
Οι πληγές στο σώμα της Χίας Γης, από την φωτιά που ξεκίνησε στα σπάχνα της στις 22 Ιουνίου, δεν μετριούνται! Ψηλαφούνται. Περπατώντας ανάμεσά τους. Οι αριθμοί περιγράφουν μόνο καμμένα στρέμματα, σε δελτία ειδήσεων και σε επίσημα έγγραφα. Όχι ανθρώπινες ιστορίες. Όχι καμμένες ψυχές δέντρων. Κάθε μορφής ζωή που συνυπήρχε κάτω από τα κλαδιά τους.
Καμία φωτογραφία, κανένα ρεπορτάζ δεν μπορεί να χωρέσει τα βαθιά «εγκαύματα» και τον πόνο που άφησε πίσω στο πέρασμα της.
Τα χιλιάδες στρέμματα που κάηκαν, ήταν οι ελιές, οι σκίνοι που φύτεψαν οι παππούδες μας, που καλλιέργησαν οι γονείς, τα παιδιά, τα εγγόνια μαζί, ποτίστηκαν με τον ιδρώτα πολλών γενεών για κάθε σοδιά τους… Ήταν δέντρα- κληρονομιάς. Μετρημένα. Καταγεγραμμένα στις διαθήκες. Όχι κτήμα μας… Ζώσα κληρονομιά! «Μέλη» της κάθε οικογένειας…»
Τα δέντρα που στέκονται μαύρα, απόκοσμα, με την μυρωδιά της «καμένης σάρκας» τους, πεύκα, κυπαρίσσια, πλατάνια ήταν εκείνα που βλέπαμε όταν ανοίγαμε τα παράθυρα του σπιτιού, στις αυλές, που μας συντρόφευαν στις εκδρομές μας, σε κοντινούς περιπάτους, στα προσκυνήματα μας σε ξωκλήσια και Μονές, ξεδιψούσαμε από τις πηγές που έρεαν κοντά στις ρίζες τους… Δεν τα λες και άψυχα!
Πήρε μέρες για να αποφασίσουμε αρκετοί να περάσουμε έστω και με το αυτοκίνητο από τα «καμένα». Μόνο αν το έφερνε ο δρόμος, η καθημερινότητα. Σαν να το αποφεύγαμε. Βλέπαμε που και που φωτογραφίες. Φευγαλέα. Ψηφίδες. Ίσως γιατί τόσο αντέχαμε…
Μάλλον αυτός μπορεί να ήταν και ο πραγματικός λόγος που όταν η φίλη Μαρία Πρωίου μου πρότεινε ένα αλλιώτικο «προσκύνημα» στους Αγίους Πατέρες, απέφυγα να την ακολουθήσω.
«Θα πάμε να καθαρίσουμε την Μονή. Να βοηθήσουμε τον Γέροντα Αθανάσιο για φύγουν οι στάχτες που ήταν παντού…» με λίγες λέξεις, ο σκοπός. Δεν ήταν ο καύσωνας! Ήταν το ασύλληπτο μαύρο που φόβιζε…
Κι ας ήταν θαυμαστό ακόμη και ανεξήγητο με την λογική, πως για μια ακόμη φορά οι Άγιοι Πατέρες, η Νέα Μονή, ο Άγιος Μάρκος, εκκλησίες και ξωκλήσια, ακόμη και η Παναγιά η Βοήθεια, απειλήθηκαν από την φωτιά, τα τείχη τους φέρουν τα σημάδια από το πέρασμα της, αλλά δεν κάηκαν!
Ω του θαύματος…
Έτσι μια Τρίτη πρωί, 10 γυναίκες και άνδρες μαζί κίνησαν από διάφορα σημεία της Χίου με κατεύθυνση την Μονή των Αγίων Πατέρων. Κανένας δεν θα μάθαινε για τούτη την ομάδα εθελοντών, όπως και τόσες που βρέθηκαν μέσα στις φλόγες…
Αν το ραντεβού δεν κλείνονταν μπροστά μου, ένα πρωί, πίνοντας το καθιερωμένο καφέ μετά την λειτουργία, αρκετά μακρυά από τους Αγίους Πατέρες. Πουθενά γύρω ίχνη της πυρκαγιάς. Μόνο διηγήσεις και μνήμες από προηγούμενες που κύκλωσαν και πάλι, όπως τώρα ναούς και Μονές, χωρίς να διαβούν την πόρτα τους…
Τρίτη πρωί. Την επόμενη από την «πύρινη εβδομάδα» οπότε και η ομάδα των εθελοντών- προσκυνητών θα μαζεύονταν πρωί πρωί. Μετάνιωσα που δεν πήγα μαζί τους αλλά ήταν αργά.
Αναμονή…Κατά το απογευματάκι, οι πρώτες φωτογραφίες, ιδιωτικά, διακριτικά και αθόρυβα, όπως και η επίσκεψη τους, από την Μαρία Πρωίου που ανέλαβε και αυτό το έργο… Ήταν πια στο σπίτι της. Αυτό, που επίσης κινδύνεψε να καεί όπως τα δέντρα που το σκίαζαν. Όπως και τα δεκάδες λιόδεντρα της οικογένειας της, όχι μακρυά από το χωρίο και το σπίτι τους, που όμως δεν άντεχε η καρδιά της να δει νεκρά…
Οι πρώτες φωτογραφίες χωρίς λόγια. Σάμπως χρειαζόταν; Μέχρι να μου γράψει το κείμενο που κυοφορούσε μέσα της όλες αυτές τις ώρες, οι φωτογραφίες της από τον περίβολο της Μονής… Καθηλωτικές! Η Χίος της καταστροφής από ψηλά… Η μεγάλη εικόνα!
Ένα «εχθρικό», μαύρο πέλαγος ίσαμε με που φτάνει το μάτι!
Κι ύστερα κι άλλες φωτογραφίες. Κι ύστερα σιωπή για να ακουστεί η τρυφερή φωνή της Μαρίας Πρωίου. Που καθάριζε, όπως και οι άλλοι εθελοντές, αλλά τα μάτια της μπορεί να γέμιζαν στάχτες και εικόνες. Κατέγραφε νεκρικές σιωπές και απουσίες. Μη μετρήσιμες. Αισθητές από ευαίσθητους δέκτες.
Η πρώτη φράση της έμοιαζε δημοσιογραφική. Παρέπεμπε όμως στην Καινή Διαθήκη. Μετά χείμαρρος λέξεων αντί δακρύων…
« ΚΡΑΝΙΟΥ ΤΟΠΟΣ! ΕΛΠΙΖΩ στην ΖΩΗ που ξέρει να ξεπηδά από τις στάχτες και τα συντρίμμια. Τα πουλιά γυρίζουν ψάχνοντας σπίτι και τροφή. Τα έντομα είναι ζαλισμένα, που να βρουν άνθος και κυψέλη. Τα ζουζούνια άφαντα. Ο αέρας δεν μιλά μέσα από το θρόισμα των φύλλων. Τα δέντρα δεν κινούνται στον αέρα. Όρθιοι σκελετοί».
Άλλη παράγραφος «…Και το μήνυμα αισιοδοξίας έρχεται από τα μισοκαμένα δέντρα, τα καψαλισμένα πουρνάρια και τα κατά τόπους άθικτα απομεινάρια του δάσους» και η κορύφωση του διαλόγου Ανθρώπου και Φύσης στην τελευταία της παράγραφο:
«…Καθάριζα την στάχτη από το παραθυράκι της κουζίνας του μοναστηριού και μια μέλισσα μπαινόβγαινε ζαλισμένη. Υπό άλλες συνθήκες θα την είχα σκοτώσει από τον φόβο μην με τσιμπήσει. Αλλά τώρα, έτσι ζαλισμένη που ήταν την άφηνα να μπαινοβγαίνει γιατί την έβλεπα σαν πρόσφυγα που ψάχνει που να μείνει. Καημένη μου της έλεγα, συμμερίζομαι την συμφορά σου και σέβομαι τον αγώνα σου, γιατί όταν λείψεις εσύ, δεν θα βρω ούτε σύκο, ούτε σταφύλι, ούτε λουλούδι. Δεν θα ξανασκοτώσω έντομο, είπα στον εαυτό μου, όταν κατάλαβα πόσο ενωμένοι είμαστε σε αυτή την αλυσίδα της ζωής».
Καμία φωτογραφία με πρόσωπα. Κανενός από τους συμμετέχοντες. Ούτε του Ηγούμενου της Ιεράς Σκήτης Αγίων Πατέρων, Γέροντα Αθανασίου. Κανένα! Όπως άρμοζε. Μόνο λιγοστές λέξεις, για το τί διαδραματίστηκε τις κρίσιμες ώρες που κινδύνευσε και η Μονή. Για εκείνα που λέγονται. Τα άλλα… Θα μείνουν στην Ιστορία της Μονής και του τόπου…
«Η φωτιά πλησίασε πολύ επικίνδυνα. Είχαν αποκοπεί από τον δρόμο. Οι ρίψεις από τα ελικόπτερα που επιχειρούσαν τους βοήθησαν. Κάηκαν οι συκιές, οι ελιές και τα μποστάνια του μοναστηριού. Και το λάδι από τα καντήλια θα στερηθούν. Από τα σύκα που μάζευαν είχαν τη γνωστή σούμα των Αγίων Πατέρων».
Η απώλεια ακόμη και του λαδιού για τα καντήλια… Η σωτηρία της Μονής…
Η ανθρώπινη πρόνοια και η θεία…
Επίλογος : «Στο τέλος, αυτής της επίσκεψης μοιραστήκαμε «γεύμα εργασίας» με αγάπη και ηρεμία. Είπαμε να το ξανακάνουμε. Με την προσφορά νιώθεις Άνθρωπος.
Μια ανθρώπινη ιστορία μέσα στην Ιστορία του τόπου…
Για την φωτιά του Ιούνη του 2025! Από εκείνες, τόσες πολλές που θα μείνουν ανιστόρητες. Που θα ήθελες να την είχες ζήσει, κι ας σε κάλυπτε ολάκερο η στάχτη της θλίψης, διασχίζοντας όλη την καμένη «ραχοκοκκαλιά» της Χίου. Που νιώθεις ευλογημένη που σου την εμπιστεύτηκαν. Εκείνη την απειροελάχιστη, ιερή στιγμή, μέσα στις στάχτες, στην κουζίνα του μοναστηριού, που ο Άνθρωπος σταματά να πονά, να πενθεί, να μοχθεί, για να συνομιλήσει με μια μέλισσα- πρόσφυγα…
Ενώ στο ιερό, «οι ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε» όπως έγραψε ο Ελύτης.
Σιωπή.
Ευχαριστούμε Μαρία Πρωίου για το μοίρασμα της στιγμής…
Ευγενία Κώττη









































