καλά παιδί μου, δόξα τω Θεώ» έμαθα σιγά - σιγά να λέω και στους δυο σας. Κρατώντας για μένα ό,τι πονάει… Διπλάσια στη θάλασσα. Τώρα που το ξανασκέπτομαι, δεν έπρεπε να δεχθώ τη συμφωνία «να τα λέμε όλα όταν λείπω». Δεν έπρεπε!
Ούτε να σου στείλω, εκείνη τη φωτογραφία με το φρεσκοκαθαρισμένο δωμάτιό σου, λίγο πριν ξεμπαρκάρεις από την Αμερική. Τότε που ένας κυκλώνας σας πλησίασε επικίνδυνα. Μέρες μετά που γύρισες, ακούστηκε σε μια αδιάφορη συζήτηση.
«Να το κρατήσεις καθαρό…» η μητρική παραίνεση. Καμία απάντηση.
Το ίδιο βράδυ μου απάντησες σαν τηλεγράφημα, τέσσερεις λέξεις: «ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ». Και έπεσε ολόκληρος πάνω μου. Παραλίγο να πνιγώ σε λίγα τετραγωνικά στεριάς. Σαν να μπαρκάρισες εκείνη τη στιγμή. Ξαφνικά. Από την απέναντι κρεβατοκάμαρα καταμεσής του Ατλαντικού.
Θα μάθω σιγά - σιγά… Όταν μιλάμε λίγα λεπτά, ανάμεσα σε βάρδιες και λιγοστό ύπνο, να μην σου λέω: «εδώ έβρεξε σήμερα», για να γεμίσω τις αμήχανες σιωπές. Καμουφλαρισμένες αγωνίες είναι…
Της μάννας, της γυναίκας, της κόρης, της αδελφής, της οικογένειας του Ναυτικού.
Για τον καιρό, τις ευθύνες της δουλειάς, τους κινδύνους στις εμπόλεμες ζώνες, την συνύπαρξη με τόσους ανθρώπους από άλλες ηπείρους, άγνωστοι πριν ανεβείς την σκάλα του πλοίου, για την κρυμμένη θάλασσα μέσα σου. Είναι και ο κόσμος που αλλάζει. Εκεί που ανταμώσατε πριν χρόνια με τον αδελφό σου, στην Ερυθρά θάλασσα, μιλήσατε από πλοίο σε πλοίο με το VHF, τώρα μιλάνε οι πύραυλοι…
Τελευταία ματιά στα μηνύματα. Καμία φωτογραφία, κανένα μήνυμα απόψε.
Αν ήταν να γράψω μόνο ένα, θα ήταν: «Την αγαπάς την θάλασσα που ταξιδεύεις;»
Την απάντηση την έστειλαν, εκείνες, οι θαλασσινές φωτογραφίες από το πλοίο.
Για να την αναζητάς στην τριανταφυλλένια της ώρα. Για να την φωτογραφίζεις σαν το θελκτικό πρόσωπο της αγαπημένης που σε κέρδισε σε αλαργινά λιμάνια…
Μην πάψεις να την αγαπάς! Η ευχή μου…
Ευγενία Κώττη