
Όλοι μεταβαλλόμεθα σε συσπουδαστές, δάσκαλοι και φοιτητές, όταν σχολιάζομε την σοφία των Τριών Ιεραρχών.
Σήμερα συγκεντρωθήκαμε εδώ, για να τιμήσομε τις τρεις αγιασμένες μορφές της Ορθοδοξίας, που δεν υπήρξαν μόνον «ουρανοφάνοτρες μελωδήσαντες το εναρμόνιο μέλος της Θεολογίας», μα και προσγειωμένοι παιδαγωγοί ρηξικέλευθοι σκαπανείς του έργου της ολοκληρωτικής μορφώσεως και της αληθινής ελευθερίας. Μορφές μοναδικές, που ύστερα από έργο επίμοχθο άσκησης και προσευχής πάτησαν τη δυσπρόσιτη κορυφή μιας ασύλληπτης σε υπαρξιακή ποιότητα πνευματικής ελευθερίας και με τη μόρφωση και σοφία τους κατέληξαν σε μια ισόρροπη και γόνιμη σύζευξη των δύο κόσμων: του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού.
Δεν είναι ξηροτυπική εθιμοτυπία η αναφορά στη ζωή των Τριών Ιεραρχών, αλλά ανάγκη της κάθε εποχής, ν’ αντλεί ψήγματα από το χρυσωρυχείο της ζωής και σοφίας τους και να δέχεται τις σωστικές τους ανταύγειες. Δεν είναι επίσης σχήμα λόγου αν δηλώσει κανείς αδυναμία να αναφερθεί στη ζωή και τη σοφία τους, αλλά πραγματικότητα, γιατί η όλη τους παρουσία κατά τον τέταρτον χρυσούν αιώνα της Εκκλησίας, είναι ένα θαύμα που θα συγκλονίζει όλες τις γενιές των ανθρώπων, θα τις προβληματίζει και θα τις οδηγεί σε απίθανες βαθμίδες ηθικής αυθυπέρβασης!
Επειδή τα έργα τους και η ζωή τους ξεφεύγουν από τα συνήθη, γι’ αυτό απόπειρα ανθολογήσεως στιγμών της ζωής και της σοφίας τους θα επιχειρήσομεν, ώστε στο τέλος να στοιχειοθετηθεί αυτοδικαίως, έστω μια μικρή εικόνα του μεγαλείου τους.
Δεν θα επιχειρήσομε να αναφερθούμε σ’ ένα τυπικό CURRICULUM VITAE, βιογραφικό τους σημείωμα, αλλά ακροθιγώς θα προσπελάσομε πτυχές της πολυεδρικής τους προσωπικότητας βάσει των πηγών, ώστε να φύγομε από εδώ με αποφάσεις για μια ζωή περισσότερον συντονισμένη προς τη δική τους, αφού οι πνευματικοί αυτοί ταγοί της ανθρωπότητας δεν έγιναν ποτέ παρελθόν, δεν έμειναν στο παρελθόν, αλλά αποτελούν αιώνιο παρόν.
Αν στρέψομε το πνευματικό μας περισκόπιο στο χώρο του πνεύματος και της διανόησης, θα διαπιστώσουμε ότι οι Τρεις Μεγάλοι, Βασίλειος Γρηγόριος και Χρυσόστομος, δεν υπήρξαν απλώς ιερωμένοι ή μονομερείς θεολόγοι, αλλ’ ήταν στην κυριολεξία πανεπιστήμονες. Χρειάζεται να διαβάσει κανείς την «Εξαήμερο» του Μεγάλου Βασιλείου, για να θαυμάσει τις γνώσεις του ανδρός στη Φυσική, Βιολογία, Αστρονομία, ή τους περί ιεροσύνης λόγους του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, για να θαυμάσει τον ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής, αλλά και του σώματος, δηλαδή τον ψυχολόγο, τον ιατρό, ή τα «Έπη» του Γρηγορίου του Θεολόγου, τα οποία έγραψε ως γνωστόν σε ομηρική γλώσσα, για να σταθεί έκθαμβος μπροστά στον ανυπέρβλητο όχι μόνο φιλόλογο, αλλά και φιλόσοφο της γλώσσας.
Οι επιταφιογράφοι του Βασιλείου μιλώντας για το λαμπρό οικογενειακό του δένδρο, περί της ευσεβείας των γεννητόρων και αδελφών, υπογραμμίζουν την ευφυία του παιδιού γύρω από την θύραθεν και θεολογική παιδεία. Οι σπουδές του εκτείνονται από την Νεοκαισάρεια μέχρι την Κων/λη και την Αθήνα, με αποτέλεσμα να κατακτήσει ο Βασίλειος όλην την σοφίαν της εποχής του. «Ποίου είδους παιδεύσεως ή μαθήσεως δεν επεμελήθη; Ερωτά το Γρηγόριος˙ ή μάλλον δεν εσπούδασεν μεθ’ υπερβολής, ως εάν επρόκειτο να ασχοληθεί με αυτό μόνον; Κατόρθωσε να περιλάβει εις τον νουν του όλα τα είδη της γνώσεως, μετά τοσαύτης ευκολίας, μεθ’ όσης άλλοι δεν κατορθώνουν ουδέν εν είδος. Και με τοσαύτην ταχύτητα το καθ’ εν, ως εάν μη ησχολήθη περί ουδέν άλλο».
Νους ισχυρός και διαυγής, μεγαλοφυής «αγχίνους εί τις και άλλος κατά τον Ναζιανζηνόν, απηλλαγμένος από τον δόλιχον των επιθυμιών και της πονηρίας, ξένος του σκοτισμού, τον οποίον επιφέρουσιν εις την διάνοιαν αι δολοπλοκίαι οφθαλμός φωτεινός» κατά την Γραφήν, απάντησε καταφάσκοντας στα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του, σύμφωνα με τις καταβολές του. Στην Αθήνα παρακολούθησε ο Βασίλειος τακτικώς τις παραδόσεις της ρητορικής, γραμματικής, φιλοσοφίας και διαλεκτικής, αστρονομίας, γεωμετρίας, ιατρικής. Είχε μαζί με τον Γρηγόριον πολλούς παιδευτές, και ανάμεσά τους τακτικούς καθηγητές, τον Προαιρέσιον και Ιμέριον. Ο Προαιρέσιος μάλιστα ήταν ο μόνος εκ των Καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών που ήταν Χριστιανός και γι’ αυτό αναμφιβόλως προσείλκυσε τον Γρηγόριον και Βασίλειον προς αυτόν. Τόσο διακρινόταν ο Προαιρέσιος για την ευγλωττία του, ώστε οι Ρωμαίοι εκδηλώνοντας τον άπειρο θαυμασμό τους σ’ αυτόν έστησαν άγαλμα χάλκινο με την επιγραφή: « Η βασίλισσα του κόσμου Ρώμη τω βασιλεί της ευγλωττίας» «REGINA RERUM ROMA REGI ELOQUENTIAE».
Ας μην παραλείψομε ν’ αναφέρομε ότι η εγγραφή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας δεν ήταν μια τυπική την εποχή εκείνη διαδικασία, αλλά υπόθεση αξιοκρατική. Οι υποψήφιοι υφίσταντο δοκιμασίαν, δηλαδή εισιτηρίους εξετάσεις, αυτό σημαίνει και το «διακωδωνίσας τα μειράκια», όπως σωστά ερμηνεύει ο Ησύχιος. Όσοι περνούσαν επιτυχώς την δοκιμασίαν, γράφονταν φοιτητές στα μητρώα, ήταν οι «εν τάξει» μαθηταί!
Οι πρώτοι εκπαιδευτές του Γρηγορίου υπήρξαν ο εξάδελφος Καρτέσιος και ο προς μητρός θείος Αμφιλόχιος. Κατόπιν φοίτησε στα Σχολεία Καισαρείας, Παλαιστίνης και Αλεξανδρείας, πάντοτε μαζί με τον αδελφόν του Καισάριον, που έγινε γιατρός. Όταν έφθασε στην Αθήνα περί το 350, υπέστη την συνήθη κατά την υποδοχήν των νέων φοιτητών δοκιμασίαν, την οποίαν εφρόντισε ν’ αποφύγει ο μετά διετίαν αφιχθείς Βασίλειος, τον οποίον είχεν ήδη γνωρίσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Στην Αθήνα γνώρισε τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό, τον οποίον πιθανώς γνώρισε νωρίτερα στην Καισάρεια. Παρακολούθησε κυρίως μαθήματα ρητορικής και φιλολογίας. Άκουσε στην Καισάρεια τον Θεσπέσιο, στην Αθήνα τον εκ Βιθυνίας Ιμέριο και τον εξ Αρμενίας Προαιρέσιο ακόμη και τον Λιβάνιον το 354 προερχόμενον εξ Αθηνών.
Τόσον αξιόλογη ήταν η απόδοσή του στους δύο αυτούς επιστημονικούς κλάδους, ώστε οι φοιτητικοί σύλλογοι κατά την τότε δικαιοδοσία τους παραχώρησαν σ’ αυτόν καθηγητικήν έδραν και δεν του επέτρεψαν να φύγει με τον Βασίλειον, όπως είχαν συμφωνήσει. Πριν διδάξει όμως περισσότερον του ενός ή δύο ετών, κατελήφθη από νοσταλγίαν κι’ έφυγε το 359. «Έκλεψα μικρόν λάθρα την εκδημίαν» γράφει ο ίδιος.
Αυτή είναι η πρώτη φυγή του Γρηγορίου σε σειρά παρομοίων ενεργειών. Ο Γρηγόριος κλασικός τύπος λογίου, πέρασε όλη του τη ζωή διαλογιζόμενος, ομιλών, γράφων. Τα συγγράμματά μου διαβάζονταν πάντοτε ευρύτατα για την βαθύνοια, την χάρη, τη θέρμη τους. Είχε μελετήσει επισταμένως το πλείστον μέρος της κλασικής ελληνικής λογοτεχνίας, και κατέστη ο λογοτεχνικότερος των Πατέρων της Εκκλησίας, χωρίς πάντοτε να θυσιάζει το περιεχόμενο στη μορφή. Η γλώσσα ποικίλλει κατά λογοτεχνικά είδη και κατά συγγραφείς από της ομηρικής μέχρι της υψηλής γραφομένης των χρόνων τους, αλλά πάντοτε εμφανίζει τάσεις αττικισμού. Γράφοντας αφ’ ενός εξυπηρετεί τις ανάγκες της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου εκφράζοντας τον πλούτο των διανοημάτων και συναισθημάτων του, καλλιεργεί τρία είδη, την ομιλητική, την επιστολογραφία, και την ποίηση.
Γνωστή είναι και η αρίστη παίδευση του γιού του στρατηγού Σεκούνδου και της Ανθούσας, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Η μόρφωσή του επιμελημένη κοντά σε φημισμένους διδασκάλους, τον ρήτορα Λιβάνιο και τον φιλόσοφο Ανδραγάθιο.
Θα εντυπωσιάζει πάντοτε η απάντηση που έδωσε ο Λιβάνιος όταν ερωτήθηκε ποιόν θα ήθελε να έχει διάδοχο στη διεύθυνση της σχολής του: «Ιωάννην, ειμή τούτον οι Χριστιανοί εσύλησαν». Δηλαδή τον Ιωάννην, αν δεν τον είχαν πάρει με το μέρος τους οι Χριστιανοί.
Η επίδραση των κλασικών σπουδών είναι φανερή στη λογοτεχνική υφή και επιχειρηματολογία των πρώτων επιγραμμάτων του Ιωάννη και καταπλήσσει η άνεση με την οποία διεξάγει το συγγραφικό και διδακτικό του έργο ο εμπνευσμένος δάσκαλος. Νωρίς εγκαταλείπει το επάγγελμα του δικηγόρου και τις κοσμικές απασχολήσεις, για να παρακολουθήσει μαθήματα στη θεολογική Σχολή της Αντιοχείας κοντά στους Καθηγητές Καρτέριο και Διόδωρο.
Ο Χρυσόστομος υπήρξε εκ των πολυγραφοτέρων και επιφανεστέρων ανδρών της παγκοσμίου λογοτεχνίας και είναι ευτύχημα ότι το όλον της συγγραφικής του παραγωγής έχει διασωθεί.
Ανυπέρβλητη είναι η χάρη, η άνεση, η σαφήνεια και η ρωμαλεότητα του λόγου του, αρετές που τον έκαναν τον περισσότερο αναγνωσθέντα Πατέρα της Εκκλησίας μετά την Αγία Γραφή.
Στην Ιστορία ο Ιωάννης έμεινε γνωστός ως «Χρυσόστομος». Η ρητορεία του δεν είναι τέχνη, αλλά πνοή. Εύρισκε τρόπον να εγκαθιστά γέφυρα μεταξύ αυτού και του λαού η οποία τον συνέδεε τόσον, ώστε ο ομιλητής να χαίρει για τους ακροατές του, κι’ αυτοί ν’ ακούν το λόγο του αχόρταστα. Σύντομη επισκόπηση της παίδευσης των Τριών Μεγάλων κάναμε, διότι διαφορετικά τόμοι ολόκληροι δεν θα έφθαναν.
Αξίζει τώρα να σταθούμε και στο θέμα της αυτοσυνειδησίας και εσωτερικής τους ελευθερίας. Η σκέψη και η ζωή τους εκφράζουν αυθεντικά την ορθόδοξη πνευματικότητα, δίνουν την εικόνα της ψυχολογικής και πνευματικής ταυτότητας του ανθρώπου, μπροστά στην οποία μπορεί να σταθεί ερευνητικά και ο σύγχρονος άνθρωπος που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την ποιότητα και τις διαστάσεις της δικής τους αυτοσυνειδησίας.
Στα συγγράμματα των Τριών Ιεραρχών βρίσκει κανείς ένα ανεξάντλητο πλούτο ψυχολογικών και γενικότερα υπαρξιακών αναλύσεων και συνθέσεων, χρήσιμες γνώσεις στο σύγχρονο ερευνητή που επιχειρεί να προσφέρει τη συμβολή του στο επίμοχθο έργο της γνώσης ή αυτογνωσίας του ανθρώπου.
Οι πατερικές θέσεις στο πρόβλημα της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου είναι έγκυρες σε κάθε εποχή, αφού μάλιστα η πατερική σκέψη και ζωή προέρχονται από το χώρο της ορθόδοξης πνευματικότητας κι’ είναι προικισμένη με αδιάβλητη υπαρξιακή γνησιότητα.
Μία εικόνα της λειτουργίας της αυθεντικής ελευθερίας της υπάρξεως απολαμβάνομε στον 27ο (ΚΖ) Λόγο Γρηγορίου του Θεολόγου, που επιγράφεται: «Εις εαυτόν, εξ αγρού επανήκοντα, μετά τα κατά Μάξιμον». Στο λόγο αυτό Γρηγόριος σκιαγραφεί τα όρια της ελευθερίας και δίνει την ποιότητα του πνευματικού προχωρημένου Χριστιανού ανθρώπου, που χαρακτηρίζει με τον όρο «φιλόσοφος νους». Σύμφωνα με κάποιο αρχαίο μύθο λέγει ο Γρηγόριος, υπάρχει ένα φυτό που «θάλλει τεμνόμενον και προς τον σίδηρον αγωνίζεται˙ και ει δει παραδόξως ειπείν περί παραδόξου πράγματος, θανάτω ζη, και τιμή φύεται, και αύξεται δαπανώμενον. Ταύτα μεν ούν, ο μύθος και η αυτονομία του πλάσματος˙ εμοί δε δοκεί σαφώς τοιούτον είναι τι ο φιλόσοφος. Ευδοκιμεί τοις πάθεσι και ύλην αρετής ποιείται τα λυπηρά, και τοις εναντίοις εγκαλλωπίζεται μήτε τοις δεξιοίς όπλοις τοις δικαιοσύνης αιρόμενος, μήτε τοις αριστεροίς καμπόμενος˙ αλλ’ ο αυτός ουκ εν τοις αυτοίς αεί διαμένων, ει και δοκιμώτερος, ώστε εν καμίνω χρυσός ευρισκόμενος».
Εδώ σαφώς καταφαίνεται, ότι εσωτερικές αρνητικές καταστάσεις όπως είναι τα πάθη ή εξωτερικές συνθήκες της ζωής που δημιουργούν τραυματικές εμπειρίες στην ανθρώπινη ύπαρξη, αποτελούν για τον «φιλόσοφο νου» υπαρξιακές διεργασίες της αναπτύξεως και της καταξιώσεως της ελευθερίας του.
Ο «φιλόσοφος νους» κατά τον Γρηγόριον έχει τη φυσική ικανότητα να μην ταυτίζεται με καταστάσεις ή γεγονότα πού είναι εύλογο να απειλούν με νοθεία την πνευματική του ταυτότητα και να αλλοιώνουν την αυτοσυνειδησία του. Η ελευθερία του κι’ η υπαρξιακή του αυτοτέλεια, αυτό είναι το θαυμαστό, πραγματώνεται σε μια πορεία συνεχούς βελτιώσεως και τελειοποιήσεως καθώς οι δυνάμεις αυτές ενεργούν με τον εξουθενωτικό αρνητισμό τους. Αυτό δείχνει την ποιότητα ζωής και αγώνος που ζει ο αυθεντικός χριστιανός άνθρωπος.
Η πορεία του, πορεία καταξιώσεως της ελευθερίας του και του ελεύθερου αυτοκαθορισμού του, στα πλαίσια της εν Χριστώ ζωής. Ο «φιλόσοφος νους», «νικά τω νικάσθαι τους κρατείν νομίζοντας».
Μία χαρακτηριστική εικονογραφική απόδοση του θεμελιώδους αυτού πατερικού αποφθέγματος συναντούμε σ’ ένα κείμενο του Μ. Βασιλείου που περιέχεται στην ομιλία του «Εις Γόρδιον τον Μάρτυρα».
Ο Γόρδιος εκατόνταρχος του ρωμαϊκού στρατού, με πολλά σωματικά και πνευματικά χαρίσματα, έγινε χριστιανός και έθεσε τα χαρίσματα αυτά στην υπηρεσία της προασπίσεως της χριστιανικής πίστεως, όταν ο αυτοκράτορας τον οποίο υπηρέτησε πιστά ο Γόρδιος διέταξε διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Σε μια κρίσιμη για τον αγώνα των Χριστιανών στιγμή ο Γόρδιος κατέφυγε στα βουνά. Ο Μ. Βασίλειος περιγράφει ως εξής τη φυγή αυτή του Γόρδιου. «Τότε ο γενναίος αυτός πρόλαβε την αναγκαστική απόφαση των δικαστηρίων και έρριψε τον στρατιωτικό ζωστήρα και εξορίστηκε, αφού περιφρόνησε το αξίωμα, τη δόξα, τον πολύ πλούτο, τη συγγένεια, τους φίλους, τους υπηρέτες, την απόλαυση του βίου, όλα όσα είναι περιζήτητα στους ανθρώπους και έτρεξε στις πιο απόμακρες και δύσβατες για τους ανθρώπους ερημιές. Προτιμώντας ημερώτερη τη ζωή με τα άγρια θηρία από την κοινωνία με τους ειδωλολάτρες κατά το παράδειγμα του ζηλωτή Ηλία. Έτσι απέφυγε τους θορύβους της πόλεως, την αλαζονεία των αρχόντων, τα δικαστήρια, τους συκοφάντες, τους πωλητές, τους αγοραστές, αυτούς που ορκίζονται, αυτούς που ψεύδονται, την αισχρολογία, τους αστεϊσμούς, κι’ όλα τ ’ άλλα που σαν εξαρτήματα κουβαλούν μαζί τους οι άνθρωποι των πόλεων.
Όμως η φυγή αυτή του Γόρδιου κατά τον Μέγα Βασίλειο δεν ήταν έκφραση πνεύματος ηττοπάθειας, αλλά αναγκαία αλλαγή συνθηκών ζωής για απόκτηση μιας διαυγέστατης πνευματικής προοπτικής. Στις νέες αυτές συνθήκες ζωής ο Γόρδιος διατηρούσε καθαρά τα αυτιά του και τα μάτια του και πιο πολύ την καρδιά του, για να μπορέσει να δει τον Θεό και να γίνει μακάριος. Κι’ αφού σ’ αυτή την κατάσταση της αδέσμευτης κι’ ελεύθερης υπάρξεώς του είδε αποκαλύψεις και διδάχθηκε μυστήρια όχι από τους ανθρώπους αλλά από το μεγάλο διδάσκαλο, το «πνεύμα της αληθείας», αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει την τελική μάχη στον κρίσιμο αγώνα της πίστεώς του.
Πραγματικά έμοιαζε με όνο άγριο, που ήλθε από την έρημο. Λόγω της μακροχρόνιας παραμονής του στα βουνά. «Είχε ακαλαίσθητη την κεφαλή, πλούσια γενειάδα, ρυπαρά ενδύματα, σκελετωμένο ολόκληρο το σώμα, κρατούσε ραβδί και έφερε κρεμασμένο στους ώμους σακκίδιο».
Ελεύθερος και αδέσμευτος από τις συμβατικότητες της υπάρξεως. Ανεξάρτητος από τις δεσμευτικές αρχές της υλόφρονης ζωής, ήταν έτοιμος να επικυρώσει την πνευματική του ελευθερία με μια κίνηση συντριβής του κόσμου τούτου, εν Χριστώ.
Εξοργισμένος ο άρχοντας της πόλεως από το μεγαλόπνοο και ακτινοβόλο ύφος του άγριου όνου της πνευματικής ερήμου ανεφώνησε αυθόρμητα τη στιγμή που ο Γόρδιος ριχνόταν σ’ ένα πολύπλοκο σύστημα οργάνων για αιματηρά βασανιστήρια.
- Κι’ όμως πόσα κερδίζει ο αλιτήριος με το να πεθαίνει μια μονάχα φορά;
Και ο Γόρδιος πρόφθασε να πει: «Πόσο ζημιώνομαι με το να μη μπορώ να πεθάνω πολλές φορές για το Χριστό;»
Αλλ’ όταν ο άρχοντας που έστειλε στο βασανιστικό θάνατο το Γόρδιο τον χαρακτηρίζει αλιτήριο, δεν γνώριζε ότι άθελά του αναγνώριζε στο Μάρτυρα του Χριστού τον ευγενέστερο τίτλο της υπάρξεως, που επικυρώνεται αυθεντικά μόνο στο χώρο της γνήσιας χριστιανικής ζωής.
Οι γνήσιοι άνθρωποι του Θεού είναι πράγματι αλιτήριοι, μ’ ένα ειδικό βέβαια, νόημα. Ελεύθεροι και αδέσμευτοι μέσα στον χώρο της υπάρξεως δεν υποτάσσονται τελεσίδικα σε καμμιά δεοντολογία «καθωπρεπισμού». Ούτε ο τόπος ούτε χρόνος τους δεσμεύει, αλλά ούτε και οι ποιοτικές κατηγορίες της ζωής μπορούν να καθορίσουν δεσμευτικά την πνευματική τους ταυτότητα.
Κι’ ο Μέγας Βασίλειος υπενθυμίζοντας τη βασική γραμμή της αποστολικής ελευθερίας, θα μας βεβαιώσει ότι οι αυθεντικοί χριστιανοί κυκλοφορούν στο χώρο της υπάρξεως σαν αλήτες και έρημοι. Και πρώτοι αλήτες και έρημοι οι μαθητές του Χριστού. «Οι μακάριοι μαθηταί πρώτοι, πένητες και γυμνοί την οικουμένην διαδραμόντες ουκ εν σοφία λόγου, ουκ εξ ακολούθων πλήθει, μόνοι αλήται και έρημοι γην τε θάλατταν εξαμείβοντες, μαστιζόμενοι, λιθοβολούμενοι, διωκόμενοι, τέλος αναιρούμενοι. Ταύτα ημίν πατρώα και θεία παιδεύματα».
Κατά τον Μ. Βασίλειον «Ποιμήν και πένης, ταύτα τω Χριστιανώ τα σεμνολογήματα». Ο γνήσιος Χριστιανός έχει τη «φτώχεια» αλλά και την υπαρξιακή άνεση και ελευθερία του βοσκού». Το ελεύθερο και αδέσμευτο είναι έκφραση μιας αφανούς εσωτερικής διεργασίας, που αποτελεί όπως είναι εύλογο, το πεδίο του προσωπικού αγώνος του ανθρώπου αυτού, που τελικά με τον τρόπο αυτό καταξιώνει την «εν Χριστώ» ελευθερία του. Και για να γίνει κανείς ελεύθερος «εν Χριστώ Ιησού», πρέπει να υποταχθεί στους πνευματικούς κανόνες και στις αρχές μιας πνευματικής ζωής που θα τον ελευθερώνουν προοδευτικά από τον ίδιο τον εαυτό του.
Ο Μ. Βασίλειος μας δίνει ένα θεμελιακό κανόνα της διαλεκτικής στάσεως του πνευματικού ανθρώπου με τις αναπόφευκτες αναγκαιότητες της υπάρξεως που εγκλωβίζουν τον άνθρωπο αυτό σε πιεστικές καταστάσεις, με αποτέλεσμα την απειλή της αλλοιώσεως της αυτοσυνειδησίας του. «Εκούσιον ποιήσατε το κατηναγκασμένον συνιστά στους ακροατές της ομιλίας του “Εις Γόρδιον τον Μάρτυρα”».
Αυτή η εσωτερική ελευθερία είναι διάχυτη και στο έργο του Χρυσοστόμου, οδηγώντας μας σε απροσδόκητες δυνατότητες προσπελάσεως σε ύψιστους χώρους πνευματικού ιλίγγου και εκπλήσεως, στους χώρους μιας ψυχής ελεύθερης από μίση και πάθη.
O αυθεντικά ελεύθερος άνθρωπος για τον Χρυσόστομο είναι άνθρωπος αγάπης. Πώς θα καταλάβω ότι ο Θεός συγχώρησε τις αμαρτίες μου, ρωτά κάποιος τον Χρυσόστομο και εκείνος βρίσκει την ευκαιρία να δώσει το χρυσό κανόνα μιας ασύλληπτης, σε αγαπητικό νόημα πνευματικής ελευθερίας εσωτερικής.
- Θα καταλάβεις ότι ο Θεός συγχώρησε τις αμαρτίες σου, λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, εάν συμπεριφέρεσαι προς τους αμαρτωλούς με την ίδια φρικώδη αγάπη συμπάθεια που συμπεριφέρεσαι προς τους αγίους.
Ό,τι μπορεί να καταλάβει ο νους αυτός, το συνειδητοποιεί σ’ αυτή την αποκορύφωση που ριπίζεται φωτιστικά από τους αγιασμένους αέρηδες των «πατερικών ελλάμψεων».
Το χρυσοστομικό πνεύμα, υπέρλαμπρος αστέρας της «Τρισηλίου Θεότητος» ακτινοβολεί με τη φρικώδη εξίσωση αμαρτωλών και αγίων το θείο φως μιας αγάπης χωρίς όρια και συγχρόνως επικυρώνει αυθεντικά τον όντως αδιάστατο χαρακτήρα της πατερικής εσωτερικής ελευθερίας.
Οι Τρεις Ιεράρχες έχοντας επίσης εδραία νομική παιδεία συνέβαλαν στο θεμελιώδες για την νομική επιστήμη πρόβλημα της ορθής μεθόδου ερμηνείας του δικαίου και στην αναμόρφωσή του. Είναι δε πράγματι συγκινητικό κάτι που έχει επισημανθεί μέχρι σήμερα, το ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες προ δέκα έξη αιώνων έχουν πια την τελευταία λέξη της συγχρόνου νομικής επιστήμης.
Και οι Τρεις Ιεράρχες τονίζουν ότι η λογική ερμηνεία του δικαίου πρέπει να είναι προπαντός τελολογική, να αποβλέπει δηλαδή στον σκοπό του νόμου.
Για την ορθή κατανόηση των Γραφών λέγει ο Χρυσόστομος, πρέπει να κατεβούμε «προς το βάθος» αυτών, άλλως, ουδέν όφελος. Όπως λέγει ο ίδιος για να βρούμε το αληθινό μαργαριτάρι πρέπει να πάμε βαθιά στη θάλασσα, έτσι για να βρούμε το αληθινό νόημα του νόμου πρέπει να εμβαθύνομε στο κείμενο αυτό.
Με όπλο το φυσικό δίκαιο οι Τρεις Ιεράρχες υποσκάπτουν τα θεμέλια του θεσμού της «φοβερώτερης κοινωνικής ανισότητας των αιώνων» για να χρησιμοποιήσομε την έκφραση του TROPLONG, του θεσμού της δουλείας.
Δεν «εκτίσθη δεσπότης και δούλος» «απ’ αρχής», εννοώντας ότι η διάκριση αυτή αντίκειται στο φυσικό δίκαιο. Η διάκριση αυτή είναι φαύλη και τυραννική.
Εάν λέγει ο Χρυσόστομος, ο βασιλεύς ο οποίος ως γνωστόν, είχε την εποχή εκείνη τη Νομοθετική εξουσία, επιτάσσει έστω και με νόμο τον ιδιώτη να κάμη ανέντιμη πράξη, όχι μόνο δεν πρέπει να τον υπακούσει, ο ιδιώτης αλλά πρέπει να προσπαθήση να μεταπείσει τον επιτάσσοντα, έστω και αν πρόκειται αυτό να του στοιχίσει τη ζωή.
Τέτοια φωνή - λέγει ο BAUR δεν θα είχε ποτέ μέχρι τότε ακούσει ο αρχαίος κόσμος από το στόμα λειτουργού της θρησκείας του.
Όπως ιστορεί ο βιογράφος του Θεόδωρος (επίσκοπος Τριμυθούντος), υπήρχε «νόμος βασιλικός» κατά τον οποίον, εάν ο βασιλιάς ή η βασίλισσα έμπαιναν σε ξένο αμπέλι και είτε «εκουσίως» είτε κατά λάθος («ακουσίως») άγγιζαν τον καρπό («ήπτοντο εκ του καρπού»), το αμπέλι περιήρχετο αυτοδικαίως στην κυριότητα των βασιλέων. Συνέβη λοιπόν η βασίλισσα Ευδοξία να μπεί κατά λάθος («εξ αγνοίας»), όπως διετείνετο, στο αμπέλι μιας χήρας, συνορευόμενη με το δικό της και να κόψει σταφύλια. Κατόπιν αυτού και κατ’ εφαρμογήν του ανωτέρω νόμου η βασίλισσα κατέλαβε το αμπέλι και ηρνείτο να το αποδώσει στη χήρα. Ο Χρυσόστομος κρίνει το νόμος ως αυτοδικαίως άκυρο λόγω αντιθέσεώς του προς το φυσικό δίκαιο και «ενοχλεί» με επανειλημμένας επισκέψεις του τη βασίλισσα με την παράκληση να λυπηθεί τη χήρα και ν’ αποδώσει το αμπέλι. Κατά μία ειδική όμως επίσκεψη του Χρυσοστόμου για το σκοπό αυτό η βασίλισσα διατάζει να κλείσουν την θύρα, για να μη δεχθεί τον Χρυσόστομο.
Η αντίδραση του Χρυσοστόμου στην ιταμή αυτή παραβίαση του φυσικού δικαίου ήταν άμεση και εντονώτατη: Παραγγέλει όταν έλθει η Ευδοξία για να μπει στην εκκλησία, να κλείσουν την πόρτα και να απαγορευθεί η είσοδος.
Αποτέλεσμα: Η πρώτη εξορία του Χρυσοστόμου κατόπιν της λεγομένης «ληστρικής Εκκλησιαστικής Συνόδου της Δρυός», κατά την οποίαν εκράτησαν οι δουλεύοντες στο παλάτι εκκλησιαστικοί παράγοντες και επέβαλαν στο Χρυσόστομο την ποινή της καθαιρέσεως από το πατριαρχικό αξίωμα. Εξορία φοβερή «χαλεπωτάτη», όπως ο ίδιος ο Χρυσόστομος την χαρακτηρίζει, διότι ήταν εξορία στη νότια άκρη της βυζαντινής αυτοκρατορίας -στην Κουκουσό της Αρμενίας- σε «φυλακή» μέσα σε φρούριο, που εφρουρείτο από στρατιώτες του βασιλέως. Εξορία την οποία αναγκάσθηκαν τα ανάκτορα να ανακαλέσουν για να κατασιγασθεί η κατακραυγή του λαού ο οποίος έλεγε ότι «συνέφερεν ίνα ο ήλιος συνέστειλεν τας ακτίνας αυτού ή ίνα το στόμα του Ιωάννου εσιώπησε». (P.G. 52, 685), κι’ έτσι επανήλθε ο Χρυσόστομος θριαμβευτικά στον πατριαρχικό του θρόνο.
Ο Χρυσόστομος ήταν επίσης άριστος γνώστης του ρωμαϊκού δικαίου, του κληρονομικού, του ενοχικού, του εμπραγμάτου και του οικογενειακού. Γνωρίζει κατά βάθος τη λεπτή και όχι εύκολα κατανοητή έννοια της ρωμαϊκής OBLIGATIO, της «ενοχής» ή «οφειλής», (από την πλευρά του οφειλέτου) την οποία και χρησιμοποιεί κατά τρόπο αριστοτεχνικό, για να καταστήσει ανάγλυφη την «οφειλή», το «χρέος» του καθ’ ενός μας ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας.
Το «χρέος» της αγάπης, λέγει ο Χρυσόστομος, είναι «χρέος αεί εκτιννόμενον -δηλαδή πάντοτε καταβαλλόμενον-, αεί δε οφειλόμενον».
Όσον αφορά το ρωμαϊκό οικογενειακό δίκαιο, είναι πάρα πολλά χωρία των έργων του Χρυσοστόμου, από τα οποία προκύπτει ότι είχε αρίστη γνώση αυτού. Έτσι π.χ. γνωρίζοντας τα δύσκολα προβλήματα του θεσμού προίκας του ρωμαϊκού δικαίου, απεδοκίμαζε και επετίθετο μετά σφοδρότητος, κατά της προικοθηρίας. Επειδή το θέμα είναι επίκαιρον αναφέρομεν το οικείον χωρίον: «Και γαρ -λέγει ο Χρυσόστομος- πολλών ήκουσα λεγόντων, ο δείνα ευπορώτερος γέγονε από του γάμου, πένης ων˙ επειδή γυναίκα εύπορον έλαβε πλουτεί και τρυφά νυν. Τι λέγεις άνθρωπε; Από γυναικός κερδαίνειν επιθυμείς;» (δηλ. επιθυμείς να κερδίσεις από το γάμο σου) «και ουκ αισχύνει» (και δεν ντρέπεσαι), ουδέ ερυθριάς (και δεν κοκκινίζεις); Ουδέ εις γην καταδύει (και δεν σε καταπίνει η γη), τοιούτους κερδών επιζητών τρόπους»;
Όσον αφορά τον Γρηγόριον, το αψευδέστερο δείγμα της εδραίας νομικής παιδείας του αποτελεί η διασωθείσα διαθήκη του, η οποία έχει διατυπωθεί με τέτοια νομική ακριβολογία, που θα την εζήλευε και ο καλύτερος νομικός. Η διαθήκη αυτή μαρτυρεί γνώση της λεπτής διακρίσεως της εγκαταστάσεως κληρονόμου από της κληροδοσίας, καθώς και της κατά το ρωμαϊκό δίκαιο διακρίσεως της διαθήκης από του κωδικέλλου. Διακρίσεως που μόνον αυτός που έχει νομική παιδεία μπορεί να γνωρίζει.
Αρίστη νομική παιδεία μαρτυρούν και τα έργα του Βασιλείου από τα οποία προκύπτει βαθειά γνώση ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου ιδίως δε των βασικών προβλημάτων του κοινωνικού δικαίου.
Απαράμιλλος είναι ο τρόπος με τον οποίον και οι Τρεις Ιεράρχες παίρνουν θέση για θεμελιώδη προβλήματα του ποινικού δικαίου με γνώμονα το σκοπό της ποινής.
«Τοις γαρ τω οτιούν αδικούντας», -λέγει ο Βασίλειος- «ουχ υπέρ ήδη γεγενημένων κολάζομεν, αλλ’ όπως αν ή αυτοί προς το λοιπόν αμείνους γενόμενοι ή ετέροις υπάρξαι εν του σωφρονείν παράδειγμα». Δηλαδή «Τους οπωσδήποτε αδικούντας δεν τους τιμωρούμε ένεκα του διαπραχθέντος αδικήματος, αλλά ή για να βελτιωθούν στο μέλλον αυτοί οι ίδιοι, ή για να αποτελέσουν παράδειγμα σωφρονισμού για τους άλλους». «Ουδείς νομοθετών -λέγει ο Χρυσόστομος- προς απειλήν λέγει μόνον, αλλά και προς σωφρονισμόν». Την δε «μετάνοια, ως μόνον ειδικής προλήψεως μελλόντων εγκλημάτων και έτσι ως μέσον βελτιώσεως των εγκληματιών, χαρακτηρίζει προσφυώς ο Χρυσόστομος ως “φάρμακον” αμαρτημάτων κωλύον αυτοίς περιπεσείν», δηλαδή ως φάρμακον το οποίο εμποδίζει τους ανθρώπους να διαπράξουν νέα εγκλήματα.
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήταν μόνον κορυφαίοι εκκλησιαστικοί άνδρες και γίγαντες της Θεολογικής επιστήμης, αλλά ήταν και κράτιστοι νομικοί που όχι μόνον αξιοποίησαν και πλουσίως την εδραία νομική τους παιδεία για το αποστολικό τους έργο, αλλά με την επικουρία της αφ’ ενός συνέβαλαν σπουδαίως και στην ορθή αναμόρφωση και παιδεία του ανθρωπίνου δικαίου αφ’ ετέρου δε διεκήρυξαν προ δέκα έξη ήδη αιώνων πρωτοποριακές νομικές ιδέες. Εγκατέλειψαν την δικηγορία γιατί δεν συμβιβαζόταν προς την ηθική τους ευαισθησία και τις περί δικαίου αντιλήψεις τους.
Οι Τρεις Μεγάλοι αποδέχονταν την κοινή αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι φύσει ζώον κοινωνικόν και ως μονάς είναι υποχρεωμένος να εντάσσεται στην κοινωνία και να την βοηθεί.
Ακόμη κι αναχωρούν σαν ερημίτες για μόνωση, το κάνουν έμπλεοι αγάπης προς τον πλησίον, για να μορφώσουν χαρακτήρα, και να επανέλθουν στον κόσμο με μεγαλύτερη δύναμη και ισχύ. Κι’ όλα τα προσφέρουν για τον πλησίον. Ο Βασίλειος «ουδέν άλλο είχε πλην του χιτώνος και ολίγων βιβλίων» όπως μαρτυρεί ο Ναζιανζηνός. Είναι προπάντων ο θεωρητικός κήρυξ και πιστός εφαρμοστής της αγάπης προς τον πλησίον. Διατυπώνει ο ίδιος την φράση «χρήζειν αλλήλων και αγαπάν αλλήλοις». Διοχετεύει τις δυνάμεις του πλην του συγγραφικού και του λοιπού και εις το κοινωνικόν του έργον. Το ιερόν καθίδρυμα της Βασιλειάδας είναι εκείνο «εν ω νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται». Η συμπεριφορά του προς τους ανθρώπους είναι υποτύπωση τρυφερότητας και δείχνει απέραντον ανθρωπισμόν.
Ο Γρηγ. Ναζιανζηνός μας πληροφοεί για την κοινωνική του δράση η οποία εκδηλώνεται και κατά την διάρκεια λιμού, όπως μας πληροφορούν οι επιταφιογράφοι.
Τι πλήθος ιδρυμάτων στην «Βασιλειάδα». Πτωχοκομείον, νοσοκομείον, ορφανοτροφείον, ξενώνας για τους ταξιδεύοντες, λεπροκομείον χωριστά, διδακτήριον για τα φτωχά και τα ορφανά, ειδικά εργαστήρια για τις τέχνες και επαγγέλματα. Ιδιαίτερα οικήματα για τους γιατρούς, τους νοσοκόμους, το νοσηλευτικόν προσωπικόν. Ακόμη και βουστάσιον διέθετε για την εξυπηρέτηση των ανθρώπων όλων αυτών των ιδρυμάτων.
Ο Ναζιανζηνός ως αυτήκοος και αυτόπτης χαρακτηρίζει τα ιδρύματα αφού ο ίδιος υπηρέτησεν το ίδρυμα εκείνο ως απλός νοσοκόμος και αρχικά ως διευθύνων. Αποδίδομε σε ερμηνεία τα λόγια του: «Ωραία αρετή η φιλανθρωπία, η διατροφή των πτωχών, η ανακούφιση του ανθρωπίνου πόνου». «Έξελθε έξω της πόλεως και παρατήρησον την νέαν πόλιν, το ταμείον της ευσεβείας κοινόν θησαυροφυλάκιον των πλουσίων, όπου καταθέτουν τα περισσεύματα πλούτου, που διά των συμβουλών του Βασιλείου έγιναν χρήσιμα».
Ο Βασίλειος όμως δεν θεωρούσε ταπεινωτικόν να τιμά τους αρρώστους και να τους ασπάζεται ακόμη, αν και δεν ήταν βέβαια κάποιος άσημος άνθρωπος, αλλ’ ευγενής και από ευγενή οικογένεια και υπέρλαμπρος για τη δόξα του. Μοναδική η κοινωνική ακτινοβολία του την οποία είχε ακόμη όταν ζούσε.
Ο εθνικός μας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει για το Βασίλειο: «Υπήρξεν ο αγαθός του Ευαγγελίου επίσκοπος, ο πατήρ του λαού φίλος των δυστυχών… ανεξάντλητος εν τη ελεημοσύνη. Αυτός κατήντησε πένης. Δεν είχε ειμή μόνον ένα χιτώνα και δεν έζη ειμή από άρτον και λαχάνων ευτελών…». Ο θαυμασμός μας για το έργον της αγάπης και της θυσίας γίνεται ακόμη μεγαλύτερος, αν αναναλογισθούμε τις πολλές αρρώστειες και τους κόπους που τον ανάγκαζαν ολόκληρους χειμώνες να παραμένει περιορισμένος στο κελλί του. Όπως γράφει σ’ επιστολή του, «τοσούτον μέτεστιν ημίν του βίου, όσον αναπνείν μόνον». Τόση είναι η συμμετοχή μου στη ζωή, όσο που κατορθώνω να αναπνέω.
Καταπλήσσει και η αγάπη του Χρυσοστόμου. Διαθέτει ολόκληρη τη μεγάλη του περιουσία στους φτωχούς και ζει λιτότατα. Με δική του πρωτοβουλία η Εκκλησία της Αντιόχειας τρέφει καθημερινά τρεις χιλιάδες χήρες και φροντίζει για αρρώστους, τους ξένους, τους φυλακισμένους και τους φτωχούς. Στην Κων/λη σαν αρχιεπίσκοπος χτίζει νοσοκομεία και αγκαλιάζει με την αγάπη του κάθε πονεμένο και κατατρεγμένο. Έτσι συμπαρίσταται σε 7000 ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Ακόμη κι’ εξόριστος, πληρώνει λύτρα εξαγοράζοντας αιχμαλώτους, ή τρέφοντας χήρες κι’ ορφανά.
Μια συνεχής κοινωνική προσφορά είναι και η ζωή του Γρηγορίου. Εις τον λόγον του «Εις την καινήν Κυριακήν» που εκφωνήθηκε κατά τα εγκαίνια του ναού του αγίου Μάμαντος, ο Γρηγόριος συνδέει την κοινωνική δεοντολογία με την θεολογική χριστιανική συνείδηση, καταλήγοντας: «Μετάδος τω δεομένω στέγης, σκέπης, τροφής, ο τούτοις εντρυφών και υπέρ την χρείαν… Άφες ο αφεθείς… Πας ο βίος εγκαινιζέσθω σοι, πάσα πολιτεία, οδός».
«Έως εστί καιρός;» γράφει ο Γρηγόριος, «Χριστόν επισκεψώμεθα, Χριστόν θεραπεύσωμεν, Χριστόν τιμήσωμεν».
Οι Τρεις άγιοι στάθηκαν με στοργή και ταπείνωση μπροστά στους αδυνάτους και με αρχοντική αξιοπρέπεια και ανδρεία μπροστά στους δυνατούς.
Είναι πασίγνωστη η στάση του Βασιλείου έναντι του αυτοκράτορος Ουάλεντος και του επάρχου Μοδέστου, καθώς και η κριτική του Χρυσοστόμου στις αυθαιρεσίες της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Και οι Τρεις δέχθηκαν βέλη όχι μόνον από πολιτικούς αλλά και από εκκλησιαστικούς παράγοντες. Μόχθησαν για μια αλλαγή προς το καλύτερο με ενθουσιασμό και γενναιότητα, διατηρώντας ο καθένας μέσα στον αγώνα του την ιδιομορφία και την προσωπικότητά του. Και οι Τρεις άγιοί μας, πριν γίνουν εξωτερικά μάρτυρες της αληθείας αγωνίσθηκαν εσωτερικά. Πέρασαν μία σοβαρή περίοδο ασκητικής ετοιμασίας για την απελευθέρωση από τη δύναμη των ανθρωπίνων παθών. Έτσι μπόρεσαν να ζήσουν και να δράσουν με εσωτερική ελευθερία. Ελεύθεροι από την αγάπη για χρήματα, για δόξα, για ένωση, ελεύθεροι από την αγάπη για δύναμη, οπλισμένοι με τη δύναμη της αγάπης.
«Εάν υπάρχει αγάπη», λέγει ο Χρυσόστομος, «πάντα αν εκποδών εγεγόνει τα κακά», θα ετίθεντο εκποδών όλα τα κακά και επομένως «ούτε πόλεμοι θα εγίνοντο, ούτε μάχαι».
Οι Τρεις Άγιοι, θεολογούν, φιλοσοφούν, καταισχύνουν τους αιρετικούς. Η Χριστολογική άποψη είναι η δεσπόζουσα στον Γρηγόριο. Ο Χριστός είναι η «καθαρά ζωή, ο βίος εκ νεκύων, η πνοή των βροτών. Εν τω έργω της σωτηρίας ο πιστός έχει τον Κύριον σωτήρα, συνέμπορον, ηγεμονήα. Εν αυτώ θαρρεί πλείον ή βίου πάλαις κλπ». Η μορφή του Ναζιανζηνού «αιγλήεσσα και φωτεινή», αντιπροσωπεύει τον γνήσιο σοφό, που ανακλά καταπλήσσουσα αρμονία, το κάλλος του αρχαίου πνεύματος, σε συνδυασμό με τη θεσπέσια μαρμαρυγή της θείας αποκαλύψεως.
Κι’ ενώ φαινόταν τύπος αδύναμος και μελαγχολικός, όταν μετεκλήθη στην Κων/λη που χειμαζόταν από αιρέσεις, μέσα σε μια διετία την μετέτρεψε από αρειανή σε ορθόδοξη. Εμφανίστηκε στην Κων/λη προ της Πεντηκοστής του 379. Οι αντίπαλοι της ορθοδοξίας όταν αντίκρυσαν τον κουρασμένο κάτισχνο ερημίτη, δεν ανησύχησαν καθόλου. Αλλ’ η πρώτη τους εντύπωση εντός ολίγου ανετράπη. Οι συναθροίσεις των ορθόδοξων γινόταν σε μικρό ευκτήριο οίκο, τον μόνο που έμεινε στην Κων/λη. Εκεί αντήχησε ο λόγος του Γρηγορίου και εκφωνήθηκαν οι περί θεολογίας ομιλίες του. Επίσημοι και ιδιωτικοί στενογράφοι τις κατέγραφαν. Ο ναός αυτός επειδή ανάστησε τον θείο λόγο ονομάσθηκε Αναστασία.
Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος διαδηλώνει την ορθόδοξη πίστη του, παραδίδει στον Γρηγόριο τον καθεδρικό ναό της Κων/λεως κι’ ο αρειανός Δημόφιλος αποχωρεί. Επιθυμία λαού και αυτοκράτορα ήταν να τοποθετηθεί ο Γρηγόριος στην έδρα του αρχιεπισκόπου Κων/λεως. Το αρνείται, γιατί φρονεί ότι πρέπει να γίνει με απόφαση συνόδου. Συνέρχεται το 381 η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος και σαν πρώτο μέλημά της έχει ν’ ανακηρύξει τον Γρηγόριον αρχιεπίσκοπον Κων/λεως. Έτσι ικανοποιείται ο λόγος του Βασιλείου περί οικουμενικής επισκοπής για το φίλο του. Η εκκλησία τον ετίμησε μεγάλως και του έδωσε το επίθετον Θεολόγος.
Του Μεγάλου Βασιλείου φροντίδα είναι η υπεράσπιση της πίστεως και των δικαίων της Εκκλησίας. Γι’ αυτήν διαθέτει ολόκληρη την ενεργητικότητά του και διακινδυνεύει τα πάντα, ακόμη και αυτήν την ζωή του. Κατά την περίοδο της ανόδου του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, βρίσκεται στην κορύφωσή της μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές συγκρούσεις που κατετάραξε την αυτοκρατορία, η αίρεση του Αρειανισμού. Ο αυτοκράτορας Ουάλης, είναι έτοιμος να την επιβάλλει παντού. Μεταξύ άλλων ορμά και στην Αλεξάνδρειαν «την άσειστον και ανεπηρέαστον των Εκκλησιών μητέρα, ως δουλωσόμενος». Προπομπό στο έγκλημά του στέλλει τον ύπαρχον του Πραιτωρίου, πρωθυπουργόν Μόδεστον, που συνοδευόταν κι’ από άλλους αξιωματούχους. Την υποταγήν του Βασιλείου ζήτησε ο ύπαρχος και εξέφρασεν την απορίαν προ της αρνήσεώς του. Ποιός ήταν ο θρασύς που θα τολμούσε να αυθαδιάζει ενώπιον του απεσταλμένου του αυτοκράτορα και ανθίσταται στα προστάγματά του; Δεν θα αναφέρω τον γνωστό διάλογο, αλλά μία σύντομη περίοδον των λόγων του Βασιλείου, όπως παραδίδει αυτούς ο ευγενής τους φίλος, την πιο χαρακτηριστική, από την οποία προκύπτει η παρρησία, το θάρρος, ολόκληρη η ανδρεία του χαρακτήρα του όντως μεγάλου ανδρός.
«Τ’ άλλα μεν γαρ επιεικείς ημείς, Ύπαρχε, και παντός άλλου ταπεινότεροι, τούτο της εντολής κελευούσης˙ και μη ότι τοσούτω κράτει, αλλά μηδέ των τυχόντων, ενί την οφρύν αίροντες. Ου δε Θεός το κινδυνευόμενον και προκείμενον, τ’ άλλα περιφρονούντες, προς Αυτόν μόνον βλέπομεν˙ πυρ δε και ξίφος και θήρες και οι τας σάρκας τέμνοντες όνυχες τρυφή μάλλον ημίν εισίν ή κατάπληξις. Προς ταύτα ύβριζε, απείλει, ποίει παν αν η βουλομένω σοι, της εξουσίας απόλαυε. Ακουέτω ταύτα ο βασιλεύς ως ημάς γε ουχ αιρήσεις˙ ουδέ πείσεις συνθέσθαι τη ασεβεία καν απειλής χαλεπώτερα… Ο δε θάνατος ευεργέτης, ότι θάττόν με πέμψει προς Θεόν εν ω ζω και πολιτεύομαι».
Αυτή βεβαίως η περίπτωση δεν είναι η μοναδική της αποδείξεως του θάρρους και της ανδρείας του χαρακτήρος του Βασιλείου. Ήταν χαρακτήρας αληθινού χριστιανού ηγέτη. Αυτό επιβεβαιώνει και το έτυμον του ονόματός του. Βάσις λαού, σημαίνει το Βασίλειος.
Κι’ ο πολυπαθής Χρυσόστομος ως θεολόγος θεωρείται ισοστάσιος με τον Απόστολο Παύλο, Σάλπιγξ χρυσόφωνος για την Εκκλησία και την αδιαίρετη πίστη μας. Πεθαίνει στην εξορία από τις κακουχίες στην περιοχή της χιονόβλητης Αρμενίας πολεμώντας με ανυποχώρητη σφοδρότητα τις αυθαιρεσίες της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας και υπερασπίζοντας την Εκκλησία, που ανήκει στους φτωχούς, τους απροστάτευτους, τους ασθενείς, με μια λέξη τους πιστούς που υπακούουν στο θέλημα του Θεού.
Ασκητικός, με ψυχή φλογερή και σθένος ρωμαλέο, συνεπής στην πίστη και διδασκαλία, αποτελεί τη σημαντικότερη προσωπικότητα που έδωσε η ελληνική τότε Συρία στο Βυζάντιο.
Ενώ κατά την διαδρομή των αιώνων, αυτοκρατορίες που στηρίζονταν στην υλική δύναμη διαλύθηκαν, οι δε φορείς τους, αυτοκράτορες, στρατηλάτες, μεγάλοι πολιτικοί άνδρες, περιήλθαν στη δεσποτεία της λήθης, οι Τρεις Μεγάλοι Φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητας που ευρίσκονται πλησίον Εκείνου, φέρονται στα χείλη, τις συνειδήσεις, την καρδιά και την διάνοια του πιστού λαού, των πιστών φοιτητών και φοιτητριών και της μαθητευομένης γενικότερα νεολαίας, ως συνεχώς και αδιαλείπτως ζώντες εις το αιώνιον και διαρκές παρόν, που πραγματοποιείται στο πλαίσιον της εκκλησιαστικής ζωής.
Τον 11ον αιώνα καθιερώθηκε από τον πνευματώδη υμνογράφο Ιωάννη τον Μαυρόποδα επίσκοπο Ευχαΐτων η εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα της ελληνικής παιδείας και των ελληνικών γραμμάτων.
Οι Τρεις Ιεράρχες έζησαν σε μια κοσμογονική εποχή, που παρουσίαζε βαθιές ρωγμές, αναστατώσεις, πολιτικοκοινωνικές, τολμηρές αναζητήσεις, γενικότερες ανακατατάξεις ιδεών κι’ έχει σοβαρά ανάλογα με τη δική μας. Αντιμετώπισαν με βαθιά συνέπεια, ανδρεία και φρόνηση τα αιτήματα των καιρών τους.
Ανέπτυξαν ένα πολυσήμαντο και πολυδιάστατο έργο. Προχώρησαν στην πρώτη γραμμή ευθύνης με την αποδοχή της ιερατικής αποστολής, της προσωπικής σταυρώσεως εν τη Εκκλησία. Κι’ οι Τρεις μάχονται για ν’ αφυπνίσουν τη συνείδηση του ανθρώπου να στραφεί προς τον εαυτό του, να δυναμώσει το θεϊκό σπινθήρα που βρίσκεται μέσα του. Χάρη σ’ αυτούς διατηρήθηκε ανόθευτη κι’ αδαπάνητη η εύκλεια του Γένους των Ελλήνων. Χάρη σ’ αυτούς η ελληνική ιδιοφυία χαριτώνεται από το κάλλος της θεότητος.
Ας αφήσομε τους Τρεις Ιεράρχες, τους κατά τον Ισίδωρον τον Πηλουσιώτην «πανταχού τω φωτί της εαυτών πολιτείας τα της γης δαδουχήσαντες τέρματα», να στείλουν στα βάθη της ψυχής μας τις σωστικές τους ανταύγειες, ώστε μαζί με τον Ναζιανζηνόν να βιώνουμε και να αναφωνούμε το: «Φως και φως και φως, αλλ’ εν φως, είς Θεός».