
Οι μέρες αυτές είχαν τη δική τους βαρύτητα στις φυλακές και τις εξορίες, αφού γινόταν ακόμα πιο έντονη η ομορφιά της ζωής, αλλά και η βαθιά συνείδηση του Χρέους, απέναντι στο λαό.
Επιτάφιος... Πάθη... Ανάσταση...
Οι μέρες αυτές έχουν εμπνεύσει μεγάλους δημιουργούς, που έδωσαν το δικό τους περιεχόμενο, δεμένο με τα πάθη και τους πόθους του λαού μας, αλλά και τη λαϊκή μνήμη και παράδοση. Από τους «Πόνους της Παναγιάς», του Κώστα Βάρναλη, και της μητέρας που αγωνιά... «πού να σε κρύψω γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί»... μέχρι τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και το λυρικό μοιρολόι της μάνας του νεκρού εργάτη. Εκεί που το ατομικό πένθος και ο αβάσταχτος πόνος της γίνονται οργή και μετατρέπονται στην ταξική αφύπνισή της κοινωνίας.
Στον τόπο μας τη Χίο καταγράφονται αρκετές στιγμές απ’ τη θυσία των αγωνιστριών και αγωνιστών όπως:
Στρατόπεδο Εξόριστων Γυναικών Χίου
Οι γυναίκες που ήρθαν την άνοιξη του 1948 στη Χίο, ως πολιτικές κρατούμενες εγκαταστάθηκαν στους Στρατώνες(σήμερα Στρατόπεδο Γκιάλα) και στη συνέχεια ένα μέρος τους οι «επικίνδυνες» πήγε το καλοκαίρι του 1948 στον Άγιο Θωμά, στο χώρο του Δημοτικού Σχολείου.
Ήταν εργάτριες, αγρότισσες, επιστημόννισσες, νιές και γριές, μαθήτριες και μωρομάνες που πολέμησαν το Γερμανό καταχτητή στα μέρη τους, που όρθωσαν το ανάστημα τους μέσα απ’ τις γραμμές του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, της Εθνικής Αλληλεγγύης και του ΕΛΑΣ και τρία χρόνια μετά το διώξιμο του καταχτητή ζούσαν ένα νέο όργιο βίας και αίματος στα χωριά και τις πόλεις της Ελλάδας.
Οι επιτροπές ασφαλείας συνελάμβαναν τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες και τις έστελναν στα ξερονήσια, έτσι η Χίος απετέλεσε τόπο μαρτυρίου για περίπου 1350 γυναίκες.
Σήμερα παραθέτουμε μικρά αποσπάσματα απ’ τα ημερολόγιά τους:
Τα αγριολούλουδα της Αγάπης
Στο Στρατόπεδο είχε γύρω - γύρω συρματόπλεγμα κι από τα βάτα κι άλλα χορτάρια είχε γίνει πολύ παχύς φράχτης. Εμείς γυρίζαμε κάθε απόγευμα, για να ξεμουδιάσουμε γύρω - γύρω.
Μια μέρα προσέξαμε μια τρύπα -είχαν κοπεί τα χορτάρια- όχι μεγάλη. Ίσα - ίσα που χωρούσε ένα χέρι. Πλησιάσαμε και βρήκαμε ένα μάτσο φρεσκοκομμένα λουλούδια του αγρού, κυρίως τουλίπες, που είχε πάρα -πολλές- απ’ τα χωράφια. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Τα παίρναμε και τα μοιράζαμε στους θαλάμους. Ποτέ δεν είδαμε ποιος τα άφησε.(…) Μας έδινε κουράγιο που ο κόσμος, μας θυμόνταν και μας έδειχνει τη συμπαράστασή του έστω και με λίγα λουλούδια.
Γιορτάσαμε το Πάσχα την Κυριακή 2 Μάη 1948
Τη Μ. Παρασκευή (30 Απρίλη) οι κοπέλες στολίσανε πολύ ωραία τον Επιτάφιο που είχανε φέρει από μια γειτονική εκκλησία(εννοεί τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο) και βοηθήσανε ψάλλοντας τους θρησκευτικούς ύμνους, με τη χορωδία που είχαμε φτιάξει από νέα κορίτσια και με την παρότρυνση της χορωδού Έλλης Νικολαΐδη. Μόλις μας είδε ο κόσμος, αμέσως έπεσαν επάνω μας, μας φιλούσαν και μας ρωτούσαν με δίψα να μάθουν πώς περνάμε. Οι χωροφύλακες παρακολουθούσαν και όσο έβλεπαν τέτοια υποδοχή, που δεν την περίμεναν, τόσο πιο πολύ κατσούφιαζαν. Ήταν σίγουροι πως ο κόσμος θα μας περιφρονούσε και θα μας απέφευγε. Αλλά εμείς δεν αργήσαμε να γίνουμε φίλες μ’ όλες τις γυναίκες και παρακολουθήσαμε -όλες μαζί- τη θρησκευτική τελετή.
Την Κυριακή του Πάσχα οι νέες κοπέλες τραγουδήσανε και χορέψανε έξω στον περίβολο των χτιρίων ελληνικούς χορούς ντυμένες, με ντόπιες φορεσιές.
Μονάχα μία παραφωνία σκίασε τη χαρά αυτής της γιορτής. Η παρουσία του δεσπότη της Χίου ( εννοεί το Μητροπολίτη Χίου κ. Παντελεήμονα Φωστίνη), που μας μιλούσε για αγάπη και ανεξικακία και που λίγο καιρό πρωτύτερα όταν οι πρώτες εξόριστες γυναίκες φτάσανε στη Χίο (Μάρτη 1948), σ’ ένα άρθρο του στην εφημερίδα Πρόοδο μίλησε για μας μ’ ένα τρόπο, πολύ ανάρμοστο, για ένα Ιεράρχη της Χριστιανικής εκκλησίας. Το Πάσχα εκείνο, -το πρώτο Πάσχα, που γιορτάσαμε- στην εξορία ήτανε τελευταία γιορτή, που κάναμε φανερά, με την άδεια της Διοίκησης. Από κει και πέρα, για μεγάλη χρονική περίοδο σταμάτησε σχεδόν ολότελα κάθε είδους ψυχαγωγία, ύστερα από τούς περιορισμούς και τις πιέσεις, που μας επέβαλε η Διοίκηση με ολοένα μεγαλύτερη ένταση, όσο ο καιρός περνούσε…».1
Στον Άη Στράτη
Στο θανατονήσι έφτασαν -τον Απρίλη του 1948- δεκάδες Χιώτες και Χιώτισσες «Δι’ αποφάσεως της Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας Νομού Χίου (υπό την ευθύνη του νομάρχη Αντωνίου Σβώκου) επί 18 μήνας είς Άγιον Ευστράτιον χαρακτηρισθέντες ως επικίνδυνοι δια την δημοσίαν Ασφαλείαν οι κάτωθι:
Χρήστος Παντ. Γεραντζούνης, Γεώργιος Νικ. Μαρής, Ιωάννης Γεώργιου Μαλαχίας, Γεώργιος Νικ. Κουρπάς, Ευστράτιος Σκαπινάκης ή Κολύβας, Ιωάννης Σπ. Σαμιωτάκης, Μιχαήλ Γιανιώδης ή Καλαϊτζής.
Δημήτριος Γεωργίου Κλούβας, Κωνσταντίνος Μιχ. Βίος, Μικές Νικ. Παιδούσης,Λάμπρος Κωνσταντίνου Βρούζης, Δημήτριος Ι. Κουρουνιώτης, Ιωάννης Γεώργιος Ατσάλης, Στυλιανός Ι. Τέτερής, Κωνσταντίνος Ευαγγέλου Κουμπιάς, Νικόλαος Αναστασίου Τσατσαρώνης, Αργύριος Ζαχ. Μερούσης, Μιχαήλ Ι. Καλούπης, Σταμάτιος Νικ. Μπλούκαρης, Χρήστος Ι. Πιστολής, Χρήστος Ι. Μαστοράκης, Μιχαήλ Ι. Γεωργούλης, Δημήτριος Γεωργίου Λεμάνης, Ευστράτιος Αντ. Κατσάλας, Ισίδωρος Σταμ. Κλούτης, Ηρακλής Νικ. Χατζηεργάτης, Ματθαίος Ιωάν. Μπιρλής, Ανδρέας Ευαγ. Παντελίδης, Κωνσταντίνος Νικ. Παντελίδης, Στυλιανός Ι. Ξυλάς, Ευστράτιος Στυλ. Μανωλάκης, Νίκος Στεφ. Βορηάς, Ιωάννης Στεφ. Παπαστεφάνου, Κωνσταντίνος Ι. Δημάκης
Επίσης εκτοπίζεται δι’ 9 μήνας είς Αγιον Ευστράτιον δια την αυτήν αιτίαν ο Ιωάννης Ανδρέα Πυρίκης.
Ομοίως εκτοπίζονται επί 18 μήνας είς τόπον οριστέον αί κάτωθι: Μαρκέλλα Θεοδ. Μπαρτάλη, Γεωργία Αντ. Πλακωτάρη, Μαρία και Δέσποινα Κλεάνθη Τσίχλα, Ειρήνη Δημ. Καματερού, Ελένη Κων. Αποστολίδου, Φρόσω Αντ. Ψωράκη, Υπατία Κων . Μπουρέκα2.
Μέσα στις δοκιμασίες και ταλαιπωρίες που σκληραίνουν την ψυχή, ένιωσαν τη συγκίνηση εκείνη που πηγάζει απ' αυτή τη μέρα, σαν μέρα που σκορπάει τη χαρά και την αγάπη και πήραν την απόφαση να μην κλειστούνε στον εαυτό τους, να μην παραδοθούνε στις σκέψεις τους, να μην πικραθούνε και να στενοχωρηθούνε. Έπρεπε να χαρούνε, γι' αυτό και οργανώσανε τη γιορτή του Πάσχα, στήνοντας ένα τραπέζι από καρδιάς, με μοναδικά εφόδια τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη.
Αλλά και ο Αγγουλές στα κάτεργα της Κέρκυρας στον ερχομό της Άνοιξης και της Ανάστασης- του 1956 -έστειλε το δικό του μήνυμα -αντιστεκόμενος στη μιζέρια και τη μοιρολατρία- φτιάχνοντας ένα μπουκέτο -τεχνητές- παπαρούνες από συρματάκια και φλος και δημιουργώντας το γεμάτο νοήματα ποίημα του:
Παπαρούνες
Ένα μπουκέτο παπαρούνες, φτιαγμένες από σύρματα και φλος, αναστατώσαν την ψυχή μου.
Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θολός κι έπεσε φως μέσα στο κελί μου.
Ένα μπουκέτο πυρκαγιές, ένα μπουκέτο χείλη, ένα μπουκέτο ροδαμνιές, σε τροπικό ένα δείλι.
Μα πούνε η αγάπη;
Πνίγηκε στο μίσος και στο ψέμα.
Και στο κελί μου φτάνουνε σπαρακτικές κραυγές κι οι παπαρούνες έγιναν ένα μπουκέτο από πληγές και στάζουν αίμα…3
Η επίγνωση της ευθύνης χιλιάδων εξόριστων κομμουνιστών και λαϊκών αγωνιστών, τους έκανε να αισθάνονταν ελεύθεροι…
Γιώργης Η. Αμπαζής, Δάσκαλος, Μέλος του Γ.Σ. της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ
Παραπομπές:
1. Αποσπάσματα απ’ το υπό έκδοση βιβλίο «Στρατόπεδο Εξόριστων Γυναικών Χίου» του παραρτήματος Χίου της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ.
2. Εφημερίδα «Πρόοδος», α. φ. 5208, 7 Απρίλη 1948, σελ.4
3. Γιώργος Σιδέρης « ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ», Μελέτη, έκδ. 5η , Μοχλός 1992, σελ. 162







































