
Πολλοί θεωρούν τα ζώα που ζουν στην άγρια φύση και συνήθως μακριά από τον άνθρωπο (αν και όχι πάντα) κυρίως κυνηγούς, με άγρια ένστικτα κι ελάχιστο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε να αποκλίνει περισσότερο από την αλήθεια, εφόσον πολλά άγρια ζώα εμφανίζουν αξιοθαύμαστες κοινωνικές συμπεριφορές και ιεραρχίες που τα καθιστούν κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα αντικείμενα μελέτης. Παρακάτω θα δούμε κάποια αξιοπερίεργα fun facts για ζώα της άγριας φύσης που πιθανώς δεν θα υποψιαζόσασταν ποτέ.
Κηβίνες: Λούζονται στα ούρα τους για να προσελκύσουν θηλυκούς συντρόφους
Οι κηβίνες (capuchin monkey) είναι ένα είδος μαϊμούδων που παρατηρούνται σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Κόστα Ρίκα, η Ονδούρα, η Παραγουάη και το Περού, καθώς προτιμούν πεδινά, ορεινά αλλά και τροπικά δάση που τους προσφέρουν δέντρα με πλούσιες φυλλωσιές που λειτουργούν ως καταφύγιο τη νύχτα αλλά και διαθέτουν τροφή την ημέρα. Έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά έξυπνοι και ικανοί να αναπτύξουν πληθώρα κοινωνικών συμπεριφορών μεταξύ τους καθώς και την ιδιαίτερη παραγωγή ήχων που λειτουργεί ως φορέας επικοινωνίας μεταξύ τους. Θεωρείται η πιο έξυπνη μαϊμού του σύγχρονου κόσμου, και μάλιστα σε πειράματα έχουν διδαχθεί πώς να χρησιμοποιούν χρήματα και πώς να αντιλαμβάνονται πότε χάνουν και πότε κερδίζουν χρήματα μέσω συναλλαγών.

Είναι πολυγαμικές μαϊμούδες, με τις θηλυκές να κυοφορούν περίπου κάθε δύο χρόνια για 150-180 μέρες. Σχηματίζουν ομάδες από 6 έως και 40 μέλη και σε φυσικά περιβάλλοντα ζουν 15-20 χρόνια, αν και σε περιβάλλοντα εγκλεισμού έχουν φτάσει μέχρι και τα 50 χρόνια. Συνήθως οδηγούνται από ένα αρσενικό alpha-male, αλλά εκείνες με το άσπρο κεφάλι οδηγούνται και από ένα alpha-male και από ένα alpha-female. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η εξής συμπεριφορά τους: έχει παρατηρηθεί ότι οι αρσενικοί κηβίνες ενδέχεται να ουρήσουν στα χέρια τους κι έπειτα να καλύψουν το σώμα τους με αυτά προκειμένου να δείξουν διαθεσιμότητα σε θηλυκούς κηβίνες, οι οποίοι φαίνεται να βρίσκουν την γούνα των αρσενικών εμποτισμένη με ούρα ελκυστική και κατ’ επέκταση να ζευγαρώνουν μαζί τους.
Τσιτάχ: Σε τι τελικά χρησιμεύουν τα χαρακτηριστικά «μαύρα τους δάκρυα»;
Το τσιτάχ (στα ελληνικά γατόπαρδος) είναι το πιο γρήγορο ζώο του κόσμου. Έχει παρατηρηθεί στη βορειοδυτική, ανατολική και νότια Αφρική και το κεντρικό Ιράν αλλά μπορεί να ζήσει και σε σαβάνες όπως το Σερενγκέτι της βόρειας Τανζανίας και σε ερήμους όπως η Σαχάρα. Τα αρσενικά τσιτάχ έχουν επιδείξει περισσότερο κοινωνικές συμπεριφορές απ’ ότι τα θηλυκά, που συχνά τείνουν να απομονώνονται, γι’ αυτό και φτιάχνουν «συνασπισμούς» (coalitions) μεταξύ τους, συνήθως μεταξύ 2-3 αρσενικών αδελφών, ενώ θηλυκά μπορούν να ενταχθούν στον συνασπισμό και να διωχθούν όταν τα αρσενικά χάσουν το ενδιαφέρον τους γι’ αυτά. Επικοινωνούν μέσω ήχων αλλά και μέσω μυρωδιών, συχνά ουρώντας την περιοχή τους και ζουν 10-12 χρόνια, αν και έχουν υψηλό ποσοστό θνησιμότητας, ειδικά όταν βρίσκονται στην αιχμαλωσία, όπου παρατηρείται να έχουν υψηλά επίπεδα στρες. Πάραυτα, και ενώ αποτελούν έναν από τους πιο αποτελεσματικούς κυνηγούς στον κόσμο, εύκολα μπορούν να εξημερωθούν από τον άνθρωπο και να δημιουργήσουν δεσμούς μαζί του, ειδικά αν βρίσκονται μαζί του από νεαρή ηλικία.

Τα «μαύρα δάκρυα» τους αποτελούν ένα από τα πιο γοητευτικά χαρακτηριστικά τους, αλλά υπάρχει διαφωνία ως προς το τι εξυπηρετούν. Σύμφωνα με έναν αφρικανικό μύθο, κάποτε μία μητέρα δύο τσιτάχ κυνηγούσε συνεχώς για να ταΐσει τα μικρά της, κι όταν ένας κυνηγός παρατήρησε ότι συχνά αναγκαζόταν να αφήσει τα μικρά της μόνα, της τα έκλεψε. Η μητέρα τσιτάχ έκλαιγε για μήνες, με αποτέλεσμα αυτά τα μαύρα δάκρυα στο πρόσωπο της. Όταν ξανά γέννησε άλλα μικρά είχαν κι εκείνα αυτά τα δάκρυα στο πρόσωπο τους, κι από τότε όλα τα τσιτάχ τα είχαν. Φυσικά, μία πιο επιστημονική εξήγηση μας λέει ότι τα μαύρα αυτά σημάδια αντανακλούν αποτελεσματικά τον ήλιο, ειδικά εφόσον τα τσιτάχ συχνά κυνηγάνε σε μεγάλες πεδιάδες με αρκετό ηλιακό φως, κι έτσι μπορούν να εστιάζουν καλύτερα στο θήραμα τους και την ταχύτητα αυτού. Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι τα τσιτάχ, καθότι πιο ευλύγιστα αλλά και πιο μικρόσωμα από άλλους κυνηγούς και αιλουροειδή, όπως τα λιοντάρια, ανέπτυξαν αυτά τα μαύρα σημάδια που οξύνουν τις εκφράσεις του προσώπου τους και τα κάνουν να δείχνουν πιο απειλητικά.
Λιοντάρια: Στην πραγματικότητα οι θηλυκές κάνουν όλη τη δουλειά
Τα λιοντάρια είναι από τα πιο επιβλητικά ζώα του ζωικού βασιλείου, συχνά θεωρούμενα από τον άνθρωπο ως «ο βασιλιάς του ζωικού βασιλείου». Ζουν συνήθως σε αγέλες (prides) 10-15 ατόμων και παρατηρούνται στην Υποσαχάρια Αφρική και την Ασία, ενώ ένας περιορισμένος πληθυσμός έχει απομείνει στη βορειοδυτική Ινδία ο οποίος κινδυνεύει άμεσα από αφανισμό. Έχουν εξαφανιστεί από τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή, τη Δυτική Ασία, τον Καύκασο και τα Βαλκάνια. Όπως άλλωστε μας λέει και ο μύθος του Λιονταριού της Νεμέας, πιθανόν λιοντάρια κάποτε να παρατηρούνταν και σε περιοχές της Ελλάδας.

Οι λέαινες εμφανίζουν περισσότερες κοινωνικές συμπεριφορές από τα λιοντάρια, τα οποία ενδέχεται σε μία αγέλη να παλέψουν μέχρι θανάτου για το ποιος θα είναι ο «βασιλιάς», αν και έχουν παρατηρηθεί αγέλες όπου υπάρχουν μέχρι και τέσσερις «βασιλιάδες». Ο ρόλος τους είναι να προστατεύουν τα μικρά και τις λέαινες, γι’ αυτό και συνήθως βασιλιάς καταλήγει το πιο μεγαλόσωμο λιοντάρι. Κάποιες φορές ο «βασιλιάς» θα επιλέξει μία «βασίλισσα», αλλά συνήθως αναπαράγεται με όλες τις θηλυκές της αγέλης. Τα μικρά θηλυκά είναι πιθανότερο να μείνουν στην αγέλη ενώ τα αρσενικά να εκδιωχθούν προκειμένου να μην απειλήσουν τη θέση του βασιλιά˙ αυτά μπορεί να δημιουργήσουν μία δική τους αγέλη αποτελούμενη μόνο από αρσενικά, ή να σκοτώσουν τον βασιλιά μιας άλλης και να γίνουν οι ίδιοι βασιλιάδες. Εμφανίζουν πολλές κοινωνικές συμπεριφορές, οι περισσότερες μέσω της γλώσσας του σώματος και μπορούν να δημιουργήσουν στενούς δεσμούς μεταξύ τους, τρίβοντας τα κεφάλια μεταξύ τους, γλύφοντας το ένα το άλλο, ακόμη και τρομάζοντας το ένα το άλλο ως παιχνίδι. Ενώ βλέπουν τον άνθρωπο κυρίως ως λεία, ενδέχεται αν μεγαλώσουν μαζί του να μην τον ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη αγέλη.
Αυτό που δεν ξέρουν όμως πολλοί, είναι ότι στην πραγματικότητα οι λέαινες κάνουν το περισσότερο κυνήγι, 85-90% αυτού για την ακρίβεια, καθώς οι υψηλά ανεπτυγμένες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους τους επιτρέπουν να λειτουργήσουν ομαδικά και έτσι να περικυκλώσουν και να σκοτώσουν αποτελεσματικά ένα θήραμα, ενώ είναι πιο ευλύγιστες και γρήγορες από τα αρσενικά. Αυτές στην πραγματικότητα είναι «οι κολώνες του σπιτιού», ενώ ο «βασιλιάς» κυρίως αμύνεται απέναντι σε άλλες αγέλες και άλλους σαρκοβόρους κυνηγούς. Επίσης, ενώ τα αρσενικά λιοντάρια σε φυσικό περιβάλλον ζουν περίπου 8-10 έτη οι θηλυκές ζουν 15-16 έτη, κυρίως γιατί, όπως προείπαμε, λειτουργούν ομαδικά και αποφεύγουν τους καυγάδες.
Ύαινες: Έχουν οι θηλυκές ύαινες… αρσενικά γεννητικά όργανα;
Οι ύαινες ενώ είναι φυλογενετικά κοντύτερα στα αιλουροειδή, συμπεριφορικά θυμίζουν περισσότερο τους σκύλους. Παρατηρούνται κυρίως σε ολόκληρη την Αφρική και τις ανατολικές περιοχές της Ινδίας και της Αραβίας, ενώ δημιουργούν τεράστιες αγέλες που μπορούν να φτάνουν μέχρι και τα 130 άτομα. Σε αντίθεση με τα περισσότερα άγρια ζώα ζουν σε μητριαρχικές κοινωνίες, ενώ σπάνια έχουν παρατηρηθεί αγέλες υαινών με αρσενικό αρχηγό. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκεται η alpha-female και από κάτω όλα τα μικρά της, κυρίως τα θηλυκά, τα οποία αναπτύσσουν στενούς δεσμούς μεταξύ τους. Η μητέρα ύαινα θεωρείται μία από τις καλύτερες μητέρες του ζωικού βασιλείου, όχι μόνο προστατεύοντας τα μικρά της αλλά και δείχνοντας τους αρκετή στοργή για τον πρώτο ένα ή τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής τους.

Αρκετά πιο κάτω από την alpha-female και τους απογόνους της έρχεται στην ιεραρχία ένα alpha-male και οι δικοί του απόγονοι. Τα μέλη ενδέχεται να αλλάξουν αγέλες, αν και συνήθως τα θηλυκά, ειδικά της alpha-female μένουν για πάντα στην αγέλη, ενώ τα αρσενικά μπορεί να εκδιωχθούν και να ενταχθούν σε μία νέα, μέσα στην οποία θα χρειαστεί να περάσουν αρκετά χρόνια προκειμένου να αποκτήσουν σεβασμό από τα υπόλοιπα μέλη. Οι ύαινες έχουν εξαιρετικά σκληρά και δυνατά δόντια και σαγόνια που αντισταθμίζουν την κατά τα άλλα μικρότερη σωματοδομή τους. Όπως και τα λιοντάρια, αν έχουν συνηθίσει στην ανθρώπινη παρουσία από νεαρή ηλικία ενδέχεται να μην ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από την υπόλοιπη τους αγέλη και να είναι ιδιαίτερα φιλικές και στοργικές μαζί του.
Ένα όμως μοναδικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι οι θηλυκές ύαινες εμφανίζουν ένα ψευδό-πέος και ψευδό-όρχεις, με αποτέλεσμα για πολύ καιρό να θεωρούνται ερμαφρόδιτες. Στην πραγματικότητα το ψευδό-πέος είναι η κλειτορίδα της θηλυκής ύαινας, η οποία μιμείται αρκετά την εμφάνιση του αρσενικού πέους και διατρέχεται επίσης από όλο το ουρογεννητικό σύστημα. Οι θηλυκές ύαινες ουρούν, αναπαράγονται και γεννούν μέσω αυτού του συστήματος . Κανείς δεν ξέρει γιατί ακριβώς οι θηλυκές ύαινες έχουν γεννητικά όργανα που εξωτερικά θυμίζουν τα αρσενικά. Κάποιες θεωρίες υποστηρίζουν ότι ανέπτυξαν αυτή την μίμηση των αρσενικών οργάνων προκειμένου να κυριαρχήσουν απέναντι στις αρσενικές ύαινες όταν οι κοινωνίες τους άρχισαν να παίρνουν μητριαρχική μορφή, ενώ άλλες λένε ότι τα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης στα οποία εκτίθενται τα θηλυκά έμβρυα οδήγησαν σε ένα θηλυκό αναπαραγωγικό σύστημα που εξωτερικά μιμούνταν το αρσενικό.
Ιγκουάνα: Έχουν τρία μάτια και κρατούν την αναπνοή τους για έως και 4 ώρες
Τα ιγκουάνα είναι στην πραγματικότητα μεγάλες σαύρες που μπορούν να ζήσουν σε πληθώρα περιβαλλόντων στην αιχμαλωσία αλλά κυρίως προέρχονται από το Μεξικό, τη κεντρική και νότια Αμερική και την Καραϊβική. Το θηλυκό ιγκουάνα αφήνει 20-70 αυγά τον χρόνο, τα οποία αν δεν έχουν γονιμοποιηθεί δεν θα δημιουργήσουν απογόνους. Για να γονιμοποιηθούν τα αυγά πρέπει το θηλυκό ιγκουάνα να ζευγαρώσει με ένα αρσενικό με τον τρόπο που ζευγαρώνουν τα περισσότα ερπετά, δηλαδή ένα από τα δύο ημιπέη του ιγκουάνα να εκσπερματώσει στην κλοακή του θηλυκού. Το ημιπέος των ερπετών (αν και το ιγκουάνα έχει δύο) είναι το κλειστό ή αντεστραμμένο αναπαραγωγικό όργανο που βρίσκεται στο εσωτερικό του σώματος και κλοάκη είναι η κοινή έξοδος για το πεπτικό, το ουροποιητικό και το αναπαραγωγικό σύστημα που παρατηρείται στα αμφίβια, τα ερπετά και τα πτηνά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως το ότι το θηλυκό ιγκουάνα ενδέχεται να αποθηκεύσει το σπέρμα του αρσενικού για χρόνια προκειμένου να γονιμοποιήσει νέα της ωάρια σε περιόδους που δεν βρίσκει ερωτικό σύντροφο.

Ακόμη, ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι πολλά είδη ιγκουάνα, όπως αυτά που παρατηρούνται στα νησιά Galapagos, περνούν πολύ χρόνο κάτω από τον νερό, αλλά στην πραγματικότητα δεν αναπνέουν, αφού δεν είναι αμφίβια, αλλά κρατάνε την αναπνοή τους για 30-40 λεπτά, και σε μερικές περιπτώσεις έως και 4 ώρες. Ακόμη, πολλά είδη ιγκουάνα έχουν ένα τρίτο μάτι το οποίο χρησιμοποιούν για να ανιχνεύσουν το μπλε και το πράσινο φως, σκιές και αλλαγές στον φωτισμό καθώς και σε περίπτωση έκθεσης στον ήλιο να ρυθμίσουν ορμόνες που θα σταθεροποιήσουν την θερμοκρασία του σώματος τους. Επίσης αλλάζουν συχνά χρώματα ανάλογα με την αλλαγή της διάθεσης τους. Έχει παρατηρηθεί ότι σε πολλά είδη, κυρίως τα αρσενικά ιγκουάνα παίρνουν πορτοκαλί χρώμα κατά την αναπαραγωγική περίοδο, ενώ τα θηλυκά σπανιότερα. Δεν είναι γνωστό γιατί αλλάζουν σε πορτοκαλί χρώμα συγκεκριμένα, αλλά επίσης αυτή η αλλαγή σε πορτοκαλί χρώμα έχει σημειωθεί όταν αισθάνονται κτητικότητα με την περιοχή τους.
alithia.gr
































