
H
Ήταν μέρα του Χριστού έξι τ’ Αυγούστου. Μέρα σημαδιακιά για τη Βολισσό. Τη μέρα κείνη είχε το πανηγύρι της η ενορία του Χριστού. Απέξω από το καφενείο του Αγγελή, στην πλατεία του Χριστού, έπαιζαν τα όργανα. Βιολιά και κλαρίνα!
Πρώτα πρώτα ο Τούρκος, το Ισμαηλάκι, που με το βιολί του έκανε τιε φωνές των πουλιών. Όταν όμως άρχιζε τα ταξιμάκια, έπαιζε τόσο γλυκά, τόσο παθητικά, που σ’ έκανε και να κλαις. Ύστερα ο γέρο Λουλούμαρης, από το Λιθί, που έδινε τόση φωνή στο κλαρίνο του, που ακουγόταν ως την Πυραμά. Τρίτος και καλύτερος ο Χαράλαμπος από την Ποταμιά. Ο Χαράλαμπος έπαιζε τσιγούρι.
Είναι αλήθεια πως, εκτός από ένα μονότονο τσίκι ρίγκι τσίγκι, δεν ήξερε να παίξη άλλο τίποτα. Ωστόσο ήταν περιζήτητος οργανοπαίχτης, γιατί ήξερε να λέη τραγουδάκια. Για κάθε χορευτή σχεδίαζε στη στιγμή ένα τραγουδάκι και του τραγουδούσε. Και ήταν τόσο πετυχημένα τα τραγουδάκια του, που όλοι πρόσεχαν ν’ ακούσουν τι θάλεγε για τον καθένα.
Αν ο χορευτής φορούσε κεντητό πουκάμισο και τον έλεγαν και Βασίλη, ο Χαράλαμπος του τραγουδούσε:
Μπιμπίλα του πουκαμισιού,
ποιος σ’ έχει κεντημένη
και στου Βασίλη το λαιμό
σ’ έχει περιπλεγμένη.
Αν ο χορευτής ήταν κανένας Αμερικάνος, με ρολόγια και με χρυσά δόντια, ο Χαράλαμπος του τραγουδούσε:
Ας με το ρολογάκι σου
να βγάλω από την τσέπη,
για τα το δει η κοπελιά
π’ από καρσί σε βλέπει.
Κι αν ο χορευτής ήταν χασάπης κι ήταν και χουβαρδάς, ο Χαράλαμπος κουνούσε αριστερά και δεξιά το κεφάλι του και τραγουδούσε:
Απ’ όλους ο χασάπης
χορέβγει πχιό γκαλά,
που έ λυπάται τάλαρα
μον βγάλλει και κολλά.
Καλά τα όργανα, μα καλοί και οι διασκεδαστές. Όλοι οι νέοι κι οι νιόπαντροι είχαν μαζευτεί κείνο το απομεσήμερο στο καφενείο του Αγγελή. Και ποιος δεν ήταν εκεί! Ο Μιχάλης, το Τουρκολάϊνο, ο Γιώργης ο Χασές, ο Στυλιανός ο Ξυλάρας, ο Δημήτρης ο Φασονές, ο Σταμάτης της Αργυρώς, ο Σπύρος ο Κουντουρουδάς, ο Νικολής ο Κατσεκαλάς, ο Σωτήρης η Μαντάμα και ο Ταρατατήρας. Όλοι λεβέντες και ασήκηδες! Πολιτάκια και Αμερικανάκια! Παιδιά της μάκαινας!
Γύρω από τα όργανα στέκονταν οι γυναίκες. Νιές και γριές. Οι νιές περίμεναν να χορέψουν και οι γριές να καμαρώσουν τις νιές. Μα και μέσα στην πλατεία του Χριστού στέκονταν και κουβέντιαζαν κόσμος πολύς, άντρες και γυναίκες, που ανάμεσα στα φουστάνια των έπαιζαν κυνηγητό τα παιδιά.
Όσο περνούσε η ώρα, η διασκέδαση δυνάμωνε, το κέφι άναβε! Το Ισμαηλάκι έπαιζε τόσο γλυκά, που δεν χόρταινες να τον ακούς! Οι παραγγελίες στο καφενείο δίνονταν η μια πάνω στην άλλη. Κι ο καφετζής, ο Αγγελής, ο αφεντάνθρωπος, που είχε ζήσει στην Πόλη, φώναζε στο τεζιάκι:
Γέμισε καραφόνι! Μία μαστίχα περιποιημένη! Ντολντούρ! Σεκερλή μπιρ! Α, σ’ αυτά ο Αγγελής δεν είχε το ταίρι του. Και μόνο ο υπηρέτης του, ο τσεβδός και βραδύγλωσσος Κωσταντής γκρίνιαζε κάθε τόσο επειδή του ζητούσαν κι άλλον μεζέ:
«Ε, τσ’ αυτοί πχιά! Όλο ντομάτα θώσι! Γιάντα εν τρώσι και στραγάλια;»
Όταν σκοτείνιασε η μέρα, ο Αγγελής άναψε τη μεγάλη λάμπα του πετρελαίου, που ήταν κρεμασμένη απάνω στον πλάτανο του καφενείου και έλαμψε ο τόπος γύρω!
Τα όργανα ‘εβαλαν περισσότερη όρεξη κι έπαιζαν καλύτερα. Κι οι νέοι, για να δείξουν τη χαρά τους, ξεφώνιζαν: Γειά σου, Ισμαηλάκι, άστρο της Ανατολής! Γειά σου, Λουλούμαρη, ξακουσμένε!
Εκείνη την ώρα ερχόταν από τον κάμπο κι έμπαινε στο χωριό ο Γιώργης ο Κάβουρας.
Ο Γιώργης ο Κάβουρας ήταν δραγάτης στην περιοχή της ενορίας του Χριστού. Ήταν ένας μεσόκοπος σαρανταπέντε-πενήντα χρονών. Είχε γεράσει όμως πριν την ώρα του και τα μαλλιά του άσπριζαν στο κεφάλι του σαν το χιόνι στα βουνά.
Ήταν και τυραννισμένος άνθρωπος ο Γιώργης, γιατί είχε τραβήξει πολλά εκεί που γύριζε 20 χρόνια στην ξενιτειά!
Ωστόσο τα μάτια του είχαν δει πολλά και μ’ όλα τα βάσανα που πέρασε, είχε διασκεδάσει τα νιάτα του όσο έπρεπε.
Όταν ο Γιώργης ήταν είκοσι χρονών, έβλεπε πως η Βολισσό δεν είχε ζήση γι’ αυτόν. Τα πρίμισε κι αυτός και μια και δυό πήγε στην Πόλη.
Πέντε χρόνια έκατσε στην Πόλη, μα ούτε πέντε γράμματα δεν έστειλε στους γονιούς του. Μόνο πια όταν γύριζαν οι Βολισσιανοί από την Πόλη στη Βολισσό, έλεγαν στον πατέρα του:
«Εν πας να τον φέρεις εδωνά; Είντα τον έεις εδεκεί και κάθεται; Ολημμέρα μεθυσμένος ειν».
Κι ο πατέρας του, που τάκουε, ντρεπόταν περισσότερο για τα λόγια των ανθρώπων, παρά για τις ασωτείες του παιδιού του.
Κάποτε όμως ο Γιώργης έκοψε και το μοναδικό γράμμα, που έστελλε κάθε χρόνο. Είχαν περάσει χρόνια και κανείς δεν ήξερε πού γύριζε. Μια μέρα όμως, ένας Βολισσιανός τον είδε άξαφνα στην Αλεξάντρα, απέξω από το ταχυδρομείο. Είχε βγαλμένη έξω τη γλώσσα του και ο καθένας, που ήθελε να στείλη γράμμα, τον επλησίαζε και έβρεχε το γραμματόσημο στη γλώσσα του. Αυτή ήταν η δουλειά του.
- «Καλέ μά! Εσύ εν είσαι ο Γιώργης του Κάβουρα;» τον ρώτησε ο Βολισσιανός.
- «Εγώ είμαι, μπάρμπα!»
- «Και γιάντα έεις εδέτσι τη γλώσσα σου πεταμμένη όξω;»
- «Να, εν ηβλέπεις; Για να βρέχουν οι ανθρώποι τα πούλια» απάντησε ο Γιώργης.
Ο Βολισσιανός εσταυροκοπήθηκε: «Βρε δεν μπας εδεκεί στη Βολισσό να κάτσεις! Να πααίνεις μπάρομου στην τράτα! Μόνο που κάθεσαι εδωνά και κάμνεις έδευτην τη δουλειά!»
- «Όχι, μπάρμπα!» απάντησε ο Γιώργης. «Εγώ το μήνα που μας έρχεται α φύγω κι απ’ εδώ. Α πάω στην Αμερική».
Έτσι κι έγινε. Με τη δουλειά, που έκανε ο Γιώργης στο ταχυδρομείο της Αλεξάντρας, κέρδισε τα ναύλα του και μια μέρα μπήκε στο πλοίο για την Αμερική. Όταν έφτασαν στη Νέα Υόρκη, τους πήγαν όλους στο Καστιγκάρι για να τους εξετάσει ο γιατρός.
Έναν ένα τους εξέταζε ο γιατρός και τους έδινε την άδεια να βγουν στην Αμερική. Όταν έφτασε και στο Γιώργη, του ξέστρεψε τα βλέφαρά του και τα κοίταξε. Ύστερα του μίλησε αγγλικά. Τον ρωτούσε αν αρρώστησε καμμιά φορά. Ο Γιώργης όμως νόμισε πως τούλεγε να βγάλει έξω τη γλώασσα του και περίμενε.
Ο Αμερικάνος όμως πάλι νόμισε πως τον κοροϊδεύει ο Γιώργης και του βγάζει τη γλώσσα. Γι’ αυτό θύμωσε:
«Γκοντέμ!» του είπε. «Σελαμπαμπίτς!» και τούδωσε μια σπρωξιά, που κόντεψε να πέση κάτω ο Γιώργης. Ύστερα πήγε στον παρακάτω.
«Ελωλλάθη ο Αμαρκάνος!» μουρμούρισε ο Γιώργης. Ύστερα όμως άρχισε να του μιλά ελληνικά και θυμωμένος:
«Είντα να σου κάμω, καμένε σκυλόφραγκε, που μ’ έεις εδωνά, μες στο σπίτι σου! Έπρεπε να σ’ έχω κι εγώ πάν’ απέ τον Κορδολήρη και εδετότε σούδειχτα κι εγώ πόσ’ απίδια βάλλ’ ο σάκκος!». Μα ο Αμερικανός ούτε γύρισε να τον δη.
Δέκα χρόνια έκατσε ο Γιώργης στην Αμερική και εργάστηκε σε ένα σωρό εργοστάσια. Πήγε στο Μονέσι, στο Σάμπρατον, στον Μοργεντά, στο Πίτσμπουργκ και σ’ άλλα μέρη. Μα πουθενά δεν έβλεπε χαίρι και προκοπή. Γι’ αυτό κι αυτός, άμα είδε κι απόειδε, τα χτύπησε όλα κάτω και γύρισε στη Χιό. Άμα έφτασε στη Βολισσό, έβαλε μέσα στους γερόντους και τον διώρισαν δραγάτη στην περιοχή του Χριστού. Τότε παντρεύτηκε και τη Βγενού, της χήρας της Σταματινής την κόρη, και τώρα είχε δυό παιδιά και το τρίτο στην κοιλιά.
Σ’ όλη τη Βολισσό τον ήξεραν μικροί και μεγάλοι με το παρατσούκλι, που του κόλλησαν από την πρώτη μέρα, που πάτησε το ποδάρι του στο χωριό. Τον έλεγαν Κλαδούρα.
Όταν η Κλαδούρα μπήκε μέσα στο χωριό και άκουσε τα όργανα, ανεπέτασε η καρδιά του μέσα του. Προχώρησε όμως στο δρόμο του. Πέρασε το χωριανό πηγάδι και το λαγκάδι του Σκεντέρη και έφτασε στο απάνω μέρος του χωριού, στον Πύργο, που ήταν το σπίτι του. Εκεί πλύθηκε, χτενίστηκε, έβαλε τα καλά του και βγήκε να κατέβη κι αυτός στο πανηγύρι να διασκεδάση.
Είχε νάρθει έξι μήνες στο χωριό. Η δουλειά του το απαιτούσε να μένη έξω και να φυλάγη τα μποστάνια.
Πριν φύγει από το σπίτι τού είπε η γυναίκα του:
- «Γιώργη, να μην αργήεις το βράδυ και τα παιδιά νυστάζουν».
- «Καλά!» είπε εκείνος. Πριν κατεβή όμως τη σκάλα το είχε ξαχασμένο. Βγήκε στηνπλατεία τ’ Άη Γιωργιού και πέρασε τα σκεπαστά. Ύστερα κατέβηκε τα ρεμπίσματα του Παπαντώνη, πέρασε από το σπίτι του Σαυλάρα, και σε λίγο βρέθηκε στην πλατεία του Χριστού. Εκεί τράβηξε στο καφενεδάκι του Μαστόρου, που ήταν αντίκρυ στο καφενείο του Αγγελή.
- «Βρε! Η Κλαδούρα!» φώναξαν όταν τον είδαν από μακριά μερικοί χωριανοί, που κάθονταν κι έπιναν ρακί.
- «Γειά σου, Κλαδούρα! Πώς αυτό το ξαφνικό;»
Η Κλαδούρα πλησίασε: «Μα, βρε αερφέ! Είντα, μαθές, ζορ ζορινέ θέτε να με ξεκληρίσετε; Βολισσιανός είμαι κι εγώ. Μάστορη, κέρασέ μας!».
Σε μισή ώρα η Κλαδούρα ήταν τέφι! Ο νους του τώρα πετούσε στα όργανα. Μα κείνη την ώρα φάνηκαν στην άκρη του δρόμου να κατεβαίνουν από ον Πύργο ο Χάλας, το Πίτσικο και ο Τσους. Ήταν και οι τρεις αγκαλιασμένοι και τραγουδούσαν:
To γιασεμί στην πόρτα σου,
ήρτα να στο κλαδέψω.
Όταν έφτασαν στου Μαστόρου, στάθηκαν.
- «Καλησπέρα, παιδιά!» είπαν και οι τρεις. Ο Τσους επρόσθεσε: «Μάστορη, ε μας θυμιάζεις!»
- «Ε μπουλούμε στους Πυργούσους!» πετάχτηκε αμέσως κι είπεν η Κλαδούρα.
Ο Τσους επειράχθηκε. Και επειδή ζητούσε και ευκαιρία να τα ψάλη της Κλαδούρας, που δεν του φύλαγε καλά τον κήπο, τούπε:
- «Σκόλα εσύ! Το ξέρω γω πως ε φελάς, μα είντα α σου κάμω; Ας τα βλέπουν οι προυχόντοι!»
- «Και γιάντα ε φελώ, βρε Τσου;» τον ρώτησε θυμωμένος η Κλαδούρα.
- «Γιατί επήγασι γκαι μου φάγασι τον κήπο στη Λυγαρωπή κι εσύ εν επαρουσιάστης πούβοτι!»
- «Κι είντα φτιώ εγώ για δεύτο;»
- «Αμμέ ποιος φται; Εγώ φτιώ;»
Η Κλαδούρα κατέβασε ένα ποτηράκι και ύστερα είπε:
- «Και Θεός είμαι γω νάμαι πανταχού παρών;»
- «Σκόλα εδευτού! Που α μου πεις εσύ εμόνα! Σάγκαιμου και καλά μαθέ! Αμμέ καμμένε, τόλεγα γώ πως ο Κουρευτής είναι πχιό γκαλός απέ σένα!»
Α, μ’ αυτόν το λόγο δε μπορούσε να τον ανεχθή η Κλαδούρα. Ο Κουρευτής νάναι καλύτερος δραγάτης απ’ αυτόν! Που ο Κουρευτής είχε να φυλάγη μόνο τον Κάμπο της Αγιάς Μαρκέλλας, ενώ αυτός ήταν δραγάτης όλης της Χωρής! Που είχε να φυλάγη όλο τον τόπο, από πάνω από του Κατράρη, ώσπου να σύρη νάβγει κάτω κι ως πέρα στο Πλατάνι! Α, αυτό πήγαινε πολύ.
Γι’ αυτό πετάχτηκε από τη θέση του, πήρε τη μαγκούρα του στο χέρι και είπε φοβερίζοντας τον Τσού:
- «Βρε Τσου! Εμένα με λέσιν Κλαδούρα και να το συλλοϊστείς!»
Μα και ο Τσους δεν μένει πίσω:
- «Μη μ΄ ανετσουρδώνεσαι εμόνα και ε σε φοβούμαι!»
- «Βρε Τσου! Μα το Σταυρό, α σου κατηφέρω καμμιά με την κατσουνίκα και α σ’ ανοίξω την γκλάβα! Άντε βρε, φύε απέ μπροστά μου! Άντε περαπεκεινά, α μη σε κλαι η μάνα σου!»
- «Βρε Κλαδούρα!» είπε ο Τσους και σήκωσε το χέρι: «Εμόνα, βρε Κλαδούρα, άμα μου κουβεδιάζεις, πρέπει να κάμνης το σταυρό σου! Α σου κατεβάσω, μα το σταυρό, καμμιά και α κάτσουν τα λίγκια σου!»
Ήταν έτοιμοι και οι δυό να αρπαχτούν. Μα κείνη τη στιγμή μπήκε στη μέση ο Χάλας και τους ξεχώρισε. Ύστερα πήρε τον Τσου και κάθισαν και με το Πίτσικο σ’ ένα τραπεζάκι για να πιουν. Η Κλαδούρα τράβηξε κατά τα όργανα.
- «Καλησπέρα, παιδιά!» είπε όταν πλησίασε.
- «Γειά σου, Κλαδούρα!» του απάντησαν οι νέοι με χαρά.
- «Βρε παιδιά! Με το μπαρδό κιόλας! Έχω το ελεύθερο να χορέψω;»
- «Όλα δικά σου! Γεια σου, λεβέντη Κλαδούρα!» του είπαν όλοι μ’ ένα στόμα.
- «Ευχαριστώ!» είπε η Κλαδούρα. Ύστερα γύρισε προς τα όργανα:
- «Άντε Ισμαηλάκι! Βάλε έναν Αράπησούστα! Μα για δε! Σε θέλω!»
Τα όργανα άρχισαν να παίζουν τον Αράπη-σούστα. Η Κλαδούρα ακούμπησε τη μαγκούρα του στον τοίχο. Ύστερα έβγαλε τα παπούτσια του, έφτυσε μες στα χέρια του και κοντοκάθισε κι άγγιξε με τις παλάμες του τη γη. Ύστερα σηκώθηκε πάλι και άρχισε να χορεύη.
Έγερνε το σώμα του αριστερά και δεξιά. Χτυπούσε τα δάχτυλα τού χεριού του σύμφωνα με το σκοπό των οργάνων. Κοντοκάθιζε και χτυπόυσε με το χέρι του τη γη. Ύστερα σηκωνόταν πάλι όρθιος, χτυπούσε με το χέρι του τη γη. Ύστερα σηκωνόταν πάλι όρθιος, χτυπούσε μια στο στήθος του και μια στη φτέρνα του ποδιού του. Έπαιρνε και μια βόλτα.
Η διασκέδαση είχε ξαναζωντανέψει. Πολλοί χωριανοί πήραν τα καθίσματά τους και πήγαν κοντά στα όργανα για να βλέπουν καλύτερα την Κλαδούρα. Οι νέοι φώναζαν από ευχαρίστηση:
- «Γεια σου Κλαδούρα μερακλή! Εεεχ! Να ζήση η μάνα που κάνει αγόρια!»
- «Γειά σας παιδιά! Γειά σας!» φώναζε και η Κλαδούρα και εξακολουθούσε τα τσαλίμια του χορού.
- «Τον καροτσιέρη!» φώναξε η Κλαδούρα και σταμάτησε για ν’ αρχίσουν τα όργανα το νέο σκοπό.
Τα όργανα άρχισαν να παίζουν τον καροτσιέρη:
Καροτσιέρη! Καροτσιέρη!
με το καμιτσί στο χέρι!
Η Κλαδούρα είχε βάλει περισσότερη όρεξη. Άρχισε εκείνα τα λεβέντικα κοντοκαθίσματα! Εκείνα τα ασήκικα στραβοπατήματα, που λες κι ήταν είκοσι χρονών παληκάρι. Και χόρευε τον καροτσιέρη τόσο γλήγορα, που λες και δεν επατούσε στη γη! Έβαζε τα πόδια του μπρος και πίσω! Άνοιγε τα χέρια του στα πλάγια! Ύστερα τα σταύρωνε μπροστά στο στήθος. Έπειτα πάλι τάφερνε και τάσμιγε πίσω. Κι όλο πηδούσε! Κι όλο σαλτούσε! Και δος του! Και δος του! Και δος του! Στριφογύριζε σαν σβούρα! Πηδούσε σαν τόπι!
- «Γειά σου Κλαδούρα, μερακλή! Γειά σου ζευκαλή μου!» του φώναζε ο Δημήτρης ο Φασονές. Και για να δείξη τη χαρά του πέταξε κι ένα ποτήρι στον τοίχο και τόσπασε:
- «Γειά σου Κλαδούρα! Ποτέ να μην πεθάνης!»
- «Γειά μας παιδιά! Γειά μας! Εεεχ! Αμάν πιά!» φώναζε και η Κλαδούρα.
- «Γειά σου Ισμαηλάκι! Να χαρώ τα δάχτυλά σου! Γειά σου, Λουλούμαρη, ξακουσμένε! Εεεχ! Μαμάκα μου, καίομαι!»
Κι όλο χοροπηδούσε! Κι όλο στριφογύριζε!
- «Βρε μούργο, Χαράλαμπε! Χτύπα το, το άτιμο! Δούλεβγέ το! Α σου το σπάσω, μα το Σταυρό!».
- «Μα βρε αερφέ!» βρυχήθηκε ο Χαράλαμπος. «Πρέπει να κολλάς κιόλας! Είντα τζερεμέ α σου παίζωμε μια ώρα τώρα;»
Η Κλαδούρα σταμάτησε σαν ηλεκτρισμένος! Αυτουνού να πη ο Χαράλαμπος μαθές πως λυπάται τους παράδες! Αυτουνού που τα πετά! Αυτουνού που μια φορά άμα ήταν στο Μονέσι, για ένα πείσμα και μόνο, άνοιξε τη σόμπα και πέταξε μέσα εκατό τάλληρα και τάκαψε; Ε, Αυτουνού να πη τέτοιο λόγο!
- «Παράδες θες, βρε Χαράλαμπε;» είπε και πήγε κοντά στα όργανα. «Να βρε παράδες! Να φάσιν κι οι σκύλοι!» και έριξε μερικά μεταλίκια μέσα στα πόδια του Χαράλαμπου που τα περισσότερα τ’ άρπαξαν τα παιδιά.
- «Άντε, Λουλούμαρη!» είπε έπειτα. «Βάλε τα Ντιρλίν Ντιρλάκια!»
Τα όργανα άρχισαν πάλι να παίζουν το νέο σκοπό. Η Κλαδούρα ήπιε ένα ρακί, σκούπισε τα μουστάκια του και άρχισε να χορεύη τραγουδώντας:
Νταχ! Ντιρλίν Ντιρλίν Ντιρλάκια!
Νταχ! Ντιρλίν Ντιρλίν Ντιρλάκια!
Οι νέοι τώρα σηκώθηκαν απ’ τα καθίσματά τους και χτυπούσαν τα παλαμάκια τους για να βάλη όρεξη η Κλαδούρα!
- «Εεεχ! Αμάν πιά! Σιγά τον γλόμπο!» ωρύετο η Κλαδούρα.
- «Ωωωχ Χριστέ, έλα να σε κεράσωμε!» φώναζε και ο Ταρατατήρας.
- «Εεεχ Παναγία γκρινιάρα!» φώναζε και το Τουρκολάϊνο.
Όλοι φώναζαν, χτυπούσαν τις παλάμες τους και δεν ήξεραν πώς να φανερώσουν τη χαρά τους. Η Κλαδούρα ήταν στον οίστρο του!
Αν εκείνη την ώρα έστηνε κανείς τ’ αυτί του, θάκουε μια ψιλή, γυναικεία φωνή, νάρχεται από τον Πύργο:
- «Γιώργηηη! Εεε Γιώργηηη! Ω που να σε φα η φωθιά!». Ήταν η Βγενού, η γυναίκα της Κλαδούρας και του φώναζε να πάει να φάνε. Άμα όμως είδε πως ο Γιώργης δεν εγύριζε στο σπίτι, αποφάσισε να πάει να τον γυρεύη «να πα να φάσι και ύστερα ας επήαινε στην κάταρα του Θεού!»
- «Πού πας μά;» της είπαν μισοκλαμένα τα δυό της παιδιά.
- «Να βρε! Φάτε κι έρκομαι! Πάω να τον φέρω τον αφέντη» και βγήκε.
Σε λίγο βρέθηκε κι αυτή στην πλατεία του Χριστού. Σαν είδε όμως κείνο το πλήθος, κείνη τη ξεφάντωση, σαν να ξέχασε το σκοπό της. Πλησίασε δυό χωριανές:
- «Καλησπέρα Σοφία! Καλησπέρα Νιαμονού!»
- «Καλώς τη Βγενού! Επαρακατέβης βλέπω, έ;»
- «Ναι! Μα, μωρή αδερφή! Εσείς βλέπω πχιά έχετε εδώ φέστα! Βρε, βρε! Όλλες! Όλλες πχιά ειν εδώ απόψε! Και πού δημαρκίνες! Και πού προεδρίνες! Και πού δασκάλισσες! Όλλες πχιά εσυνάχτησαν απόψε εδώ! Σάγκαιμου, ζω κι εγώ τώρα, που να με φα η φωθιά; Ζω; Ζω, που είμαι όλη την ημέρα κρυμμένη σα βουρβούλακας απάνω στο Πυργόπουλο; Αμμ’ εσείς πχιά έχετε, βλέπω, απόψε εδώ Ανάστα ο Θεός! Και πού γιατροί! Και πού δάσκαλοι! Και πού μουντούρηδες! Όλλοι! Όλλοι πχιά είν εδώ απόψε! Αμμέ ποιος είν που χορέβγει;»
- «Έλα δα πχιά, κακόμα Βγενού, κι εσύ! Αφ’ τη χαρά σου το λες! Ο δικός σου είναι, εν τον ηβλέπεις; Χορέβγει μια ώρα τώρα!»
- «Έλα δα! Καλέ, ο άντρας μου είναι; Ώωω, το γούβη! Και είναι, βλέπω, και τύφλα στο μεθύσι!»
- «Μα έλα πχιά δα κι εσύ, κακόμα Βγενού! Πας και κάμνει κάνα γκακό;»
- «Μα είντα λες τώρα, Σοφιά; Βρε εγώ να κάθωμαι να βγάλλω το λαρύγγι μου να του φωνάζω αφ’ το ξάτο νάρτει να φάμε, κι ευτός να μού χορέβγει; Εν το μέλλει και α του δείξω γω του καγιόλη!» και έστρεψε να φωνάξει ένα από τα παιδιά, που έπαιζαν κυνηγητό:
- «Βρε! Βρε! Βρε παιδάϊ μου! Τίνος είσαι βρε παιδάϊ μου;»
- «Του Φουστάνα είμαι. Είντα θες;»
- «Α, εσ’ είσαι, βρε Σωτηράϊ μου; Άμε βρε παιδάϊ μου, έκεινα και πες τ’ αντρός μου νάρτει ναδωνά που το θω! Μα τώρα! Τον ηβλέπεις; Να, είν ευτός που χορέβγει»
- «Της Κλαδούρας, θειά;»
- «Ναι, βρε!» είπε η Βγενού και στράβωσε λίγο το μούτρο της.
Εκείνη τη στιγμή είχε σταματήσει η Κλαδούρα το χορό. Κρατούσε στο χέρι του ένα ποτηράκι ρακί έτοιμος να το πιή, μα δεν το κατώρθωνε. Γιατί, μόλις έφερνρ το ποτηράκι στο στόμα του, του έκαναν μια ερώτηση:
- Πώς παν, Κλαδούρα, τα μποστάνια;»
Η Κλαδούρα κατέβαζε το χέρι του και άρχιζε να μιλά για τα μποστάνια. Μόλις πάλι πήγαινε να φέρη το ποτήρι στο στόμα, του έκανε άλλος άλλη ερώτηση. Η Κλαδούρα κατέβαζε πάλι το χέρι. Σε μια στιγμή όμως: «Βοήθα μας, Αγιά Μαρκέλλα μου!» πρόφθασε να πει κι έχυσε το ρακί στο στόμα του. Δεν είχε όμως βάλει το ποτήρι απάνω στο τραπέζι και ένα παιδί τον τραβούσε από το μανίκι, λέγοντάς του:
- «Μπάρμπα, μούπε η γυναίκα σου να πας νάκεινα που σε θε!»
- «Καλά βρε! Πε της πως έρκομαι!» απάντησε η Κλαδούρα.
- «Μα μούπε να πας τώρα!»
- «Βρε ας τον πιο μεγάλο! Διαβόλου κατσαλεπού, που α μου πεις εσύ εμόνα πότε α φύω γω! Φύε, μα το Σταυρό, απέ μπροστά μου, γιατί α σου δώκω καμιά ξανάστρεφη και α στράψ’ η μάσκα σου!»
Το παιδί έφυγε. Μα εκείνη τη στιγμή σαν ανεμοστρόβιλος ώρμησε η Βγενού μέσα στον κύκλο του χορού. Στάθηκε απότομα, στήριξε τους γρόνθους της στη μέση της κι έβλεπε αμίλητη τον άντρα της. Τα μάτια της πετούσαν φωτιές. Μόλις την είδε η Κλαδούρα, ξαφνίστηκε. Χωρίς όμως να παρατηρήση και την έκφραση του προσώπου της, του ήρθε η ιδέα να χορέψει τη γυναίκα του. Γι’ αυτό είπε στα όργανα:
- «Άντε Ισμαηλάκι! Βάλε ένα ΣμυρνιόΜπουρνόβαλη! Α χορέψω τη Βγενού!»
- «Ναι, ναι!» φώναξαν τότε όλοι οι νέοι. «Η Βγενού να χορέψει, η Βγενού!»
Η Κλαδούρα πήγε γελαστός να πιάση της γυναίκας του το χέρι να τη χορέψει. Μα κείνη τη στιγμή η Βγενού τούδωσε μια δυνατή σπρωξιά, που η Κλαδούρα πήγε δυό μέτρα πίσω και κόντεψε να πέση απάνω στο Χαράλαμπο.
- «Ας στον οξαπεδώ!» τούπε. Α μη σου δώκω καμιά α πας περαπεκεινά!»
Η Κλαδούρα στάθηκε με ανοιχτό το στόμα.
- «Βρε αχαίρευτε άθρωπε!» εξακολούθησε η Βγενού. Εμείς, που σ’ απαντέχομε εν είμεστε, μαθές, αθρώποι; Ε, εν είμεστε αθρώποι;»
Η Κλαδούρα στεκόταν ακόμη ακίνητος. Η Βγενού εξακολουθούσε:
- «Πάμε, πάμε, που να σε παν οι τέσσερις! Πάμε! Είντα μού παραστόλιασες εδευτού! Γιάττο! Γιάττο! Μάζεψε το ζωνάρι σου! Α σου πέσουν τα βρακιά σου! Ω, που να μη σε χαρώ! Θε μου, Παναία μου! Άλλη Λαμπρή να μη δεις!»
- «Ε, Βγενού! Μην τον μαλλώννεις την Κλαδούρα!» είπε ο Κατσεκαλάς.
- «Σκόλα εσύ εδευτού!» του απάντησε θυμωμένη η Βγενού. «Εσείς μού τον εκάμετε εδέτσι! Όχι, τάχατες, ψέματα!»
Η Κλαδούρα μάζεψε το ζωνάρι του, έβαλε τα παπούτσια του, πήρε και τη μαγκούρα του και τράβηξε να φύγη. Πίσω του πήγε η Βγενού. Μόλις όμως μπήκε στο δρόμο τ’ Αφεντικού, ξέχασε το λούσιμο που τούκαμε η Βγενού κι άρχισε να τραγουδεί και να φωνάζει:
- «Γειά μας παιδιά! Γειά μας! Ωωωπ! Στοίβες!.. Βρε Τσού! Εμόνα α κάμεις το νταή; Που εγώ βρε επάλαιψα και με αράπηδες και τους έβαλα; Γειά σου, Μαντάμα! Ωωωπ!»
- «Ακόμα λε! Ακόμα λε!» έλεγε η Βγενού. «Ακόμα λε, που να του πει ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι! Γιάττο! Γιάττο! Αν τονε αφήκω, α πέει! Καλέ, μα περπάθιε! Κουνήσου! Σάλεψε! Ω που να μη σέβρει του χρόνου, να μη σέβρει!»
- «Γειά σου Βγενού! Γειά σου, Ευγενία μου!» φώναζε η Κλαδούρα.
- «Ώχουουου! Ξεράσματα!»
Έτσι, αργά αργά, προχωρούσε η Κλαδούρα για το σπίτι του. Η Βγενού τον κρατούσε από το χέρι να μην πέση. Όταν όμως έφτασε στο σπίτι του Σταρένιου, η Κλαδούρα σταμάτησε. Ήθελε να κάμη πατινάδα του φίλου του. Άρχισε να του λέει το μανεδάκι:
Μην αγαπάς παντού παντού
και διασκορπάς το νου σου…
Μα η Βγενού δεν τον άφησε να τελειώση.
- «Καλέ μά, α περπατείς εδευτού! Ή α σου δώκω καμιά α σε ρεματίσω καταπεκεινά;»
- «Γειά σου Ευγενία μου!» ξεφώνισε πάλι η Κλαδούρα και εξακολούθησε το δρόμο του.
Κάποτε το αγαπημέμο ζευγάρι έφτασε στο σπίτι. Εκεί όμως η Βγενού βρέθηκε μπροστά σε μια τραγική εικόνα. Λέγω η Βγενού, γιατί η Κλαδούρα δεν έβλεπε πια: Τα δυο παιδιά κοιμόνταν απάνω στο χωματένιο πάτωμα και δυό γάτες έγλειφαν τα τελευταία κοκκαλάκια από το κοκκινιστό της Βγενούς. Τα καντήλια της Βγενούς άναψαν τώρα για καλά. Άρχισε τότε:
- «Φάε τώρα! Φάε! Φάε, που να φας τη σκουρδούλα! Φάε τ’ αποφάγια του κάτη. Σαν να μην του τόλεγα! Που τούλεγα: Γιώργη, έλα γλήγορα και τα παιδιά νυστάζουν! Α, είντα να δης! Αλλού βροντά! Ας ήρκουσουν να σκουρδουλιάεις κι ύστερα ας επήαινες στων σκυλλών τα δόδια! Αμμέ! Ε μπορούμε! Πρέπει και να διασκεδάσωμε! Αλλιώς α μας πέει το παιδί! Διαβόλου φουφουνιέρα! Πούσουν εσύ για κόσμο! Και τυραννείς και βασανίζεις και μένα στα χέρια σου! Είδες εκεί! Το παληκαράι! Ήθελε να ξεφαντώει! Το στόμα του εν ηβλέπει, που εν τούμεινε δόντι, μόνο θώμε και διασκέδαση!»
Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η Κλαδούρα ροχάλιζε κιόλας πλαγιασμένος απάνω στο σεντούκι. Η Βγενού γύρισε και τον είδε μια φορά με αποστροφή.
- «Αχ καμένη Βγενού κι είντα τραβάς!» είπε. Έκαμε το σταυρό της κι έπεσε να κοιμηθή.
[Περιοδικό ΑΙΓΑΙΟΝ, Α΄ (1935), σελ. 193-195 και 250-260]
































