
Της Ευαγγελίας Παπαζή: Στη δεξιά του τσέπη έβαζε το πιο ομορφοκαμωμένο ρόδι απ' τη ρέστα που είχε κρεμασμένη στο σοδιαστικό η κερά Βαγγέλα κι έφευγε για την εκκλησία ο μπάρμπα Νικόλας. Έριχνε το μισαδάκι στο παγκάρι, φιλούσε με ευλάβεια το εικόνισμα του συνονόματού του και τον παρακαλούσε να δίνει "Καλά ταξίδια" στο Χριστάκι, τον γαμπρό του, και προχωρούσε μπροστά στα στασίδια, δίπλα απ' το ψαλτήρι του Γλύπτη, του βυζαντινού ψάλτη που σαν άρχιζε το ρεριρέ, λαμποκοπούσε από γλύκα η εκκλησιά. Καθόταν στο δεύτερο στασίδι, τιμητικό, γιατί προσέφερε κάμποσα μεροκάματα στο κτίσιμό Του και του το παρείχε δωρεάν "εφ' όρου ζωής."
Παρακολουθούσε με κατάνυξη όσα λόγια άκουγε γιατί ήταν και βαρήκοος και με το "δι' ευχών" έπαιρνε από τους πρώτους το αντίδωρο κι έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Σταματούσε μόνο μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού της μοναχοκόρης του, έβγαζε το αγιασμένο ρόδι από τη τσέπη και το κτύπαγε με όλη του τη δύναμη στη δεξιά πλευρά του κατωφλιού. Εκείνο έσκαγε και σκόρπαγε δεξιά κι αριστερά και πάνω και κάτω "πλούσια τα ελέη" του καινούριου χρόνου, υγεία, καλά ταξίδια, χαρά, ευτυχία και άμα θέλει ο Θεός κι ένα αγοράκι για να στολίσει της κόρης του το σπίτι και την δική του την καρδιά!
Κι αυτά ευχόταν κάθε χρόνο ο μπάρμπα Νικόλας κι έσπαγε το ρόδι της ευτυχίας στη γωνιά κι ήταν πολλά και μαζί τους παρακαλούσε τον Θεό να μην του συνοριστεί... Κι εμείς σήμερα άφρονες κι αλαζόνες, ζητούμε και τι δεν ζητούμε κι όλα τα κρεμάσαμε γύρω απ' του παρά το πουγκί κι όλα τα μετρούμε με ζύγι τα ευρώ και μια υπερκατανάλωση που σε τελική ανάλυση φράζει όλο και πιότερο το θυμικό και μας κάνει να ξεχνούμε πως είμαστε ένας κόκκος ασήμαντης σκόνης που η ασημαντότητά της λάμπει μόνο από το πόσο καλά εκφωνείται το ρεριρέ της καλοσύνης μας... Ας είμαστε και του χρόνου καλά.
Δημήτρης Φρεζούλης