
Οδεύοντας προς το Πάσχα, «όλα τα λεφτά» είναι η Μεγάλη Πέμπτη με τα δώδεκα ευαγγέλια και τον εσταυρωμένο με το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» να είναι ανατριχιαστικό. Και η επόμενη, η Μεγάλη Παρασκευή, με την πρωινή αποκαθήλωση και τον βραδινό Επιτάφιο που εξακολουθεί να συγκινεί. Και η περιφορά με τα φαναράκια κ.λπ. Και πώς να μην κάνεις και πάλι μια βουτιά σε εκείνα τα άδολα και αθώα παιδικά χρόνια μας και πώς να μην θυμηθείς περιστατικά που έχουν μείνει χαραγμένα βαθιά στη μνήμη μας. Όπως το μάζεμα των λουλουδιών με το πανέρι, το στόλισμα του επιταφίου, τα αθώα φλερτ εκείνης της εποχής, καθώς βρισκόμασταν κοντά αγόρια και κορίτσια,
Τι θυμήθηκα από τα παιδικά χρόνια μου, εκεί γύρω στο ‘60, όταν κάθε Μεγάλη Παρασκευή, λίγο πριν από την περιφορά του επιταφίου και ενώ βρισκόμασταν στον αυλόγυρο του Άη-Στράτη, έβγαζαν το σταυρό «στο... σφυρί» για την οικονομική ενίσχυση της εκκλησίας. Ιεροσυλία θα πείτε, αλλά άντε να πιάσουμε τα μυαλά του παπά και των επιτρόπων εκείνης της εποχής.
Ο καντηλανάφτης της εκκλησίας στεκόταν δίπλα στο σταυρό μαζί με κάποιον επίτροπο, ο οποίος κρατούσε ανά χείρας και τον απαραίτητο δίσκο, που θα δεχόταν την «τιμή του τετιμημένου». Με στεντόρεια φωνή λοιπόν ο συχωρεμένος Φίλιππας Βλάχος (;ένθετη φωτό), ο καντηλανάφτης, άρχιζε: «50 δραχμές, βοήθεια της εκκλησίας» και συνέχιζε στο ίδιο μήκος κύματος, καθώς το ποσό ανέβαινε, μέχρι το σημείο εκείνο που κανείς δεν βρισκόταν να προσφέρει μεγαλύτερο και έτσι ο σταυρός κατοχυρωνόταν στον τελευταίο που είχε πλειοδοτήσει… Και βέβαια αυτός είχε το δικαίωμα να σηκώσει το σταυρό κατά την περιφορά του επιταφίου στους δρόμους του χωριού. Η όλη υπόθεση βέβαια είχε και σασπένς, αφού η αγωνία όλων ήταν στο κατακόρυφο για το ποιος τελικά θα δώσει περισσότερα για να «αγοράσει» τον σταυρό…
Σήμερα κάτι τέτοιο μπορεί να φαίνεται αδιανόητο, αλλά τότε ήταν κάτι που δεν πείραζε κανέναν, γιατί αν πείραζε κάποιον σίγουρα θα είχε σταματήσει. Ήταν κι αυτή μια άλλη παράμετρος της Μεγάλης Παρασκευής.
Του Δημήτρη Φρεζούλη








































