
Πέφτουν η μια μετά την άλλη, πέτρες είναι, σιγά μην έχουν συναισθήματα.
Μια – μια μαζεύτηκαν με κόπο, με ιδρώτα, με αίμα, έγιναν σπίτια, έγιναν φωλιές, άκουσαν νανουρίσματα μωρών, άκουσαν κλάματα θανάτου, γνώρισαν χαρές και λύπες. Τι είναι άλλωστε η ζωή, σιγά μην είναι οι… πέτρες.
Τώρα γίνονται βορά στις μπουλντόζες, γίνονται ένας σωρός, άλλες θα ξαναχρησιμοποιηθούν, άλλες κονιορτοποιούνται, όπως τα όνειρα, όπως οι θύμισες, μια ολόκληρη συνοικία αυτή της Φάρκαινας πέφτει, χάνεται, κονιορτοποιείται κι’ αυτή, περνάει στην ιστορία.
Οι άνθρωποι άραγε είναι μέσα στην ιστορία;
Θυμάμαι ένα πάππου, που με περίμενε να περάσω με το ποδήλατο να μου δώσει κρεμμύδια απ’ το χωράφι του. Είδα το χωράφι μια αλάνα και στις αλάνες δεν φυτρώνει τίποτα.
Θυμάμαι το διπλανό σπίτι με απλωμένα τα δίχτυα και τα όνειρα. Σήμερα κλειστό περιμένει κι’ αυτό το θάνατο. Εχω ένα συμμαθητή, που έφυγε εκτός Χίου, μετακόμισε εκτός νησιού, έγινε πρόσφυγας για να μην βλέπει. Γνωρίζω άλλον, που από την ώρα της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση, δεν ξαναπέρασε ποτέ μετά το Λιμανάκι της Φάρκαινας.
Το ίδιο θυμάμαι και μια μάνα, που μου έλεγε ότι μετά το θανατηφόρο τροχαίο του παιδιού της, από το σημείο αυτό δεν ξαναπέρασε ποτέ, και έχουν περάσει…25 χρόνια.
Θα μου πείτε η ανάπτυξη, ο εκσυγχρονισμός, το αεροδρόμιο.
Συγχωρείστε με, που δεν είμαι το ίδιο αισιόδοξος, ότι τελικά θα γίνει μεγαλύτερο αεροδρόμιο, συγχωρείστε με, που αμφιβάλλω αν η ιστορία κάποτε γράψει ότι αντί να μεταφέρουμε το αεροδρόμιο εκτός Πόλης, το φέραμε πιο κοντά στα σπίτια μας, γκρεμίζοντας μια γειτονιά, κάνοντας συνανθρώπους μας πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο, συγχωρείστε με, που πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι εκτός από σαρκίο και σκέψη και συναίσθημα και μνήμη και όνειρο.
Όπως ζητάω και από τις επόμενες γενιές να με συγχωρήσουν, γιατί ανήκω σ’ αυτή τη γενιά, που σκέπασε ένα Παρθένη για να τον κάνει… λεωφόρο, που εξανδραπόδισε το φυσικό τοπίο του Παντουκιούς για να κάνει το γεφύρι του… Ρήνου, που ξεχέρσωσε έναν Κάμπο για να τον κάνει…. πατατοχώραφα, που διαβόλισε ένα ολόκληρο νησί στερώντας του κάθε χρώμα, που το διατήρησε μυροβόλο αλλά από τη… σκατίλα του Βιολογικού.







































