Προσόμοιο

Πέμ, 28/06/2018 - 19:42

Κάποτε, πολλά χρόνια πριν, όταν ακόμα το «θα» είχε για μένα κάποιαν αξία, έγραψα ένα ποίημα το οποίο ονόμασα «Προσόμοιο». Για όσους δεν γνωρίζουν τη σχετική ορολογία, λέγω ότι στην εκκλησιαστική μουσική προσόμοιο είναι το τροπάριο εκείνο το οποίο δεν έχει δικό του μέλος, αλλά ακολουθεί κάποιου άλλου, το οποίο λέγεται αυτόμελο ή ιδιόμελο.

Το ποίημα λοιπόν αυτό το ονόμασα έτσι, γιατί, λέξη – λέξη, συλλαβή - συλλαβή πιο σωστά, ακολουθεί το ποίημα του Σεφέρη, «Άρνηση». Μπορεί μάλιστα να τραγουδηθεί χωρίς ουσιαστικές ασυμφωνίες με εκείνο, το οποίο θα το λέγαμε ιδιόμελο.

Προσωπικά αισθανόμουν ικανοποιημένος για την επιτυχία μου αυτή και μάλιστα το παρουσίαζα σε γνωστούς και φίλους με τη σχετική υπερηφάνεια.

Το ποίημα αυτό αναφερόταν σε κάποιο φυλακισμένο, για το τι συνέβαινε στο κελί του, και για τη μοίρα του προηγούμενου ενοίκου του και αυτό είναι το παρακάτω:

Προσόμοιο

Σ' αυτό το σκοτεινό κελί

που ήλιος δεν το βλέπει

μου είπανε να ζήσω πρέπει

και κάναν σαν τρελοί.

Πάνω στη λάσπη την ξερή

Πού ‘ταν στο πάτωμά του

είδα γραμμένο τ’ όραμά του

να λάμπει στο κερί.

"Ήλιος αέρας και ζωή",

ξυσμένο με το νύχι.

Μα δεν του γέλασε η τύχη:

Τον ‘θάψαν το πρωί.-

091503011982

Πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και διάβασα κάπου, ότι όταν ακόμα ο Θεοδωράκης έγραφε τη μουσική για το ποίημα αυτό του Σεφέρη, ο ποιητής του τόνιζε με επιμονή να προσέξει το θαυμαστικό στη λέξη «λάθος». Βεβαίως ο Θεοδωράκης δεν πρόσεξε! Το ποίημα αυτό εν τούτοις το αγαπήσαμε και το τραγουδήσαμε όλοι, ιδίως κατά την εφηβεία μας. Ας το παραθέσουμε όμως:

Άρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι.
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε την ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Ξαναδιάβασα λοιπόν την τελευταία στροφή προσέχοντας την άνω τελεία πριν από τη λέξη «λάθος». Τότε κατάλαβα, όσο κατάλαβα, το τι ήθελε, που λέμε, να πει ο Ποιητής.

Κάποιοι άνθρωποι λοιπόν στο ξεκίνημά τους, όπως όλοι ή σχεδόν όλοι άλλωστε στη θέση τους, δώσανε καρδιά, πνοή, πόθους και πάθος, τα όνειρά τους τελικά και τις ελπίδες τους. Προχωρώντας όμως διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι η πορεία που επέλεξαν τους οδήγησε σε αδιέξοδο. Ο αμέσως επόμενος στίχος, μας λέει ότι άλλαξαν ζωή. Τίποτ’ άλλο. Για την κατεύθυνση που πήραν δεν γίνεται λόγος. Αλλά ούτε και αν έγιναν, έστω και κατά τι σοφότεροι από την εμπειρία τους αυτή. Νικημένοι, με σπασμένα τα φτερά ακολουθούν τον πρώτο δρόμο, ανυποψίαστοι για τις συνέπειες της επιλογής τους αυτής. Ίσως να αποδειχτεί ότι και ο καινούργιος τους αυτός δρόμος ήταν λάθος και μάλιστα μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Δεν το εξετάζουν αυτό. Από ανικανότητα; Από κούραση; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Απλώς αποδέχονται σαν κάτι μοιραίο την ήττα τους και απλώς χωρίς περίσκεψη και χωρίς προβληματισμό «αλλάζουν ζωή». Το «λάθος» ξεκινά από τις αρχικές επιλογές με το «πήραμε» και περνά όχι σαν βεβαιότητα αλλά σαν ενδεχόμενο πια, στις συνέπειές τους που είναι βέβαια το «αλλάξαμε».

Το επόμενο βήμα που έκανα ήταν να δω πως το χειρίζεται ο Σεφέρης το θέμα το οποίο ας το πούμε γίνεται τελικά έντονα υπαρξιακό.

Με την άνω τελεία λοιπόν, μας αναγκάζει να σταματήσουμε και, ας πούμε, να πάρουμε χαλαροί μιαν ανάσα. Είμαστε έτοιμοι την επόμενη λέξη, όποια και να είναι αυτή να την πούμε γρήγορα και με έμφαση. Το θαυμαστικό όμως μας κόβει απότομα κάθε δυνατότητα να προχωρήσουμε. Στο «α» γίνεται η έκρηξη και στο «-θος» κατακάθονται τα συντρίμμια της. Ανάμεσά τους τον ελάχιστο χρόνο που μεσολαβεί, ακούμε σπάσιμο τζαμιών και λυγμούς στραπατσαρισμένης λαμαρίνας. Μια δυσοίωνη σιωπή μας κυριεύει μετά και απορία για το τι έγινε! Αντιλαμβανόμαστε βεβαίως ότι συγκρουστήκαμε με δύναμη σε κάτι σκληρό, αμετακίνητο και μοιραίο ίσως. Εμπόδιο; Τοίχος; Ή μήπως την καταστροφή τη μεταφέραμε μαζί μας από την αρχή που ξεκινήσαμε; Ποιος ξέρει; Δεν έχει άλλωστε σημασία. Εκείνο που μας νοιάζει είναι να δούμε τη συνέχεια. Και τι κάνουμε; Διαβάζουμε: «Αλλάξαμε ζωή»!

Ο τελευταίος στίχος τελικά ανατρέπει ό,τι μας έχουν υποβάλλει οι τρεις προηγούμενοι. Τη ζωή δηλαδή, την ορμή και την αισιοδοξία, τη διαδέχεται η ήττα και η απογοήτευση, κυρίως όμως η απουσία της «λογικά», συνεπαγόμενης σοφίας.

Ξαναδιάβασα λοιπόν με αυτά στο μυαλό μου από την αρχή το ποίημα και είδα ότι αυτό συμβαίνει και στις προηγούμενες στροφές. Πάντα ο τελευταίος στίχος της κάθε μιας ανατρέπει αυτό που μας λένε οι τρεις προηγούμενοι. Όμως ενώ στις πρώτες το πέσιμο αυτό είναι μαλακό και χωρίς συνέπειες - δεν συνέβη και τίποτα σπουδαίο που δεν έχουμε νερό να πιούμε, ούτε που ο ελαφρύς αέρας έσβησε από την άμμο ένα όνομα έστω και αν αυτό ήτανε το «όνομά της», αναμενόμενο άλλωστε -, στον τελευταίο το πέσιμο είναι, και επώδυνο και μοιραίο. Η πραγματικότητα ελλοχεύει αδυσώπητη.

Ίσως γι αυτό ο ποιητής τοποθετώντας εκεί το κέντρο βάρους του ποιήματος του έδωσε το όνομα που του έδωσε. Η άρνηση τελικά αυτή των τριών πρώτων στίχων από τον τελευταίο, κάμνει το ποίημα μη προβλέψιμο και γι’ αυτό πιο ενδιαφέρον.

Μετά από αυτό κατάλαβα τη διαφορά μεταξύ ενός ανεκτού έστω έργου, ποιήματος εν προκειμένω και ενός μεγάλης πνοής δημιουργήματος, έστω και αν το τελευταίο εμφανίζεται με ταπεινή φορεσιά.

Φυσικά το «Προσόμοιο» μετά από αυτό δεν το παρουσίασα ποτέ και πουθενά έκτοτε, εκτός από τώρα.-