
Γλυκοχάραμα και «πιάνουμε» το Βενέτικο. Βρίσκομαι στο κατάστρωμα. Το πλοίο φαντάζει με σκοινί τεντωμένο κι εγώ σαν σκοινοβάτης, προσπαθώ να ισορροπήσω ανάμεσα στη ροδοκόκκινη αυγή των Μικρασιατικών παραλίων των γονιών μου και στις βαμμένες με το απαλό χρώμα ακτές της Χίου.
Η επιστροφή ξανά και ξανά στη γενέτειρα γη συνδέεται με ένα πνευματικό, συναισθηματικό και νοσταλγικό πλέγμα και με μία ευκαιρία απόδρασης, περιπλάνησης και αναμόχλευσης της μνήμης.
Έτσι, στις σχεδόν καθημερινές μου βόλτες της περιπλάνησης στους δρόμους της Χώρας, άλλοτε σχεδιασμένες και άλλοτε «έτσι, χωρίς πρόγραμμα», παρά τα όσα μου προκαλούν αρνητική εντύπωση, θα φέρω στο νου τους παλιούς κινηματογράφους, τα βιβλιοπωλεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα ωραία καταστήματα, τους καλοντυμένους ανθρώπους αλλά και τα νοικοκυρεμένα προσφυγικά σπίτια (πολλά από αυτά υπάρχουν και σήμερα έρημα και σιωπηλά) και τους ανθρώπους του μόχθου, που αντιμετώπιζαν τα βάσανα και τις πίκρες της ζωής με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο.
Καθώς τριγυρνώ, τα βήματά μου με οδηγούν όλο και πιο συχνά, πιθανόν κατευθυνόμενα από μια εσωτερική ανάγκη, σχεδόν μηχανικά, στην οδό Σταματίου Πρωίου. Η επιστροφή σ’ αυτή τη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων λειτουργεί για μένα θετικά, αλλά κάθε φορά μου αφήνει μια ανολοκλήρωτη αίσθηση ικανοποίησης και ένα μικρό κενό στην καρδιά μου. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που την επισκέπτομαι κάθε φορά. Στη γειτονιά αυτή έζησα από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Η γειτονιά άντεξε στη φθορά του χρόνου, με εξαίρεση το σπίτι που έζησα· αναγεννήθηκε σε πολυκατοικία. Ευφραίνεται το βλέμμα μου κάθε φορά που περνώ και στην οθόνη του μυαλού μου προβάλλονται όλοι όσοι έζησαν εδώ. Ο πατέρας μου ο Φίλιππας, η μητέρα μου η Μαρίτσα, η γιαγιά μου η κυρά Μαριγώ, η αδελφή μου η Χριστίνα. Ακριβώς δίπλα αριστερά η κ. Λεώνη και στα δεξιά ο κ. Κώστας με την κυρά Αγγελική, στο ίδιο σπίτι ο κ. Αλέκος με την κ. Μαρία (Μαράκι τη φωνάζανε όλοι), απέναντι η φιλήσυχη οικογένεια των Αρμενίων και στη συνέχεια ο κ. Αλέκος με τη Δροσιά και την κυρά Στέλλα, λίγο πιο κάτω ο κ. Θανάσης με την κ. Μαίρη, στη γωνία το μαγαζί με τον κ. Ξενοφώντα. Παράλληλα και μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών, μέχρι τώρα όλοι φίλοι αγαπημένοι. Το Νίκο και τον Άγη, το Γιάννη που τώρα περπατά στους αόρατους δρόμους, την Αλίκη, τον Κωστή με την Κική, τον άλλο Γιάννη και άλλα παιδιά περαστικά για μικρά χρονικά διαστήματα.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν διακριτικοί με σεβασμό προς όλους, με πραγματικές αξίες, άνθρωποι αληθινοί. Στη γειτονιά αυτή βίωσα την ανεπανάληπτη κοινωνική συνοχή και την αξιοπρέπεια μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, ανεξαρτήτως κοινωνικής και οικονομικής τάξεως.
Καθώς απομακρύνομαι από την παλιά μου γειτονιά, η σκέψη μου καλπάζει ψάχνοντας να βρει έναν τρόπο να ξαναζήσω έστω για λίγες στιγμές αυτή την περασμένη εποχή και να αρχίσω πάλι απ’ την αρχή.
Χαλάνδρι, 23 Οκτωβρίου 2018, Σπύρος Φ. Σαματάς