
Ήμουν γύρω στα 4... Σαν όνειρο θυμάμαι την αναστάτωση στο σπίτι μας αξημέρωτα. Ο πατέρας αφού μίλησε με τον γείτονα που κτύπησε την πόρτα και μας ξεσήκωσε, ντύθηκε βιαστικά και έφυγε.
Το πρωί έμαθα τι είχε γίνει και σήμανε συναγερμός στη γειτονιά. Ένα μεγάλο κλαδί είχε σπάσει και πλάκωσε τη γελάδα του κυρ Γιώργη, εκεί την είχε δεμένη, όπως συνηθίζαμε το καλοκαίρι για δροσιά να δένουμε τις γελάδες κάτω από τα μεγάλα δέντρα.
Βενζινοπρίονα δεν υπήρχαν τότε στη γειτονιά όλοι μαζεύτηκαν με τα χειροπρίονα, σαν τα μυρμήγκια που βρήκαν κομμάτι ψωμί έπεσαν πάνω στο κλαδί το έκαναν κομμάτια και ελευθέρωσαν την γελάδα που ευτυχώς δεν έπαθε κάτι. Έτσι έληξε ο «συναγερμός» στη γειτονιά και όλοι γύρισαν στις δουλειές τους.
Θυμάμαι και έναν άλλον ξαφνικό συναγερμό, όταν μια παραμονή του Αγ. Παντελέμονα ξέσπασε μέσα στη νύχτα μπουρίνι, άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού. Απρόσμενο για όλους. Όλα τα ζώα του κυρ Νίκου σκορπισμένα στο χωράφι (η γελάδα, ένα μοσχάρι, ένα άλογο τρεις κατσίκες). Μόλις κόπασε λίγο η βροχή χτύπησε την πόρτα ο κυρ Νίκος, σχεδόν τον περιμέναμε, ντυθήκαμε, άναψε ο πατέρας την λάμπα θυέλλης και φύγαμε να βαλουμε τα ζώα στο στάβλο. Χρειάστηκε αρκετή ώρα να τα μαζέψομε όλα αφού τα ζώα δεν προχωρούν εύκολα όταν βρέχει.
Τέτοιοι συναγερμοί ήταν συνηθισμένοι στη γειτονιά, την μια γεννούσε η γελάδα του Θανάση, την άλλη να φορτώσουμε το μοσχάρι του Γιώργη.
Μία φωνή, ένα μήνυμα και όλη η γειτονιά στο πόδι.
Αυξημένο το αίσθημα αλληλεγγύης στη γειτονιά.
Αδελφοσύνη το λέω.

































