
Έγραψε και ο Τζούμας, αλλά στο στήθος μού κάθεται η άρνηση παραχώρησης άδειας σε κάποιους νεαρούς Ρομά να πουλάνε χαρταετούς τις μέρες που έρχονται. Θα το πήρατε χαμπάρι, υποθέτω. Άδεια για το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας ζητούσαν εδώ και αρκετές μέρες, που όλα τα προηγούμενα χρόνια βρίσκονταν σε διάφορα μέρη της πόλης, βάζοντας τη δική τους πινελιά στους εορτασμούς. Πέρυσι η Αστυνομία προχώρησε σε επιβολή προστίμων αλλά και κατάσχεση των εμπορευμάτων τους.
«Είμαστε 20 οικογένειες νοικοκυρεμένες που ζητάμε να δουλέψουμε αλλά ο Δήμος δεν μας δίνει άδεια, όπως γίνεται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας», ανέφεραν χαρακτηριστικά.
Χρειαζόταν, λοιπόν, άδεια αλλά δεν την είχαν ζητήσει έγκαιρα από τον Δήμο. Και επειδή φτάσαμε στο παρά πέντε έφαγαν πόρτα. Και λέω τώρα εγώ, και πολλοί άλλοι υποθέτω… Γιατί δεν τους δίνουν άδεια έστω και την ύστατη στιγμή; Χρειάζεται λέει απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Και γιατί δεν την παίρνει το συμβούλιο; Δεν προλαβαίνει θα μας πουν… Εντάξει, να το αποδεχτούμε κι αυτό… Γιατί δεν παίρνουν την απόφαση δια περιφοράς στο άψε σβήσε; Είναι το μόνο εύκολο σήμερα. Γιατί περιφρονούν τόσες οικογένειες που προσπαθούν να επιβιώσουν; Γιατί τέτοια απαξίωση για μια μερίδα πληθυσμού που έχει το δικαίωμα να ζήσει έντιμα; Από τη μια υποτίθεται ότι εκφράζουμε ευαισθησίες και από την άλλη, όταν έρθει εκείνη η ώρα, τις γράφουμε στα παλιά παπούτσια μας… Αλλά, Ρομά είναι, ποιος τους έχει… χαιρετισμένους. Τους λογαριάζει κανείς;
Αναρωτιέμαι, αν η απόφαση αφορούσε κάποια επίλεκτα μέλη της κοινωνίας μας θα ήταν τόσο αυστηροί με το γράμμα του νόμου; Και περί τίνος νόμου μιλάμε; Των νόμων που παραβιάζονται και κανείς δεν δίνει σημασία; Η αυστηρότητα πρέπει να εξαντλείται σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες όταν αυτές θα πρέπει να τυχαίνουν ιδιαίτερης μέριμνας;
Την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές δεν ξέρω ποια είναι η ενδεχόμενη εξέλιξη. Θέλω να πιστεύω ότι έστω και την τελευταία στιγμή η άδεια δόθηκε μετά και από την κατακραυγή του άρθρου του Γιάννη. Και, επιτέλους, σ’ αυτό τον τόπο, ας δείχνουμε μια μεγαλύτερη ευαισθησία σε όλους όσοι έχουν ανάγκη. Έλεος πια!
Του Δημήτρη Φρεζούλη








































