
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, ο Στέλιος Καζαντζίδης ανοίγει πανιά για γειτονιές Αγγέλων. Εκεί τον περιμένει για θρονί, ένα αστέρι ολάκερο. Τούτο το αστέρι, γιομάτο βιωματικά τραγούδια και μουσικές, γράφει πλέον τη δική του ιστορία, κρύβει τα δικά του μυστικά και ντοκουμέντα, απαυγάζει τη δική του αμφιλύκη. Δεν απέχει έτη φωτός, όπως υποστηρίζει η επιστήμη, από τον πλανήτη Γης, αν κάνεις «έτσι δα»... θα το πιάσεις, αφού το «τραγούδι είναι η συντομότερη απόσταση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους». Κερί τιμής και μνήμης, λοιπόν -τούτο το άρθρο- στον παμμέγιστο λαϊκό βάρδο, με αλογάριαστα «γιατί»:
Γιατί, όταν ο κόσμος θρηνεί ένα είδωλο, θρηνεί ένα μέρος του μύθου, στον οποίο πρωταγωνιστεί ο ίδιος. Κηδεύει ένα κομμάτι της δικής του Ύπαρξης.
Γιατί η μουσική είναι τέχνη με αρχέτυπη προέλευση κι αποτελεί την κινητήρια δύναμη του πολιτισμού. Έκφανση αυτής της μουσικής αποτελεί κι η λαϊκή μουσική, το λαϊκό τραγούδι, αυτό που ονομάζουμε λαϊκό μουσικό πολιτισμό. Στους στυλοβάτες αυτού του πολιτισμού, αναμφίβολα, συγκαταλέγεται κι ο «μεγαλειώδης και αδευτέρωτος» – κατά Μάνο Λοΐζο – Στέλιος Καζαντζίδης.
Γιατί το τραγούδι εκφράζει την εποχή του. Είναι ένα κομμάτι της ίδιας της ζωής, μια αστέρευτη, αντικειμενική, αυθεντική πηγή Ιστορίας, παράδοσης, πολιτισμού. Ο Στέλιος κατέγραψε κι απαύγασε ανεξίτηλα με τη φωνή του τη σύγχρονη εποχή – κορυφαίες ιστορικές στιγμές προσφυγιάς και μετανάστευσης– για τούτο και θεωρείται, αυτοδίκαια, απ’ τους θεμελιωτές του λαϊκού μουσικού πολιτισμού μας. Το «Μανούλα θα φύγω στα ξένα» αποτελεί, κατά Μάνο Λοΐζο, ίσως, το πιο εναργές πολιτικό λαϊκό τραγούδι.
Γιατί ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε «θεόθεν» την αντίληψη και καλλιέργεια, να προσεγγίσει ερμηνευτικά την τελειότητα. «Δεν είναι το μέταλλο που έχει στη φωνή ο Στέλιος, αλλά η καρδιά που έχει μέσα του. Αυτό το "σκεύος" έχει μέσα του ήχους και φωνές αιώνων. Το να βρεις τραγουδιστές σαν το Στέλιο είναι μία φορά στα χίλια χρόνια. Ο Στέλιος έχει το χάρισμα του Απόλλωνα και του Διονύσου», θα δηλώσει εκστασιασμένος ο μεγάλος Μίκης. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι: Χατζιδάκης, Μαρκόπουλος, Λεοντής, Λοΐζος, Άκης Πάνου, Σαββόπουλος, Μπιθικώτσης κι άλλοι επαΐοντες, «ων ουκ έστιν αριθμός».
Γιατί υπήρξε, κύρια, ο απρόσκλητος, ταπεινός μοιρολογητής του κοινωνικού άλγους, των παθών μας, μιας και το θλιμμένο τραγούδι, το πονεμένο, παρηγορεί, εξορκίζει τον πόνο, τον μεταλλάσσει σε τραγούδι-μοιρολόγι. «Η τέχνη – κατά τον ηθοποιό Λευτέρη Βογιατζή – είναι οδύνη, αλλά και ενθουσιασμός». Αυτός ήταν ο Καζαντζίδης, αυτή η ουσία του, ο πηλός του.
Γιατί τούτος ο τραγουδιστής, ο περιούσιος και πεφιλημένος των θεών, ήταν τα τραγούδια του… «Είμαι τραγούδι/ είμαι λαός/ δεν είμαι σκλάβος κανενός». Αυτός ήταν, εκεί τον έβρισκες, εκεί τον συναντούσες. Εκεί τον συνάντησε, επανειλημμένα κι ο περιβόητος Φρανκ Σινάτρα. Υπήρξαν, βλέπεις, αμφότεροι, απ’ το σπανιότατο στην υφήλιο είδος των «λυρικών βαρύτονων». Πόσοι, αλήθεια, το γνωρίζουν; − «Στέλιο, είσαι ο πρώτος, απορώ πως δεν έχεις, ακόμα, κατακτήσει τον κόσμο…» φαίνεται να του εξομολογείται ο Σινάτρα. Κεραυνός ο θυμόσοφος Καζαντζίδης: − «Φρανκ, υπάρχει μια ουσιώδη διαφορά μεταξύ μας. Εσύ έχεις γεννηθεί στη Νέα Υόρκη, ενώ εγώ στη Νέα Ιωνία κι αυτό τα λέει όλα!»
Γιατί ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ένας κλασικός καλλιτέχνης με την έννοια της διαχρονικότητας κι αθανασίας των μηνυμάτων του. Τούτος ο «λαϊκός επαναστάτης» ζει και παραμένει ακλόνητος στο θρόνο του, όσο η «αφήγησή» του (ζωή, αγάπη, έρωτας, θάνατος, μακρινή μητέρα, πόνος, νοσταλγία, εκμετάλλευση, αδικία, ανισότητα, εξουσία, σύστημα, ήθος, τιμιότητα, μάνα, πατέρας, αδελφός, συνάνθρωπος κ.λπ.), δεν έχασε το νόημα, τη βαρύτητα, την ιερότητά της. Όσο, κοντολογίς, υπάρχουν άνθρωποι κι όσο η Ιστορία θα επαναλαμβάνεται σαν φάρσα ή τραγωδία… «Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο/ μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα/ όπου γης είναι πατρίδα». Πενήντα χρόνια πέρασαν από τότες κι είναι σαν να μην πέρασε λεπτό…






































