
Η τέχνη είναι υποκειμενική, ακούμε συχνά, κι αυτό γιατί βασίζεται τόσο στην πρόθεση που είχε ο δημιουργός της όσο και στην ερμηνεία που της δίνει ο θεατής. Φαίνεται ότι πρώιμες μορφές τέχνης μπορούμε να παρατηρήσουμε από τις απαρχές της ανθρωπότητας, με τα αρχαιότερα ευρήματα να χρονολογούνται έως και 45 χιλιάδες χρόνια πριν. Κάποιες φορές όμως ένα έργο τέχνης μπορεί να διχάζει τόσο τους ανθρώπους, δημιουργώντας τους τόσο διαφορετικά συναισθήματα και ερμηνείες, που ακόμη και χρόνια μετά την δημιουργία του να παραμένει μυστηριώδες και ανεξιχνίαστο. Παρακάτω θα δούμε 4 τέτοιους πίνακες ζωγραφικής που συνεχίζουν να προκαλούν θαυμασμό λόγω της ιδιαίτερης πρωτοτυπίας τους αλλά και των αμφίσημων νοημάτων και μηνυμάτων που φαίνεται να εμπνέουν.
Η κραυγή
Ο Νορβηγός Edvard Munch το 1893 ζωγράφισε έναν από τους πιο γνωστούς πίνακες στο ρεύμα του εξπρεσιονισμού, την Κραυγή. Σύμφωνα με αυτόν, εμπνεύστηκε τον πίνακα σε μία βόλτα του, όταν παρατήρησε τη δύση του Ηλίου και ένιωσε μία «κραυγή» να διαπερνά ολόκληρη την φύση. Έτσι δημιούργησε ένα από τα πιο γνωστά αλλά και αμφιλεγόμενα, ως προς το τι στην πραγματικότητα συμβολίζει, έργα ζωγραφικής, όπου ένα παραμορφωμένο από το ουρλιαχτό πρόσωπο πρωταγωνιστεί σε ένα ρευστό φλεγόμενο υπόβαθρο.

Ο Munch ήταν γνωστός για το ιδιαίτερο καλλιτεχνικό του στιλ, το οποίο δεν περιοριζόταν απλώς στην απεικόνιση των αληθινών και απτών πραγμάτων αλλά επεδίωκε την οπτική απεικόνιση των συναισθημάτων και των μεταπτώσεων του ανθρώπινου ψυχισμού. Έτσι τα έργα του, ωριμάζοντας, άρχισαν να χαρακτηρίζονται από απλουστευμένα ανθρώπινα πρόσωπα, ευκρινείς γραμμές και έντονα ζωντανά χρώματα.
Το τι ακριβώς όμως ήθελε να αποτυπώσει με την Κραυγή αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήθελε να απεικονίσει τα άγχη και τις φοβίες που συχνά κατακλύζουν τους ανθρώπους, άλλοι ότι αποτελούσε μία απεικόνιση της δικής του συναισθηματικής κατάστασης, ενώ έχει προταθεί και η πιθανή ερμηνεία ότι το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στην Κραυγή ήταν εμπνευσμένο από μια περουβιανή μούμια, που ο Munch μπορεί να είχε δει στην Παγκόσμια Έκθεση του 1889 στο Παρίσι.
Το πυρακτωμένο φόντο φαίνεται να διχάζει επίσης. Είναι απλώς μία δύση του Ηλίου, ή ίσως είναι εμπνευσμένο από την ηφαιστειακή έκρηξη του νησιού Κρακατόα που έβαψε πορφυρούς τους ουρανούς της Νορβηγίας την περίοδο 1883-1884; Εκφράζει ίσως τόσο πρωτοφανή ένταση επειδή η περιοχή από την οποία ο Munch εμπνεύστηκε τον πίνακα φιλοξενούσε ένα σφαγείο, ή επειδή από εκεί φαινόταν ο λόφος του Έκεμπεργκ πάνω στον οποίο βρισκόταν το φρενοκομείο που φιλοξενούσε την μανιοκαταθλιπτική αδερφή του;
Όποια κι αν είναι όμως η σωστή απάντηση, αν υπάρχει μία, ο τίτλος του πίνακα σε συνδυασμό με την ρευστότητα που φαίνεται να τον κατακλύζει ως αποτέλεσμα μίας ευρύτερης κραυγής που αγγίζει όλη την πλάση, συνεχίζει να προκαλεί δέος και απορία.
Ο γάμος των Αρνολφίνι
Ο Φλαμανδός αναγεννησιακός ζωγράφος Jan van Eyck το μακρινό 1434 δημιούργησε έναν από τους πιο μυστηριώδεις πίνακες ζωγραφικής, και πρόκειται για τον πίνακα Ο γάμος των Αρνολφίνι. Το αρχικό του πλαίσιο φαίνεται σχετικά απλό. Ο τότε 44χρονος Jan van Eyck εργάζεται στην υπηρεσία του Δούκα της Βουργουνδίας και απεικονίζει σε έναν πίνακα τον γάμο ή αρραβώνα ενός επιφανούς ζεύγους της πόλης Μπριζ, του Τζιοβάννι Αρνολφίνι και της γυναίκας του. Από ‘κει και πέρα όμως τα πράγματα φαίνεται να περιπλέκονται.

Καταρχήν ο πίνακας εντυπωσιάζει με την τεχνική του, η οποία είναι άκρως ρεαλιστική με έμφαση στην λεπτομέρεια αλλά και εμπεριέχει πολλές διαφορετικές λάμψεις και σκιάσεις που δίνουν στο δωμάτιο μία άκρως ρεαλιστική εντύπωση βάθους. Το πιο χαρακτηριστικό όμως στοιχείο του είναι ο καθρέφτης στο βάθος του πίνακα, όπου η προοπτική χώρου επεκτείνεται και αντικατοπτρίζει πρόσωπα και αντικείμενα που δεν φαίνονται στην εικόνα. Πρόκειται για μία τόσο λεπτομερή και μικροσκοπική δουλειά που λέγεται ότι ο Jan van Eyck χρησιμοποίησε μεγεθυντικό φακό προκειμένου να την ολοκληρώσει.
Όμως δεν είναι μόνο η τεχνική του πίνακα που εντυπωσιάζει (ειδικά σε σχέση με την εποχή της) αλλά και οι ανεξάντλητοι συμβολισμοί που φαίνεται να φιλοξενεί. Τα μαλλιά της γυναίκας είναι πιασμένα πάνω, σημάδι της εποχής ότι ήταν ήδη παντρεμένη, άρα αν δεν πρόκειται για γάμο ή αρραβώνα ποια σκηνή εκτυλίσσεται μεταξύ του ζευγαριού; Γιατί ο άντρας κρατάει με το αριστερό του χέρι το δεξί της γυναίκας, εφόσον αυτό ήταν σύμβολο της εποχής για γάμους μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής κοινωνικής θέσης κι εφόσον ο Τζιοβάννι Αρνολφίνι λέγεται ότι είχε παρόμοια κοινωνική θέση με τη γυναίκα του;
Είναι η γυναίκα έγκυος; Η γυναίκα του Τζιοβάννι Αρνολφίνι πέθανε χωρίς παιδιά, και μόδα της εποχής ήταν παχιά υφάσματα που έδειχναν τον πλούτο της γυναίκας. Ο σκύλος στα πόδια του ζευγαριού είναι σύμβολο πίστης που υπάρχει μεταξύ του ζευγαριού ή σύμβολο επιθυμίας του ζευγαριού να αποκτήσει παιδιά; Και γιατί ένα μόνο κερί είναι αναμμένο στον πολυέλαιο πάνω από το ζευγάρι, θα μπορούσε να συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα ή το άγρυπνο μάτι του Θεού;
Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα φαίνεται να κεντρίζει αιώνες τώρα Ο γάμος των Αρνολφίνι και εκεί έγκειται και η διαχρονική αξία του ως καλλιτεχνικού έργου.
The Irritating Gentleman
Το 1874 ο Γερμανός Berthold Woltze ζωγράφισε τον πίνακα The Irritating Gentleman, ο οποίος αν και δεν κέρδισε τόση διασημότητα όσο οι προηγούμενοι που αναφέραμε, συνεχίζει να απεικονίζει κάτι διαχρονικό, κι αυτό είναι η πολλές φορές ωμή πολιόρκηση εκ μέρους των ανδρών μίας γυναίκας που ενώ δεν φαίνεται να απολαμβάνει την σημασία που της δίνεται απ’ τον εν λόγω άνδρα, εντούτοις υποφέρει σιωπηλά.

Ο ρεαλισμός σε συνδυασμό με την απλή θεματική του πίνακα, ένα μαυροντυμένο κορίτσι σε ένα τρένο με έναν εμφανώς εύπορο άνδρα της εποχής να της χαμογελάει, και ίσως να της μιλάει, με νόημα στην αρχή δεν φαίνεται να δίνει έναν άμεσο σκοπό στον πίνακα. Σε μία όμως κοντυνότερη ματιά μπορεί κανείς να διακρίνει το κορίτσι όχι μόνο να κοιτάει τον θεατή, αλλά και ένα μόνο δάκρυ να φιλοξενείται στην αριστερή πλευρά του προσώπου του.
Ενώ η κριτική του ζωγράφου απέναντι στις νόρμες της εποχής, που ήθελαν τους άνδρες συχνά να παρενοχλούν τις γυναίκες στα τρένα, ή ακόμη και νεαρές έφηβες όπως αυτή που απεικονίζεται στον πίνακα, είναι εμφανής, ο πίνακας φαίνεται να φιλοξενεί διάφορες ανεπαίσθητες λεπτομέρειες.
Όπως για παράδειγμα τα μαύρα ρούχα του κοριτσιού, που θα μπορούσαν να υπονοούν το γεγονός ότι κηδεύει κάποιον, ίσως τον άνδρα της ή το πιθανότερο κάποιον ή και τους δύο γονείς της, παρόλο που ο άνδρας δεν φαίνεται να πτοείται από αυτή την πιθανότητα πένθους της.
Επίσης ερωτήματα διεγείρει η κάπως αμήχανη στάση του αριστερού χεριού του κοριτσιού. Ίσως ψάχνει να βγάλει κάτι από την κάπα της ή το καπέλο της; Συχνά εκείνη την εποχή ο μόνος τρόπος για να προστατευτεί μία γυναίκα ήταν να χρησιμοποιήσει τις καρφίτσες με τις οποίες στερέωνε το καπέλο της. Αν αυτό είναι που σκοπεύει να κάνει και τώρα το κορίτσι, αυτό έρχεται σε αντίθεση με την στωική έκφραση του προσώπου της, που πέρα από ανείπωτη θλίψη εκφράζει και μία σιωπηλή παραίτηση.
Ό, τι κι αν σκοπεύει να κάνει ωστόσο – απλώς να υπομείνει τον άνδρα ζητώντας σιωπηρά την βοήθεια του θεατή ή να υπερασπιστεί τον εαυτό της – ο πίνακας συνεχίζει να απεικονίζει εκείνη τη στιγμή της απόγνωσης της, παγωμένη μες τον χρόνο, που εκφράζει την διαχρονική θέση στην οποία μέχρι και σήμερα οι γυναίκες πολλές φορές βρίσκονται απέναντι στην ανεπιθύμητη πολιόρκηση των ανδρών.
Ο εφιάλτης
Αυτός ο πίνακας του Henry Fuseli, που αναδημιουργήθηκε σε διάφορες εκδοχές, είναι ίσως απ’ τους πιο σκοτεινούς αλλά και σαγηνευτικούς πίνακες του 18ου αιώνα. Απεικονίζει μία γυναίκα να κοιμάται ενώ ένα δαιμόνιο στέκεται από πάνω της κι ένα άλογο ξεπροβάλλει από τις σκιές στα αριστερά του πίνακα με μάτια που δείχνουν μονάχα το ασπράδι του.

Η πρώτη ερμηνεία του πίνακα υποστηρίζει ότι ο πίνακας αποτυπώνει μία γυναίκα που υποφέρει από εφιάλτες. Ο ίδιος ο Fuseli λέγεται ότι υπέφερε από υπναγωγία, δηλαδή έντονες ονειρικές, ακουστικές, οπτικές ή απτές αισθήσεις που συχνά συνοδεύονται από υπνοπαράλυση και λαμβάνουν χώρα στην μεταβατική περίοδο μεταξύ συνειδητότητας και ύπνου.
Το άλογο στα αριστερά συνδέεται με τις λαϊκές παραδόσεις της τότε Γερμανίας, όπου έλεγαν ότι τους άνδρες που κοιμόντουσαν μόνοι τους συχνά τους επισκέπτονταν στον ύπνο τους άλογα. Με αυτή την οπτική το άλογο θα μπορούσε να αποτυπώνει τον εφιάλτη όπως επίσης και το δαιμόνιο, που θα μπορούσε να είναι αυτό που στα γερμανικά αποκαλείται Albtraum: ένα κακό πλάσμα που πιέζει το στήθος του κοιμώμενου και του προκαλεί εφιάλτες.
Μία δεύτερη ερμηνεία ωστόσο μπορεί να προσδίδει στον πίνακα μία έντονη αίσθηση ερωτισμού. Ο Fuseli συνήθιζε να σκανδαλίζει με τους πίνακες του που συχνά αποκάλυπταν γυμνές ή ημίγυμνες και εκτεθειμένες γυναίκες. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, το δαιμόνιο θα μπορούσε να είναι απόδοση των λαϊκών μύθων της εποχής που έλεγαν ότι οι γυναίκες τη νύχτα συνευρίσκονταν ερωτικά με τον διάβολο. Κατ’ επέκταση έχει θεωρηθεί από κάποιους ότι η ευάλωτη θέση της γυναίκας σε συνδυασμό με την θέση του δαιμονίου πάνω της αντιπροσωπεύει καταπιεσμένα σεξουαλικά ένστικτα ή την ανδρική λίμπιντο.
Μία ακόμη θεωρία είναι ότι ο Fuseli απεικονίζει στον πίνακα έναν ανεκπλήρωτο έρωτα του που τελικά παντρεύτηκε άλλον άνδρα. Σε αυτή την ερμηνεία ο Fuseli είναι ο δαίμονας που πιέζει στο στήθος της αγαπημένης του και το άλογο ο νέος της μνηστήρας που προβάλλει μέσα απ’ τις κουρτίνες. Όποια όμως κι αν είναι η πραγματική εξήγηση, ο Εφιάλτης παραμένει ένα από τα πιο διάσημα, απόκοσμα σαγηνευτικά και αμφιλεγόμενα έργα.
alithia.gr

































