
Επιτρέψτε μου σήμερα να γράψω για ένα «χωριανό» μου από αυτούς που με την σειρά τους έγραψαν την ιστορία της Ελλαδίτσας μας και ας μην ήταν… ιστορικοί.
Ο Απόστολος Μανδάλακας αν δεν τον συζητούσες νόμιζες τουλάχιστον εμφανισιακά ότι κατέβηκε από το… χωριό για να επιστρέψει σε αυτό.
Και τούτο γιατί παρέμενε πάντα απλός σε όλα του. Όταν όμως άρχιζες την κουβέντα μαζί του, απλά έμενες με το στόμα ανοικτό.
Αγαπημένο του στέκι, μην σας φανεί παράξενο, για τους Μεστούσους ξέρω ότι δεν είναι, η πόρτα του… Ταξιάρχη. Εκεί που μια μέρα, πριν πάει στην «κλαμένη ελιά» ο τόπος αποχαιρετισμού των Μεστούσων για την ξενιτειά, πήρε την ευχή του Μεγαλόχαρου για το μεγάλο σάλτο στο άγνωστο.
Ένα άγνωστο που το γράπωσε σαν Έλληνας που έφυγε με ένα… σώβρακο στην κυριολεξία για να κερδίσει τον κόσμο, με δουλειά, πολύ δουλειά, κόπο, ιδρώτα αλλά και… μυαλό.
Αυτό το μυαλό, που σαν τον άκουγα στην πόρτα του Ταξιάρχη, καταλάβαινα πόσο σατανικός συνδυασμός είναι αυτός του Οδυσσέα, παρέα με τον πολυμήχανο Παλαμίδη και τον σοφό Νέστωρα.
Και πως απέκτησες τόση περιουσία τον… πείραζα για να μετρήσω την αντίδραση του.
«Με τίποτα. Πάω στο Οχαϊο και βλέπω τον ποταμό. Λέω με τις προσχώσεις που κουβαλά σε λίγα χρόνια εδώ θα είναι… οικόπεδα και τους λέω, πόσα κάνει, το αγοράζω. Τσάμπα, μου λένε, ο βλάκας ο Έλληνας, αγοράζει… ποταμό. Σε λιγάκι, οικόπεδα ο ποταμός. Πόσα κάνουν με ρωτάνε. Τσάμπα τα πήρα, τσάμπα τα δίνω, αλλά σε ότι κτιστεί θέλω μόνο τον… τελευταίο όροφο».
Ας αφήσουμε την συνέχεια, στην συνέχεια βρέθηκε ο Απόστολος, ο Απόστολος με την απλότητα του και τους σταυρούς και τον Ταξιάρχη στο λαιμό, με εκείνος ξέρει, πόσους… ορόφους. Όπως ήξερε να σου πεί από την… πόρτα του Ταξιάρχη ποιά μετοχή θα ανέβει και πιά θα πάρει την κατιούσα, όπως ήξερε να αναλύσει απ’ έξω και ανακατωτά τις διεθνείς εξελίξεις, όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά.
Μανιώδης αναγνώστης του τύπου, βιβλιοφάγος, εραστής της γής, λάτρης του ωραίου, ευεργέτης του Ταξιάρχη αλλά και… φιλαράκι μαζί του. Δεν υπήρχε δουλειά στο χωριό, που ο Απόστολος να μην πάρει ντόπιο εργάτη, δεν υπήρχε αίτημα Συλλόγου για ενίσχυση που να πεί όχι, δεν υπήρχε εργασία συντήρησης ή επισκευής στην Χωριοεκκλησιά και όχι μόνο σ’ αυτήν, που να μην συμβάλλει, για τον καθένα είχε ένα καλό λόγο, δεν υπήρχε βοήθεια, που να του ζητήθηκε, αλλά και χωρίς να του ζητηθεί, που να μην ανταποκριθεί.
Τελευταία τον είχα δεί στο Νοσοκομείο να παλεύει για την υγεία του, σε άλλη μια επώδυνη μετάγγιση.
Άντε του λέω θα τα πούμε στο χωριό. Μου χαμογέλασε και μου απάντησε. «Προσπαθούν οι καημένοι οι γιατροί αλλά εγώ θα κάνω εκείνο που ξέρεις»
Και πράγματι τον είδα εκεί που… έπρεπε, εκεί στον πάγκο δίπλα στην πόρτα του Ταξιάρχη, για τελευταία φορά, να κοιτάζει συλλογισμένος και να μου λέει «Εντάξει, τα είπαμε εμείς, του λέω Μιχάλαρε σε ευχαριστώ για όλα, έχε καλά την οικογένεια μου, την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, την πατρίδα μας και το χωριό μου και για μένα… ξέρεις.
Υ.Γ.: Kαι όντως ήξερε, τον πήρε στην αγκαλιά του την ημέρα της χάρης του.






































