
Ο θείος μου, ο Γιάννης Παϊδούσης, πάντα άκουγε. Άκουγε ιστορίες, ανθρώπους, στιγμές. Κι όταν η ζωή, το 2011, του έφερε τα δύσκολα, δεν το έβαλε κάτω. Έμεινε το μυαλό του καθαρό και άρχισε να γράφει σαν να ήθελε να κρατήσει ζωντανό όλο αυτό που χανόταν γύρω του σιγά–σιγά.
Έτσι γεννήθηκαν οι ιστορίες του. Από τον Κάμπο. Από τον ιδρώτα. Από τη μνήμη. Από όλα εκείνα που κανείς δεν τα σημειώνει, αλλά είναι αυτά που φτιάχνουν τη ζωή.
Πρώτα ήρθαν οι «Καμπούσικες ιστορίες της βεγγέρας», μετά οι «Καμπούσικες ιστορίες της πεζούλας» και τώρα οι «Φλουριές», όχι το νόμισμα, αλλά οι πορτοκαλιές του Κάμπου.
Το βιβλίο των εκδόσεων "αλφα πι" μυρίζει πορτοκάλι, μανταρίνι, βροχή στον Κάμπο και φρέσκο ψωμί από τον φούρνο.
Ο Κάμπος ξεδιπλώνεται σελίδα–σελίδα: το κλάδεμα, το σκούπισμα, το πότισμα με το μάγκανο, το χάρτωμα των πορτοκαλιών, η ζύμη, η λαχαναγορά, το αλώνισμα, η μπουγαδόκουφα, το φανάρι της αυλής. Όλα χρειάζονταν χέρι σταθερό και καρδιά αφοσιωμένη. Γιατί, όπως έλεγαν: «Η μαντερινιά θέλει τρελό αφεντικό».
Θα βρείτε λέξεις που ξεχνιούνται: τσατάλι, χαρανί, κρεβατίνες, καβαρκιαούρος. Θα διαβάσετε πώς έστηναν τη ζωή τους με πρακτικότητα, πώς σεβόντουσαν τον κόπο, τη γη, τον γείτονα.
Μέσα από τις σελίδες του, ο αναγνώστης περιδιαβαίνει σε αυλές με φροκαλιές, σκάβει αυλάκια με αξινογύρι, και ακούει το τσακ–τσακ της ψαλίδας πάνω στα λαίμαργα κλαδιά.
Οι ιστορίες ξετυλίγονται λιτές, ουσιαστικές, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με βαθιά συγκίνηση σαν να ανοίγεις το παλιό ντουλάπι της γιαγιάς και να βρίσκεις μέσα τους ανθρώπους σου.
Είναι βιβλίο με λερωμένες ποδιές και καθαρές κουβέντες. Βιβλίο για να διαβαστεί, αλλά και για να ακουστεί: από τη γιαγιά στον εγγονό, από τον πατέρα στην κόρη. Γιατί κουβαλά μέσα του φωνές που δεν πρέπει να σβήσουν.
Κι ο ίδιος ο συγγραφέας, με την ταπεινότητα και τη σοφία που πήρε από τους παλιούς, το αφιερώνει στη θεία μου, στη σύντροφό του, την Κική. Το στήριγμά του. Και κάπου εκεί, πίσω από τις λέξεις, ακούς και τον ίδιο να σου μιλάει. Με απλότητα, με αγάπη και με μια ειλικρίνεια που μόνο οι άνθρωποι του μόχθου μπορούν να έχουν.
Ένα έργο που αξίζει να περάσει στις επόμενες γενιές. Γιατί, όπως γράφει και ο ίδιος: «Ελπίζω να διαβαστούν και τα τρία βιβλία από τις επόμενες γενιές, για να μάθουν την καλλιεργητική ταχτική και πώς ζήσαμε».
Θείε μου σ' ευχαριστώ. Για τις λέξεις σου, που μυρίζουν πορτοκάλι. Για όσα έμαθα δίπλα σου. Και για όσα θα μάθουν κι άλλοι, μέσα απ’ το βιβλίο σου.
Μπορεί να άλλαξαν οι καιροί, μα εσύ βρήκες τον τρόπο να μείνουν όλα ζωντανά, απλά. Σαν να μη χάθηκε τίποτα.
Δήμητρα Μιχαηλίδη







































