
- Η γνωριμία με το Διλμπόη - «Βυζαντινά Σκαλοπάτια»
Γνώρισα το Γεώργη Διλμπόη μέσα από τη γυναίκα μου Κατερίνα Τουμαζάνη.
Ήταν τις πρώτες ημέρες της συνάντησής μας, Δεκέμβριος του 1980 όταν μου έδωσε να διαβάσω τα «Βυζαντινά Σκαλοπάτια» σαν ένα καλό τρόπο για να γνωρίσω τη Χίο.
Δεν είναι πολλές οι φορές όπου ένα βιβλίο λειτουργεί σαν αποκάλυψη. Κι ακόμα λιγότερες οι περιπτώσεις όπου μια τέτοια αίσθηση παραμένει ζωντανή και ενισχύεται μέσα στο χρόνο. Στον πολύ χρόνο, έχουν περάσει 45 χρόνια από τότε κι όμως η εντύπωση αυξάνει.
Τόσο η ηλικία, στα 26 χρόνια τότε, όσο και η συγκυρία, η συνάντηση με τη σύντροφο μιας ολόκληρης ζωής, τα «Βυζαντινά Σκαλοπάτια» μου χάρισαν τη σπάνια ευκαιρία και δυνατότητα να προχωρήσω σε βάθη, γνώσεις και ποιότητες που δεν υποψιαζόμουν ότι υπήρχαν. Και μάλιστα δίπλα μου, στη δική μου ζωή. Δεν χρειαζόταν η φαντασία μου για να περιπλανηθώ στους υπονόμους του Παρισιού των «Αθλίων». Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να πάρω το αεροπλάνο, όπως και κάναμε ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 1981. Και δύο ημέρες ήταν αρκετές για να αντιληφθώ ότι το πνεύμα των «Βυζαντινών Σκαλοπατιών» ήταν υπαρκτό. Το ότι μπορούσε και να βιωθεί το συνειδητοποίησα σιγά – σιγά στα χρόνια που ακολούθησαν την εγκατάσταση στη Χίο το 1988.
Το βιβλίο είχε εκδοθεί για πρώτη φορά το 1970 και η έκδοση είχε εξαντληθεί. Έτσι το βίωμα μετασχηματίστηκε μέσα μου σε ένα χρέος: το ελάχιστο σε ανταπόδοση θα ήταν η επανέκδοσή του. Όχι μόνο σε ένδειξη τιμής αλλά και, ή ίσως κυρίως, για να το μάθουν και άλλοι, περισσότεροι, και να δουν πόσο νέο και χρήσιμο έστεκε στα νέα μάτια, ύστερα από 30 ολόκληρα χρόνια. Αυτό ήταν και το σημείο της πρώτης φυσικής γνωριμίας με το Γ. Διλμπόη το 2000.
Του εξήγησα και του παρουσίασα την ιδέα της επανέκδοσης από την Αστική Εταιρεία «Κέντρο», η πρώτη της ενέργεια, με πόρους που θα αναζητούσα. Η άμεση ανταπόκρισή του δεν περιορίστηκε στην παραχώρηση της άδειας του αλλά προχώρησε στην παραίτηση από όλα τα πνευματικά του δικαιωμάτων υπέρ της έκδοσης για τους σκοπούς του «Κέντρου». Αν και σε λίγο μόνο καιρό θα κατανοούσα την προσέγγισή του, τη στιγμή εκείνη μια τέτοια γενναιοδωρία μου προκάλεσε πολύ μεγάλη έκπληξη. Με αποτέλεσμα να υψώσει πάρα πολύ τον πήχη των ποιοτικών απαιτήσεων της έκδοσης.
Τελικά τα καταφέραμε στα τέλη του 2001. Με χρηματοδότηση από την Περιφέρεια Β. Αιγαίου μια σειρά συντελεστές συνέβαλαν αποφασιστικά στο, απρόσμενο κατά Διλμπόη, εκδοτικό αποτέλεσμα: ο εικαστικός Ν. Χατζής σχεδίασε το εξώφυλλο, τα στελέχη του «Έντυπου» Αντώνης Ζανίκος στο στήσιμο και τη γραφιστική επεξεργασία του πρωτοτύπου και Γιάννης Σαλιάρης σε όλη την εκτυπωτική διαδικασία, ο αρχιτέκτονας Γ. Πασχαλίδης με την προσφορά φωτογραφικού υλικού. Και έτσι είχα και εγώ τη χαρά να εκφράσω ένα μικρό μόνο μέρος από όσα ένιωθα και αντιλαμβανόμουνα από το βιβλίο με τη συγγραφή του προλόγου στην έκδοση αυτή. Κρατούσαμε πιά το βιβλίο στα χέρια μας.
Όμως τα πράγματα δεν έμειναν εκεί. Η επανέκδοση είχε δημιουργήσει μία δυναμική που δεν μπορούσε να περιοριστεί στις προθήκες της Πυξίδας και του Πάπυρου ή στη σχετικές παρουσιάσεις της «Αλήθεια TV». Το βιβλίο έπρεπε να «κοινωνηθεί».
Η ιδέα που γεννήθηκε ήταν η παρουσίασή του σε ένα από τα σπουδαία δημιουργήματα που μας οδηγούν τα «Βυζαντινά Σκαλοπάτια», τη Νέα Μονή. Με την άδεια του Υπ. Πολιτισμού και τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών που φιλοξενούν τα βυζαντινά μας μνημεία. Όπως και έγινε μια Κυριακή πρωί του Μαΐου του 2002.
Και ξαφνικά από γιορτή η εκδήλωση έγινε αμάχη, η Γερόντισσα δεν έδινε τα κλειδιά της αναστηλωμένης Τράπεζας για να προφυλαχτούν οι 250 παρόντες από τη βροχή, η Αρχαιολογία αποχώρησε με απειλές επίσημων αναφορών που την επόμενη κιόλας μέρα αποσύρθηκαν μετά την κατακραυγή των τοπικών εφημερίδων που ίσως έδωσαν την απάντηση στην απορία της τότε προϊσταμένης «γιατί μαζεύτηκε τόσος κόσμος?»
Σαν όλα αυτά να χρειάζονταν για να καταλάβουμε και τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, που δεν μιλούν για τα διαμάντια της Χίου ένα – ένα αλλά για όλο το νησί μαζί μια αγκαλιά, κάποτε πικρή. Όμως έτσι καταλάβαμε και κάτι άλλο: ότι ο Διλμπόης δεν γράφει μόνο αλλά και κινητοποιεί!
Για το τελευταίο, δεν θα αναγερθώ στους επίσημους που παραβρέθηκαν και έλαβαν το λόγο. Θα σταθώ όμως στους τρείς Δημήτρηδες που δέχθηκαν με χαρά να ζωντανέψουν αποσπάσματα από το βιβλίο:
- το Δημήτρη Παπαχρήστο, το συγγραφέα που τον πρώτο λόγο του ακούσαμε από το σταθμό του Πολυτεχνείου το 1973, προσκαλεσμένος από την Αθήνα
- το Δημήτρη Δημητρακόπουλο, τον τότε διευθυντή της Βιβλιοθήκης Κοραή.
- το Δημήτρη Αυγουστίδη, τον ηθοποιό μας από το ΔΗΠΕΘΕ.
Κι ύστερα πήραμε ένα ακόμη μάθημα γιατί όταν πήρε το λόγο ο Γ. Διλμπόης δεν μίλησε για το βιβλίο του αλλά για τα μνημεία του Χίου επιστρατεύοντας απροσδόκητα επιχειρήματα, όπως εικόνες από τη σοβιετική ταινία «Ο πατέρας του στρατιώτη» του 1964.
Είπα παραπάνω ότι ο Γ. Διλμπόης κινητοποιεί. Και έτσι είναι. Την παρουσίαση της Νέας Μονής ακολούθησε δεύτερη, αυτή τη φορά στη Μυτιλήνη, όπου άνθρωποι που διάβασαν το βιβλίο (τους περισσότερους από τους οποίους συναντούσα για πρώτη φορά) συνεργάστηκαν για μια υπέροχη βραδιά στο αναστηλωμένο μνημείο του Τσαρσί Χαμάμ της πόλης, που άνοιξε για να φιλοξενήσει την εκδήλωση πριν παραδοθεί επίσημα στο κοινό(!). Θα ήταν μεγάλη αγένεια να μην αναφερθούν προσωπικά όλοι τους: Μήτσος Παπαγεωργίου - καθηγητής του Π. Αιγαίου, Παναγιώτης Λαμπρόπουλος - Ιστοσελίδες, Νάσος Γιακαλής – Δήμαρχος Μυτιλήνης, η Εφορία Αρχαιοτήτων Μυτιλήνης η Κλεονίκη Λογγίου – Επιμελητήριο Λέσβου, ο Μανώλης του Ναυάγιου, ο δικός μας Μυτιληνιός Μπάμπης Σαχτούρης. Ακόμη κι ο Σύλλογος Κεραμιστών Λέσβου που δημιούργησε ειδικά κεραμικά κομψοτεχνήματα με έμπνευση από τα κρινάκια της Παναγιάς της Κρίνας που στόλιζαν την έκδοση, σε σχέδια του Γ. Διλμπόη.
Κλείνοντας το σημείο αυτό να προσθέσω ότι το πολύ μεγάλο μέρος των αντιτύπων της έκδοσης μοιράστηκε δωρεάν χέρι με χέρι, κατά την προσφιλή τακτική του Γ. Διλμπόη. Μα κανένα δεν ένοιαξε αν οποιαδήποτε οικονομική προσδοκία δεν πραγματοποιήθηκε. Δόθηκε η ώθηση, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έδωσε ο αγωγιάτης στο μάστορα της επέκτασης του καθολικού της Νέας Μονής.
- Πριν τη γνωριμία - Το Λαογραφικό Μουσείο της Βολισσού
Ζώντας για χρόνια στη Βολισσό κάποια στιγμή αποφασίσαμε σαν Πολιτιστικός Σύλλογος να ασχοληθούμε με το εγκαταλειμμένο Λαογραφικό Μουσείο κάτω από την πλατεία του χωριού.
Πρώτη ενέργεια ήταν η συλλογή και μεταφορά των εκθεμάτων σε άλλο χώρο που θα εξασφάλιζε στοιχειώδεις συνθήκες φύλαξης μέχρι τη στιγμή που θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν σε χώρο που θα τους άρμοζε. Δεν θα ξεχάσω την εικόνα ενός νέου παλληκαριού να βγαίνει βουρκωμένος, για να μη πώ κλαίγοντας, με δύο σχεδόν κατεστραμμένες από την υγρασία εικόνες στην αγκαλιά λέγοντάς μου «είναι Ρώσσικες». Τότε έμαθα ότι ο Θοδωρής Μαχαιράς ασχολούταν ερασιτεχνικά με την αγιογραφία κι ότι το Μουσείο είχε φτιαχτεί από τον Γ. Διλμπόη όταν ήταν γυμνασιάρχης στη Βολισσό.
Η απόφαση του Συλλόγου ήταν να μετατραπεί το κτίριο σε Παιδικό Καλλιτεχνικό Εργαστήρι. Και τότε κατάλαβα τη κουβέντα του Διλμπόη από τα Βυζαντινά Σκαλοπάτια: «ένα νόημα, έδινε σ’ άλλο νόημα, το νόημα».
Κι έτσι ανακοινώσαμε το Παιδικό Καλλιτεχνικό Εργαστήρι με τα παρακάτω λόγια:
Παραλάβαμε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο κτίριο. Στην αρχή έδινε το ΦΩΣ στο χωριό. Ύστερα ανέλαβε η ΔΕΗ τη δουλειά και το κτίριο έγινε η ΠΑΛΙΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ.
Πέρασε καιρός κι ό άνθρωπος που έγραψε ¨Μάστορα δεν χτίζω στο φως, πελεκώ το φως» ο γυμνασιάρχης τότε Γιώργης Διλμπόης μάζεψε εκεί όλα τα αντικείμενα που συνέθεταν την παλιά και ίσως άξια ζωή. Όμως οι σκιερές ψυχές και της τηλεόρασης το σκοτεινό φεγγοβόλημα τα ρήμαξαν όλα. Και έτσι το όνομα έγινε το ΠΑΛΙΟ Μουσείο.
«Χρόνους πολλούς μετά την αμαρτία» χτίζουμε εδώ το ΠΑΔΙΚΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ. Πάλι για το φως πολεμάμε. Πασχίζοντας με τις τέχνες και την ψυχή των παλιών μαστόρων.
«Ίσως τότε τα παιδιά μας μαζί μ’ όλα τα παιδιά
να προλάβουν την ζωή και τον καιρό».
- Μετά τη γνωριμία – Μια συνάντηση στην Ατσική
Όπως είναι εύλογο, μια τέτοια γνωριμία εξελίχθηκε σε προσωπική σχέση, όχι καθημερινή αλλά πάντα σημαντική. Κατέβαινα την Ατσική μια μέρα στις μαύρες μου, στάθηκε μπροστά μου και με ρώτησε:
- Τι τρέχει;
- Δεν γίνεται τίποτα Δάσκαλε.
- Δεν θα το βλέπεις έτσι. Πάντα να βλέπεις πως θα ήταν τα πράγματα αν δεν προσπαθούσαμε όσα προσπαθούμε
Είπα παραπάνω «Δάσκαλε». Γιατί αυτή πάντα ήταν η προσφώνησή μου στο πρόσωπό του. Και βέβαια η προσφώνηση αυτή τιμά εμένα που μαθήτεψα σ’ αυτόν κι όχι τον Γ. Διλμπόη που δεν είχε τέτοια ανάγκη.
Στον Γιώργη Διλμπόη χρωστάμε και θα χρωστάνε τα παιδιά μας και τα παιδιά τους και ακόμα παραπέρα. Όσο βαστάει η Παναγιά η Κρίνα που χτίστηκε με το χέρι του για δεύτερη φορά. «Ώσαμε πεντακόσια χρόνια (μας έδωσε) εγγύηση».
Θυμηθείτε τον Γιώργη Διλμπόη στην εκπομπή "Αυτοπροσώπως"
https://www.alithia.gr/tv/aytoprosopos/aytoprosopos-georgios-dilmpois-01...